ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 4 ΑΑΔ 341
30 Απριλίου, 2004
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 24 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΚΥΠΡΟΥ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ (ΑΡ. 1),
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 75/2003)
Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστότητα ― Απώλεια της εκτελεστότητας πράξης εναντίον της οποίας υποβάλλεται ένσταση ή ιεραρχική προσφυγή ― Μόνη εκτελεστή η απόφαση που εκδίδεται επί της ένστασης ή της ιεραρχικής προσφυγής.
Πολεοδομία και Χωροταξία ― Κίνηση για μετατροπή χωραφιού σε οικόπεδο ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε αναιτιολόγητη η απόρριψή της.
Διοικητική Πράξη ― Αιτιολογία ― Προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι εφικτή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από τα περιεχόμενα στο διοικητικό φάκελο.
Η αιτήτρια προσέβαλε την απόρριψη της ιεραρχικής της προσφυγής κατά της άρνησης χορήγησης σε αυτήν πολεοδομικής άδειας για μετατροπή χωραφιού σε οικόπεδο αλλά ταυτόχρονα, με το αιτητικό Β της προσφυγής, προσέβαλε και την ίδια την αρχική αυτή άρνηση εναντίον της οποίας είχε ασκηθεί η ιεραρχική προσφυγή.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Πράξη ή απόφαση εναντίον της οποίας έγινε ένσταση ή ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή με βάση νομοθετική πρόνοια, χάνει την εκτελεστότητά της και συγχωνεύεται με την πράξη ή την απόφαση που λήφθηκε επί της ένστασης ή της ιεραρχικής προσφυγής και η τελευταία είναι η μόνη που μπορεί να προσβληθεί. Ακολουθεί πως το αιτητικό Β της προσφυγής απορρίπτεται με έξοδα λόγω έλλειψης εκτελεστότητας.
2. Στην παρούσα υπόθεση δεν εξηγείται γιατί η ένσταση της Α.Η.Κ. θεωρήθηκε ως «ουσιώδης παράγων» και καθοριστικός για την απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής και αργότερα της Υπουργικής Επιτροπής. Περαιτέρω καθήκον της Διοίκησης ήταν η αξιολόγηση όλων των ουσιωδών στοιχείων πριν καταλήξει στην απόφασή της και η αιτιολόγησή της με αναφορά προς το αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας. Υπάρχει επομένως κενό στην αιτιολογία της απόφασης το οποίο δεν μπορεί αναντίλεκτα να πληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου. Έπεται πως η αιτιολογία του πρώτου σκέλους της προσβαλλόμενης απόφασης - ότι η Α.Η.Κ. δεν δίνει τη συγκατάθεσή της λόγω της ύπαρξης υψηλής τάσης - είναι ελλειπής. Για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Υπάρχει βέβαια και το δεύτερο σκέλος της αιτιολογίας - ότι το τεμάχιο έχει πρόσοψη μόνο 8 μ. λιγότερο από το ελάχιστο επιτρεπόμενο. Ωστόσο είναι άγνωστο κατά πόσο η διοίκηση θα απέρριπτε την αίτηση για μόνο το λόγο που σχετίζεται με το μήκος της πρόσοψης. Ούτε και είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση αυτού του παράγοντος. Αυτό είναι αποκλειστικά έργο της Διοίκησης. Δεν μπορεί επομένως το Δικαστήριο να κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί να διασωθεί με βάση το δεύτερο σκέλος της αιτιολογίας.
3. Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα αναφορικά με το Αιτητικό Α και αποτυγχάνει με έξοδα αναφορικά με το Αιτητικό Β.
Διαταγή ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Λυσιώτης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 88,
Economides a.o. v. Republic (1978) 3 C.L.R. 230,
Strongiliotis v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1085,
Kotsonis v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2394,
Μυλωνάς ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1997) 3 Α.Α.Δ. 332 ,
Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145,
Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438.
Προσφυγή.
Χρ. Νικολάου, για την Αιτήτρια.
Μ. Μαλαχτού - Παμπαλλή, για τους Καθ' ων η αίτηση Aρ. 1.
Μ. Καλλιγέρου, για τους Καθ' ων η αίτηση Aρ. 2.
�Cur. adv. vult.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη ή απόφαση του Καθ' ου η Αίτηση αρ. 1 που κοινοποιήθηκε με γραπτή ειδοποίηση στους Αιτητές ημερομηνίας 12.11.2002 με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή τους εναντίον απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής του Δήμου Λεμεσού ημερ. 23.10.01 να μη χορηγήσει άδεια για μετατροπή χωραφιού σε οικόπεδο για τους ίδιους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε η Αίτηση τους με αριθμό ΠΑ 391/00 από την Πολεοδομική Αρχή είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εσφαλμένη και/ή χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη ή απόφαση του Καθ' ου η Αίτηση αρ. 2 που κοινοποιήθηκε στους Αιτητές με γραπτή ειδοποίηση ημερομηνίας 23.10.01 με την οποία απορρίφθηκε αίτηση τους με αριθμό ΠΑ 391/00 για την χορήγηση πολεοδομικής άδειας για μετατροπή χωραφιού σε οικόπεδο για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εσφαλμένη και/ή χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα.»
Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:
Η αιτήτρια είναι ιδιοκτήτρια του τεμαχίου με αρ. 1429 στην Αγία Φύλα στη Λεμεσό. Το τεμάχιο αυτό προέκυψε από διαχωρισμό μεγαλύτερου κτήματος που είχε γίνει το 1986. Μαζί με κάποια άλλα που είχαν προκύψει από το διαχωρισμό, είχε εγγραφεί ως χωράφι (αντί οικόπεδο) διότι επηρεάζετο από εναέρια γραμμή μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος υψηλής τάσης.
Στις 13.12.2000 η αιτήτρια υπέβαλε στο Δήμο Λεμεσού αίτηση για τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας για μετατροπή του χωραφιού σε οικόπεδο. Ο Δήμος Λεμεσού ζήτησε τις απόψεις του Διευθυντή Περιφέρειας Λεμεσού-Πάφου της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (η Α.Η.Κ.) (βλ. επιστολή του Δήμου ημερ. 16.1.2001 στο Φάκελο Τεκ. 2).
Η Α.Η.Κ. αρνήθηκε να δώσει τη συγκατάθεση της επειδή «ο υπόψη διαχωρισμός βρίσκεται σε περιοχή όπου υφίσταται Γραμμή Μεταφοράς Υψηλής Τάσης»(βλ. επιστολή της ημερ. 2.5.2001 στο Φάκελο Τεκ. 2). Η αίτηση εξετάστηκε από τον Τεχνικό του Δήμου. Σε έκθεση του ημερ. 21.5.2001 εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης. Παραθέτω την έκθεση:
«Η ανάπτυξη αφορά μετατροπή ενός χωραφιού με εμβαδόν 1400 τ.μ. σε ένα (1) οικόπεδο.
Η πρόσοψη του προτεινόμενου οικοπέδου είναι πολύ μικρή (μόλις 8.0 μ.).
Το τεμάχιο επηρεάζεται από καλώδια υψηλής τάσης. Η ΑΗΚ με επιστολή της ημερ. 2.5.2001 απαντά στην επιστολή μας ημερ. 16.1.2001 και αναφέρει ότι δεν μπορεί να δώσει την συγκατάθεση της λόγω της Γραμμής Υψηλής Τάσης.
Σας αναφέρω ότι το τεμάχιο αυτό που προέκυψε από τον διαχωρισμό οικοπέδων ΔΜ 15/86 είναι γραμμένο σαν χωράφι λόγω των πιο πάνω προβλημάτων.
Εισήγηση για απόρριψη της αίτησης.
Σάββας Σάββα
Τεχνικός
21.5.2001»
Ακολούθως η αίτηση εξετάσθηκε από την Πολεοδομική Επιτροπή του Δήμου Λεμεσού (η Επιτροπή) στη συνεδρία της ημερ. 26.7.2001. Η Επιτροπή αποφάσισε όπως εισηγηθεί στο Δημοτικό Συμβούλιο την απόρριψη της αίτησης. Το σχετικό πρακτικό έχει ως εξής:
«18. ΠΑ 391/2000 - Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου
Αίτηση για μετατροπή χωραφιού σε οικόπεδο (1.400 τ.μ.). Η πρόσοψη του είναι 8μ. Το τεμάχιο επηρεάζεται από καλώδια υψηλής τάσης. Η ΑΗΚ έχει ένσταση στην έκδοση άδειας.
Η Υπηρεσία εισηγείται την απόρριψη της αίτησης εφόσον δεν συνάδει με τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Λεμεσού.
Η Επιτροπή αποφασίζει όπως εισηγηθεί προς το Δημοτικό Συμβούλιο την απόρριψη της αίτησης.»
Στη συνεδρία του ημερ. 27.9.2001 το Δημοτικό Συμβούλιο Λεμεσού αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης. Παραθέτω το κείμενο της απόφασης:
«Το Δημοτικό Συμβούλιο στην συνεδρίαση του με αρ. 90, ημερομηνίας 27.9.2001 αποφάσισε την απόρριψη της πιο πάνω αίτησης για το λόγο ότι το χωράφι προέκυψε από διαχωρισμό οικοπέδων με αριθμό φακέλου ΔΜ 15/86 και διέπεται από εναέρια γραμμή υψηλής τάσης, η ΑΗΚ με επιστολή της ημερομηνίας 2.5.2001 δεν δίνει την συγκατάθεση της και το τεμάχιο έχει πρόσοψη μόνο 8 μ., λιγότερο από το ελάχιστο επιτρεπόμενο.»
Με επιστολή τους προς το Υπουργικό Συμβούλιο ημερ. 20.11.2001 οι δικηγόροι της αιτήτριας υπέβαλαν ιεραρχική προσφυγή. Το Υπουργείο Εσωτερικών αφού ζήτησε και πήρε τις απόψεις (α) του Δήμου Λεμεσού και (β) του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, ετοίμασε σχετικό Σημείωμα το οποίο υπέβαλε μαζί με τα λοιπά στοιχεία και έγγραφα στην Αρμόδια Υπουργική Επιτροπή.
Η Ιεραρχική Προσφυγή απορρίφθηκε από την αρμόδια Υπουργική Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 21.10.2002. Παραθέτω το κείμενο της απόφασης:
«Η Επιτροπή μελέτησε το Σημείωμα αρ. 47/14 του Υπουργείου Εσωτερικών, εξέτασε τα πραγματικά γεγονότα και νομικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την υποβληθείσα πολεοδομική αίτηση καθώς και τους λόγους που επικαλούνται οι αιτητές προς υποστήριξη της Προσφυγής τους και αποφάσισε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή, για τους ίδιους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση από την Πολεοδομική Αρχή.»
Οι προδικαστικές ενστάσεις.
Οι καθ' ων η αίτηση 2 έχουν προβάλει τις πιο κάτω δύο προδικαστικές ενστάσεις:
(1) Στο αιτητικό Β της Προσφυγής προσβάλλεται μη εκτελεστή διοικητική απόφαση και/ή απόφαση που έχασε την εκτελεστότητα της εφόσον εκδόθηκε απόφαση επί της ιεραρχικής προσφυγής κατά αυτής, και η προσφυγή είναι απαράδεκτη ως εκ του λόγου τούτου.
(2) Η προσβαλλόμενη απόφαση στο αιτητικό Β της Προσφυγής προσβάλλεται εκπροθέσμως και η προσφυγή είναι απαράδεκτη ως εκ του λόγου τούτου.
�
Ο κ. Νικολάου, εκ μέρους της αιτήτριας, στην απαντητική του αγόρευση δέχθηκε ότι «πράγματι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση 2 απώλεσε την εκτελεστότητα και αυτοτέλεια της και ότι θα πρέπει να κριθεί στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής αν θα ακυρωθεί η απόφαση των καθ' ων η αίτηση 2 στην οποία ενσωματώθηκε και η πράξη των καθ' ων η αίτηση 1». Ο ευπαίδευτος συνήγορος παρέπεμψε στην Λυσιώτης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 88.
Η προδικαστική ένσταση αντανακλά τη θέση της νομολογίας. Πράξη ή απόφαση εναντίον της οποίας έγινε ένσταση ή ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή με βάση νομοθετική πρόνοια, χάνει την εκτελεστότητα της και συγχωνεύεται με την πράξη ή την απόφαση που λήφθηκε επί της ένστασης ή της ιεραρχικής προσφυγής και η τελευταία είναι η μόνη που μπορεί να προσβληθεί. Βλ. Economides and Others v. Republic (1978) 3 C.L.R. 230, Strongiliotis v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1085, Kotsonis v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2394 και Λυσιώτης (πιο πάνω). Ακολουθεί πως η πρώτη προδικαστική ένσταση πρέπει να πετύχει. Το αιτητικό Β της προσφυγής απορρίπτεται με έξοδα λόγω έλλειψης εκτελεστότητας.
Η ουσία της προσφυγής.
Ο κ. Νικολάου υπέβαλε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση τυγχάνει αναιτιολόγητη κατά παράβαση των αρ. 26-32 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99) και των σχετικών νομολογιακών αρχών. Ο ευπαίδευτος συνήγορος αφού παρέπεμψε το Δικαστήριο στο αρ. 26(1)* του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/72) όπως αναδομήθηκε από το Άρθρο 5 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Τροποποιητικού) Νόμου του 1990 (Ν. 7/90) συνέχισε ως εξής:
«Η απλή αναφορά στην επιστολή των Καθ' ων η Αίτηση 2 σε απουσία συγκατάθεσης της ΑΗΚ δεν αποκαλύπτει με σαφήνεια και επάρκεια τις σκέψεις της διοίκησης ούτε οδηγεί αναπόφευκτα στο συμπέρασμα στο οποίο αυτή κατέληξε. Υπάρχει ασάφεια στην διατύπωση και αβεβαιότητα όταν επιχειρείται η διάγνωση των λόγων απόρριψης της αίτησης των Αιτητών. Ποιά συγκατάθεση δεν δίνει η ΑΗΚ; Πώς η απουσία της επηρεάζει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση; Τί άλλο λήφθηκε υπόψιν αν λήφθηκε από τους Καθ' ων η Αίτηση; Στάθμισαν κάποιες παραμέτρους οι Καθ' ων η Αίτηση και ασκώντας την διακριτική τους ευχέρεια επέλεξαν κάποιες από τις διαθέσιμες σε αυτούς λύσεις ή θεώρησαν ότι η σχετική αρμοδιότητα τους είχε καταστεί δέσμια; Πολλά τέτοια ερωτήματα μπορούν να τεθούν και να παραμείνουν αναπάντητα παρά το ότι η δυνατότητα απάντησης τους είναι καίρια προκειμένου να κριθεί αν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά η ορθότητα της προσβαλλόμενης πράξης η οποία ήταν σαφώς δυσμενής για τους Αιτητές αφού ήταν απορριπτική δικού τους αιτήματος και οδηγούσε σε στέρηση τους από το δικαίωμα τους να εκμεταλλευθούν και αναπτύξουν την ακίνητη ιδιοκτησία τους.
Οι σκέψεις της διοίκησης που οδήγησαν στην έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης δεν αποκαλύφθηκαν ικανοποιητικά ή καθόλου.»
Στην Μυλωνάς ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1997) 3 Α.Α.Δ. 332 η πολεοδομική αρχή έκρινε αναγκαία, στο πλαίσιο διερεύνησης του αιτήματος για χορήγηση πολεοδομικής άδειας, την αναζήτηση των απόψεων, εκτός της Υπηρεσίας Μεταλλείων και των ακόλουθων κυβερνητικών τμημάτων: (α) της Επαρχιακής Διοίκησης Λευκωσίας, (β) του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων, (γ) της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος και (δ) του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης. Τα πρώτα τρία τμήματα τοποθετήθηκαν θετικά έναντι του αιτήματος του εφεσείοντα. Διαπιστώθηκε, στις απόψεις που εξέθεσαν, ότι το τεμάχιο στο οποίο θα γίνει η λατόμευση ευρίσκεται μέσα σε πολεοδομική ζώνη λατομείων και ότι η χορήγηση της άδειας συνάδει με την ανάπτυξη της περιοχής χωρίς να επιβαρύνεται το περιβάλλον ή να δημιουργείται οποιοσδήποτε κίνδυνος για τους υδάτινους πόρους. Το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης όπως και η Υπηρεσία Μεταλλείων τάχθηκαν εναντίον της χορήγησης της άδειας. Και τα δύο τμήματα πρόβαλαν ως λόγο για την απόρριψη του αιτήματος το γεγονός ότι το τεμάχιο όπου θα δημιουργηθεί το λατομείο ευρίσκεται σε περιοχή η οποία έχει εκμισθωθεί στην Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία. Ο δεύτερος λόγος που πρόβαλε η Υπηρεσία Μεταλλείων ήταν ότι στην περιοχή λειτουργούν άλλα τρία λατομεία, χωρίς να εξηγήσει γιατί η δημιουργία τέταρτου θα είναι ζημιογόνος. Η αναστάτωση, που θα επιφέρει στο εργοστάσιο παραγωγής ασβέστη της Ελληνικής Μεταλλευτικής Εταιρείας ήταν ο δεύτερος λόγος που πρόβαλε το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης, ως αντικείμενος προς την αίτηση. Ο τρίτος λόγος αφορούσε την απουσία μελέτης για την καταλληλότητα του πετρώματος για την παραγωγή αδρανών υλικών.
Το αιτιολογικό της απόφασης του Τμήματος Πολεοδομίας είχε ως ακολούθως:
«Ο Διευθυντής του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης και ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Μεταλλείων ενίστανται στην έκδοση της αιτούμενης άδειας. Οι ενστάσεις αυτές λήφθηκαν από την Πολεοδομική Αρχή σαν ουσιώδεις παράγοντες με βάση το Άρθρο 26 του Νόμου 90/72.
Η έκταση του αιτούμενου προνομίου καλύπτεται από μεταλλευτική μίσθωση της Ελληνικής Μεταλλευτικής Εταιρείας Λτδ.»
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το Τμήμα Πολεοδομίας δεν υπερέβη τα όρια της διακριτικής ευχέρειας που του παρέχει ο νόμος, απορρίπτοντας το αίτημα του εφεσείοντα για τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας για την εγκαθίδρυση λατομείου και ειδικά ότι η έρευνα η οποία προηγήθηκε ήταν επαρκής και η απόφαση αιτιολογημένη.
Στην έφεση που άσκησε ο αιτητής κατά της πρωτόδικης απόφασης έγινε αναφορά στον όρο «ουσιώδη παράγοντα» που συναντούμε στο αρ. 26(1) του Νόμου. Λέχθηκε ότι «οι ουσιώδεις παράγοντες», οι οποίοι μπορεί να επιδράσουν στη λήψη της διοικητικής απόφασης, δεν προσδιορίζονται. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό. Ουσιώδης είναι κάθε παράγοντας, ο συνυπολογισμός του οποίου είναι αναγκαίος για τη λήψη της επίδικης διοικητικής απόφασης». Λέχθηκε επίσης: «Βάσει του Κ.6 των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 55/90), επιβάλλεται όπως η πολεοδομική αρχή επιζητεί, ανάλογα με το αντικείμενο της αίτησης, τις απόψεις διαφόρων Κυβερνητικών Τμημάτων πριν χωρήσει στην άσκηση των εξουσιών της. Η κυβερνητική υπηρεσία, στην περίπτωση αίτησης για τη χορήγηση άδειας λατομείου, είναι ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Μεταλλείων. Πρόκειται για νομοθετική υποχρέωση, μη συμμόρφωση προς την οποία καθιστά την απόφαση έκνομη. Δε συναρτούν όμως, οι προαναφερθέντες κανονισμοί, την απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής, με τις απόψεις της Υπηρεσίας Μεταλλείων, ούτε τις καθιστούν παράγοντα μείζονος σημασίας για την άσκηση των εξουσιών της. Η αποφασιστική αρμοδιότητα παραμένει στο Τμήμα Πολεοδομίας, όπως καθορίζει ο νόμος και ασκείται με αναφορά προς κάθε παράγοντα ουσιώδους σημασίας για την αξιολόγηση της αίτησης».
Η Ολομέλεια επέτρεψε την έφεση και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω, ανάμεσα σ' άλλα, έλλειψης αιτιολογίας. Παραθέτω το σκεπτικό της απόφασης - από τις σελ. 336-337 - που εκδόθηκε από τον Πική, Π.:
«Στην απόφαση δεν εξηγείται γιατί οι ενστάσεις των δύο τμημάτων θεωρήθηκαν ως 'ουσιώδεις παράγοντες' και καθοριστικές, για την απόφαση της πολεοδομικής αρχής. Εάν οι ενστάσεις των δύο τμημάτων θεωρήθηκαν, λόγω της προέλευσης τους, ως καθοριστικές και για την απόφαση των εφεσιβλήτων, αποκαλύπτεται νομική πλάνη, εφόσον ο νόμος δεν προσδίδει στις θέσεις οποιουδήποτε τμήματος ή σε οποιοδήποτε ουσιώδη παράγοντα αποφασιστική σημασία για την έκβαση αίτησης για τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας. Οι απόψεις όλων των κυβερνητικών τμημάτων που αναζητήθηκαν άπτοντο του διερευνούμενου θέματος και ήσαν ουσιώδεις παράγοντες, με την έννοια που ο όρος ενέχει στο Άρθρο 26(1) του νόμου. Καθήκον της πολεοδομικής αρχής ήταν η αξιολόγηση όλων των ουσιωδών στοιχείων πριν καταλήξει στην απόφασή της και η αιτιολόγηση της με αναφορά προς το αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας.
Ούτε το κενό το οποίο αφήνεται στο αιτιολογικό της απόφασης μπορεί αναντίλεκτα να πληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου. Τα ουσιώδη γεγονότα ήσαν αμφίρροπα και δεν μπορούσαν εξ αντικειμένου να πληρώσουν το κενό στην αιτιολογία.
..............................................................................................................
Αντίθετα με τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταλήγουμε ότι η διοικητική απόφαση η οποία προσβάλλεται είναι ατεκμηρίωτη και πάσχει από ελλειπή αιτιολογία.»
Έχω την άποψη πως ισχύουν τα νομολογηθέντα στην Μυλωνάς (πιο πάνω). Στην παρούσα υπόθεση - όπως και στην Μυλωνάς - δεν εξηγείται γιατί η ένσταση της Α.Η.Κ. θεωρήθηκε ως «ουσιώδης παράγων» και καθοριστικός για την απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής και αργότερα της Υπουργικής Επιτροπής. Περαιτέρω καθήκον της Διοίκησης ήταν η αξιολόγηση όλων των ουσιωδών στοιχείων πριν καταλήξει στην απόφαση της και η αιτιολόγηση της με αναφορά προς το αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας. Υπάρχει επομένως κενό στην αιτιολογία της απόφασης το οποίο δεν μπορεί αναντίλεκτα να πληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου. Έπεται πως η αιτιολογία του πρώτου σκέλους της προσβαλλόμενης απόφασης - ότι η Α.Η.Κ. δεν δίνει τη συγκατάθεση της λόγω της ύπαρξης υψηλής τάσης - είναι ελλειπής. Για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Υπάρχει βέβαια και το δεύτερο σκέλος της αιτιολογίας - ότι το τεμάχιο έχει πρόσοψη μόνο 8 μ. λιγότερο από το ελάχιστο επιτρεπόμενο. Ωστόσο είναι άγνωστο κατά πόσο η διοίκηση θα απέρριπτε την αίτηση για μόνο το λόγο που σχετίζεται με το μήκος της πρόσοψης. Ούτε και είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση αυτού του παράγοντος. Αυτό είναι αποκλειστικά έργο της Διοίκησης. Δεν μπορεί επομένως το Δικαστήριο να κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί να διασωθεί με βάση το δεύτερο σκέλος της αιτιολογίας.
Δεν έχει παραγνωριστεί ότι σύμφωνα με τις απόψεις του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (βλ. επιστολή του ημερ. 26.2.2002) οι οποίες τέθηκαν ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής, η ύπαρξη της γραμμής υψηλής τάσης δεν επέτρεπε την οικοπεδοποίηση του τεμαχίου και τη διασφάλιση της δυνατότητας οικοδομικής αξιοποίησης του σύμφωνα με την επιτρεπόμενη χρήση, το συντελεστή δόμησης και το ποσοστό κάλυψης της περιοχής. Ωστόσο η προσβαλλόμενη απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής δεν παραπέμπει στις πιο πάνω απόψεις. Παραπέμπει ευθέως στους λόγους απόρριψης της αίτησης από την Πολεοδομική Αρχή. Η τελευταία απέρριψε την αίτηση για το λόγο ότι η Α.Η.Κ. δεν δίνει τη συγκατάθεση της. Υπενθυμίζεται ότι η συμπλήρωση της αιτιολογίας από τα στοιχεία του φακέλου είναι δυνατή μόνο όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. Βλ. Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145 - απόφαση της Ολομέλειας. Βλ., επίσης, Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438: «Είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων αν προκύπτει από αυτό τί ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο όταν έπαιρνε την απόφαση». Βλ. και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 185-186: «Η αναπλήρωση από το φάκελο της ελλείπουσας αιτιολογίας δύναται να χωρήσει μόνον, εφ' όσον ευθέως και αμέσως προκύπτει τοιαύτη εκ των στοιχείων του φακέλου, διότι άλλως το Σ.τ.Ε. θα έπρεπε ν' αναζητήσει και σταθμίσει αυτό τα στοιχεία ταύτα, οπότε θα υποκαθίστατο εις την αρμόδιαν διοικητικήν αρχήν εν τη κατ' ουσίαν εκτιμήσει των αποδεικτικών και λοιπών στοιχείων».
Στην παρούσα υπόθεση τα στοιχεία του φακέλου - οι απόψεις του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως - δεν είναι σαφώς άρρηκτα συνδεδεμένα με την ληφθείσα απόφαση. Αντίθετα η ληφθείσα απόφαση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους λόγους απόρριψης της αίτησης από την Πολεοδομική Αρχή οι οποίοι παραπέμπουν απλώς στην άρνηση της Α.Η.Κ.
Στο στάδιο των διευκρινίσεων η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση 2 ήγειρε θέμα έλλειψης εννόμου συμφέροντος. Παρόλο ότι τέτοιο θέμα μπορεί να εξεταστεί και αυτεπάγγελτα, τέτοια εξέταση είναι δυνατή μόνο όπου υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου το αναγκαίο πραγματικό βάθρο, το οποίο δεν υπάρχει στην παρούσα υπόθεση. Έπεται πως δεν θα εξετασθεί θέμα έλλειψης εννόμου συμφέροντος.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα αναφορικά με το Αιτητικό Α και αποτυγχάνει με έξοδα αναφορικά με το Αιτητικό Β.
Διαταγή ως ανωτέρω.
* Το αρ. 26(1) προβλέπει:
«26.(1) Για να καταλήξει σε πολεοδομική απόφαση δυνάμει του παρόντος Νόμου, η Πολεοδομική Αρχή λαμβάνει υπόψη τις πρόνοιες του εφαρμοστέου στην περίπτωση σχεδίου αναπτύξεως καθώς και οποιοδήποτε άλλο ουσιώδη παράγοντα.
............................................................................................................................................»