ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 1073/2002
26 Αυγούστου, 2004
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 28, 30, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΛΛΗ ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΡΕΥ
Αιτήτρια,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η
ΕΠΑΡΧΙΑΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Καθών η αίτηση.
--------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης, για την αιτήτρια
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθών η αίτηση
Κ. Στιβαρού (κα), για το ε.μ. ΑΗΚ.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΦΩΤΙΟΥ Δ: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά διάταγμα του δικαστηρίου με το οποίο να ακυρώνεται η πράξη και/ή απόφαση των καθών η αίτηση με την οποία χορήγησαν άδεια οικοδομής στην Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (Α.Η.Κ.) να ανεγείρει υποσταθμό μεσα στο υπό διαχωρισμό κτήμα της Γεωργίας Ματθαίου Νικολάου με αρ. τεμ. 623 Φ/Σχ ΧL 30 σε σημείο που είναι εντελώς επί του συνόρου του ακινήτου της αιτήτριας.
Στην Αίτηση προβάλλονται 12 λόγοι για την ακύρωση της εν λόγω απόφασης που μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:
(α) Η απόφαση παραβιάζει το Σύνταγμα (άρθρα 7, 9, 15, 23, 28, 30 και 35) το Νόμο και τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου και οδηγεί στην καταστροφή της περιοχής πλήττοντας το οικογενειακό και οικιστικό περιβάλλον.
(β) Η απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα ή αιτιολογία και κάτω από πλάνη περί το νόμο και πράγματα και/ή με κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας και με σκοπό να εξυπηρετήσει αλλότριους σκοπούς και όχι το δημόσιο συμφέρον.
(γ) Εκθέτει σε απροσδιόριστους κινδύνους την αιτήτρια, την οικογένεια της και γενικά τους κατοίκους της περιοχής και παραβιάζει το δικαίωμα ποιότητας της ζωής και της αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Στην ένσταση τους οι καθών η αίτηση υποστηρίζουν το νόμιμο και την ορθότητα της απόφασης.
Τα γεγονότα της υπόθεσης όπως προκύπτουν από την αίτηση και ένσταση έχουν, περιληπτικά, ως ακολούθως:
1. Η αιτήτρια είναι ιδιοκτήτρια οικίας που ευρίσκεται στο χωρίον Κίτι στο τεμάχιο με αρ. 406 του Φ/Σχ. L/30.
2. Στους κκ Βασίλη Σιούφτα και άλλους παραχωρήθηκε η άδεια διαχωρισμού με αρ. 02473 ημερ. 5/2/96 για να διαχωριστεί το τεμάχιο 623 του ιδίου φύλου σχεδίου στο Κίτι, τοποθεσία «Πλαγιοχάνουτα» σε 27 οικόπεδα. Της άδειας διαχωρισμού είχε προηγηθεί η έκδοση της Πολεοδομικής Αδειας ΛΑΡ/0026/93 ημερ. 14/4/93 στην οποία μεταξύ άλλων όρων, τέθηκε και ο όρος για ανέγερση ηλεκτρικού υποσταθμού σε κατάλληλο χώρο.
3. Στις 26/8/97 η αιτήτρια με επιστολή της προς την Α.Η.Κ. διαμαρτυρήθηκε για την πρόθεση της να ανεγείρει τον υποσταθμό δίπλα από την οικία της.
4. Στις 20/4/99 οι προαναφερθέντες Βασίλης Σιούφτας και άλλοι υπέβαλαν αίτηση στον Έπαρχο Λάρνακας για να τους παραχωρηθεί η άδεια οικοδομής για την ανέγερση επίγειου ηλεκτρικού υποσταθμού στο εν λόγω υπό διαχωρισμό τεμάχιο τους. Πριν την έκδοση της άδειας ο Έπαρχος ζήτησε τις απόψεις του Κοινοτικού Συμβουλίου Κιτίου το οποίο σε συνεδρία του ημερ. 29/7/99 δε συνιστούσε την έκδοση άδειας οικοδομής για επίγειο υποσταθμό, αλλά εισηγείτο υπόγειο ή ημιυπόγειο για να συνάδει με το περιβάλλον.
5. Ενόψει της πιο πάνω θέσης του Κοινοτικού Συμβουλίου ο Έπαρχος Λάρνακας ζήτησε και τις απόψεις του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως το οποίο συμφωνούσε με τη θέση του Κοινοτικού Συμβουλίου, αφού όμως ληφθούν εκ νέου και οι απόψεις της Α.Η.Κ. Ζητήθηκαν οι απόψεις της αλλά επέμεινε στην αρχική θέση της αναφέροντας ότι η ανέγερση του σταθμού στο συγκεκριμένο σημείο έχει επιλεγεί μετά από προσεκτική μελέτη και στάθμιση όλων των τεχνικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Πρόσθεσε ότι θα ήταν διατεθειμένη να συνηγορήσει στην ανέγερση ημιυπογείου σταθμού, ο οποίος θα έπαιζε το ρόλο ενός πιλοτικού υποσταθμού για να διαπιστωθούν στην πράξη τυχόν προβλήματα.
6. Επειδή το θέμα της ανέγερσης των υποσταθμών προκαλούσε ορισμένα προβλήματα στις κοινότητες σε θέματα υγείας από τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία, ο Έπαρχος Λάρνακας κάλεσε σε συνεδρία στις 12/4/00 (στην οποία παραβρέθηκαν εκπρόσωποι του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, της Α.Η.Κ. και ο Εκτελεστικός Μηχανικός των Κοινοτικών Συμβουλίων), για συζήτηση και λήψη τελικών αποφάσεων για τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται στην ανέγερση των υποσταθμών.
7. Σε αργότερο στάδιο και συγκεκριμένα στις 30/1/02 υποβλήθηκε στον Έπαρχο Λάρνακας νέα αίτηση με τροποποιημένα σχέδια για έκδοση άδειας οικοδομής για ανέγερση υπόγειου υποσταθμού αφού προηγήθηκε η έκδοση νέας πολεοδομικής άδειας ημερ. 17/1/02. Για τα νέα σχέδια, τόσο οι απόψεις του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως όσο και του Κοινοτικού Συμβουλίου Κιτίου, ήσαν τώρα θετικές και συνιστούσαν την έκδοση της άδειας. Έτσι ο Έπαρχος Λάρνακας προχώρησε στην έγκριση της αίτησης και στις 4/4/02 εκδόθηκε η άδεια οικοδομής με αρ. 40468 και αρ. φακ. 176/99, αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης.
8. Εκκρεμούσης της εξέτασης της πρώτης αίτησης των προαναφερθέντων προσώπων, η αιτήτρια με επιστολή της ημερ. 4/1/00 υπέβαλε παράπονο προς την Επίτροπο Διοικήσεως η οποία σε έκθεση της ημερ. 5/10/00 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια έτυχε δυσμενούς μεταχείρισης σε σχέση με την ανέγερση υποσταθμού της Α.Η.Κ. δίπλα από το σπίτι της και εισηγήθηκε όπως η Α.Η.Κ. επανεξετάσει το όλο θέμα και μελετήσει το ενδεχόμενο εγκατάστασης του υποσταθμού σε άλλη θέση. Όμως η Α.Η.Κ. κατά τις 21/8/02 άρχισε εργασίες για την ανέγερση του υπόγειου τώρα υποσταθμού στο ίδιο σημείο για το οποίο παραπονείτο η αιτήτρια η οποία και διαμαρτυρήθηκε γραπτώς στις 23/8/02 μέσω του δικηγόρου της τόσο στην Α.Η.Κ. όσο και στην Επίτροπο Διοικήσεως. Στις 29/8/02 η Α.Η.Κ. απάντησε στην αιτήτρια ότι εξασφάλισε τις κατά νόμο άδειες, χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις.
9. Με επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 4/9/02 η αιτήτρια ζήτησε από την Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας να της επιβεβαιώσει ότι υπάρχει και να την εφοδιάσει με αντίγραφο της άδειας ανέγερσης του εν λόγω ηλεκτρικού υποσταθμού με αρ. Β176/99 ημερ. 4/4/02 στο όνομα της Γεωργίας Ματθαίου Νικολάου και άλλων.
10. Στις 10/10/02 ο Έπαρχος Λάρνακας απάντησε στο δικηγόρο της αιτήτριας ότι το γραφείο του εξέδωσε την άδεια οικοδομής με αρ. 40468 η οποία αφορά την ανέγερση υπόγειου υποσταθμού της Α.Η.Κ. μέσα στο τεμάχιο 623 Φ/Σχ. L/30 και συγκεκριμένα μέσα στο υπό διαχωρισμό οικόπεδο που ανήκει στην Γεωργία Ματθαίου Νικολάου.
11. Στις 12/11/02 η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.
Η Γεωργία Ματθαίου Νικολάου και ο Βασίλης Σιούφτα των οποίων τα ονόματα φαίνονται ρητά στο όλο ιστορικό της υπόθεσης, είναι δυο από τους 10 ιδιοκτήτες του τεμ. 623 Φ/Σχ. L/30 όπως αυτοί φαίνονται και στο Παράρτημα Β της άδειας οικοδομής αρ. 40468, αρ. Φακ. 176/99.
Η ακρόαση της υπόθεσης έγινε με γραπτές αγορεύσεις και προφορικές διευκρινίσεις.
Παρόλο ότι στην ένσταση τους οι καθών η αίτηση δεν εγείρουν οποιαδήποτε προδικαστική ένσταση, στην αγόρευση τους εγείρουν τον ισχυρισμό ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη. Ενόψει ότι του γεγονότος ότι το θέμα αυτό είναι κάτι που και το ίδιο το δικαστήριο μπορεί να εγείρει και εξετάσει αυτεπάγγελτα (βλ. μεταξύ άλλων L΄Union Nationale (Tourism and Sea Resorts) Ltd. v. Συμβουλίου Αποχετεύσεως Λεμεσού-Αμαθούντας (1998) 3 Α.Α.Δ. 513) προχωρώ να εξετάσω αυτό.
Ο ισχυρισμός του ευπαιδεύτου δικηγόρου για τους καθών η αίτηση ήταν ότι γνώριζε από το 2000 η αιτήτρια όλα τα γεγονότα και είχε εκτεταμένη γνώση ούτως ώστε μπορούσε και έπρεπε να προσφύγει στο δικαστήριο. Ακόμα και σε αργότερο στάδιο δηλαδή τον Αύγουστο του 2002 φαίνεται να γνώριζε η αιτήτρια για την έκδοση της σχετικής άδειας αλλά και πάλιν παρέλειψε να αποταθεί στο δικαστήριο.
Έλαβα υπόψη μου τα πιο πάνω. Αναφορικά με τα γεγονότα του 2000, όταν ακόμη προγραμματίζετο η ανέγερση του υποσταθμού, είμαι της άποψης ότι αυτά δεν είναι τέτοια που να έθεταν την υποχρέωση στην αιτήτρια για να προσβάλει οποιαδήποτε απόφαση. Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση ημερ. 4/4/02 (Παράρτημα Ε στην ένσταση) της οποίας η αιτήτρια, στην προσφυγή της, ισχυρίζεται ότι έλαβε γνώση στις 10/10/02, κάτι που δεν αμφισβητείται στην ένσταση. Από τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως προκύπτουν και από τις σχετικούς φακέλους που κατατέθηκαν ενώπιον μου ως τεκμήριο, φαίνεται ότι τουλάχιστον γραπτώς η αιτήτρια πληροφορήθηκε για πρώτη φορά για την ύπαρξη άδειας οικοδομής του εν λόγω υποσταθμού με την επιστολή των καθών η αίτηση ημερ. 10/10/02 η οποία στάληκε προς απάντηση της επιστολής του δικηγόρου της αιτήτριας ημερ. 4/9/02.
Αυτό που με απασχόλησε είναι αν υπάρχει οτιδήποτε στην επιστολή του δικηγόρου της αιτήτριας ημερ. 4/9/02 που να δείχνει ότι η αιτήτρια είχε την απαιτούμενη γνώση από ενωρίτερο στάδιο για την ύπαρξη της άδειας οικοδομής ούτως ώστε να άρχιζε από τότε ο υπολογισμός του χρόνου των 75 ημερών.
Στην εν λόγω επιστολή του συνηγόρου της αιτήτριας αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Ενεργώντας εκ μέρους και κατ' εντολή της πελάτιδας μας κας Ελλης Ιωάννου Στόρευ από το Κίτι παρακαλώ όπως μας δοθεί άμεσα αντίγραφο της άδειας ανέγερσης ηλεκτρικού υποσταθμού με αριθμό Β176/99 ημερ. 4.4.2002 στο όνομα Γεωργίας Ματθαίου Νικολάου.
Παρά την έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως ημερ. 5.10.2000 και χωρίς οποιαδήποτε μετά από την Έκθεση αυτή ενημέρωση ή διαβούλευση της ΑΗΚ με την πελάτιδα μας, η ΑΗΚ άρχισε εργασίες για την ανέγερση υποσταθμού στο ίδιο σημείο που επηρεάζει άμεσα την ιδιοκτησία της πελάτιδας μου. Η πελάτιδα μου έλαβε γνώση της κατάστασης αυτής την 21.8.2002 όταν και άρχισαν οι εργασίες για ανέγερση του εν λόγω υποσταθμού.
Ήδη διαμαρτυρήθηκε γραπτώς εκ νέου στην Επίτροπο και στην ΑΗΚ.
Κατόπιν έρευνας της πελάτιδας μου προέκυψε χωρίς βεβαιότητα ότι, δόθηκε νέα ή τροποποιητική άδεια από το γραφείο σας στις 4.4.2002.
Συνεπώς παρακαλείστε όπως με εφοδιάσετε άμεσα με αντίγραφο της προαναφερόμενης άδειας για σκοπούς υπεράσπισης των συμφερόντων της πελάτιδας μου.»
Αναφορικά με το θέμα αυτό του εκπροθέσμου μιας προσφυγής και του τι αποτελεί αρκετή γνώση για να αρχίζει η προθεσμία των 75 ημερών που διαλαμβάνει το άρθρο 146.3 του Συντάγματος στην υπόθεση Χειμωνίδου ν. Ιατρικές Υπηρεσίες κα (1998) 3 Α.Α.Δ. 870 σελ. 873 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα
«Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η προθεσμία που καθορίζει το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος είναι επιτακτική και πρέπει να εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις προς το δημόσιο συμφέρον. Επίσης, έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι «γνώση» σημαίνει γνώση της απόφασης, πράξης ή παράλειψης, η οποία παρέχει δικαίωμα προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος και όχι γνώση της μαρτυρίας η οποία είναι αναγκαία προς τεκμηρίωση ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμών για αντισυνταγματικότητα, παρανομία ή υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας. Η θέση αυτή έχει καθιερωθεί από παλιά στην υπόθεση Moran v. Republic 1 Α.Α.Σ.Δ. 10 και ακολουθήθηκε έκτοτε από το Ανώτατο Δικαστήριο, σε σειρά αποφάσεων. Έχει νομολογηθεί επίσης ότι για την έναρξη της προθεσμίας των 75 ημερών δεν απαιτείται η γνώση και της αιτιολογίας της απόφασης (Βλέπε: Moran (πιο πάνω), Plousiou v. Central Bank (1982) 3 C.L.R. 1382). Σύμφωνα με τη νομολογία επαρκήνς γνώση είναι εκείνη που περιλαμβάνει πληροφόρηση για κάθε ουσιαστικό στοιχείο της απόφασης. Πλήρης είναι η γνώση, όταν επιτρέπει στο διοικούμενο να βεβαιωθεί με ακρίβεια για την οικονομική ή ηθική βλάβη που υφίσταται από την απόφαση της Διοίκησης. Η ύπαρξη της αναγκαίας πληροφόρησης για τους σκοπούς του Άρθρου 146.3 κρίνεται αντικειμενικά. (Βλέπε: Αλίκη Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακας (1998) 3 Α.Α.Δ. 197 και Ανδρέας Ελληνίδης και Άλλοι ν. Υπουγρού Εσωτερικών, Προσφυγή Αρ. 722/96, ημερ. 26.5.98).
Κατά συνέπεια, έχοντας υπόψη τις πιο πάνω αναφερθείσες θέσεις της νομολογίας η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Η εφεσείουσα γνώριζε όλα τα στοιχεία της επίδικης πράξης καθώς ακι την οικονομική ή ηθική βλάβη που υφίστατο έξι τουλάχιστον χρόνια πριν την καταχώρηση της προσφυγής της.»
Στην προαναφερθείσα υπόθεση L΄Union Nationale (Tourism and Sea Resorts) Ltd., σελ. 525 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Έχει νομολογηθεί ότι για να κινήσει την προθεσμία για την άσκηση προσφυγής η δημοσίευση εις την εφημερίδα της Δημοκρατίας πρέπει να είναι πλήρης και η πράξη να είναι με τέτοιο τρόπο διατυπωμένη ώστε να προκύπτει σαφώς το περιεχόμενο της (βλ. Pissas (No.1) v. E.A.C. (1966) 3 C.L.R. 634, 638).
Πλήρης είναι η γνώση η οποία επιτρέπει εις τον ενδιαφερόμενο να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική ή την ηθική ζημιά την οποία υφίσταται από τη δημοσιευόμενη ή κοινοποιούμενη πράξη (Βλ. Θ:Δ. Τσάτσου «Η Αίτησης Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας» σελ. 74, Aspri v. Republic (1979) 3 C.L.R. 490, 497, 398)."
Στην ίδια υπόθεση σελ. 526 διαβάζουμε τα εξής:
«Στην Papaioannou v. Republic (1982) 3 Α.Α.Δ. 103, 108, 109, ο Πικής, Δ. - όπως ήταν τότε - υποδεικνύει πως από την επισκόπηση της σχετικής ελληνικής νομολογίας πηγάζουν οι πιο κάτω προτάσεις οι οποίες πρέπει να καθοδηγούν το δικαστήριο στο θέμα της προθεσμίας:
(1) Οσάκις ο Νόμος απαιτεί δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα τέτοια δημοσίευση είναι απαραίτητη για να θέσει σε κίνηση την προθεσμία σε σχέση με τρίτα πρόσωπα.
(2) Η γνωστοποίηση της απόφασης οσάκις προβλέπεται από το Νόμο δεν είναι ανάγκη να γίνεται με οποιοδήποτε επίσημο τύπο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί οποιοσδήποτε τύπος νοουμένου ότι είναι αποτελεσματικός.
(3) Η γνωστοποίηση δεν είναι ανάγκη να επεκτείνεται στην κάθε λεπτομέρεια της απόφασης. Εφόσον ενημερώνει τον επηρεαζόμενο για το αποτέλεσμα και τη βάση της αιτιολογίας θα θεωρηθεί επαρκής παρά την απουσία ασήμαντων λεπτομερειών.
(4) Οσάκις ο Νόμος απαιτεί έγγραφη γνωστοποίηση η αποστολή της γνωστοποίησης δεν αποτελεί κατ' ανάγκη προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της προθεσμίας. Η προθεσμία κινείται από την στιγμή που ο επηρεαζόμενος λαμβάνει γνώση της απόφασης. Έτσι αν η γνώση αποκτηθεί με άλλο τρόπο η προθεσμία αρχίζει να κινείται από τότε.
(5) Η γνώση η οποία απαιτείται για να θέσει σε κίνηση την προθεσμία που προβλέπεται από το άρθρο 146.3 του Συντάγματος πρέπει να είναι αρκετά εκτεταμένη έτσι που να πληροφορεί τον επηρεαζόμενο διάδικο επαρκώς για τις επιπτώσεις της απόφασης επί της κατάστασης και θέσης του και τον καθιστά ικανό να λάβει τα θεραπευτικά μέτρα που προσφέρονται από το Νόμο.»
Για το ίδιο θέμα σχετικά είναι και τα όσα αναφέρονται στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αννα Κύρου Μαραθεύτη ν. Δήμου Λεμεσού Α.Ε. 2962, ημερ. 5/6/02.
Παρόλο που το κείμενο της πιο πάνω επιστολής φαίνεται να περιέχει τέτοια στοιχεία που με βάση τα πιο πάνω κριτήρια θα μπορούσαν να θέσουν σε λειτουργία την έναρξη της προθεσμίας των 75 ημερών, λαμβάνοντας υπόψη ότι υπολογιζόμενος ο χρόνος από τις 4/9/02 (ημερομηνία της επιστολής) μέχρι τις 12/11/02 που καταχωρήθηκε η προσφυγή δεν καθιστά αυτή εκπρόθεσμη, καθώς και το ότι η εκδοθείσα άδεια δεν ήταν κάτι που είχε απευθυνθεί ή κοινοποιηθεί στην ίδια την αιτήτρια ή το δικηγόρο της, δεν μπορώ να θεωρήσω την περίπτωση ως τέτοια που να καθιστά την προσφυγή εκπρόθεσμη. Δεν υπάρχει οτιδήποτε ενώπιον μου που να δείχνει ότι στις 21/8/02 (στην οποία γίνεται αναφορά στην επιστολή της 4/9/02) η αιτήτρια είχε γνώση της ύπαρξης της σχετικής άδειας και του περιεχομένου αυτής πέραν του ότι είδε την έναρξη των εργασιών. Αναφέρεται στην επιστολή ότι μετά που η αιτήτρια έλαβε γνώση των εργασιών έκανε νέα έρευνα και έμαθε ότι εκδόθηκε νέα άδεια στις 4/4/02. Δε φαίνεται όμως με σαφήνεια πότε έμαθε για την ύπαρξη της άδειας. Ούτε από το περιεχόμενο της επιστολής του δικηγόρου της αιτήτριας ημερ. 23/8/02 προς την Α.Η.Κ. προκύπτει η ύπαρξη επαρκούς γνώσης της άδειας οικοδομής για να καθιστούσε δυνατή την προσβολή της με προσφυγή από τότε. Για να αποστερηθεί κάποιος του δικαιώματος προσφυγής στο δικαστήριο θα πρέπει η γνώση του να αποδεικνύεται με βεβαιότητα. Έτσι καταλήγω όπως απορρίψω την προδικαστική ένσταση των καθών η αίτηση.
Από πλευράς του ε.μ. (Α.Η.Κ) έχει εγερθεί, με την αγόρευση τους, άλλη προδικαστική ένσταση, ότι δηλαδή η αιτήτρια δεν έχει έννομο συμφέρον να ζητά την ακύρωση της άδειας οικοδομής αφού δεν προσέβαλε την πολεοδομική άδεια. Η ευπαίδευτος συνήγορος τους αναφέρθηκε σε σχετικές αυθεντίες προς υποστήριξη της θέσης της.
Εξέτασα και αυτόν τον ισχυρισμό της πλευράς του ε.μ. και τις αυθεντίες που έχει επικαλεστεί προς υποστήριξη του. Αναφέρομαι στις υποθέσεις P. M. Tseriotis Ltd. v. Δήμου Λατσιών, προσφ. αρ. 323/96 ημερ. 20/4/00 όσο και Ανδριανής Λεωνίδα Σάββα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επάρχου αρ. 936/98 ημερ. 18/9/00. Αυτές αφορούσαν περιπτώσεις όπου η επιβολή όρων στην άδεια οικοδομής για την ανέγερση διόροφης βιομηχανικής οικοδομής με υπαίθριο χώρο αποθήκευσης αδασμολογήτων οχημάτων στην πρώτη υπόθεση και η άρνηση χορήγησης άδειας οικοδομής για την ανέγερση χοιροστασίου στη δεύτερη, από πλευράς της πολεοδομικής αρχής σε πρώτο στάδιο, και του Δήμου Λατσιών και Επάρχου Πάφου αντίστοιχα σε δεύτερο στάδιο, στρέφονταν προς τον αιτητή στην κάθε περίπτωση ούτως ώστε είχε συγκεκριμένη απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής, την οποία αμφισβητούσε και δεν το έπραξε με προσφυγή. Στη δική μας περίπτωση η έγκριση της πολεοδομικής αρχής απευθυνόταν στους αιτητές για διαχωρισμό των προαναφερθέντων 27 οικοπέδων και όχι προς την αιτήτρια. Δεν υπάρχει ισχυρισμός ή και μαρτυρία ότι είχε κοινοποιηθεί η απόφαση της πολεοδομικής αρχής και στην αιτήτρια ούτως ώστε να έπρεπε να αμφισβητήσει με προσφυγή και την πολεοδομική άδεια που είχε χορηγηθεί στους Βασίλη Σιούφτα και άλλους στις 14/4/93 ή αργότερα στις 17/1/02. Τα όσα έχουν αναφερθεί στις δυο πάνω αποφάσεις που επικαλέστηκε η συνήγορος του ε.μ. θα είχαν εφαρμογή προς τους ιδιοκτήτες της υπό διαχωρισμό γης προς τους οποίους στρέφετο η άδεια διαχωρισμού και όχι προς την αιτήτρια. Η άδεια οικοδομής αρ. 40468 ημερ. 4/4/02 δεν ήταν προς την αιτήτρια και σε συνέχιση πολεοδομικής άδειας που είχε εκδοθεί προς την αιτήτρια και απλά η άδεια οικοδομής διαλάμβανε την εκτέλεση των εγκριθέντων με την πολεοδομική άδεια όρων που εφόσον ήταν ταυτόσημοι, δεν θα μπορούσε να γίνει διαχωρισμός μεταξύ των δυο αδειών. Σημειώνω εδώ ότι στην P. M. Tseriotis Ltd v. Δήμου Λατσιών αποφασίστηκε ότι οι αιτητές είχαν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την άδεια οικοδομής αφού οι όροι αυτής σε σύγκριση με τους όρους που ήσαν στην πολεοδομική άδεια δεν ήσαν ταυτόσημοι σε τέτοιο βαθμό που η άδεια οικοδομής να αποτελούσε απλώς την εκτέλεση της πολεοδομικής άδειας.
Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω ότι η αιτήτρια είχε έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει με προσφυγή την άδεια οικοδομής ανεξάρτητα από το ότι δεν αμφισβήτησε την προηγηθείσα αυτής πολεοδομική άδεια.
Η συνήγορος του ε.μ. (Α.Η.Κ.) προώθησε και την θέση ότι η αιτήτρια δεν έχει έννομο συμφέρον αφού δεν απέδειξε ότι η ανέγερση του υποσταθμού θα αποτελέσει δυσμενή επηρεασμό είτε στην υγεία είτε στην περιουσία της, όπως ισχυρίζεται στην αίτηση. Κρίνω ότι η φύση της ούτω καλούμενης προδικαστικής ένστασης είναι τέτοια που συνδέεται άμεσα με την ουσία της προσφυγής. Επομένως θα εξετάσω αυτή μέσα στο πλαίσιο εξέτασης της ουσίας της υπόθεσης.
Το κύριο ερώτημα είναι κατά πόσο μπορούσε νομικά να επιτραπεί η ανέγερση του υπόγειου «Υποσταθμού Υψηλής Τάσης» (όπως αυτός περιγράφεται στον σχετικό φάκελο της διοίκησης, τεκμ. 1), σε χώρο που να γειτνιάζει (εφάπτεται) με την οικοδομή (γκαράζ της κατοικίας) της αιτήτριας αντί σε οποιονδήποτε άλλο σημείο των υπό διαίρεση οικοπέδων.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι η απόφαση των καθών η αίτηση είναι αντίθετη με τις εισηγήσεις της Επιτρόπου Διοίκησης παρατηρώ τα εξής: Είναι γεγονός ότι η Επίτροπος Διοίκησης σε σχετική έκθεση της με Αρ. Φακ. Α/Π 20/2000 ημερ. 5/10/00 είχε καταλήξει ότι η αρχή της χρηστής διοίκησης δεν έχει τύχει σεβασμού στην περίπτωση της αιτήτριας αφού έλαβε υπόψη και τους εξής, μεταξύ άλλων, λόγους:
«(α) ότι ο συγκεκριμένος επίγειος υποσταθμός - Υποσταθμός «Σιούφτα» Οικόπεδα - σχεδιάστηκε όπως η ίδια η Αρχή βεβαιώνει για να ηλεκτροδοτηθούν τα 27 διαχωρισθέντα οικόπεδα του κ. Σιούφτα.
(β) Το δυσανάλογο δυσμενή επηρεασμό που υφίσταται η παραπονούμενη, αφού ο υποσταθμός εφάπτεται της κατοικίας της, σε σχέση με το είδος και την έκταση του επηρεασμού που υφίστανται τα 27 οικόπεδα προς όφελος των οποίων θα ανεγερθεί ο υποσταθμός.»
Είχε καταλήξει η Επίτροπος Διοίκησης ότι η αιτήτρια έτυχε δυσμενούς μεταχείρισης και εισηγείτο επανεξέταση του θέματος από την Α.Η.Κ. με ενδεχόμενη εγκατάσταση του υποσταθμού σε νέα θέση.
Σημειώνω εδώ ότι μετά την εν λόγω επιστολή της Επιτρόπου Διοίκησης έγινε επανεξέταση του όλου θέματος αφού μεσολάβησε και συνάντηση στο Γραφείο της κατά την οποία δηλώθηκε ότι ο υποσταθμός θα γινόταν στο ίδιο σημείο (δηλαδή δίπλα από την οικία της αιτήτριας) αλλά υπογείως κάτι που αν όχι πλήρη συμμόρφωση με τις εισηγήσεις της Επιτρόπου Διοίκησης φαίνεται να ικανοποιούσε αυτή. Τούτο προκύπτει από το κείμενο των πιο κάτω επιστολών, δηλαδή του Διευθυντή Μεταφοράς/Διανομής της Α.Η.Κ. προς την Επίτροπο Διοίκησης ημερ. 28/11/00 και την απάντηση της Επιτρόπου Διοίκησης ημερ. 13/2/01.
(α) Επιστολή ημερ. 28/11/00 προς την Επίτροπο Διοίκησης
Αναφερόμενος στις επιστολές σας με ημερομηνία 5.10.2000 και 6.11.2000 ως και στη συνάντηση που είχαμε στο Γραφείο σας στις 13.11.2000 επιθυμώ να σας πληροφορήσω τα ακόλουθα:
1. Ο Διευθυντής Περιφέρειας της Αρχής στη Λάρνακα ενεργώντας με βάση τα συμφωνηθέντα κατά την πιο πάνω συνάντηση μας, κάλεσε στο Γραφείο του τους Διαχωριστές του τεμαχίου 623, Φ/Σ 50/3=, με σκοπό τη διερεύνηση της πιθανότητας μετακίνησης του υποσταθμού από το οικόπεδο με αριθμό 19 σε άλλο οικόπεδο.
2. Η θέση των ιδιοκτητών ήταν κατηγορηματικά αρνητική όπως προκύπτει τόσο από την επιστολή του Διευθυντή Περιφέρειας με ημερ. 22.11.2000 όσο και από την επιστολή των Διαχωριστών των οικοπέδων με ημερ. 19.11.2000 που επισυνάπτονται.
3. Υπό το φως των νέων δεδομένων φρονώ ότι η μόνη υπάρχουσα εναλλακτική λύση είναι η ανέγερση του υποσταθμού στο σημείο που είχε αρχικά επιλεγεί αλλά υπογείως που σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία μπορεί να έχει ύψος μη υπερβαίνον το 1,20 μέτρα πάνω από το επίπεδο του δρόμου.
4. Παρακαλώ όπως μας ενημερώσετε το συντομότερο δυνατό για το αποτέλεσμα της περαιτέρω διερεύνησης που θα ζητούσατε από ειδήμονες σ' ότι αφορά τη θέση του υποσταθμού.»
(β) Απάντηση της Επιτρόπου Διοίκησης ημερ. 23/2/01
Αναφέρομαι στην αλληλογραφία μας σε σχέση με το πιο πάνω παράπονο που μου υπέβαλε η κα Στόρεϋ, η οποία λήγει με την επιστολή σας ημερ. 28 Νοεμβρίου, 2000.
Το θέμα της χωροθέτησης του υποσταθμού «Σιούφτα» αποτέλεσε αντικείμενο διερεύνησης από το Γραφείο μου ενώ τα τελικά συμπεράσματα μου επί του θέματος περιέχονται σε Έκθεση που σας υπέβαλα στις 5 Οκτωβρίου, 2000.
Υπό το φως των συμπερασμάτων και εισηγήσεων στις οποίες κατέληξα μετά τη διερεύνηση του παραπόνου της κας Στόρεϋ και των όσων διαμοίφθησαν κατά τη συνάντηση μας που πραγματοποιήθηκε στο Γραφείο μου, θεώρησα ότι δεν συνέτρεχε λόγος για να ζητηθεί η συνδρομή ειδημόνων για το θέμα της χωροθέτησης του υποσταθμού.»
Με βάση τα πιο πάνω ο ισχυρισμός ότι ενήργησαν οι καθών η αίτηση ενάντια των εισηγήσεων της Επιτρόπου Διοίκησης αυστηρώς ομιλούντες δεν πρέπει να ευσταθεί. Βέβαια το δικαστήριο τούτο θα πρέπει να εξετάσει το ίδιο τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης ανεξάρτητα από τις απόψεις της Επιτρόπου Διοίκησης.
Είμαι της άποψης ότι θα πρέπει η αιτήτρια να ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι υπάρχει λόγος που να οδηγεί σε ακυρότητα της εν λόγω απόφασης.
Γίνεται ισχυρισμός στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της αιτήτριας για έλλειψη της δέουσας έρευνας. Αν ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί, τότε είναι αρκετός λόγος για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Εξετάζοντας την όλη διαδικασία κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση όπως φαίνεται στα γεγονότα που παρέθεσα πιο πάνω, προσέχουμε ότι ο Έπαρχος Λάρνακας κατέληξε να εκδώσει την προσβαλλόμενη άδεια οικοδομής μετά από ενδελεχή εξέταση της υπόθεσης. Μάλιστα στο στάδιο που το αίτημα ήταν για ανέγερση επίγειου υποσταθμού τον οποίο το Κοινοτικό Συμβούλιο Κιτίου δεν συνέστηνε, ο Έπαρχος δεν εξέδωσε την αιτούμενη άδεια αλλά τροχιοδρόμησε τον μηχανισμό για νέα εξέταση της όλης υπόθεσης κατά την οποία κατέληξαν στην έγκριση κατασκευής υπόγειου σταθμού. Έτσι από άποψης έρευνας από πλευράς της αρχής που εξέδωσε την άδεια οικοδομής, κρίνω ότι η έρευνα ήταν επαρκής.
Από τους υπόλοιπους λόγους που προβάλλει η αιτήτρια φαίνεται ότι αυτοί επικεντρώνονται ουσιαστικά στο ότι ο εν λόγω υποσταθμός θα αποτελεί κίνδυνο για την υγεία της ιδίας και της οικογένειας της. Το ότι επεκτείνει τον ισχυρισμό ότι θα είναι κίνδυνος και για τους περιοίκους πιστεύω ότι τούτο δεν είναι κάτι που μπορεί να το επικαλείται η ίδια. Μπορεί όμως να αναφέρεται στο δικό της επηρεασμό καθώς και αυτό της οικογένειας της. Εν πάση περιπτώσει από το ενώπιον μου μαρτυρικό υλικό συμπεριλαμβανομένου και του περιεχομένου των δυο φακέλων (τεκμ. 1 και 2) δεν βρίσκω να υπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία για το βάσιμο του ισχυρισμού της αιτήτριας. Άλλωστε αν ο ισχυρισμός ότι ο εν λόγω υποσταθμός θα αποτελεί κίνδυνο για την υγεία της ιδίας και/ή της οικογένειας της ευσταθούσε, τότε θα ήταν λόγος να μη τοποθετηθεί ο εν λόγω υποσταθμός σε οποιονδήποτε από τα υπό διαχωρισμό οικόπεδα τα οποία προορίζοντο για πώληση σε τρίτα πρόσωπα. Από το διοικητικό φάκελο φαίνεται ότι ήδη πωλήθηκαν αρκετά και σε μερικά από αυτά έχουν ανεγερθεί κατοικίες. Στην όλη εξέταση του θέματος φαίνεται να μελετήθηκε και το κατά πόσο θα μπορούσε ο υποσταθμός να ανεγερθεί σε χώρο πρασίνου αλλά αποκλείστηκε το ενδεχόμενο αυτό κρίνοντας ότι η ανέγερση του σε χώρους πρασίνου θα ήταν αντιφατική με το σκοπό δημιουργίας τέτοιων χώρων.
Παρόλο ότι στους νομικούς λόγους της Αίτησης γίνεται αναφορά σε διάφορα άρθρα του Συντάγματος, από την ενώπιον αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας δε βρίσκω πώς αυτά έχουν παραβιαστεί. Το όλο θέμα φαίνεται να συνδέθηκε ουσιαστικά με τον αόριστο ισχυρισμό της αιτήτριας ότι ο εν λόγω υποσταθμός θα αποτελεί κίνδυνο για την υγεία της ιδίας και της οικογένειας της για τον οποίο όμως ισχυρισμό κατέληξα ότι δεν έχει αποδειχθεί (βλ. Χαριθέα Κώστα Νικολαϊδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επάρχου Λεμεσού κ.α. (1995 3 Α.Α.Δ. 210).
Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι έχουν παραβιασθεί οι πρόνοιες του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Νόμος αρ. 158(1)/99) άρθρα 51, 52(1) και 51(3), έχω εξετάσει το λεκτικό των εν λόγω άρθρων και τα γεγονότα της υπόθεσης. Έχω καταλήξει ότι η απόφαση για την ανέγερση υπόγειου αντί επίγειου όπως προγραμματίζετο υποσταθμού, δεν οδηγεί σε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης ή της αρχής της αναλογικότητας στις οποίες αναφέρονται οι πρόνοιες των πιο πάνω άρθρων των οποίων έγινε επίκληση. Η επιλογή του χώρου ανέγερσης του υποσταθμού διανομής ηλεκτρικού ρεύματος είναι θέμα καθαρά τεχνικό. Όπως αναφέρθηκε στην πιο πάνω υπόθεση Χαριθέα Κώστα Νικολαίδη, κατά την πρωτόδικη όμως διαδικασία «η εκτίμηση πραγματικού ζητήματος το οποίο δεν αποδεικνύεται αντικειμενικά αναληθές και ανακριβές είναι έξω από τα όρια του δικαστικού ελέγχου». Επομένως απορρίπτεται και αυτός ο ισχυρισμός της πλευράς της αιτήτριας.
Ενόψει των πιο πάνω και παρά το ότι και το δικαστήριο, κατά την ακρόαση της υπόθεσης αυτής, είχε διερωτηθεί γιατί να μην ανεγερθεί ο εν λόγω υποσταθμός σε οποιονδήποτε από τα 27 οικόπεδα που γειτνιάζουν μεταξύ τους και όχι σε χώρο που γειτνιάζει με την κατοικία της αιτήτριας, εν τούτοις δε βρίσκω κανένα νομικό λόγο που να καθιστά την προσβαλλόμενη πράξη ακυρώσιμη.
Σαν αποτέλεσμα η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί. Αναφορικά όμως με τα έξοδα παρόλο ότι κανονικά θα έπρεπε να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα που είναι ο γενικός κανόνας (Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 515, 523) αφού έλαβα υπόψη τα ιδιάζοντα γεγονότα της υπόθεσης, τη θέση που πήρε η Επίτροπος Διοίκησης όσον αφορά τον επίγειο υποσταθμό που αρχικά προγραμματίζετο, έχω καταλήξει να αφήσω τον κάθε διάδικο να επωμισθεί τα δικά του.
Εν κατακλείδι η προσφυγή απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για τα έξοδα.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς