ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
< I>Υπόθεση Αρ. 602/2002
16 Ioυνίου, 2004
[Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
Αναφορικά με τα Αρθρα 146, 23 και 54 του Συντάγματος.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
;
Αιτητής,ν.
Δήμου Λεμεσού,
Καθ΄ου η αίτηση.
―――――
Π. Αναστασιάδης, για αιτητή.
Α. Νεοκλέους, για καθ΄ου η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι ιδιοκτήτης δύο ακινήτων, τα οποία βρίσκονται στο Ζακάκι, στην περιοχή Νέου Λιμανιού, στη Λεμεσό.
Με αίτησή του ημερομηνίας 5.9.01 ζήτησε από την πολεοδομική αρχή, το Δήμο Λεμεσού, την έκδοση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση κατοικίας.
Η αίτηση εξετάστηκε αρχικά από την πολεοδομική επιτροπή του Δήμου, που εισηγήθηκε στο Δημοτικό Συμβούλιο την απόρριψή της με την αιτιολογία ότι τα οικόπεδα επηρεάζονται από τη νέα οδική αρτηρία βόρεια του λιμανιού σε πολύ μεγάλο μέγεθος και εμποδίζεται έτσι η οικοδομική ανάπτυξη.
Το Δημοτικό Συμβούλιο, αφού μελέτησε την εισήγηση της επιτροπής και σημείωμα του Λειτουργού Πολεοδομίας του Δήμου, αποφάσισε να αποδεχθεί την εισήγηση της επιτροπής και να απορρίψει την αίτηση.
Την απόφαση αυτή είναι που προσβάλλει ο αιτητής με την προσφυγή.
Οι δικηγόροι του καθ΄ου η αίτηση πρόβαλαν προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη, αφού ο αιτητής δεν άσκησε πριν την καταχώρησή της ιεραρχική προσφυγή στο Υπουργικό Συμβούλιο εναντίον της άρνησης της πολεοδομικής αρχής να εκδώσει πολεοδομική άδεια.
Το άρθρο 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/72) προβλέπει δικαίωμα άσκησης ιεραρχικής προσφυγής εναντίον αποφάσεων της πολεοδομικής αρχής.
Καθορίζεται στο άρθρο αυτό ότι «. . . . . ο αιτητής δύναται, εάν τα νόμιμα αυτού συμφέροντα παραβλάπτωνται υπό της αποφάσεως, . . . . . να υποβάλη ιεραρχικήν προσφυγήν εις το Υπουργικόν Συμβούλιον».
Από το λεκτικό του άρθρου 31 προκύπτει ότι η ιεραρχική προσφυγή δεν είναι απαραίτητη για τη συμπλήρωση της διοικητικής διαδικασίας. Είναι δυνητικό μέτρο για τον ενδιαφερόμενο και συνεπώς δεν τον εμποδίζει να προσβάλει απευθείας την πράξη με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, χωρίς πρώτα να ακολουθήσει τη διαδικασία της ιεραρχικής προσφυγής. Για το λόγο αυτό η ένσταση απορρίπτεται.
Ο δικηγόρος του αιτητή ανέφερε ότι το σχέδιο στο οποίο στηρίχθηκε το Συμβούλιο δεν ήταν δημοσιευμένο και συνεπώς η απόφαση του Συμβουλίου να απορρίψει την αίτηση με βάση σχέδιο που δεν ήταν σε ισχύ πάσχει. Ισχυρίστηκε ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και πέραν τούτου αντιβαίνει στο άρθρο 23 του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα κατοχής και απόλαυσης της ακίνητης ιδιοκτησίας. Πρόβαλε ότι η επίδικη απόφαση επέφερε στέρηση της ιδιοκτησίας των αναφερθέντων ακινήτων η οποία, χωρίς να διενεργηθεί απαλλοτρίωση, αντιβαίνει στις πρόνοιες του άρθρου 23.
Ο καθ΄ου η αίτηση δεν ανέφερε στην επίδικη απόφαση το σχέδιο με βάση το οποίο θα γινόταν η νέα οδική αρτηρία που θα επηρέαζε τα ακίνητα του αιτητή. Στο διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε, υπάρχει ισχυρισμός ότι η οδική αρτηρία προβλέπεται στο Τοπικό Σχέδιο Λεμεσού του 1996, που έχει δημοσιευθεί. Αναφορά στο Σχέδιο του 1996 καθώς και αυτό του 2000 κάνουν οι δικηγόροι του καθ΄ου η αίτηση με την γραπτή αγόρευσή τους.
Το άρθρο 26 του Νόμου, όπως τροποποιήθηκε, καθορίζει στο εδάφιο (1) ότι για να καταλήξει σε πολεοδομική απόφαση η πολεοδομική αρχή λαμβάνει υπόψη τις πρόνοιες του εφαρμοστέου σχεδίου ανάπτυξης και οποιοδήποτε άλλο ουσιώδη παράγοντα.
Το άρθρο 18 του Νόμου, όπως τροποποιήθηκε, ρυθμίζει το θέμα της δημοσίευσης του Τοπικού Σχεδίου. Δημοσιεύεται σχετική γνωστοποίηση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού με την οποία καθίσταται γνωστό ότι το Τοπικό Σχέδιο είναι διαθέσιμο προς επιθεώρηση. Παρέχεται στους θιγόμενους η ευχέρεια υποβολής ένστασης. Στη συνέχεια το Υπουργικό Συμβούλιο εξετάζει τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν και επικυρώνει το Τοπικό Σχέδιο ή επιφέρει σε αυτό τις κατά την κρίση του αναγκαίες τροποποιήσεις.
Το Δικαστήριο από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του, βρίσκεται σε αμφιβολία ως προς το αν υπάρχει Τοπικό Σχέδιο, ποιο είναι και αν έχει δημοσιευθεί και τεθεί σε ισχύ.
Εν πάση όμως περιπτώσει, η επίδικη απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας. Αναφέρεται ο πραγματικός λόγος στον οποίο στηρίχθηκε, που είναι η διάνοιξη οδικής αρτηρίας, η οποία επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τα ακίνητα του αιτητή και εμποδίζει την ανάπτυξή τους. Δεν αναφέρεται όμως και ούτε προκύπτει από το διοικητικό φάκελο ο νομικός λόγος της επίδικης απόφασης. Προκύπτει ότι η άρνηση χορήγησης της πολεοδομικής άδειας ήταν το Τοπικό Σχέδιο Λεμεσού του 1996. Πουθενά δεν αναφέρονται οι πρόνοιες του Σχεδίου αυτού, οι οποίες επηρεάζουν τα ακίνητα, ούτε υπάρχει στο φάκελο αντίγραφο του μέρους αυτού. Έχω τη γνώμη ότι η επίδικη απόφαση είναι αόριστη και πρέπει να ακυρωθεί για το λόγο αυτό.
Θα εξετάσω τώρα και τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η επίδικη απόφαση επέφερε στέρηση της ιδιοκτησίας.
Στέρηση είναι η εξάλειψη ουσιαστικά του δικαιώματος ιδιοκτησίας και διακρίνεται από τον περιορισμό του.
Στη Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ 85, 102 εξετάστηκε το θέμα των περιορισμών της χρήσης ιδιοκτησίας. Λέχθηκε σ΄αυτή ότι όροι περιοριστικοί της χρήσης ιδιοκτησίας συνιστούν περιορισμό και όχι στέρηση, καθώς και ότι περιορισμοί στη χρήση ιδιοκτησίας απολήγουν σε στέρησή της μόνο όταν καθιστούν την ιδιοκτησία αδρανή.
Στην κρινόμενη περίπτωση αναφέρεται σε σημείωμα τεχνικού του καθ΄ου η αίτηση που υπάρχει στο διοικητικό φάκελο ότι ο επηρεασμός των ακινήτων από την οδική αρτηρία είναι τέτοιος που καθιστά αναγκαία την απαλλοτρίωση και των δύο τεμαχίων. Συνεπώς οποιοδήποτε σχόλιο περιττεύει. Η επίδικη απόφαση επιφέρει στέρηση της ιδιοκτησίας του αιτητή, η οποία μπορεί να συντελεστεί μόνο με την απαλλοτρίωση της γης. Η διαδικασία αυτή προϋποθέτει, όπως ορίζεται στο άρθρο 23.4 του Συντάγματος, την αποζημίωση του ιδιοκτήτη πριν την αποξένωση της περιουσίας του. Όπως προκύπτει από τα γεγονότα που είναι ενώπιόν μου, μέχρι την επιφύλαξη της απόφασης δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία αυτή.
Έτσι, η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί και για το λόγο ότι βασίστηκε σε λόγους που αντιβαίνουν στις πρόνοιες του άρθρου 23 του Συντάγματος.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα υπέρ του αιτητή.
Π. Αρτέμης, Δ.
/Χ.Π.