ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 4 ΑΑΔ 746
28 Ιουλίου, 2003
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ISAM HASSAN AHMAD ABU TAWAHENIH,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 269/2002)
Αλλοδαποί ― Απέλαση αλλοδαπού του οποίου η άδεια παραμονής είχε λήξει ― Κυριαρχικό δικαίωμα του κράτους ― Νομολογία ― Δικαιώματα αλλοδαπών συγκεκριμένα στο έδαφος του κράτους ― Καλόπιστη υπό τις περιστάσεις η απόφαση του Λειτουργού Μετανάστευσης, μετά από δέουσα έρευνα της υπόθεσης του αιτητή.
Ο αιτητής ζήτησε με την προσφυγή την ακύρωση του διατάγματος κράτησης και απέλασης του.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Το δικαίωμα ενός κράτους να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός του, αποτελεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο έκφραση της κυριαρχίας του. Η διακριτική ευχέρεια μιας χώρας να αποφασίζει για θέματα που αφορούν την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην επικράτειά της είναι ευρεία και εφόσον ασκείται καλόπιστα, δεν παρέχεται έδαφος δικαστικής αμφισβήτησης των αποφάσεων. Στην παρούσα περίπτωση μια προσεκτική μελέτη των στοιχείων που έχουν παρουσιασθεί, δείχνει ότι η απόφαση για την απέλαση του αιτητή ήταν εύλογα επιτρεπτή. Ο αιτητής μετά τη λήξη της τελικής προσωρινής άδειας παραμονής του και την απόρριψη του αιτήματός του για παράταση, δεν συμμορφώθηκε προς τις αρμόδιες παροτρύνσεις των αρχών της 4.8.2001 και της 22.10.2001, με τις οποίες εκαλείτο να αναχωρήσει από την Κύπρο, παραμένοντας έτσι στο έδαφος της Δημοκρατίας παράνομα, για περίοδο πέραν των εννέα μηνών, μέχρι τη στιγμή της σύλληψής του μέσα στα πλαίσια εκτέλεσης του επίδικου διατάγματος απέλασής του.
Μετά τη λήξη της τελικής άδειας παραμονής του στις 25.5.2001, ο αιτητής υπέκειτο σε απέλαση, όπως ρητά προβλέπεται στο Άρθρο 14(1) του Νόμου (Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε). Τα όσα δε προτάθηκαν εκ των υστέρων από το δικηγόρο του σε σχέση με την προγενέστερη πολυετή παραμονή του στην Κύπρο, που δεν επιβεβαιώνονται από το αποτέλεσμα της έρευνας, δεν μπορούσαν να συνιστούν κώλυμα που θα επιδρούσε στο κύρος του διατάγματος απέλασης, το οποίο εκδόθηκε στη βάση της απόφασης απόρριψης του αιτήματος για παράταση της άδειας παραμονής του αιτητή και της μη συμμόρφωσης του τελευταίου για αναχώρηση. Ο αιτητής μετά τη λήξη της άδειας παραμονής του δεν είχε πλέον από την 26.5.2001 έννομη αξίωση παραμονής και εγκατάστασης, παρά μόνο την προσδοκία καλόπιστης αντιμετώπισης και εξέτασης του αιτήματος που υπέβαλε. Το αίτημά του φαίνεται να εξετάστηκε δεόντως και καλόπιστα και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι παρόλο που διέμενε παράνομα στην Κύπρο από τις 26.5.2001 το διάταγμα κράτησης και απέλασης εκδόθηκε πολύ αργότερα, την 31.1.2002 και αφού στο μεταξύ μεσολάβησε η αλληλογραφία μεταξύ των εργοδοτών και δικηγόρων του και του Λειτουργού Μετανάστευσης.
2. Αναφορικά με την εισήγηση ότι έχει παραβιασθεί το δικαίωμα της οικογενειακής ζωής του αιτητή κατά παράβαση των προνοιών της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, πρέπει να τονισθεί ότι τόσο η σύζυγος όσο και τα παιδιά του αιτητή βρίσκονταν με άδεια προσωρινής παραμονής στη Δημοκρατία υπό το καθεστώς επισκέπτη, η οποία έληγε όπως και η άδεια του αιτητή στις 25.5.2001.
Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι το δικαίωμα αλλοδαπού να παραμείνει στην επικράτεια μιας χώρας δεν διασφαλίζεται ούτε από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ούτε βέβαια από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας με επίκληση διατάξεων που προστατεύουν το θεσμό της οικογένειας.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Moyo a.o. v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203,
Reyes v. Δημοκρατίας (1996) 4(Α) Α.Α.Δ. 401,
Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583,
Souleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224.
Προσφυγή.
Λ. Κληρίδης, για τον Αιτητή.
Α. Μαππουρίδης, για τους Καθ' ων η αίτηση.
�Cur. adv. vult.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την ακύρωση του διατάγματος κράτησης και απέλασής του, που του κοινοποιήθηκε ως επακόλουθο της απόρριψης του αιτήματός του για παράταση της άδειας προσωρινής παραμονής του στη Δημοκρατία.
(α) Τα γεγονότα
Ο αιτητής που είναι Ιορδανός υπήκοος αφίχθηκε στην Κύπρο το 1997 κατόπιν διαβήματος της εταιρείας CH.A.P. STRUCTUAL DOUBLE GLAZING LTD με την οποία υπέγραψε συμβόλαιο εργοδότησής του ως εργάτης. Του χορηγήθηκε αρχικά τρίμηνη προσωρινή άδεια παραμονής η οποία ανανεωνόταν κατά τακτά χρονικά διαστήματα κατόπιν αιτημάτων των εργοδοτών του, οι οποίοι, όπως φαίνεται, θεωρούσαν πολύτιμη την εργασία του. Σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την εργοδότηση του αιτητή, αφίχθηκαν στη Δημοκρατία η σύζυγός του Zainab μαζί με τα ανήλικα τέκνα τους Ahmad και Sana και παραχωρήθηκε και σε αυτούς άδεια προσωρινής παραμονής ως επισκέπτες, για το σκοπό της παραμονής τους κοντά στο σύζυγο και πατέρα. Η κόρη του αιτητή ενεγράφη σε Αραβικό εκπαιδευτήριο στη Λευκωσία και αργότερα τόσο αυτή αλλά και ο μικρότερος αδελφός της φοίτησαν στο «Highgate» Primary School. Μετά από διαδοχικές ανανεώσεις των αδειών παραμονής του αιτητή και της οικογένειάς του, ο Λειτουργός Μετανάστευσης εξέδωσε στις 4.9.2000, τελική άδεια παραμονής για όλα τα μέλη της οικογένειας, συμπεριλαμβανομένου και του αιτητή, μέχρι την 25.5.2001. Μετά την εκπνοή της τελευταίας αυτής άδειας και πιο συγκεκριμένα στις 21.6.2001 οι εργοδότες του αιτητή, απευθύνθηκαν εγγράφως προς τους καθ' ων η αίτηση, ζητώντας την παράταση της άδειας εργασίας του για ακόμη ένα χρόνο, επικαλούμενοι τις συμβατικές δεσμεύσεις της εταιρείας για την διεκπεραίωση σημαντικών δημοσίων έργων και ισχυριζόμενοι ότι μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η παρουσία του αιτητή ήταν απαραίτητη για την αποπεράτωση των εργασιών λόγω των εξειδικευμένων γνώσεών του σε μηχανήματα σύγχρονης τεχνολογίας. Η απάντηση του Λειτουργού Μετανάστευσης που κοινοποιήθηκε στους ενδιαφερόμενους με επιστολή ημερομηνίας 4.8.2001 ήταν αρνητική, διευκρινιζόταν δε σε αυτήν ότι το αίτημα δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί επειδή «ο αλλοδαπός έχει συμπληρώσει παραμονή τεσσάρων ετών στην Κύπρο». Ο αιτητής επανέφερε το αίτημα στις 3.10.2001 μέσω δικηγόρου αυτή τη φορά, επικαλούμενος και πάλι την ανάγκη παραμονής του στην υπηρεσία των εργοδοτών του καθώς επίσης και προσωπικούς λόγους σχετιζόμενους με το δικαίωμα απρόσκοπτης συνέχισης της οικογενειακής του ζωής. Ακολούθησε νέα αρνητική απάντηση του Λειτουργού Μετανάστευσης ημερ. 22.10.2001, ο οποίος εμμένοντας στην απόφασή του της 4.8.2001 ενημέρωσε τους δικηγόρους του αιτητή ότι το αίτημά του δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό καθότι ο αιτητής «συμπλήρωσε την ανώτατη προβλεπόμενη περίοδο παραμονής στην Κύπρο». Οι δικηγόροι του αιτητή επέμειναν στη θέση τους και ζήτησαν με νέα επιστολή τους ημερ. 5.11.2001 συνάντηση με τον Λειτουργό Μετανάστευσης «για συζήτηση του όλου θέματος». Ο τελευταίος με γνωστοποίησή του ημερ. 20.11.2001 τους ενημέρωσε ότι το περιεχόμενο της επιστολής τους βρισκόταν υπό εξέταση, σημειώνοντας ότι θα επικοινωνούσε μαζί τους το συντομότερο. Στις 31.1.2002 ο Λειτουργός Μετανάστευσης εξέδωσε διατάγματα κράτησης και απέλασης του αιτητή, κοινοποιώντας παράλληλα επιστολή στους δικηγόρους του, με την οποία απέρριπτε το αίτημα ακρόασης. Το Μάρτιο του 2002, ο αιτητής συνελήφθηκε από τις αρμόδιες αρχές και τέθηκε υπό κράτηση μέσα στα πλαίσια εκτέλεσης των σχετικών διαταγμάτων. Στις 22.3.2002 καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή και στις 26.3.2002 το Δικαστήριο διέταξε, κατόπιν μονομερούς αίτησης, την αναστολή της απέλασης του αιτητή μέχρι τη συμπλήρωση και εκδίκαση της αίτησης ή μέχρι νεώτερης διαταγής του Δικαστηρίου. Την ίδια μέρα ο δικηγόρος του αιτητή ζήτησε, με βάση την πιο πάνω εξέλιξη την απόλυσή του και δύο ημέρες αργότερα στις 28.3.2002 ζήτησε την επιστροφή των διαβατηρίων του αιτητή και της συζύγου του.
Ο Λειτουργός Μετανάστευσης πληροφόρησε το δικηγόρο του αιτητή, ότι ο τελευταίος είχε αφεθεί προσωρινά ελεύθερος και ότι το διαβατήριό του θα του επιστρεφόταν όταν θα εκδιδόταν η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
(β) Η προσφυγή
Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν υπό καθεστώς πλάνης. Πιο συγκεκριμένα ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, εισηγήθηκε ότι οι καθ' ων η αίτηση αγνόησαν το γεγονός ότι ο αιτητής είχε συνεχή παραμονή στη Δημοκρατία από το 1989, εργοδοτούμενος αρχικά σε Αραβικό εκδοτικό οίκο και ακολούθως σαν υπάλληλος της Παλαιστινιακής αντιπροσωπείας (PLO) στην Κύπρο. Κατά συνέπεια, συνεχίζει η σχετική εισήγηση, ο αιτητής με την πολυετή του παραμονή στη Δημοκρατία, την τέλεση του γάμου του και τη γέννηση των παιδιών του απέκτησε δικαίωμα παραμονής στην Κύπρο πάνω στη βάση της απρόσκοπτης συνέχισης της οικογενειακής ζωής σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα Harris, O'Boyle and Warbrick - The Law of European Convention of Human Rights, σελ. 332-333.
Το δικαίωμα ενός κράτους να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός του αποτελεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο έκφραση της κυριαρχίας του. (Βλ. Moyo and Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203). Η διακριτική ευχέρεια μιας χώρας να αποφασίζει για θέματα που αφορούν την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην επικράτειά της είναι ευρεία και εφόσον ασκείται καλόπιστα δεν παρέχεται έδαφος δικαστικής αμφισβήτησης των αποφάσεων. (Βλ. Reyes v. Δημοκρατίας (1996) 4(Α) Α.Α.Δ. 401, Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583 και Souleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224). Στην παρούσα περίπτωση μια προσεκτική μελέτη των στοιχείων που έχουν παρουσιασθεί δείχνει ότι η απόφαση για την απέλαση του αιτητή ήταν εύλογα επιτρεπτή. Ο αιτητής μετά τη λήξη της τελικής προσωρινής άδειας παραμονής του και την απόρριψη του αιτήματος του για παράταση, δεν συμμορφώθηκε προς τις αρμόδιες παροτρύνσεις των αρχών της 4.8.2001 και της 22.10.2001, με τις οποίες εκαλείτο να αναχωρήσει από την Κύπρο, παραμένοντας έτσι στο έδαφος της Δημοκρατίας παράνομα, για περίοδο πέραν των εννέα μηνών, μέχρι τη στιγμή της σύλληψής του μέσα στα πλαίσια εκτέλεσης του επίδικου διατάγματος απέλασής του.
Μετά τη λήξη της τελικής άδειας παραμονής του στις 25.5.2001 ο αιτητής υπέκειτο σε απέλαση, όπως ρητά προβλέπεται στο άρθρο 14(1) του Νόμου (Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε). Τα όσα δε προτάθηκαν εκ των υστέρων από το δικηγόρο του σε σχέση με την προγενέστερη πολυετή παραμονή του στην Κύπρο, που δεν επιβεβαιώνονται από το αποτέλεσμα της έρευνας, δεν μπορούσαν να συνιστούν κώλυμα που θα επιδρούσε στο κύρος του διατάγματος απέλασης το οποίο εκδόθηκε στη βάση της απόφασης απόρριψης του αιτήματος για παράταση της άδειας παραμονής του αιτητή και της μη συμμόρφωσης του τελευταίου για αναχώρηση. Ο αιτητής μετά τη λήξη της άδειας παραμονής του δεν είχε πλέον από την 26.5.2001 έννομη αξίωση παραμονής και εγκατάστασης, παρά μόνο την προσδοκία καλόπιστης αντιμετώπισης και εξέτασης του αιτήματος που υπέβαλε. Το αίτημά του φαίνεται να εξετάστηκε δεόντως και καλόπιστα και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι παρόλο που διέμενε παράνομα στην Κύπρο από τις 26.5.2001 το διάταγμα κράτησης και απέλασης εκδόθηκε πολύ αργότερα, την 31.1.2002 και αφού στο μεταξύ μεσολάβησε η αλληλογραφία μεταξύ των εργοδοτών και δικηγόρων του και του Λειτουργού Μετανάστευσης. Κατά συνέπεια η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του αιτητή για ύπαρξη πραγματικής πλάνης απορρίπτεται.
Αναφορικά με την εισήγηση ότι έχει παραβιασθεί το δικαίωμα της οικογενειακής ζωής του αιτητή κατά παράβαση των προνοιών της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, πρέπει να τονισθεί ότι τόσο η σύζυγος όσο και τα παιδιά του αιτητή βρίσκονταν με άδεια προσωρινής παραμονής στη Δημοκρατία υπό το καθεστώς επισκέπτη, η οποία έληγε όπως και η άδεια του αιτητή στις 25.5.2001.
Εχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι το δικαίωμα αλλοδαπού να παραμείνει στην επικράτεια μιας χώρας δεν διασφαλίζεται ούτε από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ούτε βέβαια από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας με επίκληση διατάξεων που προστατεύουν το θεσμό της οικογένειας. Οπως έχει θέσει το θέμα ο Δικαστής Καλλής στην προσφυγή Reyes v. Δημοκρατίας (βλ. πιο πάνω):
«Το άρθρο 32 του Συντάγματος ρητά αναγνωρίζει δικαίωμα στη Δημοκρατία να ρυθμίζει ζητήματα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Το δικαίωμα μιας χώρας να αρνείται είσοδο των αλλοδαπών αποτελεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας μιας χώρας. Αποτελεί ένα κυριαρχικό δικαίωμα το οποίο δεν μπορεί να περιοριστεί εκτός με δεσμευτική σύμβαση. Το δικαίωμα ενός κράτους να ρυθμίζει τη διάρκεια της παραμονής των αλλοδαπών στη χώρα περιέχει ωσαύτως, και το γνώρισμα της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της χώρας. Ο καθηγητής Jacobs στο σύγγραμμά του πάνω στην ερμηνεία και εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παρατηρεί ότι ούτε η Σύμβαση ούτε τα Πρωτόκολλα της επιβάλλουν οποιουσδήποτε περιορισμούς πάνω στο δικαίωμα ενός κράτους να αποκλείσει ένα αλλοδαπό από τη χώρα (Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203, 1208 - απόφαση της Ολομέλειας).
Δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, η διακριτική ευχέρεια του κράτους να αποκλείσει αλλοδαπούς είναι πολύ ευρεία, αλλά όχι απόλυτη. Υπόκειται στην καλόπιστη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας. Εφόσο η διακριτική ευχέρεια ασκείται καλόπιστα, το δικαστήριο δεν αμφισβητεί περαιτέρω την απόφαση. Ενας αλλοδαπός, τηρουμένων οποιωνδήποτε δικαιωμάτων που παρέχονται σε μια σύμβαση ή διμερή συνθήκη, δεν έχει δικαίωμα εισόδου στη χώρα, το μόνο του δικαίωμα είναι η καλόπιστη εξέταση της αίτησης του για είσοδο στη χώρα. Αναγνώριση οποιασδήποτε περαιτέρω υποχρέωσης εκ μέρους του κράτους θα ήταν ασυμβίβαστη με το κυρίαρχο δικαίωμα του κράτους να αποκλείει αλλοδαπούς.»
Στην ίδια υπόθεση γίνεται αναφορά στην πρωτόδικη υπόθεση Moyo από την οποία υιοθετείται το παρακάτω απόσπασμα:
«Έχει με σταθερότητα νομολογηθεί ότι το δικαίωμα ενός αλλοδαπού για διαμονή σε μια χώρα δε διασφαλίζεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Αντιθέτως σαφώς εξυπακούεται από το άρθρο 5(1)(στ) της Σύμβασης και το άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος ότι οι Υψηλοί Συμβαλλόμενοι και η Κυπριακή Δημοκρατία είχαν πρόθεση να επιφυλάξουν για τους εαυτούς τους την εξουσία απελάσεως αλλοδαπών από το έδαφος του. Ενα κράτος έχει διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει κατά πόσο θα απελάσει ένα αλλοδαπό που βρίσκεται στο έδαφος του, αλλά αυτό το δικαίωμα πρέπει να ασκείται με τρόπο που δεν παραβιάζει τα δικαιώματα του αλλοδαπού δυνάμει Διεθνών Συμβάσεων.»
Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί εκ μέρους του αιτητή δεν φαίνεται ότι οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν κακόπιστα ή κάτω από καθεστώς πλάνης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.