ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 4 ΑΑΔ 618
26 Ιουνίου, 2003
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 7, 8, 11 και 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
2. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΦΕΛΛΑ,
3. ΓΕΩΡΓΙΑ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ,
4. ΠΑΝΤΕΛΙΤΣΑ Χ"ΒΑΣΙΛΗ,
5. ΣΑΒΒΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
6. ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΑΒΒΑ,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ,
4. ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΓΙΑ
ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1254/2000)
Διοικητική πράξη ― Πράξη Κυβερνήσεως ― Δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη ― Έννοια και χαρακτηριστικά ― Εκτενής ανασκόπηση της νομολογίας επί του ζητήματος ― Η απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας να μην καταθέσει προς διερεύνηση στην Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοουμένους την υπόθεση αγνοουμένου προσώπου, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά πράξη Κυβερνήσεως ― Περιστάσεις.
Οι αιτητές ζήτησαν την ακύρωση της απόφασης περί μη κατάθεσης για διερεύνηση στην σχετική Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοουμένους της υπόθεσης του Ανδρέα Σάββα του Κωνσταντίνου, καθώς και την ακύρωση της αντίστοιχης παράλειψης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Κατά την εξέταση του κατά πόσο μια πράξη εμπίπτει εντός της δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος δικαιοδοσίας, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη η φύση και ο χαρακτήρας της συγκεκριμένης πράξης ή απόφασης.
Έχει νομολογηθεί ότι οι κυβερνητικές πράξεις εκφεύγουν της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Στη Χατζηανδρέου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 352 (απόφαση Γαβριηλίδη, Δ.) έχει υποδειχθεί ότι «δεν υπάρχει σταθερό και γενικά αποδεκτό κριτήριο στη βάση του οποίου να μπορεί να διαπιστωθεί ο κυβερνητικός χαρακτήρας συγκεκριμένης πράξης». Έχει επίσης υποδειχθεί ότι «όπως και το Γαλλικό και Ελληνικό Συμβούλιο Επικρατείας, έτσι και το Ανώτατο Δικαστήριο, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις όπου εξετάστηκε το ζήτημα, ακολουθεί την πρακτική μέθοδο της απαρίθμησης, σύμφωνα με την οποία κυβερνητικές πράξεις είναι μόνο εκείνες οι οποίες περιλαμβάνονται στον κατάλογο, όπως διαμορφώνεται σταδιακά με τη νομολογία».
Πράξεις που ανάγονται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας εξαιρούνται του ένδικου μέσου της αιτήσεως ακυρώσεως.
Έχει νομολογηθεί ότι τα δικαστήρια μπορούν να λαμβάνουν δικαστική γνώση γεγονότων που σχετίζονται με την πολιτική κατάσταση στην Κύπρο.
Στην παρούσα υπόθεση λαμβάνεται δικαστική γνώση ότι το Κυπριακό Πρόβλημα και το συναφές προς αυτό θέμα των αγνοουμένων τυγχάνει χειρισμού από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Σημειώνεται ότι η εμπλοκή του Προέδρου της Δημοκρατίας στο θέμα των αγνοουμένων δεν είναι μόνο θέμα δικαστικής γνώσης, αλλά βεβαιώνεται και από δεδομένα ενώπιον του Δικαστηρίου εν προκειμένω.
Ο χειρισμός θεμάτων που σχετίζονται με τους αγνοουμένους συνιστά μέρος του Κυπριακού Προβλήματος. Αποτελούν, επομένως, διαχείριση πολιτικής εξουσίας ανεξάρτητα από το όργανο που λαμβάνει τη σχετική απόφαση και ασκεί τέτοια εξουσία. Όπως έχει ήδη λεχθεί, πράξεις που ανάγονται στη διαχείριση πολιτικής εξουσίας εκφεύγουν του ακυρωτικού ελέγχου.
Η προσβαλλόμενη με το Αιτητικό (1) πράξη αποτελεί Κυβερνητική πράξη. Εκφεύγει, επομένως, της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το ίδιο ισχύει και για τη θεραπεία που επιδιώκεται με το Αιτητικό (2) της Προσφυγής. Έχει νομολογηθεί (βλ. Cyprus Flour Mills v. Republic (1968) 3 C.L.R. 12) ότι μόνο παράλειψη λήψης απόφασης η οποία θα μπορούσε να είναι το αντικείμενο προσφυγής δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος υπόκειται σε αναθέωρηση. Στην παρούσα υπόθεση εφόσον η απόφαση, αντικείμενο του Αιτητικού (1), δεν υπόκειται σε αναθεώρηση για τους ίδιους λόγους δεν υπόκειται σε αναθεώρηση και η επίδικη παράλειψη.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Χατζηανδρέου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 352,
Καψού ν. Δημοκρατίας (2002) 4 Α.Α.Δ. 204,
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3 Α.Α.Δ. 1429,
Tsimon v. Republic (1980) 3 C.L.R. 321,
Geo Pavlides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 345,
Cyprus Flour Mills v. Republic (1968) 3 C.L.R. 12.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης με Μ. Σπανού, για τους Αιτητές.
Τ. Πολυχρονίδου, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν τις πιο κάτω θεραπείες:
«(1) Δήλωση και/ή διαταγή του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ΄ ων η αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στους αιτητές την 26.6.00 και περιέχεται στην έγγραφη ενημέρωση αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται ως Παράρτημα Α, όπως η υπόθεση του Ανδρέα Σάββα του Κωνσταντίνου αρ. δελτίου ταυτότητας 506119, μη κατατεθεί για διερεύνηση στην Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοουμένους («Δ.Ε.Α.») είναι άκυρη, παράνομη και/ή στερείται οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
(2)Δήλωση και/ή διαταγή του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των Καθ' ων η αίτηση να καταθέσουν την υπόθεση του Ανδρέα Σάββα Κωνσταντίνου αρ. δελτίου ταυτότητας 506119 για διερεύνηση στην Δ.Ε.Α. είναι παράνομη, έπρεπε να μη είχε γίνει και περαιτέρω ότι ο,τιδήποτε παρελήφθη θα έπρεπε να είχε εκτελεσθεί.»
Οι αιτητές 2, 3, 4 και 6 απέσυραν την προσφυγή τους στις 18.11.2002. Η αιτήτρια 1 είναι η μητέρα του αγνοουμένου Ανδρέα Σάββα Κωνσταντίνου από τον Κοντεμένο και ο αιτητής 5 είναι αδελφός του.
Η προσβαλλόμενη με το αιτητικό 1 της Προσφυγής απόφαση περιέχεται σε έγγραφο του Γραφείου του Επιτρόπου Προεδρίας για Ανθρωπιστικά Θέματα ημερ. 26.6.2000 (Παράρτημα 22 στην ένσταση). Την παραθέτω:
«ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΓΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
Ενημέρωση της οικογένειας του Ανδρέα Σάββα του
Κωνσταντίνου από τον Κοντεμένο του οποίου η υπόθεση
δεν κατατέθηκε στη Διερευνητική Επιτροπή για τους
Αγνοουμένους (ΔΕΑ).
Α. Ατομικά Στοιχεία
(ι) Πλήρες Ονοματεπώνυμο: Ανδρέας Σάββα Κωνσταντίνου.
(ιι) Τόπος και Ημερομηνία Γεννήσεως: Κοντεμένος, 30.11.1956.
(ιιι) Τόπος διαμονής προ της Τ/εισβολής: Κοντεμένος.
(ιν) Επάγγελμα και Τόπος Εργασίας: Πελεκάνος, Λευκωσία.
(ν) Άγαμος/Έγγαμος: Άγαμος.
(νι) Όνομα Συζύγου: ...............
(νιι) Ονόματα Τέκνων: ............
(νιιι) Στρατιωτικός/Πολίτης: Στρατιώτης Κληρωτός.
(ιχ) Αριθμός Δελτίου Ταυτότητας: 506119.
(χ) Α.Σ.Μ. και Μονάδα που υπηρετούσε: 7217/74, 281 Τ.Π.
Β. Υπάρχουσα Μαρτυρία
1. Μαρτυρία που περιέχεται στη γραπτή κατάθεση του συστρατιώτη Σοφοκλή Χαραλάμπους, ημερ. 4.1.1983, στην οποία αναφέρεται ότι αφέθηκε νεκρός από τραύμα σε υπόγειο οικία στην περιοχή «Πέντε Μίλι» Κερύνειας.
2. Μαρτυρία που περιέχεται στη γραπτή κατάθεση του συστρατιώτη του Κώστα Σακκά, ημερ. 23.5.1977, στην οποία αναφέρει ότι τον είδε νεκρό από τραύματα.
3. Μαρτυρία που περιέχεται στις γραπτές καταθέσεις των συστρατιωτών του Ανδρέου Ανδρέα και Δημητρίου Ανδρέα, ημερ. 9.9.1974 και 11.9.1974, που δόθηκαν προς τις Στρατιωτικές Αρχές, στην οποία αναφέρεται ότι θεάθηκε νεκρός.
4. Βεβαίωση εκδοθείσα από το ΓΕΕΦ ημερ. 11.10.1976, στην οποία αναφέρεται ως φονευθείς.
Γ. Σύντομο Ιστορικό
Με την έναρξη της Τουρκικής εισβολής του 1974 ο Στρατιώτης Ανδρέας Σάββα του Κωνσταντίνου, εκτελούσε τη στρατιωτική του θητεία στο 281 Τ.Π. που έδρευε στη Μύρτου.
Στις 20.7.1974 οι άνδρες του Τάγματος μετακινήθηκαν στην περιοχή «Πέντε Μίλι» Κερύνειας προς τον σκοπόν όπως εξαλείψουν το εκεί Τουρκικό προγεφύρωμα που δημιουργήθηκε.
Κατά τη διάρκεια της νύκτας της 20-21/7/1974 το Τάγμα υποστηριζόμενο από άλλες μονάδες, διενήργησε αρκετές επιθέσεις εναντίον του προγεφυρώματος.
Το πρωί της 21/7/1974 σε μια από τις επιθέσεις που έγιναν εναντίον του Τουρκικού προγεφυρώματος, ο στρατιώτης Ανδρέας Σάββα τραυματίστηκε σοβαρά από πυροβολισμό που δέχθηκε στον ώμο. Οι συστρατιώτες του, αφού του περιποιήθηκαν πρόχειρα την πληγή τον μετέφεραν στα μετόπισθεν και τον έβαλαν σε μια υπόγεια οικία.
Γύρω στο μεσημέρι της ίδιας ημέρας 21/7/1974, συστρατιώτες του μετέβησαν εκεί με σκοπό να τον παραλάβουν και να τον μεταφέρουν σε νοσοκομείο. Διεπίστωσαν όμως ότι αυτός ήτο νεκρός. Ακολούθως ανεχώρησαν και τον άφησαν εκεί.
Δ. Λόγοι για τους οποίους η υπόθεση δεν κατατέθηκε στη Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοουμένους.
Σύμφωνα με την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με ημερ. 4/5/2000 και θέμα «το ζήτημα των αγνοουμένων και πεσόντων του 1974» κατά την οποία μεταξύ άλλων αποφασίστηκε και η ενημέρωση των οικογενειών των 126 προσώπων, των οποίων οι υποθέσεις ενώ ευρίσκονταν στον κατάλογο των αγνοουμένων δεν κατατέθηκαν για έρευνα στη Δ.Ε.Α., πληροφορείσθε ότι:
Κατόπιν μελέτης του περιεχομένου του φακέλου του Ανδρέα Σάββα Κωνσταντίνου από Ειδική Επιτροπή στην οποία συμμετείχαν οι δύο Επιτροπές Συγγενών Αγνοουμένων υπό την Προεδρία του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας το Σεπτέμβριο του 1995, λήφθηκε απόφαση η υπόθεση να μην κατατεθεί για διερεύνηση στη Δ.Ε.Α.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η μαρτυρία που κατορθώθηκε να συλλεγεί ήταν τέτοια, ώστε να μην δικαιολογεί την αναζήτηση της τύχης του Ανδρέα Σάββα Κωνσταντίνου από την Τουρκική πλευρά. Από τα στοιχεία του φακέλου του προκύπτει το συμπέρασμα ότι είναι νεκρός από θανάσιμο τραύμα και αφέθηκε στην κατεχόμενη περιοχή «Πέντε Μίλι» Κερύνειας.
Εντοπισμός και επιστροφή των λειψάνων, επιστημονική εξέταση και κανονική ταφή τους θα γίνουν όταν επιτύχουν οι σχετικές προσπάθειες της Κυβέρνησης.
Οι διενεργήσαντες την ενημέρωση
1. Ηλίας Π. Γεωργιάδης
2. Χρ. Λάρδος
Ημερ. Ενημέρωσης 26/6/2000
Επίτροπος Προεδρίας
για Ανθρωπιστικά Θέματα
(Υπογρ.) ..................................
Δρ. Τάκης Χριστόπουλος»
Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την Προσφυγή όπως καταγράφονται στις παραγ. 7-22 της ένστασης έχουν ως εξής:
Το 1993 αποφασίστηκε όπως όλες οι συνοπτικές εκθέσεις των αγνοουμένων κατατεθούν στην Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων (η Δ.Ε.Α.) για έρευνα. Για ορισμένες από αυτές, στις οποίες υπήρχαν καταθέσεις ότι άτομα φερόμενα ως αγνοούμενοι κτυπήθηκαν θανάσιμα ή ακόμα υπήρχε πρόβλημα στην τεκμηρίωση των συνθηκών εξαφάνισης τους, ζητήθηκε η συμβουλή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κατά πόσο μπορούσαν να κατατεθούν ή όχι στη Δ.Ε.Α. για έρευνα. Σε σύσκεψη στο Προεδρικό Μέγαρο υπό την Προεδρία του Προέδρου της Δημοκρατίας στις 24 Αυγούστου 1995, στην οποία συμμετείχαν και ο Γενικός Εισαγγελέας, ο Επίτροπος Προεδρίας για Ανθρωπιστικά Θέματα, εκπρόσωποι των 4 μεγαλυτέρων εν τη Βουλή Κομμάτων και υπηρεσιακοί παράγοντες, αποφασίστηκε η άμεση εξέταση 400 περίπου φακέλων από 5 Δικηγόρους της Δημοκρατίας και Αστυνομικούς Ερευνητές οι οποίοι αφού ικανοποιούνταν ως προς την τεκμηρίωση των εξαφανίσεων των αγνοουμένων θα ετοίμαζαν σχετικές Συνοπτικές Εκθέσεις.
Κατ' αρχήν ο προσωπικός φάκελος του Ανδρέα Σάββα δόθηκε για μελέτη στην τότε Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας κα. Κλαίλια Θεοδούλου και στον Υπαστυνόμο του ΤΑΕ Μιλτιάδη Μιλτιάδους. Από τη μελέτη ετοιμάστηκε σχετικό Σημείωμα, ημερ. 5 Σεπτεμβρίου 1995. Όπως αναφέρεται στο Σημείωμά τους από τα στοιχεία που υπάρχουν στο φάκελο φαίνεται ότι ο Ανδρέας Σάββα έπεσε μαχόμενος κατά των Τούρκων στις 21.7.1974 στο Πέντε Μίλι Καραβά. Στο Σημείωμα τους καταλήγουν ότι εφόσον η σορός του δεν έχει παραδοθεί από τους Τούρκους, το πιο πάνω συμπέρασμα δεν μπορεί να θεωρείται νομικώς ως απόδειξη του θανάτου του.
Σύμφωνα με οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ο ίδιος φάκελος δόθηκε για μελέτη και απόψεις για δεύτερη φορά και στους κ.κ. Γλαύκο Χ"Πέτρου, τότε Ανώτερο Δικηγόρο της Δημοκρατίας και Σωτήρη Μουστάκα, Υπαστυνόμο του ΤΑΕ. Σύμφωνα με την έκθεση του Υπαστυνόμου Μουστάκα , ημερ. 8 Σεπτεμβρίου 1995, με την οποία συμφώνησε και ο κ. Χ"Πέτρου, από την εξέλιξη των γεγονότων και τη διαθέσιμη μαρτυρία τεκμηριώνεται ο θάνατός του.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 1995 σε νέα σύσκεψη που έγινε στο Προεδρικό Μέγαρο υπό την Προεδρία του Προέδρου της Δημοκρατίας στην οποία μετείχαν ο Γενικός Εισαγγελέας και μεταξύ άλλων, και εκπρόσωποι των 4 μεγαλυτέρων εν τη Βουλή Κομμάτων, μετά από ενημέρωση των παρισταμένων από το Γενικό Εισαγγελέα για τη μέχρι την ημέρα εκείνη πρόοδο στο πρόγραμμα των εργασιών που συμφωνήθηκε στην προηγούμενη σύσκεψη της 24 Αυγούστου 1995 αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, όπως η ad hoc Επιτροπή επανεξετάσει τους 216 φακέλους το περιεχόμενο των οποίων κατατάσσει τους αγνοούμενους σε νεκρούς.
Σε σύσκεψη που έγινε στα Γραφεία της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας στις 6 Οκτωβρίου 1995 μελετήθηκαν, από ad hoc Επιτροπή, εκ νέου οι φάκελοι αριθμού αγνοουμένων και ομόφωνα κατατάχθηκαν στις κατηγορίες που φαίνονται στις αντίστοιχες στήλες του καταλόγου. Στη σύσκεψη μετέσχαν και οι δυο τότε εν ενεργεία Επιτροπές Συγγενών Αγνοουμένων (που κατά τεκμήριο αντιπροσώπευαν όλους του συγγενείς των 1619 τότε αγνοουμένων), Εκπρόσωποι της Νομικής Υπηρεσίας, Εκπρόσωποι της Αστυνομίας και Λειτουργός της Υπηρεσίας Αγνοουμένων. Η περίπτωση του Ανδρέα Σάββα, με αριθμό ΑΦΑ 1423 κατατάγηκε στην Γ΄ Κατηγορία, δηλαδή ούτε στην Α΄ αλλά ούτε στη Β΄ κατηγορία που είχαν περιληφθεί εκείνοι που πέθαναν και ετάφησαν στις ελεύθερες και στις κατεχόμενες περιοχές.
Έχοντας υπόψη την πιο πάνω γνωμοδότηση της Επιτροπής και ασκώντας τη δική του κρίση, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποφάσισε ότι 126 υποθέσεις Αγνοουμένων, των οποίων τα ονόματα εμφαίνονται σε σχετικό κατάλογο μη κατατεθούν ενώπιον της Δ.Ε.Α. (βλ. Παράρτημα 15 στην ένσταση).
Με επιστολή του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προς το Γενικό Γραμματέα του Ο.Η.Ε., ημερομηνίας 6 Μαρτίου 1996 (βλ. παράγραφο 3(β)) αναφέρει ότι «125 cases of Greek Cypriot missing persons were removed from the list of missing persons after diligent examination by the Office of the Attorney General of the relevant files». Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναφερόταν στην πραγματικότητα στις 126 περιπτώσεις.
Με επιστολή του προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ημερομηνίας 4 Απριλίου 1996 ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών ευχαρίστησε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, για την επιστολή του της 6ης Μαρτίου 1996 και σημείωσε, στη 2η παράγραφο της επιστολής, ότι «The removal of 125 cases from the list has, in particular been a decisive and courageous move on your part».
Σε μεταγενέστερη επιστολή του ο Γενικός Γραμματέας του Ο.Η.Ε. προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με ημερομηνία 4 Δεκεμβρίου 1996, στην παράγραφο 2(a) της πρώτης σελίδας, αναφέρεται σε 1493 υποθέσεις που είναι ενώπιον της ΔΕΑ. Όταν αφαιρεθούν οι 1493 από τις 1619 παραμένει ο αριθμός 126. Επίσης στην τελευταία παράγραφο (b) της δεύτερης σελίδας ο Γ. Γραμματέας ζητά από τις δύο πλευρές [. two sides confirm that the 126 Greek Cypriot cases and the 303 Turkish Cypriot cases deleted from the original caseload (of 1619 and 803) cases respectively were not submitted to the GMP because these persons are known to be dead]. (βλ. Παράρτημα 18 στην ένσταση).
Στα Talking Points μεταξύ Προέδρου της Δημοκρατίας και Γενικού Γραμματέα ημερομηνίας 1η Φεβρουαρίου, 1997, στη σελ. 3 παράγραφος (a), αναφέρεται ... «I confirm that 126 Greek Cypriot cases and 303 Turkish Cypriot cases deleted from the original list of 1619 and 803 cases respectively, were not submitted to the G.M.P. because the respective sides reached the conclusion that on the basis of the evidence contained in their respective files were dead».
Σύμφωνα με ανακοινωθέν του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών ημερ. 2.2.1997 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συναντήθηκε την 1.2.1997 με το Γενικό Γραμματέα του Ο.Η.Ε. στο Νταβός. Το μέρος του ανακοινωθέντος που σχετίζεται με το θέμα των Αγνοουμένων έχει ως εξής:
«Τέθηκε το θέμα των αγνοουμένων, ανέλυσα τις θέσεις μας, έδωσα και γραπτό υπόμνημα περί των θέσεων μας, διαβίβασα στο Γενικό Γραμματέα την παράκληση των συγγενών των αγνοουμένων να δεχθεί αντιπροσωπεία τους και στήριξα τη θέση ότι πρέπει να δεχθεί την αντιπροσωπεία. Ο Γενικός Γραμματέας δεν αρνήθηκε και θα επικοινωνήσουμε όταν θα πάει στη Νέα Υόρκη.»
Στις 4 Μαΐου 2000 με την Απόφαση του με αριθμό 12/2000, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε όπως η Υπηρεσία Αγνοουμένων, υπό την καθοδήγηση του Επιτρόπου Προεδρίας για Ανθρωπιστικά Θέματα, μεριμνήσει για ενημέρωση, γραπτώς και προφορικά, των οικογενειών των 126 προσώπων των οποίων οι υποθέσεις, ενώ ευρίσκονταν στον κατάλογο των αγνοουμένων, δεν κατατέθηκαν για έρευνα στη Δ.Ε.Α..
Οι κ.κ. Ηλίας Γεωργιάδης και Χρίστος Λάρδος ανέλαβαν την ενημέρωση της οικογένειας του Ανδρέα Σάββα. Η ενημέρωση έγινε στις 26 Ιουνίου 2000 και εκτός της προφορικής ενημέρωσης που έγινε στον αδελφό του Χριστάκη Φελλά, ο οποίος ανέλαβε να ενημερώσει και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, δόθηκε και γραπτή ενημέρωση (βλ. Παράρτημα 22 το οποίο έχει παρατεθεί πιο πάνω). Η υπάρχουσα μαρτυρία στη γραπτή ενημέρωση αναφέρεται σε ενυπόγραφες καταθέσεις από τους συστρατιώτες του Ανδρέα Σάββα, Σοφοκλή Χαραλάμπους, Κώστα Σακκά, Ανδρέου Ανδρέα και Δημητρίου Ανδρέα.
Η κα. Πολυχρονίδου, εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, έχει εγείρει αριθμό προδικαστικών ενστάσεων.
Στη συνέχεια θα ασχοληθώ με δύο από τις προδικαστικές ενστάσεις.
Πρώτη προδικαστική ένσταση - «Η επίδικη πράξη ή απόφαση, η οποία προσβάλλεται με το Αιτητικό (1) της προσφυγής, δεν είναι εκτελεστή πράξη ή απόφαση μέσα στην έννοια του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά πράξη Κυβερνήσεως, η οποία, συνεπώς, δεν μπορεί να προσβληθεί με Προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος».
Η κα. Πολυχρονίδου υπέβαλε ότι η απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας να μην κατατεθούν οι υποθέσεις των «126» στη Δ.Ε.Α. είναι πράξη Κυβερνήσεως, η οποία δεν μπορεί να προσβληθεί με Προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Το θέμα της διακρίβωσης της τύχης των αγνοουμένων - συνέχισε - συνιστά την ανθρωπιστική πτυχή του Κυπριακού Προβλήματος, το οποίο χειρίζεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως ο Αρχηγός του Κράτους, εκλελεγμένο πολιτειακό όργανο από το Λαό.
Στο στάδιο των διευκρινίσεων η κα. Πολυχρονίδου παρέπεμψε το Δικαστήριο στον περί Άμεσης Εποπτείας από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας των Θεμάτων των Αγνοουμένων, Εγκλωβισμένων και Παθόντων (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 1993 (Ν. 17(Ι)/93), ο οποίος εναποθέτει την εποπτεία των θεμάτων που αφορούν την υπόθεση των αγνοουμένων στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Σχετικά επί του προκειμένου είναι τα άρθρα 3, 4 και 5 του Νόμου. Τα παραθέτω:
«3. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα έχει την άμεση εποπτεία παντός θέματος που αφορά την υπόθεση των αγνοουμένων και τα προβλήματα των εγκλωβισμένων και των παθόντων και επαγρυπνεί για τη σωστή διαχείριση των θεμάτων αυτών από τις οικείες Υπηρεσίες.
4. Προς υποβοήθηση του Προέδρου της Δημοκρατίας στην άσκηση της άμεσης εποπτείας που προβλέπεται με το άρθρο 3, οι οικείες Υπηρεσίες μεταφέρονται και θα υπάγονται στην Προεδρία της Δημοκρατίας.
5.-(α) Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δύναται να διορίζει πολιτικό πρόσωπο ως Επίτροπο Προεδρίας για Ανθρωπιστικά Θέματα.»
Η κα. Πολυχρονίδου παρέπεμψε, επίσης, στο Προοίμιο του Νόμου 17(Ι)/93, το οποίο έχει ως εξής:
«ΕΠΕΙΔΗ δεκαεννέα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή και την ένεκα αυτής δημιουργηθείσα έκρυθμη κατάσταση εξακολουθεί να αποτελεί αγωνιώδες και πρωταρχικό αίτημα και απαίτηση του κυπριακού λαού η αντιμετώπιση και επίλυση της ανθρωπιστικής πτυχής του Κυπριακού Προβλήματος, κύριοι άξονες της οποίας είναι η διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων και ο τερματισμός του δράματος των οικογενειών τους, καθώς και η ανακούφιση των εγκλωβισμένων και η παροχή σ΄ αυτούς και σε άλλους παθόντες κάθε δυνατής βοήθειας,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η προσπάθεια για επίλυση των ζωτικών αυτών θεμάτων έχει και διεθνείς διαστάσεις, γι' αυτό και είναι επιβεβλημένο να περιληφθεί με το κύρος του ίδιου του Προέδρου της Δημοκρατίας,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ προς το σκοπό αυτό καθίσταται αναγκαίο να υπαχθούν κάτω από την άμεση εποπτεία του Προέδρου της Δημοκρατίας οι Υπηρεσίες που ασχολούνται με θέματα αγνοουμένων, εγκλωβισμένων και παθόντων,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ για το σκοπό αυτό χρειάζεται νομοθετική ρύθμιση συμπληρωματική των εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας δυνάμει του Συντάγματος, καθόσον, όπως αποφάνθηκε και το Ανώτατο Δικαστήριο με τη Γνωμάτευσή του στην Αναφορά 1/85, το Κυπριακό Πρόβλημα και ο χειρισμός του ευρίσκεται έξω από τα πλαίσια του Συντάγματος.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:»
Η ευπαίδευτη συνήγορος παρέπεμψε στο «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» του Ε. Σπηλιωτόπουλου, 5η έκδοση, σελ. 93, παραγ. 87, στο σύγγραμμα του Κόρσου «Διοικητικό Δίκαιο», Γενικό Μέρος, (1992) σελ. 304, 305 και στις αποφάσεις στις υποθέσεις Χατζηανδρέου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 352 και Καψού ν. Δημοκρατίας (2002) 4 Α.Α.Δ. 204.
Ο χειρισμός του Κυπριακού Προβλήματος - κατέληξε η κα. Πολυχρονίδου - «και του συναφούς προς αυτό θέματος των αγνοουμένων από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας γίνεται μέσα στα πλαίσια της ασκήσεως από αυτόν, ως Αρχηγού του Κράτους, πολιτικής ή πολιτειακής εξουσίας και, ως εκ τούτου, οι οποιεσδήποτε αποφάσεις του επί των θεμάτων αυτών είναι πράξεις Κυβερνήσεως και εκφεύγουν του ελέγχου του Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Δεύτερη προδικαστική ένσταση - «Η επίδικη πράξη ή απόφαση, η οποία προσβάλλεται με το Αιτητικό (1) της προσφυγής, είναι έκφραση πολιτικής βουλήσεως ή/και πολιτική απόφαση σχετικά με το χειρισμό του θέματος των αγνοουμένων, που είναι άμεσα συνδεδεμένο με το Κυπριακό πρόβλημα, το οποίο λόγω της φύσεως του, ευρίσκεται, εν πάση περιπτώσει, έξω από τα πλαίσια του Συντάγματος».
Η κα. Πολυχρονίδου υιοθέτησε τα όσα υπέβαλε σε σχέση με την πρώτη προδικαστική ένσταση. Παρέπεμψε στη Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3 Α.Α.Δ. 1429, σχετικά με τη συνταγματικότητα της Απόφασης της Βουλής των Αντιπροσώπων, η οποία λήφθηκε στις 29 Μαρτίου 1985 και στάληκε προς έκδοση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και με την οποία, λόγω διαφωνίας εν σχέσει προς τον χειρισμό του Κυπριακού προβλήματος, μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων, τον καλούσε όπως προχωρήσει στην άμεση προκήρυξη εκλογών. Τα σχετικά αποσπάσματα - σύμφωνα με την κα. Πολυχρονίδου - βρίσκονται στις σελ. 1430, 1431 και 1440.
Το Δικαστήριο - συνέχισε η κα. Πολυχρονίδου - μπορεί να λάβει δικαστική γνώση ότι το Κυπριακό Πρόβλημα και το συναφές προς αυτό θέμα των αγνοουμένων τυγχάνει χειρισμού από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όπως αναφέρει και το Ανώτατο Δικαστήριο στην πιο πάνω Γνωμάτευση του - συμπλήρωσε - είναι δικαίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, ως εκλελεγμένου από το λαό πολιτικού οργάνου, να λαμβάνει πολιτικές αποφάσεις σχετικά με το Κυπριακό Πρόβλημα. Το θέμα των αγνοουμένων συνιστά πτυχή του Κυπριακού Προβλήματος.
Μέσα στα πλαίσια αυτού του δικαιώματος - κατέληξε - και αυτής της εξουσίας ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έλαβε την απόφαση και για τους «126», η οποία απόφαση, σύμφωνα με την εισήγησή της, ως έκφραση πολιτικής βουλήσεως ή/και ως πολιτική απόφαση, εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου.
Από την άλλη ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους των αιτητών, υπέβαλε πως η προσβαλλόμενη πράξη είναι εκτελεστή διοικητική πράξη που υπόκειται σε προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, γιατί «επέφερε μεταβολή ανεπίτρεπτη και ζημιογόνα στα δικαιώματα του αγνοουμένου και/ή των αιτητών». Η έννοια της Κυβερνητικής Πράξεως - συνέχισε ο ευπαίδευτος συνήγορος - δεν είναι καθαρή γιατί δεν υπάρχει σταθερό και γενικά αποδεκτό κριτήριο με βάση το οποίο να μπορεί να διαπιστωθεί ο κυβερνητικός χαρακτήρας μιας πράξης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος παρέπεμψε στο «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο», 4η έκδοση, Τόμος Γ, σελ. 108, 109 του Ηλία Κυριακόπουλου και στο σύγγραμμα του Νίκου Χαραλάμπους «Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοικήσεως», σελ. 161, 162.
Σε σχέση με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι η γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πιο πάνω Αναφορά δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με την παρούσα υπόθεση. Η υποχρέωση της Κυβέρνησης - συνέχισε - να διερευνήσει την τύχη προσώπων που αγνοούνται συνεπεία πολέμου δεν είναι πολιτικό θέμα που αφορά αποκλειστικά τον χειρισμό του Κυπριακού Προβλήματος. Είναι θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι θέμα που μπορούσε κάλλιστα να προκύψει στα πλαίσια των σχέσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας με οποιαδήποτε άλλη χώρα, ανεξάρτητα από την ύπαρξη του προβλήματος κατοχής από την Τουρκία. Είναι ένα γενικότερης φύσεως, ανθρωπιστικής, όχι πολιτικής υφής θέμα.
Οι δύο προδικαστικές ενστάσεις θα εξεταστούν μαζί λόγω της συνάφειας τους.
Σύμφωνα με το άρθρο 146.1 του Συντάγματος αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις οποιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου «ασκούντων εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν» υπόκεινται σε αναθεώρηση από το Ανώτατο Δικαστήριο. Κατά την εξέταση του κατά πόσο μια πράξη εμπίπτει εντός της δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος δικαιοδοσίας πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη η φύση και ο χαρακτήρας της συγκεκριμένης πράξης ή απόφασης. Αυτό το θέμα πρέπει να εξετάζεται επί της ουσίας και υπό τις περιστάσεις της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η υπόσταση του Οργάνου το οποίο έλαβε την απόφαση καθώς και οι περιστάσεις λήψης της. Είναι δυνατό για το ίδιο Όργανο να ενεργεί είτε εντός της σφαίρας του ιδιωτικού δικαίου ή εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου, ανάλογα με τη φύση της πράξης του. Αυτό που αποτελεί τον σημαντικό και αποφασιστικό παράγοντα είναι η φύση και ο χαρακτήρας της συγκεκριμένης λειτουργίας αντικείμενο της προσφυγής.
Έχει ωστόσο νομολογηθεί ότι οι κυβερνητικές πράξεις εκφεύγουν της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Εγείρεται το ερώτημα: Ποιές πράξεις μπορούν να ενταχθούν στην κατηγορία των Κυβερνητικών Πράξεων;
Στη Χατζηανδρέου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 352 (απόφαση Γαβριηλίδη, Δ.) έχει υποδειχθεί ότι «δεν υπάρχει σταθερό και γενικά αποδεκτό κριτήριο στη βάση του οποίου να μπορεί να διαπιστωθεί ο κυβερνητικός χαρακτήρας συγκεκριμένης πράξης». Έχει επίσης υποδειχθεί ότι «όπως και το Γαλλικό και Ελληνικό Συμβούλιο Επικρατείας, έτσι και το Ανώτατο Δικαστήριο, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις όπου εξετάστηκε το ζήτημα, ακολουθεί την πρακτική μέθοδο της απαρίθμησης σύμφωνα με την οποία κυβερνητικές πράξεις είναι μόνο εκείνες οι οποίες περιλαμβάνονται στον κατάλογο, όπως διαμορφώνεται σταδιακά με τη νομολογία».
Στην Καψού ν. Δημοκρατίας (2002) 4 Α.Α.Δ. 204 (απόφαση Νικήτα, Δ.) για «ολοκληρωμένη συζήτηση του φαινομένου της κυβερνητικής πράξης» γίνεται παραπομπή στον Μ. Στασινόπουλο «Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων» (1974) σελ. 176-180, Μ. Δένδια «Διοικητικό Δίκαιον», Τόμος Α, (1964) σελ. 152-159, Π.Δ. Δαγτόγλου «Γενικό Διοικητικό Δίκαιον» (1984) σελ. 25 και 189 και Επ. Σπηλιωτόπουλο «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δίκαιου» (1993) παραγ. 87, σελ. 97. Παρατίθεται, επίσης, το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Στ.Ε. στην υπόθεση 448/1939:
«Επειδή εκ της μελέτης του όλου θεσμού, το Συμβούλιον της Επικρατείας καταλήγει εις το συμπέρασμα ότι ο χαρακτηρισμός πράξεως τινός ως Κυβερνητικής εξαρτάται μεν κυρίως εκ της φύσεως αυτής (ανεξαρτήτως του οργάνου εκ του οποίου προέρχεται), αλλά και διοικητική ενέργεια υποκειμένη κατ' αρχήν, ως τοιαύτη εις έλεγχον νομιμότητος υπό του Συμβουλίου της Επικρατείας δύναται να προσλάβη υπό συντρεχούσας περιστάσεις τον χαρακτήρα Κυβερνητικής πράξεως, αποκλειούσης την προσβολήν επί ακυρώσει, εφ΄ όσον προέχων αυτής χαρακτήρ είναι η άσκησις της εις την Κυβέρνησιν ανηκούσης πολιτικής εξουσίας.»
Πράξεις που ανάγονται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας εξαιρούνται του ένδικου μέσου της αιτήσεως ακυρώσεως. Η αρχή αυτή έχει επιβεβαιωθεί στην απόφαση του Στ.Ε. στην υπόθεση 2389/1953:
«Επειδή η απαγόρευσις εν Ελλάδι της κατ' έμπνευσιν και πρωτοβουλίαν αλλοδαπών δημιουργουμένης κινήσεως ταύτης τεινούσης εις συγκρότησιν υπερεθνικής οργανώσεως δυναμένης να ασφαλίση διεθνή πολιτικήν επιρροήν, ανάγεται προδήλως εις την τη Κυβερνήσει ανήκουσαν διαχείρισιν της πολιτικής εξουσίας, λαμβανομένου υπ' όψιν, ότι η κίνησις αύτη, περικλείει λόγω της φύσεως της πολίτας διαφόρων εθνικοτήτων, δύναται δ΄ ως εκ τούτου εν τη αναπτύξει της δράσεώς της ν' αποβή πρόξενος προστριβών και ανωμαλιών εις τας σχέσεις της Χώρας προς τας ξένας τοιαύτας. Παρίσταται ούτω η πράξις αύτη φέρουσα κατά βάσιν, προέχοντα ως εκ της φύσεως του χαρακτήρα κυβερνητικής πράξεως, καθ' ης δεν επιτρέπεται η άσκησις αιτήσεως ακυρώσεως, συμφώνως τω άρθρω 46 εδάφ. γ΄ του Ν. 3713, καθ' ο εξαιρούνται του ενδίκου μέσου της αιτήσεως ακυρώσεως αι κυβερνητικαί πράξεις και διαταγαί, αι αναγόμεναι εις την διαχείρισιν της πολιτικής εξουσίας.»
Βλ. και Κόρσου «Διοικητικό Δίκαιο», Γενικό Μέρος, (1992), στις σελ. 304, 305:
«Ειδική επίσης κατηγορία ΔιοικΠρ (με αξιολογότατο δικονομικό ενδιαφέρον) εισάγεται ευθέως εκ του νόμου και δη με το άρθρο 45 παραγ. 6 του πρ.δ/τος 18/1989. Είναι οι λεγόμενες (γνωστές δε πάλιν από τη θεωρία του γαλλΔιοικΔ) κυβερνητικές πράξεις ή πράξεις της κυβερνήσεως (actes de gouvernement). Κατά το άρθρο αυτό του οργανικού περί του ΣτΕ δ/τος εξαιρούνται του ακυρωτικού ελέγχου δια του ενδίκου μέσου της αιτήσεως ακυρώσεως οι κυβερνητικές πράξεις και διαταγές, οι αναγόμενες στην διαχείριση της πολιτικής εξουσίας.»
Βλ., επίσης, Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιον Διοικητικού Δίκαιου», 7η έκδοση (1996), παραγ. 87, σελ. 99-100:
«87. Ορισμένες πράξεις του Αρχηγού του Κράτους ή κυβερνητικών οργάνων, αν και έχουν όλα τα στοιχεία της διοικητικής πράξης, αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία, επειδή δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο με αίτηση ακυρώσεως (άρθρο 45, παραγ. 6, Δ/τος 18/1989, κατωτ. αριθ. 450 και 488). Οι πράξεις αυτές, ονομαζόμενες 'κυβερνητικές πράξεις' ή 'πράξεις κυβέρνησης', εκδίδονται βάσει αρμοδιότητας που παρέχεται από το Σύνταγμα ή από νομοθετικές πράξεις και ρυθμίζουν θέματα σχετικά με τη λεγόμενη 'πολιτική εξουσία ή κυβερνητική λειτουργία'. Τα όρια της λειτουργίας αυτής, της οποίας το περιεχόμενο θεωρητικώς αμφισβητείται, καθορίζονται από τη νομολογία του ΣΕ, με την οποία κάθε φορά συγκεκριμένες πράξεις χαρακτηρίζονται ως κυβερνητικές και για το λόγο αυτό απορρίπτεται ως απαράδεκτη η αίτηση ακυρώσεως που έχει ασκηθεί κατά των πράξεων αυτών (κατωτ. αριθ. 488).
Σύμφωνα με τη νομολογία του ΣΕ, έως σήμερα στην κυβερνητική λειτουργία περιλαμβάνεται η ρύθμιση των διεθνών σχέσεων και των σχέσεων εκτελεστικής-νομοθετικής εξουσίας, η κήρυξη επιστράτευσης και η απονομή χάριτος (ΣΕ 2163/1946). Κατ΄ αναλογία, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει χαρακτήρα πράξης κυβέρνησης και η κήρυξη σε κατάσταση πολιορκίας.»
Στο σύγραμμα του Ι. Σαρμά «Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, Β΄ έκδοση, σελ. 374, αναφέρονται τα εξής:
«Δια της ΣτΕ 56/1930 εγκαινιάζεται η νομολογία του Συμβουλίου επί των εν γένει κυβερνητικών πράξεων. Συμφωνίες με την Τουρκία, την Βουλγαρία και άλλα Κράτη προέβλεπαν τις διαδικασίες και τα μέσα αποζημιώσεως των Ελλήνων πολιτών που εξ αιτίας των σημαντικών ανακατατάξεων οι οποίες ακολούθησαν τους πολέμους των προηγούμενων ετών ζημιώθηκαν περιουσιακώς. Η ΣτΕ 56/1930, εξεδόθη εξ αφορμής μιας υποθέσεως όπου μια χριστιανή πρόσφυξ από τη Μικρά Ασία ζητούσε από το Υπουργείο των Οικονομικών την, με βάση την ελληνοτουρκική συμφωνία της 7 Δεκ. 1926 και του κυρώσαντος αυτή νόμου 3372, αποκατάστασή της. Εφαρμόζοντας την θεωρία των κυβερνητικών πράξεων, ως θα έπραττε και το Conseil d' Etat, το Συμβούλιο της Επικρατείας απαντά στην αιτούσα ότι 'η ενέργεια προς εκτέλεσιν της συμβάσεως, και η περί τούτου βεβαίωσις, ως και η περαιτέρω ενδεχομένη έτι εξέλιξις των συμβατικών όρων και υποχρεώσεων, είναι έργον ουσιωδώς κυβερνητικόν διαφεύγον την αρμοδιότητα του Συμβουλίου', εξηγώντας όμως ότι δεν υπήρχε επί του προκειμένου περίπτωση δημιουργίας δικαιώματος υπέρ ιδιώτου δεδομένου ότι 'ούτε εν τη μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας συμβάσει (...) ούτε εις τον τηρούντα ταύτην (...) νόμον (...) διαλαμβάνεται θετική διάταξις ορίζουσα ότι οι υπ' αυτών μνημονευόμενοι υπήκοοι Έλληνες ή ομογενείς ων αι κτηματικαί περιουσίαι θα περιήρχοντο εις την κυριότητα της Τουρκικής Κυβερνήσεως θέλουσιν αποζημιωθή εις το ακέραιον.»
Έχει νομολογηθεί ότι τα δικαστήρια μπορούν να λαμβάνουν δικαστική γνώση γεγονότων που σχετίζονται με την πολιτική κατάσταση στην Κύπρο (Tsimon v. Republic (1980) 3 C.L.R. 321 και Geo Pavlides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 345).
Στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω δικαστική γνώση ότι το Κυπριακό Πρόβλημα και το συναφές προς αυτό θέμα των αγνοουμένων τυγχάνει χειρισμού από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Σημειώνεται ότι η εμπλοκή του Προέδρου της Δημοκρατίας στο θέμα των αγνοουμένων δεν είναι μόνο θέμα δικαστικής γνώσης αλλά βεβαιώνεται και από τα εξής:
(α) Τις δύο συσκέψεις οι οποίες έλαβαν χώραν στο Προεδρικό Μέγαρο στις 24.8.95 και 15.9.95 υπό την Προεδρία του Προέδρου της Δημοκρατίας (βλ. πιο πάνω).
(β) Την επιστολή του Προέδρου της Δημοκρατίας προς τον Γενικό Γραμματέα του Ο.Η.Ε. ημερ. 6.3.96 (βλ. πιο πάνω).
(γ) Τα «talking points» μεταξύ Προέδρου της Δημοκρατίας και Γενικού Γραμματέα του Ο.Η.Ε. ημερ. 1.2.97 (βλ. πιο πάνω).
(δ) Το περιεχόμενο ανακοινωθέντος ημερ. 2.2.97 σχετικά με τη συνάντηση του Προέδρου της Δημοκρατίας ημερ. 1.2.97 με το Γενικό Γραμματέα του Ο.Η.Ε. στο Νταβός (βλ. πιο πάνω).
�
Πρόσθετα η εμπλοκή του Προέδρου της Δημοκρατίας βεβαιώνεται και από τον πιο πάνω Νόμο 17(Ι)/93. Σημειώνω, επίσης, ότι σύμφωνα με το προοίμιο του εν λόγω Νόμου:
(α) Η διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων και ο τερματισμός του δράματος των οικογενειών τους συνιστά την ανθρωπιστική πτυχή του Κυπριακού Προβλήματος.
(β) Η προσπάθεια για «επίλυση των ζωτικών θεμάτων των αγνοουμένων και εγκλωβισμένων 'έχει και διεθνείς διαστάσεις', γι' αυτό και είναι επιβεβλημένο να περιληφθεί με το κύρος του ιδίου του Προέδρου της Δημοκρατίας».
Όλα τα πιο πάνω καταδεικνύουν ότι ο χειρισμός θεμάτων που σχετίζονται με τους αγνοουμένους συνιστά μέρος του Κυπριακού Προβλήματος. Αποτελούν, επομένως, διαχείριση πολιτικής εξουσίας ανεξάρτητα από το όργανο που λαμβάνει τη σχετική απόφαση και ασκεί τέτοια εξουσία. Καταδεικνύουν, επίσης, ότι έχει και διεθνείς διαστάσεις και σχετίζεται με ρύθμιση διεθνών σχέσεων. Αυτό βεβαιώνεται όχι μόνο από το προοίμιο του Νόμου 17(Ι)/93 αλλά και από το ενδιαφέρον και την εμπλοκή του Γενικού Γραμματέα του Ο.Η.Ε. (βλ. πιο πάνω). Όπως έχει ήδη λεχθεί πράξεις που ανάγονται στη διαχείριση πολιτικής εξουσίας εκφεύγουν του ακυρωτικού ελέγχου. Το ίδιο ισχύει και για πράξεις οι οποίες έχουν διεθνείς διαστάσεις και σχετίζονται με την ρύθμιση διεθνών σχέσεων (βλ. Σπηλιωτόπουλου, πιο πάνω).
Κρίνω, επομένως, ότι η προσβαλλόμενη με το Αιτητικό (1) πράξη αποτελεί Κυβερνητική πράξη. Εκφεύγει, επομένως, της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το ίδιο ισχύει και για τη θεραπεία που επιδιώκεται με το Αιτητικό (2) της Προσφυγής. Έχει νομολογηθεί (βλ. Cyprus Flour Mills v. Republic (1968) 3 C.L.R. 12) ότι μόνο παράλειψη λήψης απόφασης η οποία θα μπορούσε να είναι το αντικείμενο προσφυγής δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος υπόκειται σε αναθέωρηση. Στην παρούσα υπόθεση εφόσον η απόφαση, αντικείμενο του Αιτητικού (1), δεν υπόκειται σε αναθεώρηση για τους ίδιους λόγους δεν υπόκειται σε αναθεώρηση και η επίδικη παράλειψη.
Εν όψει του πιο πάνω συμπεράσματος μου θεωρώ αχρείαστη την εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων 2(α) (β) και (γ) σύμφωνα με τις οποίες:
(α) Στις 20.5.75 οι γονείς του Ανδρέα Σάββα ως εξαρτώμενοι του υπέβαλαν αίτηση για χορήγημα σύμφωνα με τις πρόνοιες των περί Εθνικής Φρουράς (Χορηγήματα εις Εξαρτωμένους Πεσόντων και εις Αναπήρους) Κανονισμών του 1966 δηλώνοντας στην αίτηση τους ότι είναι πεσών.
(β) Η Επιτροπή Χορηγημάτων εξέτασε το αίτημα τους στις 19.9.95 και απεφάσισε την καταβολή χορηγήματος στον πατέρα του πεσόντα σε περίπτωση δε θανάτου του στη μητέρα του.
(γ) Οι αιτητές αποδέκτηκαν ανεπιφύλακτα την καταβολή χορηγήματος πεσόντα στον πατέρα του Ανδρέα Σάββα και μετά το θάνατο του στη μητέρα του.
�
Σημειώνω με ικανοποίηση την καταβολή χορηγήματος στην οικογενεία του πεσόντος. Προσθέτω τα εξής:
Το θέμα της διερεύνησης της τύχης των αγνοουμένων συνιστά αναπόσπαστο μέρος του Κυπριακού προβλήματος. Αποτελεί την πιο τραγική πτυχή του. Η επίλυση του είναι συνδεδεμένη με τη λύση του Κυπριακού προβλήματος. Η επίτευξη προόδου στο θέμα των αγνοουμένων εξαρτάται από τη στάση της Τουρκικής πλευράς η οποία μέχρι σήμερα είναι αρνητική. Σε περίπτωση που η Τουρκική πλευρά θελήσει να συνεργαστεί θα ριχθεί φως όχι μόνο στις περιπτώσεις εκείνες των αγνοουμένων που τα ονόματα τους έχουν δοθεί στη Δ.Ε.Α. αλλά και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις. Όπως υποδεικνύεται και στην πιο πάνω ενημέρωση των αιτητών (βλ. πιο πάνω). «εντοπισμός και επιστροφή των λειψάνων, επιστημονική εξέταση και κανονική ταφή τους θα γίνει όταν επιτύχουν οι σχετικές προσπάθειες της Κυβέρνησης». Θεωρώ, λοιπόν, ότι η προσφυγή στη δικαιοσύνη δεν αποτελεί το πιο πρόσφορο μέσο για τη διαλεύκανση της τύχης των αγνοουμένων.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για τα έξοδα εν όψει της φύσεως της υπόθεσης.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.