ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 316/01
24 Μαρτίου
2003
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Αιτητές
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση
-----------------
Α.Σ. Αγγελίδης
για τους αιτητέςΜ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ΄ ων η
αίτηση.
Λ. Κληρίδης για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ημερομηνίας 25.1.01 με την οποία ο Αντώνιος Κ. Τύλληρος (το ενδιαφερόμενο πρόσωπο) προάχθηκε στη μόνιμη θέση Πρώτου Επιθεωρητή Λογαριασμών, στο Γενικό Λογιστήριο. Η προσφυγή ασκήθηκε από τέσσερις εκ των υποψηφίων αλλά, στην πορεία, οι δυο αναγνώρισαν πως σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να είχαν θεωρηθεί ως προσοντούχοι. Απέσυραν
, επομένως, το δικό τους αίτημα και η προσφυγή παραμένει για τους άλλους δυο (οι αιτητές) όπως στον τωρινό της τίτλο. Είχαν και οι αιτητές αποκλειστεί ως μη προσοντούχοι, οι ισχυρισμοί αφορούν στο σχέδιο υπηρεσίας και θα παραθέσω εξ αρχής τις ουσιώδεις πρόνοιές του."Α π α ι τ ο ύ μ ε ν α π ρ ο σ ο ν τ α:
Λογιστική, Οικονομικά, Εμπορικά και Διοίκηση Επιχειρήσεων.
(Σημ.: Ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυ- χιακό δίπλωμα ή τίτλο).
Σημ.: Ως υποψήφιοι μπορούν να ληφθούν υπόψη και υπάλληλοι που δεν κατέχουν τα στο (1) πιο πάνω απαιτούμενα προσόντα, νοουμένου, όμως, ότι κατέχουν τα υπόλοιπα προσόντα της θέσης και -
(α) Κατείχαν τη θέση Ανώτερου Επιθεωρητή Λογαριασμών κατά τη 19.6.1997˙
ή
(β) κατέχουν πανεπιστημιακά ή ισότιμα προσόντα με βάση τα οποία διορίστηκαν ή μπορούσαν να διοριστούν στην προηγούμενη θέση Λογιστικού Λειτουργού, 3ης Τάξης, σύμφωνα με την παράγραφο (1)(α) των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης αυτής (29.11.1984)
Η ΕΔΥ διαπίστωσε πως ενώ οι αιτητές κατείχαν το προσόν της τριετούς τουλάχιστον υπηρεσίας στη θέση Ανώτερου Επιθεωρητή Λογαριασμών, δεν κατείχαν το προσδιοριζόμενο πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν. Επίσης πως δεν κατείχαν τα πανεπιστημιακά ή ισότιμα προσόντα της παραγράφου (β) της Σημείωσης. Αυτά δεν αμφισβητούνται και το ζήτημα που εγείρεται αφορά στη λειτουργία της παραγράφου (α) της Σημείωσης. Οι αιτητές δεν κατείχαν τη θέση Ανώτερου Επιθεωρητή Λογαριασμών κατά τη 19.6.97 αλλά από την
1.9.97 και το θέμα που θέτουν αφορά, ακριβώς, στη νομιμότητα της παραγράφου (α) της Σημείωσης. Θεωρούν πως αυτή η πρόνοια είναι ultra vires και αντισυνταγματική. Αυτά, με τη βασική εισήγηση πως με την αυθαίρετη επιλογή της 19.6.97 φωτογραφικά αποκλείστηκαν για να ευνοηθεί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, όπως εισηγούνται, αδίκως, παραλόγως και κατά άνιση μεταχείριση.Τα μέρη αναφέρθηκαν, με παραπομπή στη σχετική νομολογία μας, στις παραμέτρους υπό τις οποίες κρίνεται η τήρηση ή παράβαση της αρχής της ισότητας αλλά και το κατά πόσο ορισμένη ρύθμιση εισάγεται στο πλαίσιο ή εκτός του πλαισίου εξουσιοδοτούντος νόμου. Περαιτέρω, στη δυνατότητα της διοίκησης για προσδιορισμό των προσόντων ορισμένης θέσης κατά συσχετισμό προς τις λειτουργικές ανάγκες. Και επειδή το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπέδειξε πως η ρίζα της συγκεκριμένης ρύθμισης βρίσκεται στον περί Προϋπολογισμού Νόμο του 1997 (Ν.40(ΙΙ)/97) ο οποίος, "κατ΄ εξαίρεση και με επιείκεια" όπως εκτιμούν, αναγνώρισε δυνατότητα προαγωγής στην επίδικη θέση όσων κατείχαν την αναφερθείσα κατά την ημέρα της έναρξης της ισχύος του, δηλαδή ακριβώς στις 19.6.97, προστέθηκαν νομικά σημεία κατά τα οποία αν εθεωρείτο ότι ο νόμος εκείνος δεν ήταν ορισμένης διάρκειας, χωρίς διαχρονική ρύθμιση, είναι αντισυνταγματικός.
Θεωρώ πως δεν δικαιολογείται η προσέγγιση της περίπτωσης κάτω από το πρίσμα τοποθετήσεων όπως οι πιο πάνω. Δεν διαδραμάτισε εδώ ρόλο η επίμαχη παράγραφος (α) της Σημείωσης. Ούτε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε την προηγούμενη θέση στις 19.6.97. Αντίθετα την κατείχε από την 1.
9.97, ακριβώς όπως και οι αιτητές. Κρίθηκε δε ως προσοντούχος επειδή εκτιμήθηκε ότι κατείχε το πανεπιστημιακό δίπλωμα που προσδιορίζεται στην παράγραφο (β) της Σημείωσης. Για να προσθέσει, μάλιστα, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πως αν κάποιος επηρεάστηκε δυσμενώς από την εισαγωγή της παραγράφου (α) της Σημείωσης αυτός ήταν ο ίδιος αφού ήδη είχαν προαχθεί όσοι κατείχαν την προηγούμενη θέση από τις 19.6.97, του ίδιου όντος προσοντούχου ενόψει του πανεπιστημιακού του διπλώματος.
Η κρίση πως ορισμένη ρύθμιση είναι ultra vires ή αντισυνταγματική οδηγεί στη μη εφαρμογή της στην περίπτωση. Δεν επάγεται δηλαδή αντικατάστασή της, κατά τρόπο θετικό, με άλλη διαφορετικού περιεχομένου, καθοριστικού άλλων δικαιωμάτων. Επομένως, τέτοια κρίση με τέτοιο αποτέλεσμα δεν θα βελτίωνε τις προοπτικές των αιτητών. Στην Dias United Publishing Co. Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 550, 556, 557 1 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ως ακολούθως:
«Ανακύπτει όμως άλλο θεμελιακό ερώτημα που άπτεται, και αυτό, της δικαιοδοσίας μας. Όπως επισημαίνει ο Π. Δαγτόγλου στο Δικονομικό Δίκαιο σελ. 98, παράγρ. 127 (βλ. και Ατομικά Δικαιώματα του ίδιου σελ. 1040) ο Δικαστής "δεν δικαιούται να διορθώνει τις οσοδήποτε αυθαίρετες παραλείψεις του νομοθέτη, νομοθετώντας αντ' αυτού...", ο δε
"έλεγχος της συνταγματικότητας πληροφορεί τον δικαστή, αν πρέπει να εφαρμόσει ή όχι την επίμαχη νομοθετική διάταξη στις περιπτώσεις που προβλέπει αυτή, δεν μπορεί όμως μέσω της αρχής της ισότητας, να μετατραπεί σε μέθοδο διευρύνσεως του πεδίου ισχύος του νόμου σε περιοχές άσχετες με τη βούληση του νομοθέτη ή και ρητώς επιφυλαγμένες από το Σύνταγμα στη νομοθετική εξουσία"................
Η κήρυξη νόμου ως αντισυνταγματικού στο πλαίσιο της άσκησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, επάγεται τη μη εφαρμογή του στην περίπτωση και, συνακολούθως, την ακύρωση της πράξης που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεών του. Δεν θα ήταν δυνατό δια της κρίσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός, να προστεθούν στο Νόμο πρόνοιες που δεν θέλησε ο Νομοθέτης. Το Ανώτατο Δικαστήριο αλλά και κάθε Δικαστήριο της Δημοκρατίας, έχει εξουσία προσαρμογής προς το Σύνταγμα μόνο των Νόμων που ίσχυαν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Συντάγματος (βλ. ΄Αρθρο 188 του Συντάγματος) και όχι Νόμων που θεσπίζονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, στο πλαίσιο πλέον του συστήματος της διάκρισης των εξουσιών που καθιερώνει το Σύνταγμα.
Συνεπώς, αφού δε θα ήταν δυνατό, και εφόσον κρινόταν ότι ο Νόμος ήταν αντισυνταγματικός, να επιτύχει η προσφυγή, δε δικαιολογείται να ασκήσουμε συνταγματικό έλεγχο. Τέτοιο εγχείρημα θα ήταν ακαδημαϊκό και δε θα ήταν εναρμονισμένο προς την πάγια νομολογία μας σύμφωνα με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ελέγχει την αντισυνταγματικότητα νόμου μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επίλυση του επίδικου θέματος.»
Αυτά ισχύουν ευθέως και σε σχέση με τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν στην παρούσα υπόθεση. Αναγνώρισαν και οι αιτητές, πως εφόσον κρινόταν ότι καλώς αποκλείστηκαν δεν απομένει άλλο θέμα για εξέταση και καταλήγω πως η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί. Σε τελική ανάλυση επειδή οι αιτητές δεν νομιμοποιούνται στη διεκδίκηση της θέσης και στην προσβολή της απόφασης για την πλήρωσή της. Η προσφυγή απορρίπτεται, αλλά χωρίς διαταγή για έξοδα.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
ΜΣι.C:\My Documents\2003\part3\316-01.doc