ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 4 ΑΑΔ 177

14 Φεβρουαρίου, 2002

[KΩNΣTANTINIΔHΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ ΠΕΤΡΙΔΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

1. ΟΓΚΟΛΟΓΙΚΟY ΚΕΝΤΡΟΥ ΤΡAΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

   ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ

   ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ, ΚΑΙ/Η ΤΟΥ

   ΕΚΑΣΤΟΤΕ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΩΣ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ ΚΑΙ

   ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗ ΤΩΝ ΕΤΗΣΙΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ

   ΔΑΠΑΝΩΝ ΤΟΥ ΟΓΚΟΛΟΓΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ

   ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ/Η ΩΣ ΑΣΚΟΥΝΤΟΣ

   ΕΠΟΠΤΕΙΑ Η/ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟ ΕΠ' ΑΥΤΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Προσφυγή Αρ. 521/2000)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Αρχή, όργανο ή πρόσωπο υπό την έννοια του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Δεν μπορεί να υπαχθεί στην έννοια αυτή ίδρυμα το οποίο έχει εγγραφεί δυνάμει του περί Αγαθοεργών Ιδρυμάτων Νόμου, Κεφ. 41, όπως το Ογκολογικό Κέντρο Τράπεζας Κύπρου ― Περιστάσεις και συνέπειες.

Η αιτήτρια επεδίωξε την ακύρωση του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους ως Γενικού Διευθυντή του Ογκολογικού Κέντρου της Τράπεζας Κύπρου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Το Κέντρο έχει εγγραφεί με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ως νομικό πρόσωπο δυνάμει των προνοιών του περί Αγαθοεργών Ιδρυμάτων Νόμου, Κεφ. 41. Έχει εκδοθεί το σχετικό πιστοποιητικό σύστασής του και στερούνται υπόβαθρου οι αμφισβητήσεις τις αιτήτριας ως προς την ύπαρξή του, ως τέτοιου. Εν πάση περιπτώσει είναι προς αυτό το νομικό πρόσωπο, όπως έχει συσταθεί, που απευθύνθηκε η αιτήτρια για διορισμό. Επομένως, επιδοκιμάζει και ταυτόχρονα αποδοκιμάζει όταν θέτει ερωτήματα αναφορικά με τη σύστασή του ή τη δυνατότητα σύστασής του. Ενέργεια ανεπίτρεπτη όπως έχει κατ' επανάληψη εξηγηθεί. Aυτό, πέρα από τη δυνατότητα συζήτησης και άλλων κωλυμάτων σε σχέση με τον έλεγχο της νομιμότητας της εγγραφής του Κέντρου, στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής.

Η σύσταση του Κέντρου ήταν σαφώς το αποτέλεσμα ιδιωτικών συμφωνιών οι οποίες και βρίσκονται στη ρίζα του. Η εγγραφή δε αγαθοεργού ιδρύματος, ως νομικού προσώπου δυνάμει του Κεφ. 41, απολήγει στη δημιουργία νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου. Το οποίο προκαλούν, δυνητικώς, οι εκάστοτε Επίτροποι του εμπιστεύματος οι οποίοι μπορεί να είναι οποιοιδήποτε, από την άποψη της ιδιότητάς τους. Το νομικό πρόσωπο που προκύπτει από την εφαρμογή του Κεφ. 41 δεν ασκεί δημόσια εξουσία ανεξάρτητα από το κατά πόσο συμμετέχει στο εμπίστευμα το Kράτος. Σε σχέση δε με καθοριζόμενα θέματα υπόκειται στην εξουσία και δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως προβλέπει το Άρθρο 13 του Κεφ. 41. Εξουσία και δικαιοδοσία, ας σημειωθεί, την οποία επανηλειμμένα άσκησε το Ανώτατο Δικαστήριο, όχι βεβαίως μέσα στο πλαίσιο του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί στα πλαίσια του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Petrou a.o. v. The New Cooperative Credit Society of Karpashia, 3 R.S.C.C. 58,

Premier Chemical Co Ltd v. Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου Λτδ  (1994) 4 Α.Α.Δ. 458,

Papacharalambous a.o. v. Nicosia Local Bar Association (1983) 3 C.L.R. 330,

Papacharalambous a.o. v. Bar Council (1983) 3 C.L.R. 342,

J.N. Christofides Trading Ltd v. Δήμου Λευκωσίας κ.ά. (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 1015,

Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1997) 3 Α.Α.Δ. 36,

Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1999) 3 Α.Α.Δ. 735,

Kyriakides v. The Council for Registration of Architects and Civil Engineers (No.1) (1965) 3 C.L.R. 151,

Ekklisia tou Theou tis Prophetias v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1050,

Καντούνας κ.ά. v. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 800,

Κάππας v. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 36,

Χριστοφόρου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 254,

Κυπριακή Δημοκρατία v. China Wanbao Engineering Corporation  (2000) 3 Α.Α.Δ. 406,

Mitsis Lemythou Commercial School v. Attorney-General of the Republic (1964) C.L.R. 1,

Orphanage and Training School, Demetrakis G. Dianellos v. Attorney-General of the Republic (1977) 1 C.L.R. 302,

Archbishop of Cyprus Chrysostomos a.o. v. Attorney-General of the Republic (1981) 1 C.L.R. 629,

Μαυρομμάτης v. Αγγλικής Σχολής κ.ά. (1999) 4 Α.Α.Δ. 802.

Προσφυγή.

Π. Πετρίδης, για την Αιτήτρια.

Π. Πολυβίου, για τους Καθ' ων η αίτηση 1.

Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση 2.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Το Ογκολογικό Κέντρο της Τράπεζας Κύπρου (το Κέντρο) προκήρυξε τη θέση του Γενικού Διευθυντή του. Αποτάθηκαν για διορισμό η αιτήτρια και άλλοι. Το Διοικητικό Συμβούλιο επέλεξε και διόρισε τον Αλέκο Σταμάτη. Η αιτήτρια ζητά την ακύρωση της απόφασης.

Οι καθ' ων η αίτηση εισηγούνται πως το Κέντρο, ως αγαθοεργό ίδρυμα που ενεγράφη δυνάμει του περί Αγαθοεργών Ιδρυμάτων Νόμου Κεφ. 41, αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και πως ελλείπει η στοιχειοδέστερη από τις προϋποθέσεις του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Δεν είναι αρχή, όργανο ή πρόσωπο που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία και, επομένως, η απόφασή του δεν υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο. Επισημαίνει επιπρόσθετα η Δημοκρατία πως ούτε εξέδωσε ούτε συμμετέσχε με οποιονδήποτε τρόπο στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.  Εισηγείται, επομένως ότι, ούτως ή άλλως, απαραδέκτως συνενώθηκε ως διάδικος.

Η αιτήτρια χαρακτηρίζει παράδοξη την εμφάνιση του Κέντρου ως αγαθοεργού ιδρύματος δυνάμει του Κεφ. 41. Θεωρεί πως ήταν ανεπίτρεπτη η εγγραφή του δυνάμει εκείνου του Νόμου. Εξηγεί πως η σημασία της δωρεάς του πατρικού Ιδρύματος της Τράπεζας Κύπρου που την τροχιοδρόμησε «περατώθηκε» με την αποδοχή της από το Κράτος και πως, από εκεί και πέρα, η προσφορά των ιατρικών υπηρεσιών στις οποίες απέβλεπε, ήταν υποχρέωση του Κράτους. Αμφισβητεί τη δυνατότητα εγγραφής ιδρύματος ως αγαθοεργού με την έννοια του Νόμου προς παροχή ιατρικών υπηρεσιών και, πάντως, μετά από αίτηση που θα προερχόταν από το ίδιο το Κράτος απευθυνόμενη προς τον εαυτό του.

Διαζευκτικώς, πάντα κατά την εισήγηση της αιτήτριας, το Κέντρο, ενόψει και του Άρθρου 122 του Συντάγματος είναι "δημόσιο όργανο" με την έννοια του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Επισημαίνει σ' αυτό το πλαίσιο τα ακόλουθα ως δικαιολογούντα αυτή την κατάταξη και συναφώς την άποψή της πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εκτελεστή διοικητική πράξη με την οποία ορθά συνδέθηκε και η Κυπριακή Δημοκρατία. Μεταξύ των Επιτρόπων ή των αντικαταστατών Επιτρόπων του Κέντρου περιλαμβάνονται, ως διορισθέντες από το Υπουργικό Συμβούλιο, ο Υφυπουργός παρά τω Προέδρω και Ανώτεροι Κρατικοί Λειτουργοί. Αυτοί διορίστηκαν υπό την ιδιότητά τους και, συνεπώς, στην εκπλήρωση του έργου τους ασκούν δημόσια εξουσία. Τα λειτουργικά έξοδα του Κέντρου βαρύνουν το Kράτος. Το ίδρυμα εκπροσωπείται στη Βουλή δια του Υπουργού Υγείας και ήδη, κατά τη συζήτηση της ίδρυσης και της λειτουργίας του Kέντρου στη Βουλή, εκφράστηκαν απόψεις σύμφωνα με τις οποίες αυτό θα πρέπει να τελεί υπό έλεγχο όπως κάθε οργανισμός δημόσιας ωφέλειας. Ο Υπουργός Υγείας υποβάλλει τον προϋπολογισμό του Κέντρου στο Υπουργικό Συμβούλιο. Το Κέντρο προσφέρει υπηρεσίες για τη διάγνωση και θεραπεία του καρκίνου και αφού δεν έχει εγγραφεί ως ιδιωτικό νοσοκομείο σύμφωνα με τον περί Ιδιωτικών Νοσοκομείων (Έλεγχος) Νόμο Κεφ. 255, πρέπει να θεωρείται κρατικό. Η υγεία αποτελεί κοινωνικό δικαίωμα των πολιτών και η ικανοποίησή του δεν είναι ζήτημα αγαθοεργίας αλλά βαρύνει το Κράτος. Οι ιατροί του Κέντρου, υπό προϋποθέσεις, μπορούν να ασκούν ιατρική και στα κρατικά νοσοκομεία.

Στις 29.7.91 η Τράπεζα Κύπρου Λτδ (ο Ιδρυτής) και αριθμός προσώπων (οι Επίτροποι) υπέγραψαν δήλωση καταπιστεύματος που κατατέθηκε ως καταπίστευμα αρ. 58 στο Ανώτατο Δικαστήριο. Στο προοίμιό του καταγράφεται η επιθυμία για ίδρυση "ανέκκλητου καταπιστεύματος" (Ιατρικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου) και, στο πολυσέλιδο κείμενο που ακολουθεί, επιμαρτυρείται: Η πληρωμή από τον Ιδρυτή στους Επιτρόπους του ποσού των τριών εκατομμυρίων λιρών το οποίο, μαζί με τους τόκους ή και άλλα εισοδήματα η περιουσία που ενδεχομένως θα προέκυπτε, θα αποτελούσε το κεφάλαιο του καταπιστεύματος προς επίτευξη καθορισθέντων σκοπών, ως αγαθοεργό ίδρυμα. Μεταξύ των οποίων και η δημιουργία ιατρικού κέντρου.

Στις 6.11.92 συνάφθηκε σύμβαση μεταξύ του Ιατρικού Ιδρύματος Τράπεζας Κύπρου και της Δημοκρατίας, δυνάμει της οποίας: Το ίδρυμα θα διέθετε ως δωρεά το ποσό των τριών εκατομμυρίων λιρών πλέον τους ανάλογους τόκους για τη δημιουργία ογκολογικού κέντρου που θα παρείχε διαγνωστικές και θεραπευτικές υπηρεσίες στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Σε αντάλλαγμα η Δημοκρατία θα παραχωρούσε δωρεάν χώρο της εγκρίσεως του Iδρύματος για την ανέγερση κτιρίων που θα στέγαζαν το Κέντρο και θα κάλυπτε τις ετήσιες λειτουργικές του δαπάνες στο διηνεκές με ετησίως καθοριζόμενη χορηγία στον κρατικό προϋπολογισμό. Πριν τη συμπλήρωση του Κέντρου οι συμβαλλόμενοι θα ίδρυαν από κοινού αγαθοεργό ίδρυμα που θα εγγραφόταν δυνάμει του Κεφ. 41, υπό την επωνυμία Ογκολογικό Κέντρο Τράπεζας Κύπρου, με προσωπικότητα ανεξάρτητη των συμβαλλομένων ιδρυτών του. Στο Κέντρο θα απέληγαν οι δωρεές, στην περίπτωση του χώρου με μακροχρόνια ενοικίαση τουλάχιστον 99 ετών. Το κέντρο, μεταξύ άλλων, θα είχε πλήρη εξουσία κατά την απόλυτη κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου του να αποφασίζει την οργανική του διάρθρωση και να προσλαμβάνει προσωπικό.

Καθορίστηκε ο χώρος (βλ. και συμφωνία ημερομηνίας 21.1.94) και προς περαιτέρω διευκρίνηση ο Υπουργός Υγείας συμφώνησε με το περιεχόμενο επιστολής του Προέδρου του Ιατρικού Ιδρύματος Τράπεζας Κύπρου ημερομηνίας 28.12.94. Εκεί που οι υπηρεσίες στον τομέα της ογκολογίας θα προσφέρονταν από το κέντρο, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα πρόσφερε τις ίδιες υπηρεσίες.  Και εφόσον αυτό θα επαγόταν κατάργηση Κυβερνητικών Υπηρεσιών, η Δημοκρατία θα είχε "το δικαίωμα να προσφέρει τις σημερινές υφιστάμενες και επηρεαζόμενες υπηρεσίες προσωπικού στο Ογκολογικό Κέντρο, ως μέρος της ετήσιας χορηγίας", σε σχέση με την οποία θα διαβουλεύονταν η Επιτροπή του κέντρου με τους Υπουργούς Υγείας και Οικονομικών. Ο δε Υπουργός Υγείας θα παρουσίαζε το θέμα της στο Υπουργικό Συμβούλιο.

Στις 3.1.95 υπεγράφη "δήλωση καταπιστεύματος" μεταξύ, από την μια πλευρά του Iατρικού Ιδρύματος Τράπεζας Κύπρου και της Κυπριακής Δημοκρατίας ως των δωρητών και από την άλλη πλευρά των Επιτρόπων. Αυτή παραπέμπει στα ως τότε διατρέξαντα τα οποία, αφού επιβεβαιώνει, μαρτυρεί: "Το καταπίστευμα υπό την αναφερθείσα επωνυμία και τους καταγραφόμενους σκοπούς, με προεξάρχοντα τη διάγνωση και θεραπεία του καρκίνου προς όφελος όλων των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας". Τον τρόπο διοίκησής του από τρεις Επιτρόπους που θα διορίζει το Iατρικό Ίδρυμα της Τράπεζας Κύπρου, τρεις Επιτρόπους που θα διορίζει η Κυπριακή Δημοκρατία και Πρόεδρο που οι δυο δωρητές θα διορίζουν από κοινού. Ακολούθησε η εγγραφή από το Υπουργικό Συμβούλιο, δυνάμει του Κεφ. 41, του Ογκολογικού Κέντρου Τράπεζας Κύπρου ως αγαθοεργού ιδρύματος (βλ. Κ.Δ.Π. 274/97 ημερομηνίας 20.8.97).

Το κρίσιμο ζήτημα αφορά στο κατά πόσο το Κέντρο αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Εφόσον είναι ιδιωτικού δικαίου δεν θα έχουμε αρχή, όργανο ή πρόσωπο με την έννοια του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Και οι πράξεις τους δεν θα υπόκεινται σε αναθεωρητικό έλεγχο δυνάμει του Άρθρου αυτού.  Όπως στις Petrou a.o. v. The New Co-operative Credit Society of Karpashia 3 R.S.C.C. 58 και Premier Chemical Co Ltd v. Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1994) 4 Α.Α.Δ. 458 σε σχέση με τις συνεργατικές πιστωτικές εταιρείες και τη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ. Αλλά και στην Papacharalambous a.o. v. Nicosia Local Bar Association (1983) 3 C.L.R. 330 σε σχέση με το Δικηγορικό Σύλλογο Λευκωσίας και Papacharalambous a.o. v. Bar Council (1983) 3 C.L.R. 342 σε σχέση με τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο. Και περαιτέρω στην J.N. Christofides Trading Ltd v. Δήμου Λευκωσίας κ.ά. (1989) 3(B) Α.Α.Δ. 1015 σε σχέση με την Ένωση Δήμων Κύπρου. Σε τέτοια περίπτωση η μορφή και η έκταση της συμμετοχής του Κράτους δεν θα αλλοιώνει τη φύση της δράσης του ως fiscus.

Είναι ευθέως σχετική σ' αυτό το πλαίσιο η Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1997) 3 Α.Α.Δ. 36. Ψηφίστηκε νόμος που περιλάμβανε ρυθμίσεις και περιορισμούς σε σχέση με την πρόσληψη και τους όρους απασχόλησης προσωπικού από εταιρείες που χαρακτηρίζονταν, ως εκ της συμμετοχής του Κράτους σ' αυτές ή των εγγυήσεων των κεφαλαίων τους από το Κράτος, ως "δημόσιες". Αυτές, όμως, είχαν εγγραφεί ως εταιρείες ιδιωτικού δικαίου δυνάμει του Κεφ. 113, ήταν νομικά πρόσωπα διακριτά από τους μετόχους τους και δεν καλύπτονταν από τον ορισμό της "δημόσιας υπηρεσίας" στο Άρθρο 122 του Συντάγματος. Συστάθηκαν στο πλαίσιο της ευχέρειας του Κράτους να ενεργεί στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου (fiscus) και είχαν την ελευθερία του "συμβάλλεσθαι" όπως την κατοχυρώνει το Άρθρο 26.1 του Συντάγματος. Επειδή δε ο Νόμος που ψηφίστηκε επέβαλλε ανεπίτρεπτους περιορισμούς σ' αυτή την ελευθερία, κρίθηκε αντισυνταγματικός στο σύνολό του. Ομοίως στην Αναφορά Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1999) 3 Α.Α.Δ. 735. Εκεί ο Νόμος που ψηφίστηκε είχε τον τίτλο "Ο Περί Προσφορών σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και σε Εταιρείες του  Δημοσίου Νόμος του 1999". Ως εταιρείες καθορίζονταν οι «κυβερνητικές εταιρείες» με αναφορά στη συμμετοχή της Δημοκρατίας σ' αυτές ή στην εγγύηση των κεφαλαίων τους από τη Δημοκρατία ή στην εποπτεία της διοίκησής τους από τη Δημοκρατία ή, τελικά, στο δικαίωμα της Δημοκρατίας να διορίζει την πλειονότητα των μελών του Διοικητικού τους Συμβουλίου. Τίποτε από αυτά δεν κρίθηκε ικανό να αποχαρακτηρίσει αυτές τις εταιρείες ως ιδιωτικού δικαίου αφού είχαν συσταθεί και λειτουργούσαν δυνάμει του Κεφ. 113. Επομένως, και σ' αυτή την περίπτωση, με το ίδιο σκεπτικό, οι ρυθμίσεις και οι περιορισμοί σε σχέση με τη σύναψη συμβάσεων, κρίθηκαν ως αντίθετοι προς το Άρθρο 26.1 του Συντάγματος.

Το Κέντρο έχει εγγραφεί με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ως νομικό πρόσωπο δυνάμει των προνοιών του περί Αγαθοεργών Ιδρυμάτων Νόμου, Κεφ. 41. Έχει εκδοθεί το σχετικό πιστοποιητικό σύστασής του και στερούνται υπόβαθρου οι αμφισβητήσεις τις αιτήτριας ως προς την ύπαρξή του, ως τέτοιου. Εν πάση περιπτώσει είναι προς αυτό το νομικό πρόσωπο, όπως έχει συσταθεί, που απευθύνθηκε η αιτήτρια για διορισμό. Επομένως, επιδοκιμάζει και ταυτόχρονα αποδοκιμάζει όταν θέτει ερωτήματα αναφορικά με τη σύστασή του ή τη δυνατότητα σύστασής του. Ενέργεια ανεπίτρεπτη όπως έχει κατ' επανάληψη εξηγηθεί. Είναι ιδιαιτέρως σχετικές οι υποθέσεις Kyriakides v. The Council for Registration of Architects and Civil Engineers (No. 1) (1965) 3 C.L.R. 151, Ekklisia tou Theou tis Prophetias v. Republic (1988) 3(Β) C.L.R. 1050, Kαντούνας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 800, Κάππας ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 36, Χριστοφόρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 254, Κυπριακή Δημοκρατία ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 406. Aυτό, πέρα από τη δυνατότητα συζήτησης και άλλων κωλυμάτων σε σχέση με τον έλεγχο της νομιμότητας της εγγραφής του Κέντρου, στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής.

Η σύσταση του Κέντρου ήταν σαφώς το αποτέλεσμα ιδιωτικών συμφωνιών οι οποίες και βρίσκονται στη ρίζα του. Η εγγραφή δε αγαθοεργού ιδρύματος, ως νομικού προσώπου δυνάμει του Κεφ. 41, απολήγει στη δημιουργία νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου. Το οποίο προκαλούν, δυνητικώς, οι εκάστοτε Επίτροποι του εμπιστεύματος οι οποίοι μπορεί να είναι οποιοιδήποτε, από την άποψη της ιδιότητάς τους. Το νομικό πρόσωπο που προκύπτει από την εφαρμογή του Κεφ. 41 δεν ασκεί δημόσια εξουσία ανεξάρτητα από το κατά πόσο συμμετέχει στο εμπίστευμα το Kράτος.  Σε σχέση δε με καθοριζόμενα θέματα υπόκειται στην εξουσία και δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως προβλέπει το άρθρο 13 του Κεφ. 41. Εξουσία και δικαιοδοσία, ας σημειωθεί, την οποία επανηλειμμένα άσκησε το Ανώτατο Δικαστήριο, όχι βεβαίως μέσα στο πλαίσιο του Άρθρου 146 του Συντάγματος. (Βλ. μεταξύ άλλων Μitsis Lemythou Commercial School v. Attorney-General of the Republic (1964) C.L.R. 1, Orphanage and Training School, Demetrakis G. Dianellos v. Attorney-General of the Republic (1977) 1 C.L.R. 302, Archbishop of Cyprus Chrysostomos a.o. v. Attorney-General of the Republic (1981) 1 C.L.R. 629. Παρεμβάλλω πως η υπόθεση Μαυρομμάτης ν. Αγγλικής Σχολής κ.ά. (1999) 4 Α.Α.Δ. 802 την οποία επικαλέστηκε η αιτήτρια, διακρίνεται. Εκεί θεσπίστηκε ειδικός νόμος (Κεφ. 167) και ολόκληρη η κινητή και ακίνητη περιουσία της Σχολής ανήκε στο Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο είχε και την υποχρέωση συνέχισης της λειτουργίας της αλλά και την εξουσία να αποφασίζει τη διάλυσή της.

Σε συμφωνία με την εισήγηση των καθ' ων η αίτηση, καταλήγω πως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί στα πλαίσια του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Έπεται πως δεν δικαιολογείται να επεκταθώ στους ισχυρισμούς ουσίας σε σχέση με το διορισμό του ενδιαφερόμενου προσώπου. Ούτε και στο δευτερεύον ζήτημα της συνένωσης του Υπουργικού Συμβουλίου ως διαδίκου, το υποβληθέν υπόβαθρο της οποίας, εν πάση περιπτώσει, ουσιαστικά εξαντλείται σε όσα κατά την εισήγηση της αιτήτριας εμφανίζουν το Κέντρο ως φορέα δημόσιας εξουσίας. Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο