ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣ Η ΑΡ. 527/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΡΑΜΒΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Πέτρου Πέτρου, από τη Λεμεσό,
Αιτητή ,
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
(α) Υπουργού Αμυνας,
(β) Διοικητή Εθνικής Φρουράς,
(γ) Υπουργικού Συμβουλίου,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
31 Οκτωβρίου, 2002
.Για τον αιτητή: κ. Α. Ευτυχίου.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Γ. Γιωργαλλής.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής, ανήκει στη Στρατολογική Κλάση 1984. Τον Ιούλιο του 1985 κατατάγηκε στην Εθνική Φρουρά για εκπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας. Απολύθηκε κανονικά το Σεπτέμβριο του 1987.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 15 των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων του 1964 έως 2000, όσοι εκπλήρωσαν τη θητεία τους ανήκουν στην εφεδρεία. Ο αιτητής, τοποθετήθηκε ως έφεδρος στο 286 ΜΤΠ (Μηχανοκίνητο Τάγμα Πεζικού) και μετά στο ΛΑΑ/ΕΛΔΥΚ. Κατά διάφορα χρονικά διαστήματα εκαλείτο να παρουσιάζεται στη Μονάδα του για άσκηση επιστράτευσης. Όταν παρέλειψε να παρουσιαστεί σε ασκήσεις που είχε κληθεί, ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη. Στις 14.4.1990 καταδικάστηκε από το Στρατιωτικό Δικαστήριο σε φυλάκιση έξι (6) εβδομάδων για ανυποταξία και στις 11.10.1999 σε πρόστιμο £1.000 για το ίδιο αδίκημα.
Ο αιτητής με επιστολή του ημερ. 13.5.94 προς τον Υπουργό Άμυνας, ανέφερε ότι είναι μέλος της Ελεύθερης Χριστιανικής Εκκλησίας από το 1983 και γι΄ αυτό, ως αντιρρησίας συνειδήσεως δεν παρουσιάζεται προς εκτέλεση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων στην εφεδρεία της Εθνικής Φρουράς. Ζήτησε επίσης να του αναγνωριστεί αυτή η ιδιότητά βάσει των σχετικών διατάξεων των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων.
Σημειώνεται ότι το θέμα που άπτεται των στρατιωτικών υποχρεώσεων των αντιρρησιών συνειδήσεως, ρυθμίστηκε νομοθετικά με το Νόμο αρ. 2/92 (τροποποιητικό) των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων.
Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ αιτητή και Υπουργείου Αμυνας η οποία καταλήγει με την πιο κάτω επιστολή του Υπουργείου ημερομηνίας 3.1.2000 προς τον αιτητή:
«Εχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας προς το Υπουργείο Αμυνας με ημερομηνία 18.10.1999 και να σας πληροφορήσω ότι σύμφωνα με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου που λήφθηκε δυνάμει του άρθρου 11(3) του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου χορηγείται αναστολή κατάταξης σε όλους τους αντιρρησίες συνειδήσεως που υποβάλλουν αίτηση για υπαλλακτική υπηρεσία. Η αναστολή αυτή χορηγείται μέχρι τη ρύθμιση των λεπτομερειών που αφορούν την υπαλλακτική υπηρεσία την οποία αιτούνται οι ενδιαφερόμενοι ως αντιρρησίες συνειδήσεως. Ο χαρακτηρισμός του αντιρρησία συνειδήσεως τους αποδίδεται μετά από εξέταση της σχετικής αιτήσεως τους από αρμόδια επιτροπή η οποία ορίζεται από τον Υπουργό Αμυνας σύμφωνα με το άρθρο 5(Α) του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου.
2. Οι πρόνοιες του άρθρου 5Α του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου στο οποίο αναφέρεστε, κατ΄ αναλογία, δεν μπορούν να εφαρμοστούν στη δική σας περίπτωση γιατί έχετε ήδη εκπληρώσει κανονικά τις στρατιωτικές σας υποχρεώσεις. Ως εκ τούτου η περίπτωση σας δεν εμπίπτει ούτε στις πρόνοιες του άρθρου 11(3) του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου και θα πρέπει να συνεχίσετε την εκπλήρωση των στρατιωτικών σας υποχρεώσεων στις τάξεις της εφεδρείας της Εθνικής Φρουράς.
3. Θα ήθελα επίσης να σας πληροφορήσω ότι το Υπουργείο Αμυνας μελετά και καταβάλλει προσπάθεια για τη διευθέτηση και των περιπτώσεων των εφέδρων που είναι αντιρρησίες συνειδήσεως και στο παρόν στάδιο δεν καλύπτονται από τη σχετική νομοθεσία.»
Ο αιτητής, απέστειλε ακόμα δύο επιστολές προς το Υπουργείο Άμυνας για το ίδιο θέμα. Ωστόσο, η θέση του Υπουργείου παρέμεινε αμετάβλητη. Στις 15.2.2000 επιδόθηκε στον αιτητή Φύλλο Ατομικής Πρόσκλησης (ΦΑΠ) με το οποίο εκαλείτο να παρουσιαστεί στη Μονάδα του στις 21.3.2000 και να εκτελέσει ένοπλη υπηρεσία ως έφεδρος. Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι το εν λόγω Φύλλο Ατομικής Πρόσκλησης.
Με την προσφυγή ζητείται η πιο κάτω θεραπεία:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση με την οποία απεφάσισαν να καλέσουν τον Αιτητή να παρουσιαστεί ως έφεδρος για εκτέλεση ένοπλης υπηρεσίας στην Εθνική Φρουρά αντί εκτέλεσης άοπλης υπηρεσίας ως αντιρρησίας συνείδησης όπως κοινοποιήθηκε σ΄ αυτόν με την επίδοση Φύλλου Ατομικής Πρόσκλησης στις 15/2/2000, αντίγραφο του οποίου επισυνάπτεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ -Δ- στην παρούσα προσφυγή του, είναι άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα.»
Οι καθ΄ ων η αίτηση, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη πράξη στερείται εκτελεστότητας. Είναι η θέση τους ότι το αίτημα του αιτητή να θεωρηθεί ως αντιρρησίας συνειδήσεως είχε απορριφθεί από τη διοίκηση γεγονός το οποίο, γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή του Υπουργείου ημερ. 3.1.2000. Το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής, δημιούργησε όλες τις έννομες συνέπειες στο πρόσωπο του αιτητή και συνεπώς ήταν αυτή που έπρεπε να είχε προσβληθεί ως συνιστώσα τη μόνη εκτελεστή πράξη και/ή απόφαση της διοίκησης.
Οι καθ΄ ων η αίτηση, με αναφορά στη νομολογία Florides v. Republic (1979) 3 CLR 37 και Marinos Pieri v. Republic (1978) 3 CLR 356, ισχυρίζονται περαιτέρω ότι το Φύλλο Ατομικής Πρόσκλησης (ΦΑΠ) αποτελεί πράξη εκτέλεσης προηγούμενης απόφασης ήτοι, της απόφασης που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με την οποία καθιερώθηκε ο θεσμός της υπηρεσίας εφέδρων μετά την απόλυσή τους από την Εθνική Φρουρά
.Οι καθ΄ων η αίτηση επισημαίνουν πως ο αιτητής δεν ακολούθησε ούτε και εξάντλησε τα διαβήματα τα προβλεπόμενα από το νόμο για να του αναγνωριστεί η ιδιότητα του αντιρρησία συνείδησης. Ακόμα και στην περίπτωση που θα ήθελε θεωρηθεί ότι η επιστολή ημερ. 3.1.2000 δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, ο αιτητής όφειλε να ακολουθήσει τη διαδικασία που προνοείται στο άρθρο 5Α(3) του νόμου που αφορά τους αντιρρησίες συνειδήσεως και εφαρμόζεται κατ΄ αναλογία και στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (5) του ιδίου άρθρου δηλαδή, να υποβάλει αίτηση στον αρμόδιο Υπουργό Άμυνας για να του αποδοθεί η ιδιότητα του αντιρρησία συνείδησης.
Τέλος, υποστηρίζουν πως και αν ακόμα η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρωθεί, η απόφαση που περιέχεται στην επιστολή της 3.1.2000 παραμένει έγκυρη εφόσον ποτέ δεν έχει προσβληθεί.
Ο αιτητής αντιπαραθέτει στα όσα οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν, ότι κατά πάντα ουσιώδη χρόνο βρισκόταν στην εφεδρεία, ύστερα από κανονική εκτέλεση την υποχρεωτικής του θητείας στην Εθνική Φρουρά. Η διαδικασία κλήσης εφέδρων ενεργείται με βάση το άρθρο 16 του νόμου κατόπιν απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ο δε αρμόδιος για τον καθορισμό των λεπτομερειών της κλήσης είναι ο Υπουργός Άμυνας. Η απόφαση για αναγνώριση της ιδιότητάς κάποιου ως αντιρρησία συνείδησης και συνακόλουθα η εκτέλεση υπαλλακτικής υπηρεσίας αντί ένοπλης, ανήκει επίσης στον Υπουργό Άμυνας. Στην προκείμενη περίπτωση, η επιστολή ημερ. 3.1.2000 στάληκε εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας. Η εν λόγω επιστολή δεν περιέχει εκτελεστή διοικητική απόφαση εκδοθείσα από το κατά το νόμο αρμόδιο όργανο και καθώς διατείνεται ο αιτητής, πρόκειται για πράξη πληροφοριακού περιεχομένου με την οποία, λειτουργός του Υπουργείου, επεξηγεί τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να κηρυχθεί
ως αντιρρησίας συνείδησης.Από πλευράς αιτητή προβάλλεται ακόμα ο ισχυρισμός ότι το Φύλλο Ατομικής Πρόσκλησης (Φ.Α.Π.) ημερομηνίας 21.9.1999, συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη που εκδόθηκε ύστερα από την υποβολή του αιτήματός του δυνάμει των άρθρων 5Α, 15 και 16 των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων και με τη σύμπραξη του Υπουργικού Συμβουλίου και του Υπουργού Άμυνας. Υποστηρίζει εν προκειμένω ο αιτητής ότι το περιεχόμενο του Φύλλου Ατομικής Πρόσκλησης περιέχει απόφαση της διοίκησης για εκτέλεση υπηρεσίας στην εφεδρεία που λήφθηκε μετά την υποβολή του αιτήματός του για να κηρυχθεί αντιρρησίας συνείδησης.
Αναφορικά με την εισήγηση των καθ΄ ων η αίτηση ότι όφειλε να υποβάλει αίτηση με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 5Α(3)(5) για να αναγνωριστεί ως αντιρρησίας συνείδησης, ο αιτητής απαντά πως κατά το χρόνο που τέθηκε σε εφαρμογή (1992) η εν λόγω διάταξη, αυτός, βρισκόταν ήδη στην εφεδρεία. Οταν εκτελούσε την υποχρεωτική του θητεία (1985-1987) δεν είχε εκ του νόμου τη δυνατότητα υποβολής τέτοιας αίτησης. Αλλωστε, δεν προβλέπεται ούτε ειδικός τύπος αίτησης ούτε συγκεκριμένη διαδικασία υποβολής ενός τέτοιου αιτήματος για ένα έφεδρο. Πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί ότι το αίτημα υποβλήθηκε δεόντως και επαρκώς και ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση (Φύλλο Ατομικής Πρόσκλησης), συνάγεται ότι οι καθ΄ ων η αίτηση απέρριψαν το εν λόγω αίτημα συμπερασματικά.
Το ζήτημα προς εξέταση είναι κατά πόσο το Φύλλο Ατομικής Πρόσκλησης (ΦΑΠ) αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. (Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 AAΔ 26. Βλ. επίσης Α. Ζάχου, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 4η έκδοση, 1993, σελ. 356
).Σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκτελεστές πράξεις είναι εκείνες με τις οποίες εκφράζεται βούληση διοικητικού οργάνου που αποσκοπεί στην παραγωγή εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικουμένων και συνεπάγεται την άμεση εκτέλεση της διά της διοικητικής οδού. Το κύριο χαρακτηριστικό της εκτελεστής διοικητικής πράξης είναι η άμεση παραγωγή έννομου αποτελέσματος, συνιστάμενου στη δημιουργία, τροποποίηση ή κατάλυση νομικής κατάστασης, ήτοι δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρα στους διοικουμένους. (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 236-237
).Η επιστολή ημερ. 3.1.2000 με την οποία οι καθ΄ ων η αίτηση πληροφορούν τον αιτητή για τις πρόνοιες του Νόμου και διαπιστώνουν ότι η περίπτωσή του δεν εμπίπτει στα άρθρα 5Α και 11(3) του Νόμου, έχει χαρακτήρα διαπιστωτικό και πληροφοριακό.
Πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα όπως για παράδειγμα πράξη που πληροφορεί τον αιτητή για μια κατάσταση πραγμάτων ή για τις πρόνοιες ενός νόμου ή πράξη στην οποία εκφράζεται η πρόθεση και όχι η βούληση της Διοίκησης στερείται εκτελεστότητας (Εκδ. Οίκος Δίας ν. Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ΑΕ 3026, ημερ. 27.6.02, Γεναγρίτη ν. Υπουργικού Συμβουλίου, ΑΕ 2856, ημερ. 15.11.01
).Στην επιστολή ημερ. 3.1.2000, εκτίθενται μόνο οι πρόνοιες του Νόμου βάσει των οποίων το αίτημα του αιτητή για εκτέλεση υπηρεσίας ως αντιρρησίας συνείδησης δεν βρίσκει έρεισμα. Το ζήτημα δεν εξαρτάτο από τη βούληση του Υπ. Αμυνας αφού δεν υπήρχε εκ του Νόμου περιθώριο για άσκηση διακριτικής ευχέρειας ως προς το αίτημα του αιτητή. Στην εν λόγω επιστολή διατυπώνεται η θέση του Υπ. Αμυνας όπως απορρέει από την εφαρμογή και σαφή ερμηνεία του Νόμου χωρίς να εκφράζεται η βούληση που να παράγει οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα για τον αιτητή. Ο αιτητής διά της επιστολής πληροφορείται
απλά για την υφιστάμενη εκ του νόμου υποχρέωσή του να υπηρετήσει κανονικά ως έφεδρος.Εξάλλου, είναι σημαντικό ότι εξ αρχής εστερείτο ο αιτητής της δυνατότητας να χαρακτηρισθεί ως αντιρρησίας συνείδησης λόγω των σαφών διατάξεων του Νόμου και ενδεχόμενο δικαίωμα που θα συναρτάτο προς την ιδιότητά αυτή, δεν θα μπορούσε να επηρεαστεί ή να αναγνωριστεί μέσω της απάντησης της Διοίκησης. Συνεπώς, η επιστολή ημερ. 3.1.2000 μπορεί να θεωρηθεί ως επεξηγηματική των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται για την αναγνώριση της ιδιότητας του αντιρρησία συνείδησης, χωρίς να εμπεριέχει οποιαδήποτε αρνητική απάντηση της Διοίκησης, παράγωγης νέας υποχρέωσης για τον αιτητή.
Ο αιτητής στρέφεται εναντίον του ΦΑΠ που του επιδόθηκε στις 15.2.2000 ως μέσο κοινοποίησης της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση να παρουσιαστεί ως έφεδρος για εκτέλεση ένοπλης υπηρεσίας στην Εθνική Φρουρά αντί εκτέλεσης άοπλης υπηρεσίας.
Οι προϋποθέσεις για το χαρακτηρισμό ενός στρατεύσιμου ως αντιρρησία συνείδησης καθορίζονται ρητά από τις διατάξεις του 5Α(2)(α) και 5Α(3) του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου. Ο αιτητής δεν υπέβαλε, ούτε θα μπορούσε εκ των πραγμάτων να υποβάλει αίτηση εντός της προβλεπόμενης από το Νόμο προθεσμίας των 30 ημερών πριν από την ημερομηνία κατάταξης του και συνεπώς δεν υπάγεται στις κατηγορίες στρατευσίμων που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως αντιρρησίες συνείδησης, αφού έχει ήδη εκπληρώσει τη θητεία του.
Ο Νόμος δεν περιέχει οποιαδήποτε πρόνοια αναφορικά με στρατεύσιμους, οι οποίοι επιδιώκουν την αναγνώριση τους ως αντιρρησίες συνείδησης στο στάδιο κατά το οποίο εκτελούν υπηρεσία εφεδρείας. Ο αιτητής λανθασμένα συνέδεσε το Φύλλο Ατομικής Πρόσκλησης ως περιέχον απάντηση προηγηθέντος αιτήματός που είχε υποβάλει στις 18.10.99 για να εκτελέσει άοπλη υπηρεσία ως αντιρρησίας συνείδησης. Ο
αιτητής δεν μπορεί να αναγνωρισθεί νομίμως ως αντιρρησίας συνείδησης χωρίς να είχε προηγηθεί τέτοια αναγνώριση κατ΄ εφαρμογή των προνοιών του Νόμου. Ακολουθεί πως κανένα δικαίωμα δεν έχει δημιουργηθεί από το χαρακτηρισμό που ο αιτητής προβάλλει και θεωρεί ότι αποτελεί το νομιμοποιητικό έρεισμα προς απόδειξη εννόμου συμφέροντος.Σύμφωνα με το άρθρο 5Α(2)(α) του Νόμου:
«(α) 'αντιρρησίας συνειδήσεως' σημαίνει στρατεύσιμο που εναντιούται για λόγους συνειδήσεως στην εκτέλεση ένοπλης στρατιωτικής υπηρεσίας και στον οποίο έχει αναγνωριστεί η ιδιότητα αυτή με απόφαση του Υπουργού
. »
Το ίδιο το άρθρο του Νόμου αναφέρει ρητά ότι το αρμόδιο όργανο προς έκδοση σχετικής απόφασης για τον χαρακτηρισμό ενός ατόμου ως αντιρρησία συνείδησης, είναι ο Υπουργός Αμυνας.
Καμία τέτοια πράξη δεν προσβάλλεται διά του αιτητικού της προσφυγής. Αντίθετα, η προσφυγή στρέφεται εναντίον του ΦΑΠ το οποίο όμως δεν περιέχει απάντηση αρμοδίου οργάνου στο αίτημα του αιτητή για εκτέλεση άοπλης υπηρεσίας ως αντιρρησίας συνείδησης.
Καταλήγω ότι απαραδέκτως προσβάλλεται το Φύλλο Ατομικής Πρόσκλησης αφού καμιά αιτιώδης σχέση δεν υφίσταται μεταξύ του επιδιωκόμενου με το αιτητικό λόγου ακύρωσης και της προσβαλλόμενης με αυτό πράξης. Βλ. Απόφαση αρ. 3762/73 του Συμβουλίου της Επικρατείας
.Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Α. Κραμβής, Δ.
ΣΦ.