ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ.1501/00
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Χρ.ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΔΑναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ:
Πέτρος Μαρκίτσης, από την Πάφο
FONT>ατητής
- και -
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω του
Υπουργού Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλοντος
καθ΄ου η αίτηση
------------------------
5.7.2002
Για τον αιτητή: κ.Αρ.Γεωργίου
Για τον καθ΄ου η αίτηση: κ.Γ.Γιωργαλλής για Γεν.Εισαγγελέα
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για να του δοθεί επαγγελματική άδεια αλιείας για το έτος 2000, η οποία όμως απορρίφθηκε από το Διευθυντή Τμήματος Αλιείας. ΄Ασκησε ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Γεωργίας και Φυσικών Πόρων, σύμφωνα με το άρθρο 6(2)(ιβ) του περί Αλιείας Νόμου, Κεφ.135 όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, και ειδικά για την πρόνοια της ιεραρχικής προσφυγής με τους Ν.170/90 και Ν.22(1)/94.
Νομικό πλαίσιο της υπόθεσης είναι οι πρόνοιες του Νόμου αναφορικά με την έκδοση αδειών αλιείας, και ειδικότερα το άρθρο 6 που εξουσιοδοτεί τη θέσπιση κανονισμών. Μας ενδιαφέρει η παράγραφος (f) του εδαφίου 2 του άρθρου 6, με την οποία δίδεται εξουσία στο Λειτουργό Αλιείας να περιορίζει με κανονισμό τον αριθμό των αδειών αλιείας που εκδίδονται κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε έτους και την επιλογή των αιτητών στους οποίους θα παραχωρηθούν, όταν ο αριθμός των αιτήσεων υπερβαίνει τον αριθμό των αδειών που καθορίζεται στον Κανονισμό. Σύμφωνα με την πιο πάνω πρόνοια του Νόμου θεσπίστηκαν οι περί Αλιείας Κανονισμοί του 1990. Ο Κανονισμός 6(2)(γ) προβλέπει πως οι άδειες δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις 500 αναφορικά με οποιαδήποτε σκάφη που αλιεύουν με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, (διαφορετικό από τις τράτες και τα σκάφη αλιείας ξιφία για τα οποία οι παράγρ.α και β του κανονισμού προβλέπουν 12 και 60 αριθμό αντίστοιχα). Η προηγούμενη παράγραφος του Κανονισμού 6(1)(γ) προβλέπει τα εξής:
«΄Οταν ο αριθμός των αιτητών υπερβαίνει τον περιορισμένο αριθμό των αδειών, να επιλέγει τους αιτητές προς τους οποίους θα χορηγούνται οι πιο πάνω άδειες και για το σκοπό αυτό να παρέχει προτεραιότητα, εφόσον δεν υπάρχει σοβαρός λόγος περί του αντιθέτου, σε εκείνους οι οποίοι εξασφάλισαν κατά τα τελευταία 10 έτη το μεγαλύτερο αριθμό αδειών.»
Για την εφαρμογή του Νόμου και των Κανονισμών, που παρέθεσα πιο πάνω, υιοθετήθηκαν κριτήρια προτεραιότητας για την παραχώρηση των ετήσιων αδειών αλιείας, εφόσον αυτές δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις 500. Δεν θα αναφερθώ με λεπτομέρεια σ΄αυτά. Να παρατηρήσω μόνο πως προηγείται το κριτήριο της άσκησης του επαγγέλματος του ψαρά επί σειράν ετών, όταν η επιβίωση του αιτητή εξαρτάται βασικά από την αλιεία. Ακολουθούν οι περιπτώσεις αιτητών που ζουν σε απομακρυσμένες παραγωγικές περιοχές ή περιοχές στις οποίες κατασκευάζονται αλιευτικά καταφύγια για σκοπούς αξιοποίησης αλιευτικών αποθεμάτων που είναι ανεκμετάλλευτα, και μετά οι αιτήσεις νέων στην ηλικία που απολύθηκαν από τον στρατό ή παιδιά ψαράδων που ασκούν το επάγγελμα του ψαρά για σκοπούς επιβίωσης.
Η Επιτροπή, η οποία ορίστηκε από τον Υπουργό Γεωργίας Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, για να εξετάσει τις ιεραρχικές προσφυγές, που είχαν ασκηθεί από αριθμό αιτητών, υιοθέτησε τις διαπιστώσεις του Λειτουργού Τμήματος Αλιείας και εισηγήθηκε την απόρριψη της προσφυγής του αιτητή. Τα πραγματικά γεγονότα, όπως διαπιστώθηκαν, ήταν πως αυτός είναι 57 χρόνων και έχει τρία παιδιά. Δεν είχε ποτέ προηγουμένως επαγγελματική άδεια αλιείας. Εργαζόταν στην Α.ΤΗ.Κ. από την οποία αφυπηρέτησε πρόωρα και εθελοντικά. Στην ακρόαση της ιεραρχικής προσφυγής ακούστηκε επί μακρόν ο δικηγόρος του. Η Επιτροπή έκρινε πως, εφόσον ο αιτητής δεν είχε ποτέ προηγουμένως άδεια αλιείας, δεν πληρούσε τα σχετικά κριτήρια ώστε να θεωρηθεί ως νεοεισερχόμενος στο επάγγελμα του ψαρά.
Ο δικηγόρος του αιτητή στη γραπτή του αγόρευση εισηγείται πως ο Κανονισμός που περιορίζει τον ετήσιο αριθμό αδειών αλιείας σε 500 είναι «ultra vires» του άρθρου 25 του Συντάγματος. Εκλαμβάνω να εννοεί πως το άρθρο 6(2)(f) του περί Αλιείας Νόμου, στον οποίο βασίστηκε ο σχετικός Κανονισμός, παραβιάζει το πιο πάνω άρθρο του Συντάγματος. ΄Οτι δηλαδή η νομοθετική διάταξη προσκρούει στο άρθρο 25 του Συντάγματος, που διασφαλίζει το δικαίωμα άσκησης οποιουδήποτε επαγγέλματος απασχόλησης εμπορίου ή άλλης επικερδούς εργασίας. Εισηγείται επίσης, επί της ουσίας της υπόθεσης, πως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν υπήρξε το αντικείμενο επαρκούς έρευνας και πως εν πάση περιπτώσει είναι αναιτιολόγητη.
Αναφορικά με το ζήτημα της συνταγματικότητας του σχετικού άρθρου του περί Αλιείας Νόμου να παρατηρήσω μόνο πως το άρθρο 25 του Συντάγματος δεν δημιουργεί απόλυτο δικαίωμα, όπως καταδεικνύεται από τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου, που έπονται της πρώτης. Ο θαλάσσιος πλούτος της χώρας, που είναι αντικείμενο αλιείας, καθώς και η πανίδα όταν θεωρείται θήραμα, μολονότι δεν διασφαλίζονται ως δικαίωμα ανήκον στη Δημοκρατία, όπως π.χ. και σύμφωνα με το άρθρο 23 του Συντάγματος, τα υπόγεια ύδατα, ορυκτά, μεταλλεία και αρχαιότητες, εντούτοις η κυβέρνηση έχει, κατά τη γνώμη μου, το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα, υποχρέωση θα΄λεγα, προστασίας του πλούτου αυτού με τον ενδεδειγμένο νομικό έλεγχο. Στην περίπτωση που εξετάζουμε μας αφορούν τα έμβια της θάλασσας που αλιεύονται. Ανάλογα με τις ποσότητες που υπάρχουν, και άλλα βεβαίως κριτήρια, διασφαλίζεται κατά
τρόπο ισορροπημένο, που μόνο η διοίκηση μπορεί να καθορίσει, και το δικαίωμα των επαγγελματιών ψαράδων στην άσκηση του επαγγέλματος τους. Δεν είναι ορθή επομένως η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή ότι η σχετική πρόνοια του νόμου είναι αντίθετη με το άρθρο 25 του Συντάγματος. Δεν συμφωνώ επίσης με την εισήγηση πως δεν έγινε η δέουσα έρευνα. Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου καταδεικνύεται πως ο αιτητής έθεσε την υπόθεση του ενώπιον των διοικητικών οργάνων και μάλιστα με την βοήθεια δικηγόρου. Η εισήγηση της Επιτροπής, που εξέτασε την ιεραρχική προσφυγή, και την οποία υιοθέτησε ο υπουργός, είναι μεν σύντομη επικεντρώνεται όμως στο ουσιαστικό σημείο της υπόθεσης, αυτό που εξέθεσα πιο πάνω, στη διαπίστωση δηλαδή πως ο αιτητής δεν υπήρξε ποτέ επαγγελματίας ψαράς, γεγονός που τον έθετε έξω από τα κριτήρια της επιλογής για τις 500 ετήσιες άδειες. Αυτή ήταν η αιτιολογία της απόφασης, και είναι κατά τη γνώμη μου επαρκής.Το τελευταίο αυτό ζήτημα με φέρνει και σε ένα άλλο θέμα που προκύπτει στην υπόθεση, το οποίο εθίγη προφορικά αλλά δεν δόθηκε σ΄αυτό συνέχεια. Οι αιτήσεις, όταν υπερβαίνουν τις 500, εξετάζονται κατά σύγκριση μεταξύ τους για να ιεραρχηθούν κατά πόσο εμπίπτουν στα κριτήρια που έχουν καθοριστεί σύμφωνα με τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις που ανέφερα πιο πάνω. Εγείρεται επομένως ζήτημα όταν κάποιος προσβάλει με προσφυγή την μη παραχώρηση σ΄αυτόν άδειας, αν πρέπει να την επιδίδει, ως ενδιαφερόμενα μέρη, σε όσους δόθηκε άδεια αλιείας και στους οποίους ενδεχομένως ισχυρίζεται πως δεν έπρεπε να δοθεί, αλλά στον ίδιο, γιατί π.χ. πληροί συγκριτικά καλύτερα τις προϋποθέσεις του νόμου και του κανονισμού. Το ζήτημα όμως δεν προβλήθηκε ούτε ηγέρθη από το δικηγόρο της Δημοκρατίας, και το αφήνω ως εδώ.
Ενόψει των ανωτέρω η προσφυγή απορρίπτεται με £500 έξοδα.
Χρ. Αρτεμίδης, Δ.
/ΜΑΑ