ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 4 ΑΑΔ 1146
6 Δεκεμβρίου, 2001
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΕΜΕSIS EΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΛΤΔ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1378/2000)
Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Περιστάσεις νομιμότητας της σύνθεσης του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών στην κριθείσα περίπτωση.
Προσφορές ― Όροι ― Κατά πόσο συγκεκριμένη παράλειψη συνιστούσε ουσιαστική παράβαση ουσιώδους όρου ― Νομολογιακά πορίσματα ― Περιστάσεις επικύρωσης της απόρριψης της προσφοράς των αιτητών στην κριθείσα περίπτωση.
Η αιτήτρια εταιρεία προσέφυγε κατά της κατακύρωσης προσφοράς στα ενδιαφερόμενα μέρη εν όψει της θεωρηθείσας ως άκυρης προσφοράς των αιτητών που ήταν μεν χαμηλότερη αλλά αποκλείστηκε. Ο λόγος ήταν ότι η προσφορά των αιτητών, κατά παράβαση της προκήρυξης, συνοδευόταν από εγγυητική τραπεζική επιταγή που υπολειπόταν ελαφρά του 10% της συνολικής αξίας της προσφοράς.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Οι αιτητές θεωρούν ως μοιραίο το γεγονός ότι το μέλος Ε. Σαββίδου συμμετέσχε στη συνεδρία της 7.9.00 αλλά όχι και στην τελική της 5.10.00, κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Εν προκειμένω, δεν υποβλήθηκε ισχυρισμός και πάντως δεν κλονίζεται το τεκμήριο της κανονικότητας σε σχέση με την πρόσκληση όλων των μελών. Περαιτέρω, δεν τίθεται θέμα έλλειψης απαρτίας και δεν στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας με αναφορά στη σύνθεση του Κεντρικού Συμβουλίου προσφορών.
2. Το ζήτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο συντρέχει στην παρούσα περίπτωση ουσιαστική παράβαση ουσιώδους όρου που επέφερε ακυρότητα της προσφοράς εξ αρχής και άνευ ετέρου.
Δεν μπορεί να λεχθεί εδώ πως η παράβαση του όρου ήταν εξ αντικειμένου χωρίς συνέπειες και συνεπώς μη ουσιαστική. Απέληγε σε μειωμένη εξασφάλιση και, βέβαια, σ΄αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να προσλάβει σημασία η έλλειψη κινήτρου. Δεν μπορεί το Δικαστήριο να αποδοκιμάσει την άρνηση της διοίκησης να προβεί σε παραχωρήσεις με αναφορά στο ύψος του ποσού που υπολειπόταν ή οτιδήποτε άλλο. Πολύ λιγότερο να επιβάλει τέτοιες παραχωρήσεις. Από την άλλη, δεν παρεχόταν δυνατότητα ex post facto κάλυψης. Όπως έχει εξηγηθεί επανηλειμμένα, κρίσιμο χρονικό σημείο είναι η λήξη της προθεσμίας για την υποβολή των προσφορών.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Vivardi v. The Vines Products Council (1969) 3 C.L.R. 486,
Mytides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 737,
Τσιάππας v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 696,
Tamassos Suppliers v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60,
Β. Χαράκης & Υιοί Λτδ v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1994) 3 Α.Α.Δ. 294,
Medcon Construction a.o. v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535,
P. Steff & Co v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3343,
Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου v. Bulk Oil A.G. (1997) 3 Α.Α.Δ. 182,
Group 4 Securitas (Cyprus) Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 4(Ε) Α.Α.Δ. 3385,
General Constructions Ltd v. Δήμου Λεμεσού (1998) 3 Α.Α.Δ. 584,
Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού v. Σκέντερ (2000) 3 Α.Α.Δ. 453,
Papaetis Medical Co Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 97,
Dynacon Ltd v. Δήμου Λεμεσού (2000) 3 Α.Α.Δ. 646,
K. & M. Transport Co Ltd v. E.F.A. a.o. (1987) 3 C.L.R. 1939,
Dynacon Ltd v. Δήμου Λεμεσού, Υπόθ. Αρ. 892/96, ημερ. 14.1.1998.
Προσφυγή.
Προσφυγή από τους αιτητές κατά της κατακύρωσης των προσφορών για προμήθεια, μεταφορά και επίστρωση πρέμιξ για έξι περιοχές, για τις οποίες η δική του προσφορά ήταν χαμηλότερη, στα ενδιαφερόμενα μέρη.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Ε. Κλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας προκήρυξε προσφορές για προμήθεια, μεταφορά και επίστρωση πρέμιξ σε έντεκα περιοχές. Οι αιτητές διεκδίκησαν κατακύρωση για όλες αλλά η προσφορά τους αποκλείστηκε ως άκυρη. Προσβάλλουν το κύρος της κατακύρωσης υπέρ των δυο από τους άλλους προσφοροδότες, των εταιρειών Klatsias Construction Ltd και Χαρίλαος Αποστολίδης Λτδ, των 6 περιοχών σε σχέση με τις οποίες η δική τους προσφορά ήταν, όπως είναι παραδεκτό, χαμηλότερη.
Κατά τον όρο 1(4) των Γενικών Οδηγιών και τον όρο 2(9) των Όρων οι προσφορές έπρεπε να συνοδεύονται με προσωπική τραπεζική επιταγή για ποσό ίσο προς το 10% της αξίας τους ως εγγύηση "για ασφάλιση αποδοχής της προσφοράς από τον προσφοροδότη σε περίπτωση κατακύρωσης της προσφοράς σ΄αυτόν" (1.4) και "προς εξασφάλιση της πλήρους εκτέλεσης των όρων του συμβολαίου αυτού σε περίπτωση επιλογής του προσφοροδότη από το Συμβούλιο Προσφορών" (2.9). Καθορίζεται και στις δυο περιπτώσεις, στη δεύτερη υπογραμμίζεται κιόλας, πως οποιαδήποτε προσφορά δεν συνοδεύεται από αυτή την εγγύηση "δεν θα λαμβάνεται υπόψη". Και περαιτέρω ότι ο όρος αυτός είναι βασικός και "θα τηρηθεί αυστηρά".
Η προσφορά των αιτητών συνοδευόταν από προσωπική τραπεζική επιταγή τους για ποσό που υπολειπόταν κατά £1,882.36 σεντ του 10% της συνολικής της αξίας. Το ποσό της επιταγής ήταν για £66,343 αντί για 68,225.36 σεντ. Το πρόσεξε η Επιτροπή Αξιολόγησης αλλά εισηγήθηκε κατακύρωση υπέρ τους των προσφορών για τις περιοχές στις οποίες ήταν οι πιο φτηνοί. Εξήγησε πως εκ πρώτης όψεως φαινόταν ότι απλώς έγινε λάθος υπολογισμού και πως, τελικά, η επιταγή κάλυπτε το σύνολο της αξίας για τις περιοχές σε σχέση με τις οποίες εισηγείτο κατακύρωση υπέρ τους. Όπως πρόσθεσε, θα εξοικονομείτο έτσι σημαντικό ποσό χρημάτων του δημοσίου και των κοινοτήτων.
Το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών δεν ήταν διατεθειμένο να ενεργήσει χωρίς νομική συμβουλή. Παρά το ότι είχε παραλάβει στο μεταξύ και επιστολή των αιτητών με την οποία απέδιδαν τη διαφορά σε αριθμητικό λάθος κατά τον υπολογισμό και προσφέρονταν να διορθώσουν την κατάσταση. Η γνωμάτευση της νομικής υπηρεσίας ήταν σαφής. Οι όροι ήταν επιτακτικοί και η προσφορά δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Δεν παρεχόταν στο Συμβούλιο δικαίωμα ή ευχέρεια παραγνώρισης των ρητών όρων. Τα άλλα, περιλαμβανομένης και της εξοικονόμησης χρημάτων, που αναφέρονταν από την Επιτροπή Αξιολόγησης, ήταν εξωγενή. Και το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών, όπως σημείωσα, τους απέκλεισε.
Είναι ανάγκη να μας απασχολήσει πρώτα η εισήγηση πως έπασχε η σύνθεση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών. Οι αιτητές θεωρούν ως μοιραίο το γεγονός ότι το μέλος Ε. Σαββίδου συμμετέσχε στη συνεδρία της 7.9.00 αλλά όχι και στην τελική της 5.10.00, κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Οι καθ΄ων η αίτηση εισηγούνται πως αφού τα υπόλοιπα μέλη, στις 5.10.00, εξέτασαν το θέμα εξ αρχής, η διαφοροποίηση δεν επηρέασε. Χωρίς να δουν πως δεν είναι δυνατό να τίθεται έτσι το θέμα αφού όλοι οι παρόντες στις 5.10.00 ήταν παρόντες και στις 7.9.00. Όπως ακριβώς εξηγήθηκε στην Vivardi v. The Vines Products Council (1969) 3 C.L.R. 486 που υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στην Μytides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 737, στις οποίες και αναφέρθηκαν οι αιτητές. Δεν αποκτά όμως και έρεισμα η εισήγηση των αιτητών. Στη νομολογία που επικαλέστηκαν το πρόβλημα συνίστατο στο ότι μέλη του συλλογικού οργάνου αποκλείστηκαν στη βάση της εσφαλμένης αντίληψης πως δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν. Δεν υπάρχει εδώ πλάνη τέτοιας μορφής. Εν προκειμένω, δεν υποβλήθηκε ισχυρισμός και πάντως δεν κλονίζεται το τεκμήριο της κανονικότητας σε σχέση με την πρόσκληση όλων των μελών. Περαιτέρω, δεν τίθεται θέμα έλλειψης απαρτίας και καταλήγω πως δεν στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας με αναφορά στη σύνθεση του Κεντρικού Συμβουλίου προσφορών. (Βλ. συναφώς Τσιάππας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 696).
Οι αιτητές δεν αμφισβητούν, ορθά όπως κρίνω, πως οι όροι ως προς την εγγύηση ήταν ουσιώδεις στη βάση της νομολογίας αναφορικά με τις αρχές που περιλάμβαναν και περιπτώσεις οι οποίες ειδικά αναφέρονται σε παράλειψη παροχής προβλεφθείσας εγγύησης, μάλιστα με προσωπική επιταγή (βλ. Tamassos Suppliers v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, Β. Χαράκης & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (1994) 3 Α.Α.Δ. 294, Medcon Construction and Others v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535, P. Steff & Co v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3343, Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ν. Bulk Oil A.G. (1997) 3 Α.Α.Δ. 182, Group 4 Securitas (Cyprus) Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 4(Ε) Α.Α.Δ. 3385, General Constructions Ltd v. Δήμου Λεμεσού (1998) 3 Α.Α.Δ. 584 και Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού ν. Σκέντερ (2000) 3 Α.Α.Δ. 453) αλλά εδώ και του ρητού, με έμφαση, προσδιορισμού των συνεπειών από την παράβασή τους που συνοδεύτηκε και με την προειδοποίηση πως θα τηρηθεί αυστηρά. Όπως έχει εξηγηθεί επανηλειμμένα, η διακήρυξη της προσφοράς αποτελεί πράξη κανονιστικού χαρακτήρα που δεσμεύει και τους προσφοροδότες και τη διοίκηση. (Βλ. General Constructions Ltd v. Δήμου Λεμεσού (ανωτέρω) και Papaetis Medical Co Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 97). Η άποψή τους είναι πως δεν υπήρξε ουσιαστική παράβαση και, εν πάση περιπτώσει, πως παρέχονταν περιθώρια άλλων χειρισμών, προς εξυπηρέτηση και του δημοσίου συμφέροντος. Λέγουν πως θα ήταν δυνατό να ακυρωθεί η προσφορά τους για μια μόνο περιοχή ή και για όλες στις οποίες δεν ήταν η φθηνότερη. Επίσης πως ήταν δυνατό να διορθωθεί το λάθος εκ των υστέρων. Υπήρχε η εκφρασθείσα ετοιμότητα τους προς τούτο και συναφώς η πρόνοια του άρθρου 7(2) του περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμου του 1997 (Ν. 102(Ι)/97) που παρείχε τη δυνατότητα λήψης πληροφοριών εκ των υστέρων.
Εξετάζω το ζήτημα που εγείρεται, το κατά πόσο δηλαδή έχουμε στην περίπτωση ουσιαστική παράβαση ουσιώδους όρου που επέφερε ακυρότητα εξ αρχής και άνευ ετέρου έχοντας υπόψη την απόφαση της Ολομέλειας στην Dynacon Ltd v. Δήμου Λεμεσού (2000) 3 Α.Α.Δ. 646. Στην υπόθεση εκείνη, κατά τους όρους του διαγωνισμού, τα έγγραφα της προσφοράς που θα παραδίδονταν μετά την καθορισθείσα ώρα, δεν θα γίνονταν αποδεκτά. Τρία λεπτά πριν την καθορισθείσα ώρα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα τηλεφώνησαν πως αντιμετώπισαν πρόβλημα με το αυτοκίνητό τους. Έφθασαν και υπέβαλαν την προσφορά με πέντε λεπτά καθυστέρηση και τέθηκε το θέμα ως προς το κύρος της. Με αναφορά στις παρατηρήσεις της Ολομέλειας στην Κ. & Μ. Transport Co Ltd v. E.F.A. & Others (1987) 3 C.L.R. 1939 έκρινα πως δεν υπήρξε ουσιαστική παράβασή του όρου. Κυρίως εφόσον δεν υπήρχε αντικειμενική δυνατότητα αλλοίωσης της προσφοράς. (Βλ. Dynacon Ltd v. Δήμου Λεμεσού, Υπόθ. Αρ. 892/96, ημερ. 14.1.98). Ασκήθηκε έφεση και η Ολομέλεια την απέρριψε. Όπως εξηγήθηκε στην απόφαση που εξέδωσε ο Ηλιάδης Δ:
"Η αντικειμενική ανυπαρξία της δυνατότητας τροποποίησης των λεπτομεριών της προσφοράς καθιστούσε αδύνατη την επίδειξη ανέντιμης συμπεριφοράς εκ μέρους του ενδιαφερομένου προσώπου και η αποδοχή των συμπληρωματικών εγγράφων έστω και με καθυστέρηση πέντε λεπτών δεν μπορούσε να επηρεάσει την εγκυρότητα της σχετικής απόφασης"
Κατέληξα πως η παρούσα περίπτωση είναι διαφορετική. Δεν μπορεί να λεχθεί εδώ πως η παράβαση του όρου ήταν εξ αντικειμένου χωρίς συνέπειες και συνεπώς, κατά την πιο πάνω έννοια, μή ουσιαστική. Απέληγε σε μειωμένη εξασφάλιση και, βέβαια, σ΄αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να προσλάβει σημασία η έλλειψη κινήτρου. Δεν νομίζω πως μπορεί το Δικαστήριο να αποδοκιμάσει την άρνηση της διοίκησης να προβεί σε παραχωρήσεις με αναφορά στο ύψος του ποσού που υπολειπόταν ή οτιδήποτε άλλο. Πολύ λιγότερο να επιβάλει τέτοιες παραχωρήσεις. Από την άλλη, θεωρώ πως δεν παρεχόταν δυνατότητα ex post facto κάλυψης. Όπως έχει εξηγηθεί επανηλειμμένα, κρίσιμο χρονικό σημείο είναι η λήξη της προθεσμίας για την υποβολή των προσφορών. [βλ. Tamassos Suppliers v. Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω) και Μedcon Construction and Others v. Republic (ανωτέρω)]. Σημειώνω συναφώς πως τα επιχειρήματα σε σχέση με το άρθρο 7 του Ν. 102(Ι)/97 παραγνωρίζουν πως εκείνο καλύπτει το εντελώς διαφορετικό ζήτημα της εξουσίας για αναζήτηση πληροφοριών προς διαπίστωση αναφορικά με το κατά πόσο ορισμένος προσφοροδότης, εν πάση περιπτώσει όχι η προσφορά του, κωλύεται να συμμετάσχει για κάποιο από τους λόγους που εξειδικεύονται.
Περαιτέρω, δεν μπορώ να συμφωνήσω πως διανοίγονταν δυνατότητες με αναφορά σε συμπεράσματα από σύγκριση μεταξύ των προσφορών των αιτητών και των άλλων. Η σύγκριση προϋποθέτει έγκυρες προσφορές και το κύρος μιας προσφοράς κρίνεται αυτοτελώς με αναφορά στα δικά της. Εν πάση περιπτώσει, θα ήταν εσφαλμένη η ανάληψη πρωτοβουλίας από το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών για ακύρωση μιας ή περισσοτέρων προσφορών των αιτητών ώστε να θεωρείτο ότι η επιταγή τους τελικά κάλυπτε το 10% των υπολοίπων. Αυτό θα ήταν μια αυθαίρετη ενέργεια αναμόρφωσης όσων οι ίδιοι οι αιτητές καθόρισαν. Οι αιτητές επισύναψαν μια επιταγή για το σύνολο των προσφορών τους, και για τις έντεκα περιοχές μαζί, και αυτό κατ' ανάγκη σήμαινε πως αναλογούσε σε ίσο ποσοστό της προσφοράς για κάθε περιοχή. Οπότε θα ήταν νοητή η αμφισβήτηση στο τέλος της ύπαρξης εγγύησης για ορισμένη περιοχή για ποσό μεγαλύτερο από εκείνο που οι ίδιοι οι αιτητές καθόρισαν.
Τελικά ούτε η αναφορά στο άρθρο 17 του Νόμου 102(Ι)/97 προωθεί την υπόθεση των αιτητών. Το άρθρο 17 αναφέρεται σε αναστολή της διαδικασίας των προσφορών και παραπομπή στο Υπουργικό Συμβούλιο για λήψη απόφασης. Ως δυνατότητα όμως και όχι ως καθήκον για τέτοια πορεία όταν το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών θεωρεί ότι μπορεί το ίδιο να επιλύσει ζητήματα της αρμοδιότητάς του. Εν πάση περιπτώσει εδώ η τύχη της προσφυγής αφορά στην εξ αντικειμένου αποτίμηση των συνεπειών από το λάθος που έγινε. Δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας και η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Η�προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.