ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 4 ΑΑΔ 639
26 Ιουλίου, 2001
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 640/1998)
ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 705/1998)
ΠΕΤΡΑΚΗΣ ΚΑΚΟΥΛΛΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ
ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 719/1998)
ΣΤΑΥΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 640/1998, 705/1998,719/1998)
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Επιπρόσθετο προσόν ― Η απαίτηση ειδικής αιτιολόγησης της παραγνώρισής του ― Δεν ικανοποιήθηκε στην κριθείσα περίπτωση προαγωγών στην θέση Βοηθού Αρχηγού της Αστυνομίας ― Περιστάσεις και συνέπειες.
Διοικητική Πράξη ― Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Προαγωγές ― Σύντμηση του χρόνου που οφείλει να έχει ο υποψήφιος για προαγωγή στην κατεχόμενη θέση για σκοπούς προαγωγής ― Δεν αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη της πράξης προαγωγής αλλά αυτοτελή διοικητική πράξη υποκείμενη σε χωριστή προσφυγή ― Συνέπειες.
Έννομο Συμφέρον ― Προσφεύγοντος κατά της προαγωγής αξιωματικού της Αστυνομίας ο οποίος παραδεκτώς δεν κατέχει τα προσόντα προς προαγωγή ― Ειδικά η επίκληση της σύντμησης του απαιτουμένου χρόνου υπηρεσίας του προαχθέντος ώστε να καταστεί προσοντούχος καθώς και της ανάθεσης της άσκησης των καθηκόντων της προηγούμενης της υπό πλήρωση θέσης στον αιτητή ― Δεν αποκαθιστούν την έλλειψη εννόμου συμφέροντος του αιτητή ― Νομολογιακά πορίσματα και υιοθέτησή τους στην κριθείσα περίπτωση.
Οι αιτητές προσέβαλαν την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στο βαθμό του Βοηθού Αρχηγού Αστυνομίας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη στην προσφυγή αρ. 640/98 απόφαση και απορρίπτοντας τις λοιπές συνεκδικασθείσες προσφυγές, αποφάσισε ότι:
1. Ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 640/98 απέσυρε την προσφυγή του εναντίον του ενδιαφερόμενου μέρους Σ. Σαμουήλ. Παρέμεινε μόνο το ενδιαφερόμενο μέρος Α. Γιαννάκη.
Ο αιτητής, ο οποίος ήταν προσοντούχος για τη θέση, συστήθηκε από τον Αρχηγό της Αστυνομίας "ιδιαίτερα σθεναρά" εν αντιθέσει με τους άλλους δύο συνυποψηφίους του (ενδιαφερόμενα μέρη) που συστήθηκαν απλώς "σθεναρά". Ο εν λόγω αιτητής, και είναι παραδεκτό γεγονός, είναι πτυχιούχος Νομικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Αποφοίτησε το 1976 με βαθμό Λίαν Καλώς. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 3(3) των περί Αστυνομίας (Προαγωγών) Κανονισμών του 1989 (βλ. Κ.Δ.Π. 52/89) το Πανεπιστημιακό Δίπλωμα θεωρείται ως επιπρόσθετο προσόν. Σύμφωνα επίσης με το Άρθρο 13(3) του Νόμου ο Υπουργός υποχρεούται να δώσει αιτιολογία για την απόφασή του.
Είναι πάγια νομολογία πως η απόφαση αρμοδίου οργάνου να μην επιλέξει υποψήφιο που κατέχει πρόσθετο προσόν, πρέπει να αιτιολογείται ειδικά. Είναι γεγονός ότι το διοικητικό όργανο δεν είναι υπόχρεο να διορίσει υποψήφιο που έχει το πρόσθετο προσόν αν κρίνει ότι άλλος είναι καταλληλότερος για διορισμό αφού αξιολογήσει όλα τα υπόλοιπα στοιχεία. Η απόφαση όμως να παραγνωριστεί το πρόσθετο προσόν πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και με επάρκεια.
Η απλή αναφορά στην έκθεση του Αρχηγού και το περιεχόμενο των φακέλων καθώς και το τελικό σκεπτικό ότι "οι δύο προαχθέντες είναι ικανότατα στελέχη της Δύναμης" δεν είναι αρκετά για την επάρκεια της αιτιολογίας, εν προκειμένω. Καμιά αναφορά δεν γίνεται για το επιπρόσθετο προσόν του αιτητή (πτυχίο Νομικής), το οποίο είναι συναφές με τα καθήκοντα της θέσης. Καμιά αιτιολογία δεν δίδεται για την παραγνώρισή του. Η επιχειρηθείσα προσπάθεια του δικηγόρου των καθ΄ων η αίτηση στην αγόρευσή του να "προσθέσει αιτιολογία" στην επίδικη απόφαση με τον ισχυρισμό ότι κάποτε εξετάσθηκε εναντίον του αιτητή ενδεχόμενο πειθαρχικό παράπτωμα είναι τουλάχιστον ατυχής. Δεν είναι δυνατό, με τη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου, να προστίθεται αιτιολογία στην επίδικη απόφαση. Ο αιτητής ούτε κατηγορήθηκε ούτε καταδικάσθηκε για οποιοδήποτε πειθαρχικό αδίκημα.
Ενόψει του γεγονότος ότι όλοι οι υποψήφιοι είχαν συστηθεί σθεναρά από τον Αρχηγό της Αστυνομίας, παρουσιάζοντο δηλαδή ως ισότιμοι, παραγνώριση προσόντος το οποίο ο Νόμος χαρακτηρίζει ως επιπρόσθετο, θα έπρεπε να αιτιολογηθεί ειδικά και με την απαραίτητη σαφήνεια, για να μπορεί εξάλλου και το Δικαστήριο να ελέγξει την επίδικη απόφαση.
2. Οι αιτητές στις προσφυγές αρ. 705/98 και 719/98 προσβάλλουν την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους Σ. Σαμουήλ η πρώτη και Σ. Σαμουήλ και Α. Γιαννάκη, η δεύτερη. Προβάλλουν δε ως λόγους ακύρωσης (α) ότι η σύντμηση του χρόνου (διετίας) που έπρεπε να έχει το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Ανώτερου Αστυνόμου για να είναι προσοντούχος είναι αναιτιολόγητη και εν πάση περιπτώσει έπρεπε να συντμηθεί και ο δικός του χρόνος αφού υπερείχε σε αξία και πείρα, (β) ότι η αιτιολογία της επίδικης απόφασης είναι ανεπαρκής και (γ) ότι υπήρξε αναδρομική προαγωγή η οποία έγινε παρά τις διατάξεις του νόμου.
Ο δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση προβάλλει δύο προδικαστικές ενστάσεις, (α) ότι η πράξη της σύντμησης προηγήθηκε της επίδικης απόφασης και αποτελεί ξεχωριστή διοικητική πράξη που δεν προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή και (β) ότι ο αιτητής ο οποίος δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα, στερείται εννόμου συμφέροντος να επιδιώκει την ακύρωση της επίδικης απόφασης.
Η απόφαση του Αρχηγού για τη σύντμηση του χρόνου με βάση τον Κανονισμό 19(δ) δεν αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη της επίδικης με την παρούσα προσφυγή απόφασης. Αντίθετα, είναι αυτοτελής διοικητική πράξη η οποία δεν προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή.
3. Οι αιτητές δεν είχαν συμπληρώσει τη διετή υπηρεσία στο βαθμό Ανώτερου Αστυνόμου και ως εκ τούτου, ως μη κατέχοντες τα απαιτούμενα προσόντα, δεν συμπεριλήφθηκαν στη σύσταση του Αρχηγού της Αστυνομίας. Δεν έχουν θεωρηθεί, ως μη κατέχοντες τα προσόντα, υποψήφιοι για τη θέση. Η εκτέλεση των καθηκόντων της επίδικης θέσης εν όψει της αναπληρωτικής άσκησης των καθηκόντων Ανώτερου Αστυνόμου δεν αντικαθιστά το έννομο συμφέρον αιτητή σύμφωνα με τις αποφάσεις Μιλτιάδης Νεοκλέους v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1065/99, ημερ. 19/7/2001 και Σταύρος Γεωργιάδης v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 904/97, ημερ. 5/7/1999.
Στην προσφυγή 705/98 ο αιτητής παραδέχεται ότι δεν κατείχε τα υπό του νόμου προνοούμενα προσόντα. Ο δε αιτητής στην προσφυγή 719/98 ισχυρίζεται ότι αφού ασκούσε καθήκοντα Ανώτερου Αστυνόμου έπρεπε να θεωρηθεί προσοντούχος.
Η μη κατοχή των απαιραίτητων προσόντων από τον αιτητή του στερεί το δικαίωμα να προσβάλει την επίδικη πράξη γιατί στερείται του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος, σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια οι αιτητές στις πιο πάνω προσφυγές στερούνται εννόμου συμφέροντος.
4. Η προσφυγή αρ. 640/98 επιτυγχάνει με έξοδα και η επίδικη απόφαση όσον αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος Ανδρέα Γιαννάκη ακυρώνεται. Οι προσφυγές αρ. 705/98 και 719/98 απορρίπτονται ως απαράδεκτες με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Διαταγή ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Χ"Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1559,
Nissiotis v. Republic (1977) 3 C.L.R. 388,
Tsountas a.o. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 784,
Karis v. Republic (1985) 3 C.L.R. 496,
Νεοκλέους v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1065/99, ημερ. 19.7.2001,
Γεωργιάδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 904/97, ημερ. 5.7.1999,
Ιωάννου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390.
Προσφυγές.
Συνεκδικαζόμενες προσφυγές των αιτητών κατά της προαγωγής αριθμού ενδιαφερομένων μερών στο βαθμό του Βοηθού Αρχηγού της Αστυνομίας.
Γ. Σεραφείμ για Τ. Παπαδόπουλο, για τους Αιτητές στις Προσφυγές Αρ. 640/98 και 705/98.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην Προσφυγή Αρ. 719/98.
Μ. Φλωρέντζος, για τους Καθ΄ων η αίτηση σε όλες τις προσφυγές.
Μ. Τριανταφυλλίδης, για το Ε/Μ Σ. Σαμουήλ.
Λ. Ιωαννίδης, για το Ε/Μ Α. Γιαννάκη.
Cur. adv. vult.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι τρεις προσφυγές, που έχουν συνεκδικαστεί λόγω συνάφειας, αφορούν προαγωγές στο βαθμό του Βοηθού Αρχηγού της Αστυνομίας.
Στις 18.6.98 ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, αφού μελέτησε την έκθεση για κάθε υποψήφιο που περιέχεται στην επιστολή του Αρχηγού της Αστυνομίας καθώς και όλα τα στοιχεία για κάθε υποψήφιο που τέθηκαν ενώπιον του (προσωπικοί φάκελοι - ατομικά δελτία) και ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρο 13(1)(3) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, προήγαγε τα ενδιαφερόμενα μέρη στο βαθμό του Βοηθού Αρχηγού.
Προτού ο Αρχηγός της Αστυνομίας υποβάλει στον Υπουργό την έκθεση του ζήτησε συστάσεις από τους Βοηθούς Αρχηγούς για κάθε προσοντούχο υποψήφιο σύμφωνα με το άρθρο 13(1)(2) του σχετικού Νόμου και των Κανονισμών.
Προβάλλονται διαφορετικοί λόγοι ακύρωσης σε κάθε μια από τις προσφυγές ως και προδικαστικές ενστάσεις εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση. Γι' αυτό θα εξετάσω την κάθε μια προσφυγή ξεχωριστά.
Προσφυγή 640/98
Ο αιτητής στην παρούσα υπόθεση με δήλωση του δικηγόρου του ημερ. 6.12.99 απέσυρε την προσφυγή του μόνο εναντίον του ενδιαφερόμενου μέρους Σ. Σαμουήλ. Παρέμεινε μόνο το ενδιαφερόμενο μέρος Α. Γιαννάκη.
Ο αιτητής, ο οποίος ήταν προσοντούχος για τη θέση, συστήθηκε από τον Αρχηγό της Αστυνομίας "ιδιαίτερα σθεναρά" εν αντιθέσει με τους άλλους δύο συνυποψηφίους του (ενδιαφερόμενα μέρη) που συστήθηκαν απλώς "σθεναρά".
Προβάλλει ως λόγους ακυρότητας την ανεπάρκεια της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης του Υπουργού και ιδιαίτερα την παντελή έλλειψη ειδικής αιτιολογίας για την παραγνώριση του επιπρόσθετου προσόντος του (πτυχίου Νομικής). Επίσης προβάλλει ως δεύτερο λόγο ακυρότητας την ανεπάρκεια της έρευνας και την παραβίαση της αρχής της επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου.
Για τον πρώτο λόγο ακύρωσης θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια την απόφαση του Υπουργού:-
"Ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχει το άρθρο 13(1) και (3) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285 (όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 69 του 1987) και αφού μελέτησα την έκθεση και τις συστάσεις του Αρχηγού Αστυνομίας για κάθε υποψήφιο που περιέχονται στην επιστολή του με Αρ. Φακ. Ε/16/6 και ημερομ. 13.5.98 και όλα τα συναφή στοιχεία για κάθε υποψήφιο, που περιέχονται στους προσωπικούς τους φακέλους, κατέληξα στην απόφαση να προάξω στο παρόν στάδιο τους Σέργιο Σαμουήλ και Ανδρέα Γιαννάκη στο βαθμό του Βοηθού Αρχηγού Αστυνομίας τον μεν πρώτο από 16.6.1998 και τον δε δεύτερο από 18.6.1998.
Οι δύο προαχθέντες είναι ικανότατα στελέχη της Δύναμης. Ο κ. Σέργιος Σαμουήλ βρίσκεται τώρα με πρόωρη αφυπηρέτηση από τις 16.6.1998.".
Ο αιτητής, και είναι παραδεκτό γεγονός, είναι πτυχιούχος Νομικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Αποφοίτησε το 1976 με βαθμό Λίαν Καλώς.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 3(3) των περί Αστυνομίας (Προαγωγών) Κανονισμών (βλ. Κ.Δ.Π. 52/89) το Πανεπιστημιακό Δίπλωμα θεωρείται ως επιπρόσθετο προσόν.
Σύμφωνα επίσης με το άρθρο 13(3) του Νόμου ο Υπουργός υποχρεούται να δώσει αιτιολογία για την απόφασή του. Αναφέρει το εδάφιο 3 τα εξής:-
"(3) Ο Υπουργός προβαίνει εις την προαγωγήν των υπό του Αρχηγού συστηθέντων υποψηφίων διά δεόντως ητιολογημένης αποφάσεως αυτού.".
Είναι πάγια νομολογία πως η απόφαση αρμοδίου οργάνου να μην επιλέξει υποψήφιο που κατέχει πρόσθετο προσόν, πρέπει να αιτιολογείται ειδικά. Είναι γεγονός ότι το διοικητικό όργανο δεν είναι υπόχρεο να διορίσει υποψήφιο που έχει το πρόσθετο προσόν αν κρίνει ότι άλλος είναι καταλληλότερος για διορισμό αφού αξιολογήσει όλα τα υπόλοιπα στοιχεία. Η απόφαση όμως να παραγνωριστεί το πρόσθετο προσόν πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και με επάρκεια. (Βλέπε: Χρ. Χ"Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1559, Omiros Nissiotis ν. Republic (1977) 3 C.L.R. 388, Tsountas and Another v. Republic (1985) 3 C.L.R. 784 και Κaris v. Republic (1985) 3 C.L.R. 496).
Έχω αναγνώσει την επίδικη απόφαση του Υπουργού. Χωρίς καμιά επιφύλαξη καταλήγω ότι η αιτιολογία της είναι ανεπαρκής. Η απλή αναφορά στην έκθεση του Αρχηγού και το περιεχόμενο των φακέλων καθώς και το τελικό σκεπτικό ότι "οι δύο προαχθέντες είναι ικανότατα στελέχη της Δύναμης" δεν είναι αρκετά για την επάρκεια της αιτιολογίας. Καμιά αναφορά δεν γίνεται για το επιπρόσθετο προσόν του αιτητή (πτυχίο Νομικής), το οποίο είναι συναφές με τα καθήκοντα της θέσης. Καμιά αιτιολογία δεν δίδεται για την παραγνώριση του. Η επιχειρηθείσα προσπάθεια του δικηγόρου των καθ΄ων η αίτηση στην αγόρευση του να "προσθέσει αιτιολογία" στην επίδικη απόφαση με τον ισχυρισμό ότι κάποτε εξετάσθηκε εναντίον του αιτητή ενδεχόμενο πειθαρχικό παράπτωμα είναι τουλάχιστον ατυχής. Δεν είναι δυνατό, με τη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου, να προστίθεται αιτιολογία στην επίδικη απόφαση. Ο αιτητής ούτε κατηγορήθηκε ούτε καταδικάσθηκε για οποιοδήποτε πειθαρχικό αδίκημα.
Ενόψει του γεγονότος ότι όλοι οι υποψήφιοι είχαν συστηθεί σθεναρά από τον Αρχηγό της Αστυνομίας, παρουσιάζοντο δηλαδή ως ισότιμοι, παραγνώριση προσόντος το οποίο ο Νόμος χαρακτηρίζει ως επιπρόσθετο, θα έπρεπε να αιτιολογηθεί ειδικά και με την απαραίτητη σαφήνεια για να μπορεί εξάλλου και το Δικαστήριο να ελέγξει την επίδικη απόφαση.
Ενόψει των πιο πάνω, η προσφυγή του αιτητή όσον αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος Ανδρέα Γιαννάκη, πρέπει να επιτύχει.
Προσφυγές αρ. 705/98 και 719/98
Οι αιτητές στις παρούσες προσφυγές προσβάλλουν την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους Σ. Σαμουήλ η πρώτη και Σ. Σαμουήλ και Α. Γιαννάκη, η δεύτερη. Προβάλλουν δε ως λόγους ακύρωσης (α) ότι η σύντμηση του χρόνου (διετίας) που έπρεπε να έχει το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Ανώτερου Αστυνόμου για να είναι προσοντούχος είναι αναιτιολόγητη και εν πάση περιπτώσει έπρεπε να συντμηθεί και ο δικός του χρόνος αφού υπερείχε σε αξία και πείρα, (β) ότι η αιτιολογία της επίδικης απόφασης είναι ανεπαρκής και (γ) ότι υπήρξε αναδρομική προαγωγή η οποία έγινε παρά τις διατάξεις του νόμου.
Ο δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση προβάλλει δύο προδικαστικές ενστάσεις, (α) ότι η πράξη της σύντμησης προηγήθηκε της επίδικης απόφασης και αποτελεί ξεχωριστή διοικητική πράξη που δεν προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή και (β) ότι ο αιτητής ο οποίος δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα, στερείται εννόμου συμφέροντος να επιδιώκει την ακύρωση της επίδικης απόφασης.
Είχα την ευκαιρία πρόσφατα να ασχοληθώ με τις πιο πάνω προδικαστικές ενστάσεις στην προσφυγή Μιλτιάδης Νεοκλέους ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1065/99, ημερ. 19.7.01. Σ' αυτήν ανέφερα τα εξής τα οποία υιοθετώ και στην παρούσα υπόθεση.
"Η απόφαση του Αρχηγού για τη σύντμηση του χρόνου με βάση τον Κανονισμό 19(δ) δεν αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη της επίδικης με την παρούσα προσφυγή απόφασης. Αντίθετα, είμαι της γνώμης ότι είναι αυτοτελής διοικητική πράξη η οποία δεν προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή. Έρεισμα στην κατάληξη μου αυτή είναι η απόφαση στην προσφυγή Σταύρος Γεωργιάδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 904/97, ημερ. 5.7.1999.
Στην πιο πάνω αυθεντία ο Αρτεμίδης, Δ. αντιμετωπίζοντας το ίδιο θέμα ανέφερε τα εξής με τα οποία συμφωνώ:-
"Στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή γίνεται και εισήγηση πως εσφαλμένα ο Αρχηγός δεν αποφάσισε τη σύντμηση του χρόνου των δύο ετών που προβλέπει ο Κανονισμός και γι' αυτόν, κάτι που έκανε αναφορικά με δύο άλλα μέλη της Δύναμης, όχι τα ενδιαφερόμενα μέρη. Στο αιτητικό όμως της προσφυγής δεν ζητείται θεραπεία που να δικαιολογεί την εξέταση του παραπόνου αυτού. Η σύντμηση της διετίας από τον Αρχηγό έγινε με άλλη διοικητική πράξη, που δεν αποτελεί αντικείμενο στην παρούσα προσφυγή, ενώ τα μέλη της Δύναμης που επωφελήθηκαν απ' αυτή, όπως έχω ήδη πει, δεν είναι ενδιαφερόμενα μέρη στην παρούσα προσφυγή.".
Καταλήγω κατά συνέπεια ότι ο αιτητής δεν δικαιούται να προβάλλει λόγους ακυρότητας και ισχυρισμούς που δεν αποτελούν μέρος της προσφυγής αυτής.".
Οι αιτητές δεν είχαν συμπληρώσει τη διετή υπηρεσία στο βαθμό Ανώτερου Αστυνόμου και ως εκ τούτου, ως μη κατέχοντες τα απαιτούμενα προσόντα, δεν συμπεριλήφθηκαν στη σύσταση του Αρχηγού της Αστυνομίας. Δεν έχουν θεωρηθεί, ως μη κατέχοντες τα προσόντα, υποψήφιοι για τη θέση.
Στην Μιλτιάδης Νεοκλέους (πιο πάνω) ασχολήθηκα επίσης με το ίδιο θέμα. Ανέφερα τα εξής τα οποία υιοθετώ και στις παρούσες προσφυγές:
"Ως προς την κυρίως προδικαστική ένσταση που αναφέρεται στην έλλειψη εννόμου συμφέροντος παρατηρώ τα εξής:-
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 19(δ) απαραίτητο προσόν για την προαγωγή στην επίδικη θέση είναι η διετής υπηρεσία στο βαθμό του Ανώτερου Αστυνόμου. Είναι παραδεκτό γεγονός ότι ο αιτητής διορίστηκε στη θέση αυτή στις 22.6.98. Ασκούσε όμως καθήκοντα ως Αναπληρωτής Ανώτερος Αστυνόμος, από τις 15.9.97.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή στο περίγραμμα αγόρευσής του προβάλλει τον ισχυρισμό, αναφερόμενος στη νομολογία, ότι αιτητής για τον οποίο αμφισβητείται αν είναι προσοντούχος ή όχι, δεν χάνει το έννομο συμφέρον του να διεκδικήσει ακύρωση της επίδικης απόφασης.
Συμφωνώ με την πιο πάνω θέση του δικηγόρου του αιτητή που είναι σύμφωνη και με τη νομολογία. Στην παρούσα όμως περίπτωση είναι δεδομένο και δεκτό και από τις δύο πλευρές, ότι ο αιτητής δεν έχει τα προσόντα, που προνοούνται από τους Κανονισμούς αφού υπολείπετο της διετίας στο βαθμό του Ανώτερου Αστυνόμου. Ο προβαλλόμενος επίσης ισχυρισμός ότι ο αιτητής εκτελούσε τα καθήκοντα της θέσης ως Αναπληρωτής Ανώτερος Αστυνόμος και συνεπώς ότι είχε τα προσόντα που προνοούν οι Κανονισμοί κρίνεται ανεδαφικός για δύο λόγους. Πρώτο ότι δεν προβλέπεται από το νόμο η θέση του Αναπληρωτή και κατά συνέπεια η ορθή ερμηνεία του Κανονισμού πρέπει να είναι η κατοχή της θέσης του Ανώτερου Αστυνόμου. Και δεύτερο ότι έστω και αν ερμηνευθεί διαφορετικά εν πάση περιπτώσει δεν καλύπτεται η διετία.
Κατά συνέπεια βρίσκω ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλλει την επίδικη πράξη.
Βοήθεια για την κατάληξη μου αυτή βρήκα στην Σταύρος Γεωργιάδης (πιο πάνω) όπου ο Αρτεμίδης, Δ. ανέφερε τα εξής με τα οποία συμφωνώ:-
"Για να αποφασιστεί αν ο αιτητής έχει έννομο συμφέρο να αμφισβητεί την επίδικη απόφαση πρέπει πρώτα να κριθεί ποία από τις δύο εισηγήσεις, που αναφέρονται στην ερμηνεία του Κανονισμού, είναι η ορθή. Έχω τη γνώμη πως νομικά δεκτή είναι η ερμηνεία που υιοθετεί ο δικηγόρος της Δημοκρατίας. Ο Κανονισμός προβλέπει ρητά συμπλήρωση διετούς υπηρεσίας στο βαθμό του Ανώτερου Αστυνόμου. Η εκτέλεση καθηκόντων της θέσης αυτής, ως αναπληρωτής, δεν απολήγει και σε κατοχή του βαθμού της. Οι πρόνοιες του Κανονισμού, έχω την άποψη, πως είναι σαφείς. Ορθά ο αιτητής δεν θεωρήθηκε ως προσοντούχος υποψήφιος για προαγωγή.".
Στην προσφυγή 705/98 ο αιτητής παραδέχεται ότι δεν κατείχε τα υπό του νόμου προνοούμενα προσόντα. Ο δε αιτητής στην προσφυγή 719/98 ισχυρίζεται ότι αφού ασκούσε καθήκοντα Ανώτερου Αστυνόμου έπρεπε να θεωρηθεί προσοντούχος.
Η μη κατοχή των απαιραίτητων προσόντων από τον αιτητή του στερεί το δικαίωμα να προσβάλει την επίδικη πράξη γιατί στερείται του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος, σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος. (Βλέπε: Χρίστος Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390).
Κατά συνέπεια ευρίσκω ότι οι αιτητές στις πιο πάνω προσφυγές στερούνται εννόμου συμφέροντος και επομένως οι προσφυγές τους είναι απαράδεκτες.
Η προσφυγή αρ. 640/98 επιτυγχάνει με έξοδα και η επίδικη απόφαση όσον αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος Ανδρέα Γιαννάκη ακυρώνεται.
Οι προσφυγές αρ. 705/98 και 719/98 απορρίπτονται ως απαράδεκτες με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση.
Διαταγή ως ανωτέρω.