ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 428/2000.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με τα άρθρα 23, 25, 26, 28, 29 και 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Αλέξη Τρύφωνος

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Υπουργού Εσωτερικών

Καθ΄ων η αίτηση.

___________________

15 Μαρτίου, 2001.

Για τον αιτητή: Α.Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της

Δημοκρατίας εκ μέρους του Γ-Ε.

____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:

"Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των καθ΄ ων η αίτηση να απαντήσουν στην επιστολή αίτημα του αιτητή ημερ. 28.9.99 είναι άκυρη αντίθετη στο Σύνταγμα και πως ότι παραλείφθηκε θα πρέπει να διενεργηθεί.

Β. Δήλωση του Δικαστηρίου με την οποίαν να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα η παράλειψη των καθ΄ ων η αίτηση να εφαρμόσουν το άρθρο 23 του Συντάγματος, ώστε να απαλλοτριώσουν ή να αποδεσμεύσουν το τεμάχιο του Αιτητή με αρ. 185 ΦΣ 30/23 Ε1, F187 στα Λατσιά το οποίο είναι δεσμευμένο από το 1997 στο Τοπικό Σχέδιο Λατσιών για ανέγερση Γυμνασίου που δεν έχει ανεγερθεί και/ή δεν χρειάζεται ν΄ ανεγερθεί στο χώρο όπως έγραψε ο Γενικός Διευθυντής του Υπ. Παιδείας στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών στις 23.10.97."

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:

Ο αιτητής είναι ιδιοκτήτης ενός τεμαχίου γης στα Λατσιά με αρ. τεμαχίου 185 εκτάσεως 3 ½ περίπου στρεμμάτων (το επίδικο κτήμα). Το έτος 1991 το επίδικο κτήμα περιλήφθηκε στο Τοπικό Σχέδιο Λατσιών ως χώρος για μελλοντική ανέγερση Γυμνασίου. Με επιστολή του ημερ. 12.5.1998 (Παράρτημα Α στην ένσταση) προς τον Υπουργό Εσωτερικών ο αιτητής ζήτησε την "κατά παρέκκλιση εξαίρεση" του επίδικου κτήματος από χώρο σχολείου. Το Υπουργείο Εσωτερικών πληροφόρησε τον αιτητή ότι "εξέταζε με τα ενδιαφερόμενα Υπουργεία/Τμήματα, την αναγκαιότητα του υπό αναφορά χώρου" και θα τον ενημέρωνε μετά τη λήψη οριστικής απόφασης, είτε για απαλλοτρίωση είτε για αποδέσμευση του (Βλ. επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 11.8.98 - Παράρτημα Β στην ένσταση). Με επιστολή του ημερ. 23.10.97 προς το Υπουργείο Εσωτερικών το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού υπέβαλε εισήγηση "για την αποδέσμευση του χώρου" γιατί "νέα σχολική μονάδα δεν προβλέπεται να χρειαστεί για την περιοχή στα δέκα τουλάχιστον προσεχή χρόνια" (Βλ. Παράρτημα Δ στην ένσταση). Η πιο πάνω επιστολή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού στάληκε στο Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως με την παράκληση να δώσει τις απόψεις/εισηγήσεις του "αναφορικά με το περιεχόμενο της" (βλ. επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 5.12.97, Παράρτημα Ε στην ένσταση). Ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως δεν ανταποκρίθηκε παρά το γεγονός ότι του στάληκαν τρεις υπενθυμητικές επιστολές - ημερ. 16.6.98, 4.2.99 και 20.5.99, Παραρτήματα "Στ", "Ζ" και "Η" στην ένσταση.

Με δεύτερη επιστολή του ημερ. 28.9.1999 (η επίδικη επιστολή) προς τον Υπουργό Εσωτερικών ο αιτητής αναφέρθηκε στο ιστορικό της υπόθεσης του και στα διαβήματα στα οποία είχε προβεί για την εξαίρεση του επίδικου κτήματος. Ζήτησε συνάντηση με τον Υπουργό. Ταυτόχρονα του ζήτησε να προωθήσει το αίτημα του "ώστε να αφαιρεθεί το κτήμα του από το Τοπικό Σχέδιο το οποίο βρίσκεται στο στάδιο τροποποίησης ή τουλάχιστον να απαλλοτριωθεί το κτήμα αν και εφόσον θα γίνει ανέγερση σχολικών κτιρίων". Τονίζεται ότι πάνω στην επίδικη επιστολή υπάρχει το εξής σημείωμα του Υπουργού προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 4.10.99: "Τί συμβαίνει; Γιατί αυτή η ταλαιπωρία και μεταχείρηση;". Υπάρχει, επίσης, και το εξής σημείωμα ημερ. 5.10.99: "Προς Α. Χριστοδουλίδη - Πού βρίσκεται το θέμα; Παρακαλώ να ενημερώσουμε τον Υπουργό και να απαντήσουμε".

Φαίνεται ότι η επίδικη επιστολή είχε σαν αποτέλεσμα την ετοιμασία σημειώματος ημερ. 15.10.99 από Λειτουργό του Υπουργείου Εσωτερικών στον ίδιο τον Υπουργό Εσωτερικών (Βλ. Παράρτημα Ι στην ένσταση). Στο σημείωμα εκείνο γίνεται αναφορά στην πιο πάνω επιστολή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ημερ. 23.10.97 στην οποία γίνεται εισήγηση για την αποδέσμευση του επίδικου κτήματος. Αναφέρεται ότι το επίδικο κτήμα εξακολουθεί να είναι δεσμευμένο και στο Αναθεωρημένο Τοπικό Σχέδιο Λευκωσίας του 1996 και δεν προτείνεται η αποδέσμευση του στα πλαίσια της οριστικοποίησης του εν λόγω Σχεδίου.

Γίνεται, επίσης, αναφορά

(α) στη θέση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, σύμφωνα με την οποία "ο εν λόγω χώρος θα πρέπει να παραμείνει δεσμευμένος για την

ανέγερση σχολείου",

(β) στην έκθεση του Επιτρόπου Διοικήσεως ημερ. 23.5.97, ο οποίος κατέληξε

στο συμπέρασμα ότι "η συνεχής δέσμευση του τεμαχίου του παραπονου-

μένου τον στερεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα χρήσης και

απόλαυσης της ιδιοκτησίας του και εισηγήθηκε όπως το Υπουργείο

Παιδείας και Πολιτισμού προωθήσει το συντομότερο τη διαδικασία

απαλλοτρίωσης του".

Το σημείωμα καταλήγει ως εξής:

"4. Δεδομένου ότι υπάρχει διαφορά απόψεων μεταξύ Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού (το οποίο είναι αρμόδιο να επιβεβαιώσει την αναγκαιότητα ανέγερσης του εν λόγω σχολείου ή όχι) και του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (το οποίο είναι αρμόδιο να εκφράσει απόψεις όσον αφορά την καταλληλότητα του χώρου), το όλο θέμα θα πρέπει να τεθεί ενώπιον της ad hoc Επιτροπής (Υπουργεία Εσωτερικών, Παιδείας και Πολιτισμού, Γραφείο Προγραμματισμού, Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως) που συστάθηκε για μελέτη τέτοιων υποθέσεων και στη συνέχεια το θέμα να αχθεί ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου για λήψη τελικής απόφασης.

.................................. .................................................. ............

Στο μεταξύ θα πρέπει να δοθεί ενδιάμεση απάντηση στην πρόσφατη προς εσάς επιστολή του κ. Α. Τρύφωνος (ερ. 166-164) ότι, κατόπιν οδηγιών σας το θέμα μελετάται με τις αρμόδιες Υπηρεσίες και σύντομα θα ληφθεί οριστική απόφαση."

Σαν αποτέλεσμα της εισήγησης που περιέχεται στην παραγ. 4 του πιο πάνω σημειώματος την 6.12.99 έλαβε χώραν σύσκεψης της Ad hoc Επιτροπής με σκοπό τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τη διασφάλιση των προβλεπόμενων στο Τοπικό Σχέδιο Λεμεσού, Λάρνακας και Λευκωσίας σχολικών χώρων. Το σχετικό πρακτικό της σύσκεψης έχει ως πιο κάτω:

"3. Γυμνάσιο στα Λατσιά, στα τεμάχια με αρ. 185, 196 962,198, 199, 163, 665, Φ/Σχ. ΧΧΧ/23.Ε2 (Φακ. 64/96/Α, 318/59/Η/8, 79/91/Α/50).

Ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Παιδείας κ. Κ. Παπαδόπουλος, ανέφερε ότι ο πιο πάνω χώρος δεν είναι πλέον αναγκαίος, νοουμένου ότι δεσμευθούν δύο άλλοι χώροι (Περιοχή Ηλιούπολης και Περιοχή Φράχτης), οι οποίοι αποτελούν κρατική ιδιοκτησία. Προς υποστήριξη της θέσης του σημείωσε ότι οι ανάγκες της περιοχής καλύπτονται από τα Γυμνάσια Γερίου και Λατσιών.

Η εκπρόσωπος του Γραφείου Προγραμματισμού ανέφερε ότι πολιτική του Γραφείου της είναι να προτιμούνται χώροι οι οποίοι αποτελούν κρατική ιδιοκτησία και τάχθηκε υπέρ της θέσης του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.

Η εκπρόσωπος του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ανέλαβε να μελετήσει εκ νέου το θέμα και να υποβάλει την τελική θέση του Τήματος εντός δύο εβδομάδων, αφού εξασφαλίσει από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού συμπληρωματικά στοιχεία αναφορικά με την πληρότητα των σχολείων της περιοχής (Γερίου και Λατσιών)."

Με επιστολή του ημερ. 2.2.2000 προς το Υπουργείο Εσωτερικών ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ανέφερε ότι οι περιοχές Λατσιών-Γερίου είναι περιοχές με ψηλούς βαθμούς ανάπτυξης και είναι βέβαιο ότι πολύ σύντομα θα χρειαστεί και τρίτο Γυμνάσιο. Για το λόγο αυτό ήταν της γνώμης ότι ο χώρος που έχει καθοριστεί στο "Τοπικό Σχέδιο Λευκωσίας ως χώρος ανέγερσης μελλοντικού γυμνασίου από την πρώτη δημοσίευση του Σχεδίου δεν πρέπει να αποδεσμευθεί" το δε Υπουργείο Παιδείας θα πρέπει, "ως εκ τούτου, να προωθήσει άμεσα την απαλλοτρίωση των επηρεαζομένων τεμαχίων".

Με επείγουσα επιστολή του προς το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού ημερ. 22.3.2000 (Παράρτημα Ο στην ένσταση) το Υπουργείο Εσωτερικών ανέφερε ότι υφίσταται συνεχή κριτική και κατηγορείται ότι "ο χώρος αυτός παραμένει δεσμευμένος ενώ δεν είναι απαραίτητος για τη δημιουργία σχολείου". Υπενθύμισε ότι σύμφωνα με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 27.3.96 βασικό κριτήριο για διατήρηση της δέσμευσης ιδιωτικής ιδιοκτησίας, ως χώρου σχολείου, αποτελεί η καταλληλότητα της γης από πολεοδομική άποψη, και ότι για τις περιπτώσεις όπου προκύπτει νομική υποχρέωση απόκτησης της επηρεαζόμενης περιοχής θα προωθείται η διαδικασία απόκτησης της γης από τη Δημοκρατία.

Επίσης στην επιστολή γίνεται αναφορά σε γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατία σύμφωνα με την οποία:

".... η διαφύλαξη συγκεκριμένου χώρου για την ανέγερση δημοτικού σχολείου επάγεται στην ουσία εξ΄ ολοκλήρου στέρηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Στέρηση του δικαιώματος τούτου επιτρέπεται σύμφωνα με το Σύνταγμα της Δημοκρατίας εφ΄ όσον συντρέχουν οι αυστηρές προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 23 του Συντάγματος, και αναγκαία προς τούτο προϋπόθεση είναι η απαλλοτρίωση της ακίνητης ιδιοκτησίας σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμο που εκδόθηκε κατ΄ επιταγή του άρθρου 23 του Συντάγματος."

Αφού έκαμε αναφορά στις κατά καιρούς αντιφατικές απόψεις του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού οι οποίες φέρνουν το Υπουργείο Εσωτερικών σε δύσκολη θέση να απαντήσει στα επιχειρήματα των επηρεαζομένων ιδιοκτητών γης παρεκάλεσε - το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού - όπως σε χρονικό διάστημα επτά ημερών τοποθετηθεί οριστικά στο υπό αναφορά θέμα και ότι σε περίπτωση που το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού θεωρεί ότι "η πιο πάνω έκταση είναι αναγκαία για δημιουργία σχολείου" θα πρέπει να προχωρήσει "ως η προαναφερόμενη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα σε άμεση απαλλοτρίωση της επηρεαζόμενης ιδιωτικής ιδιοκτησίας".

Η επίδικη επιστολή του αιτητή - ημερ. 28.9.99 - δεν έτυχε απάντησης. Για το λόγο αυτό ο δικηγόρος του με επιστολή του ημερ. 24.1.2000 ζήτησε όπως "λάβει απάντηση" εντός 15 ημερών άλλως θα ελάμβανε δικαστικά μέτρα. Δεν έτυχε απάντησης και στις 28.3.2000 καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.

Συμπληρώνω την εικόνα των γεγονότων με αναφορά στη χορήγηση - την 8.6.96 - πολεοδομικής άδειας στον αιτητή για διαίρεση του επίδικου κτήματος σε ένα οικόπεδο. Αίτηση του αιτητή για χορήγηση "Πιστοποιητικού ΄Εναρξης Εργασιών" αναφορικά με την πολεοδομική άδεια απορρίφθηκε στις 12.1.2000. Το γεγονός της απόρριψης κοινοποιήθηκε στον Υπουργό Εσωτερικών (βλ. επιστολή του δικηγόρου του αιτητή ημερ. 25.1.2000).

Η προδικαστική ένσταση.

Με την γραπτή του αγόρευση ο κ. Καλλίγερος, εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση έχει εγείρει προδικαστική ένσταση "αναφορικά με το παραδεκτό της προσφυγής για λόγους δημόσιας τάξεως". Ισχυρίσθηκε ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη "διότι δεν στρέφεται κατά οποιασδήποτε εκτελεστής διοικητικής πράξης, ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να καταχωρήσει και προωθήσει την παρούσα προσφυγή και εν πάση περιπτώσει, η οποιαδήποτε έκβαση της παρούσας προσφυγής δεν δύναται να ωφελήσει τον αιτητή καθότι συνιστά αλυσιτελές διάβημα".

΄Ερεισμα της προδικαστικής ένστασης αποτέλεσαν οι πιο κάτω θέσεις και ισχυρισμοί του κ. Καλλίγερου:

(1) Η δέσμευση του επίδικου κτήματος επεβλήθη με το Τοπικό Σχέδιο Λευκωσίας την 1.12.1990. Ο αιτητής είχε υποβάλει ένσταση η οποία

απορρίφθηκε. Ουδέποτε ο αιτητής πρόσβαλε με προσφυγή την

απόρριψη της ένστασης του.

(2) Ο αιτητής εξασφάλισε πολεοδομική άδεια την 8.6.1996 "που και πάλι

διατηρούσε τη δέσμευση του επίδικου κτήματος, χωρίς και πάλι να

προσβάλει την εν λόγω άδεια είτε με ιεραρχική προσφυγή είτε με

προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο".

(3) Ο αιτητής δεν ζήτησε ποτέ ούτε την κατά νόμο αποζημίωση για τη μείωση της αξίας του τεμαχίου του αλλά κυρίως ο αιτητής ουδέποτε έχει ζητήσει χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση από τις πρόνοιες του

Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας, σύμφωνα με το άρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν 90/72).

Αναφορικά με την παραγ. 1, πιο πάνω - μη προσβολή της απόρριψης της ένστασης - παρατηρώ ότι η προσφυγή δεν στρέφεται κατά της δέσμευσης του επίδικου κτήματος. Στρέφεται κατά παράλειψεων της διοίκησης. ΄Επεται πως η μη προσβολή της απόρριψης της ένστασης του η οποία στρεφόταν κατά της δέσμευσης του επίδικου κτήματος αποτελεί άσχετο παράγοντα που δεν μπορεί να ασκήσει οποιαδήποτε επιρροή στο θέμα του παραδεκτού ή μη της παρούσας προσφυγής. Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με τις παραγ. 2 και 3 - μη προσβολή της απόφασης για την πολεοδομική άδεια και μη υποβολή αιτήματος για πολεοδομική άδεια. Το θέμα της χορήγησης ή μη πολεοδομικής άδειας δεν συναρτάται με τις θεραπείες που επιδιώκονται με την προσφυγή. Δεν μπορεί επομένως να διαδραματίσει οποιοδήποτε ρόλο στο θέμα του παραδεκτού ή μη της προσφυγής.

Σε σχέση με το αιτητικό Α ο κ. Καλλίγερος υπέβαλε ότι η επίδικη επιστολή - ημερ. 28.9.99 - δεν έχει οδηγήσει ούτε και θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκτελεστή απόφαση αφού το ουσιώδες περιεχόμενο της είναι η αίτηση του αιτητή για συνάντηση του με τον Υπουργό Εσωτερικών. Παράλειψη απάντησης στον αιτητή δεν υφίσταται (υπό την έννοια του αιτητικού Α στην προσφυγή). Σε σχέση με το αιτητικό Β ο κ. Καλλίγερος υποστήριξε ότι αυτό δεν αναφέρεται σε "εκτελεστή παράλειψη αφού όχι μόνο εκ του Νόμου καθήκον απαλλοτριώσεως ή αποδεσμεύσεως του επίδικου κτήματος του αιτητή δεν υφίσταται αλλά αντίθετα η δέσμευση εδράζεται επί αμάχητα πλέον νόμιμης διοικητικής πράξης (το Τοπικό Σχέδιο Λευκωσίας) την οποία ο αιτητής έχει αποδεχθεί ζητώντας πολεοδομική άδεια επί τη βάσει των προνοιών της. Κατά συνέπεια η προσφυγή καταφανώς δεν στρέφεται κατά εκτελεστής πράξεως ή παραλείψεως με αποτέλεσμα ο αιτητής να στερείται συμφέροντος προώθησης της.

Η θέση του κ. Καλλίγερου αναφορικά με το ουσιώδες περιεχόμενο της επίδικης επιστολής δεν βρίσκει έρεισμα στο περιεχόμενο της επιστολής. Πράγματι ο αιτητής ζήτησε συνάντηση με τον Υπουργό αλλά ταυτόχρονα ζήτησε από τον Υπουργό να προωθήσει το αίτημα του "ώστε να αφαιρεθεί το κτήμα του από το Τοπικό Σχέδιο" (Βλ. σελ. 2, πιο πάνω).

 

 

 

 

 

 

Αναφορικά με την επίδικη επιστολή - ημερ. 28.9.99 - και το αιτητικό Α της προσφυγής η αποστολή της επιστολής έχει σαν νομικό βάθρο το άρθρο 29 του Συντάγματος, το δε νομικό βάθρο του αιτητικού Α βρίσκεται στο ίδιο άρθρο. Για την επίκληση του άρθρου 29 σε προσφυγή πρέπει να συντρέχουν δύο προϋποθέσεις. Σύμφωνα με την πρώτη προϋπόθεση το αντικείμενο της αίτησης ή του παραπόνου πρέπει να βρίσκεται εντός της δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. ΄Αλλως το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί προσφυγής δυνάμει του άρθρου 29.2 (Βλ. Xenophontos v. Republic, 2 R.S.C.C. 89 και Yialousa Savings Bank v. Republic (1977) 3 C.L.R. 25).

Σύμφωνα με τη δεύτερη προϋπόθεση: Εφόσον ένας αιτητής ασκήσει προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146.1 σε σχέση με την ουσία του αιτήματος του δεν μπορεί να αξιώνει ξεχωριστή θεραπεία από το δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 29 σε σχέση με την παράλειψη της διοίκησης να του απαντήσει (Βλ. Kyriakides v. Republic , 1 R.S.C.C. 66, Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 153, Sevastides v. Republic (1968) 3 C.L.R. 309 και Sofocleous v. Republic (1974) 3 C.L.R. 63).

Το κατά πόσο το αντικείμενο της αίτησης ή του παραπόνου βρίσκεται εντός της δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξαρτάται από τη φύση της απόφασης που θα ληφθεί από τη διοίκηση επί της αίτησης ή του παραπόνου. Η απόφαση που θα ληφθεί πρέπει να είναι απόφαση που λαμβάνεται, σύμφωνα με την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας, από όργανο της Δημοκρατίας που ενεργεί εντός της έννοιας που εμπίπτει εντός του πεδίου αρμοδιότητας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Σε τέτοια περίπτωση ικανοποιείται η πιο πάνω πρώτη προϋπόθεση (Βλ. Pikis v. Republic (1965) 3 C.L.R. 131, 147). Στην παρούσα υπόθεση το αρμόδιο όργανο για τη λήψη απόφασης επί του επίδικου αιτήματος του αιτητή είναι όργανο που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία εντός της έννοιας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Η φύση της απόφασης που θα ληφθεί αποτελεί πράξη ή απόφαση που εμπίπτει εντός της δυνάμει του άρθρου 146.1 δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου γιατί αποτελεί απόφαση εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου και όχι του ιδιωτικού δικαίου (Βλ. HadjiKyriacou v. HadjiApostolou, 3 R.S.C.C. 89). Ικανοποιείται επομένως η πρώτη προϋπόθεση.

Αναφορικά με την δεύτερη προϋπόθεση φαίνεται ότι με το αιτητικό Β της προσφυγής στην πραγματικότητα ο αιτητής έχει ασκήσει προσφυγή σε σχέση με την ουσία του αιτήματος του. Επομένως ένας θα έλεγε ότι δεν θα μπορούσε να αξιώνει ξεχωριστή θεραπεία από το δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 29 σε σχέση με την παράλειψη της διοίκησης να του απαντήσει. Ωστόσο για τους λόγους που θα εξηγηθούν, σε σχέση με την εγκυρότητα του αιτητικού Β, το τελευταίο θα απορριφθεί. Η απόρριψη του αφήνει για εξέταση από το Δικαστήριο μόνο το αιτητικό Α με αποτέλεσμα να μη συντρέχει η δεύτερη προϋπόθεση εις βάρος του αιτητή.

Επομένως θα εξεταστεί η εγκυρότητα του αιτητικού Α. Από το ενώπιον μου υλικό προκύπτει σαφώς ότι ο αιτητής με την επίδικη επιστολή, ημερ. 28.9.99, υπέβαλε αίτημα "να αφαιρεθεί το κτήμα του από το Τοπικό Σχέδιο ή τουλάχιστον να απαλλοτριωθεί το κτήμα του αν και εφόσον θα γίνει ανέγερση σχολικών κτιρίων".

Στο αίτημα αυτό ο αιτητής δεν έτυχε απάντησης μέχρι την καταχώριση της προσφυγής - 28.3.2000. Αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ήδη εκτεθεί. Από αυτά προκύπτουν κυρίως τα εξής:

(α) Το επίδικο αίτημα του αιτητή είχε αρχικά υποβληθεί στις 12.5.98.

(β) Το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως παρέλειψε να λάβει έγκαιρα

θέση επί του θέματος παρόλο ότι του είχαν σταλεί 3 υπενθυμητικές

επιστολές.

(γ) Το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού υιοθέτησε αντιφατική στάση

επί του θέματος (βλ. επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών

ημερ. 22.3.2000 και σελ. 5, πιο πάνω).

Για συμπληρωση της εικόνας των γεγονότων αξίζει να επαναληφθούν τα σχόλια του Υπουργού Εσωτερικών τα οποία είναι καταγραμμένα επί της επίδικης επιστολής: "Τί συμβαίνει; Γιατί αυτή η ταλαιπωρία και μεταχείριση;".

Αναφορικά με τη νομική πτυχή του θέματος αυτή έχει προσδιορισθεί με την πιο πάνω γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα (Βλ. σελ. 5, πιο πάνω) η οποία με βρίσκει σύμφωνο.

Ο αιτητής έχει ισχυρισθεί ότι έχει σημειωθεί παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης.

Στην Καμένος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1916/14.1.98 το θέμα της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης έχει τεθεί ως εξής:

"... η αρχή της χρηστής διοίκησης ή των χρηστών διοικητικών ηθών, δηλαδή της χρηστότητας της συμπεριφοράς των διοικητικών οργάνων προς τους διοικούμενους έχει αναγνωρισθεί επανειλημμένα από τη νομολογία μας και αποτελεί στοιχείο της αμεροληψίας της διοίκησης (Βλ. Tasmi Trading v. Republic (1988) 3 C.L.R. 782, Tamassos Tobacco Suppliers and Co. v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, Δημοκρατία ν. Ιερωνυμίδη, Α.Ε. 1209-1210/10.7.96, Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 1589/18.6.96, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, Α.Ι. Τάχου, 4η έκδοση, σελ. 300).

Περαιτέρω η πορεία που έχει υιοθετηθεί από την Συμβουλευτική Επιτροπή είναι αντίθετη προς την αρχή της καλής πίστης ή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, δηλαδή της επιβαλλόμενης ευθύτητας των διοικητικών οργάνων στις σχέσεις τους με τους διοικούμενους (Βλ. Papadopoulou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 332, Droushiotis v. C.B.C. (1984) 3 C.L.R. 546 και Τάχου, πιο πάνω, σελ. 57).

Από την αρχή της καλής πίστης προκύπτει ότι (όπως ο ιδιώτης έτσι και) η Διοίκηση δεν δικαιούται να εκμεταλλευθεί ή ακόμη λιγότερο να δημιουργήσει καταστάσεις πλάνης, απάτης ή απειλής. Η Διοίκηση παραβαίνει την αρχή της καλής πίστης προπάντων όταν ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο προς τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη (Βλ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, παραγ. 387-388)."

Λαμβάνω υπόψη τη φύση του αιτήματος και το ιστορικό του όπως έχει καταγραφεί πιο πάνω. ΄Ενα απλό αίτημα που σχετιζόταν με θέμα για το οποίο υπήρχε και διαμορφωμένη από το Υπουργικό Συμβούλιο πολιτική και σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας δεν έτυχε ως όφειλε εξέτασης και απάντησης. ΄Εχει αφεθεί να εμπλακεί στη δίνη των διαφορετικών προσεγγίσεων του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού και του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και στις αντιφατικές απόψεις του πρώτου. Η μεταχείριση αυτή του αιτητή για την οποία - τονίζεται - έχει διερωτηθεί και ο αρμόδιος Υπουργός συνιστά παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και του άρθρου 29 του Συντάγματος. Επομένως, και χωρίς να αποφαίνομαι επί της ουσίας του αιτήματος, η παράλειψη αντικείμενο της θεραπείας Α πρέπει να ακυρωθεί και "παν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθή" (Βλ. και Pikis, πιο πάνω, σελ. 148).

΄Ερχομαι τώρα στο αιτητικό Β της προσφυγής και στη θέση του κ. Καλλίγερου ότι αυτό δεν αναφέρεται σε εκτελεστή παράλειψη. ΄Εχει νομολογηθεί ότι ο όρος "παράλειψη" εντός της έννοιας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος σημαίνει παράλειψη οποιουδήποτε οργάνου να προβεί σε πράξη ή να λάβει απόφαση η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής δυνάμει του εν λόγω άρθρου (Βλ. Cyprus Flour Mills v. Republic (1968) 3 C.L.R. 12 και Cyprus Tannery v. Republic (1980) 3 C.L.R. 405).

Στην Δήμος Λάρνακος ν. Mobil Oil Cyprus Ltd (1995) 3 Α.Α.Δ. 400, 401 το θέμα τέθηκε ως εξής:

"Παράλειψη διοικητικού οργάνου να εκπληρώνει καθήκον υπόκειται σε αναθεώρηση μόνο όπου αυτή συνίσταται στη μη εκπλήρωση θετικής υποχρέωσης την οποία επιβάλλει ο νόμος. Σ΄ εκείνη την περίπτωση, η αδράνεια ελέγχεται εφόσον η παράλειψη της Διοίκησης την εκτρέπει από το νομοθετημένο καθήκον της. Αυτή είναι η έννοια την οποία ενέχει ο όρος 'παράλειψη' στο ΄Αρθρο 146.1 του Συντάγματος, γιατί μόνο σ΄ εκείνη την περίπτωση η παράλειψη είναι αφ΄ εαυτής παράγωγος εννόμων αποτελεσμάτων και, συνεπώς, εκτελεστή.

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι σαφής ως προς τη φύση της παράλειψης διοικητικού οργάνου που μπορεί να αποτελέσει αυτοτελώς το αντικείμενο αναθεώρησης (Βλ., μεταξύ άλλων, Mustafa Hamza Uludag and The Republic, 3 R.S.C.C. 131, The Police Association and Others v. Republic (1972) 3 C.L.R. 23, Cyprus Tannery Ltd v. Republic (1980) 3 C.L.R. 405, 415)."

Βλ. και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 243:

"α. Παράλειψις οφειλομένης νομίμου ενεργείας

Η αίτησις ακυρώσεως δύναται να ασκηθή ου μόνον κατά παρανόμου ρητής πράξεως της Διοικήσεως. αλλά και κατά παραλείψεως, όπως αύτη προβή εις οφειλομένην νόμιμον ενέργειαν: 122 (44), 127 (46).

Παράλειψις οφειλομένης νομίμου ενεργείας προσβλητή επί ακυρώσει δι΄ αιτήσεως προς το Συμβούλιον Επικρατείας δύναται να υπάρξη μόνον οσάκις δια σαφούς διατάξεως η Διοίκησις υποχρεούται εις συγκεκριμένην ενέργειαν προς ρύθμισιν ωρισμένης σχέσεως. Της ενεργείας μη επιβαλλομένης ρητώς υπό του νόμου και συνεπώς μη ούσης υποχρεωτικής διά την Διοίκησιν, η παράλειψις της Διοικήσεως ίνα ενεργήση και η εκ της παραλείψεως τακμαιρομένη άρνησις δεν συνιστούν εκτελεστάς πράξεις, άλλως τεκμαίρεται, ότι η ενέργεια ανήκει εις την διακριτικήν ευχέρειαν της διοικήσεως, εντός της σφαίρας της οποίας δεν είναι νοητή παράλειψις οφειλομένης ενεργείας.

Ετέρα προϋπόθεσις της δημιουργίας παραλείψεως οφειλομένης νομίμου ενεργείας είναι η υποβολή αιτήσεως (οχλήσεως) προς την Διοίκησιν και η υπ΄ αυτής πάροδος ωρισμένης απράκτου προθεσμίας. Η υποβολή της αιτήσεως προς την Διοίκησιν, ίνα αύτη προβή εις ενεργείαν τινα, απαιτείται κατ΄ αρχήν, ίνα δια της παρόδου και της απράκτου προθεσμίας συγκροτηθή η έννοια της παραλείψεως οφειλομένης ενεργείας, ήτις δεν υφίσταται εφ΄ όσον δεν προηγήθη τοιούτη αίτησις. Η αίτησις δ΄ αύτη δέον να υποβληθή εις την αρμοδίαν προς ενέργειαν αρχήν, άλλως δεν κινείται η προθεσμία, ης η πάροδος δημιουργεί την παράλειψιν οφειλομένης ενεργείας."

(Βλ. επίσης Κυριακόπουλος, "Διοικητικόν Ελληνικόν Δίκαιον", 4η έκδοση, Τόμος Γ, σελ. 104, παραγ. 9).

Στην παρούσα υπόθεση το επίδικο αίτημα του αιτητή - αντικείμενο του αιτητικού Β - δεν ρυθμίζεται από σαφή διάταξη η οποία υποχρεώνει την Διοίκηση να υιοθετήσει συγκεκριμένη ενέργεια για τη ρύθμιση του. Το νομικό πλαίσιο παρέχεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος το οποίο υπαγορεύει εξυπακουόμενη υποχρέωση και όχι ρητή υποχρέωση.

Εφόσον η ενέργεια της Διοίκησης δεν επιβάλλεται ρητώς από το Νόμο ή το Σύνταγμα αυτή δεν είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση. Επομένως η παράλειψη της να ενεργήσει και η άρνηση που τεκμαίρεται από την παράλειψη της δεν συνιστούν εκτελεστές πράξεις. Ακολουθεί πως η προδικαστική ένσταση σε σχέση με το αιτητικό Β πρέπει να πετύχει. Τεκμαίρεται ότι η σχετική ενέργεια ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης εντός της σφαίρας της οποίας δεν είναι νοητή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας, πιο πάνω, σελ. 243, Cyprus Tannery, πιο πάνω, σελ. 415 και Police Association, πιο πάνω).

Τονίζεται ότι εφόσον πρόκειται για θέμα διακριτικής ευχέρειας αυτή πρέπει πάντοτε να ασκείται με βάση τις αρχές της χρηστής διοίκησης (Βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου "Γενικό Διοικητικό Δίκαιο", Τρίτη ΄Εκδοση, παραγ. 380).

Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει σε σχέση με το αιτητικό Α και αποτυγχάνει σε σχέση με το αιτητικό Β. Η παράλειψη αντικείμενο του αιτητικού Α ακυρώνεται με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.

 

 

 

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο