ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 4 ΑΑΔ 783
4 Σεπτεμβρίου, 2000
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1163/1999)
Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή σε αντιδιαστολή προς βεβαιωτική απόφαση ― Νέα έρευνα που λαμβάνει υπόψη νέα ουσιώδη στοιχεία οδηγεί σε νέα εκτελεστή απόφαση ― Η σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν αποτελεί νέο στοιχείο ― Η επανεξέταση εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου οργάνου.
Η αιτήτρια επεδίωξε την ακύρωση της εμμονής του καθ'ου η αίτηση σε παλαιότερη απόφασή του, που αφορούσε την καταβλητέα σε αυτήν σύνταξη, παρά την εν τω μεταξύ εκδοθείσα απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που διαπίστωνε την αντισυνταγματικότητα της νομοθετικής διάταξης η οποία είχε αποτελέσει, μαζί με άλλες, την νομική βάση για τον υπολογισμό της επίδικης σύνταξης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Σύμφωνα με τη νομολογία, απόφαση η οποία απλώς επιβεβαιώνει προηγούμενη εκτελεστή δεν είναι εκτελεστή, εκτός εάν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα κατά την οποία λήφθηκαν υπόψη νέα ουσιώδη πραγματικά ή νομικά στοιχεία που, αν και προϋπήρχαν της εκτελεστής, ήταν, κατά το χρόνο που λήφθηκε η εκτελεστή, άγνωστα ή δεν λήφθηκαν υπόψη. Στην προκείμενη περίπτωση το μόνο στοιχείο στο οποίο βασίστηκε η αίτηση για επανεξέταση ήταν η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ζωή Νικολαΐδου v. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1999) 3 A.A.Δ. 7, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση που προσβλήθηκε για το λόγο ότι το Άρθρο 61(1) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων, πάνω στο οποίο στηρίχθηκε, κρίθηκε ότι παραβίαζε την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Η απόφαση αυτή δεν συνιστούσε νέο νομικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει υποχρέωση επανεξέτασης οποιασδήποτε άλλης περίπτωσης, όπως αυτής της αιτήτριας, ώστε η τυχόν άρνηση ή παράλειψη επανεξέτασης να μπορεί να προσβληθεί ως άρνηση ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, ως εκτελεστή, δηλαδή, άρνηση ή παράλειψη. Η υποχρέωση επανεξέτασης, σε συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση, περιοριζόταν, βάσει του Άρθρου 146(5) του Συντάγματος, μόνο στην περίπτωση της κας Ζωής Νικολαΐδου και δεν επεκτεινόταν σε οποιαδήποτε άλλη, έστω εντελώς παρόμοια, όπως ήταν αυτή της αιτήτριας, προηγούμενη περίπτωση. Τούτο δεν σημαίνει ότι ο καθ' ου η αίτηση δεν είχε το δικαίωμα, αν έτσι έκρινε, να επανεξετάσει και την περίπτωση της αιτήτριας, και την ικανοποιήσει, υπό το φως της απόφασης στην υπόθεση Ζωή Νικολαΐδου. Κάτι τέτοιο, όμως, ανήκε στη διακριτική του εξουσία. Με την απόφασή του της 19.7.1999 άσκησε τη διακριτική του αυτή εξουσία υπέρ της μη επανεξέτασης του αιτήματος της αιτήτριας. Αποφάσισε, δηλαδή, να εμμείνει στην εκτελεστή απόφαση της 14.7.1994. Η εμμονή του αυτή, δοθέντος ότι δεν συνιστούσε, κατά τα προαναφερθέντα, άρνηση ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, δεν ήταν παρά βεβαιωτική, και, επομένως, μη εκτελεστή απόφαση.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Νικολαΐδου v. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1999) 3 Α.Α.Δ. 7,
Σιακαλλής v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519,
Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474,
Ζίττης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394.
Προσφυγή.
Προσφυγή από την αιτήτρια κατά της απόρριψης της αίτησής της για παράλληλη καταβολή σ' αυτήν σύνταξης χηρείας και σύνταξης γήρατος.
Χρ. Γεωργιάδης, για την Αιτήτρια.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 12.10.1992 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για σύνταξη χηρείας λόγω του θανάτου του συζύγου της την 1.10.1992. Η αίτησή της εγκρίθηκε. Η σύνταξη χηρείας που της χορηγήθηκε, από 12.10.1992, αποτελείτο τόσο από το βασικό όσο και από το συμπληρωματικό μέρος.
Στις 19.5.1994 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για σύνταξη γήρατος. Η αιτησή της εγκρίθηκε. Της χορηγήθηκε σύνταξη γήρατος, από 1.6.1994, αυξημένη με μέρος της σύνταξης χηρείας που εδικαιούτο, και το οποίο ενσωματώθηκε στη σύνταξη γήρατος. Ταυτόχρονα, τερματίστηκε η σ' αυτήν πληρωμή της σύνταξης χηρείας. Εφαρμόστηκαν σχετικά οι διατάξεις των άρθρων 36, 39 και 61 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων. Η απόφαση αυτή, ότι δηλαδή η αιτήτρια δεν εδικαιούτο στην ταυτόχρονη πληρωμή σύνταξης χηρείας και σύνταξης γήρατος, και ότι, από 1.6.1994, θα της καταβαλλόταν μόνο αυξημένη σύνταξη γήρατος, γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή, ημερομηνίας 14.7.1994, και δεν προσβλήθηκε με προσφυγή.
Μετά πέντε σχεδόν χρόνια, στις 2.2.1999, η αιτήτρια, με επιστολή των δικηγόρων της, επικαλούμενη την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ζωή Νικολαΐδου ν. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1999) 3 A.A.Δ. 7, ζήτησε την ταυτόχρονη προς αυτή πληρωμή τόσο της σύνταξης χηρείας όσο και της σύνταξης γήρατος.
Ο καθ' ου η αίτηση, με επιστολή του ημερομηνίας 19.7.1999, απάντησε στους δικηγόρους της αιτήτριας ως εξής:
«ΘΕΜΑ: Μαρούλλα Χριστοδουλίδου, αρ. ταυτ. 340903
Βαλτετσίου 12, ΑΡΙΕΛ Κώρτ, Διαμ.10, Λεμεσό
Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερομηνίας 2.2.99 σε σχέση με το αίτημα σας για πληρωμή στην πιο πάνω αναφερόμενη πελάτιδά σας σύνταξης χηρείας παράλληλα με την πληρωμή σύνταξης γήρατος που της καταβάλλεται ήδη από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και σας πληροφορώ τα πιο κάτω:
Η πελάτιδα σας στην οποία καταβάλλετο αρχικά σύνταξη χηρείας, υπέβαλε αίτηση για σύνταξη γήρατος στις 19.5.94 η οποία εξετάστηκε με βάση τις διατάξεις των άρθρων 36, 39 και 61 των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων. Στην πελάτιδα σας πληρώθηκε αυξημένη σύνταξη γήρατος με συνυπολογισμό μέρους της σύνταξης χηρείας. Το γεγονός αυτό γνωστοποιήθηκε στην κα Μαρούλλα Χριστοδουλίδου με επιστολή του Εξεταστή Απαιτήσεων ημερ. 14.7.94.
Δεδομένου ότι μεταξύ της ημερομηνίας που λήφθηκε η πιο πάνω απόφαση του Εξεταστή Απαιτήσεων και της επιστολής σας ημερομηνίας 2.2.99 δεν έχει προκύψει οποιοδήποτε νέο στοιχείο που να δικαιολογεί αναθεώρηση της απόφασης του Εξεταστή Απαιτήσεων, αυτή εξακολουθεί να ισχύει. Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση με αρ. 2148 δεν συνιστά νέο στοιχείο που να δικαιολογεί αναθεώρηση της προηγούμενης απόφασης του Εξεταστή Απαιτήσεων.»
Η πιο πάνω απόφαση του καθ' ου η αίτηση είναι το αντικείμενο της προσφυγής.
Ο δικηγόρος του καθ' ου η αίτηση πρόβαλε την προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη για το λόγο ότι, κατά την εισήγησή του, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή, αλλά βεβαιωτική προηγούμενης εκτελεστής, και δη εκείνης που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με την επιστολή της 14.7.1994. Η εισήγηση με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Σύμφωνα με τη νομολογία, απόφαση η οποία απλώς επιβεβαιώνει προηγούμενη εκτελεστή δεν είναι εκτελεστή, εκτός εάν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα κατά την οποία λήφθηκαν υπόψη νέα ουσιώδη πραγματικά ή νομικά στοιχεία που, αν και προϋπήρχαν της εκτελεστής, ήταν, κατά το χρόνο που λήφθηκε η εκτελεστή, άγνωστα ή δεν λήφθηκαν υπόψη. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 A.A.Δ. 474 και Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 A.A.Δ. 394). Στην προκείμενη περίπτωση το μόνο στοιχείο στο οποίο βασίστηκε η αίτηση για επανεξέταση ήταν η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ζωή Νικολαΐδου (πιο πάνω) με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση που προσβλήθηκε για το λόγο ότι το άρθρο 61(1) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων, πάνω στο οποίο στηρίχθηκε, κρίθηκε ότι παραβίαζε την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Με την εξαίρεση της περίπτωσης της κας Ζωής Νικολαΐδου, η απόφαση αυτή δεν συνιστούσε νέο νομικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει υποχρέωση επανεξέτασης οποιασδήποτε άλλης περίπτωσης, όπως αυτής της αιτήτριας, ώστε η τυχόν άρνηση ή παράλειψη επανεξέτασης να μπορεί να προσβληθεί ως άρνηση ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, ως εκτελεστή, δηλαδή, άρνηση ή παράλειψη. Η υποχρέωση επανεξέτασης, σε συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση, περιοριζόταν, βάσει του Άρθρου 146(5) του Συντάγματος, μόνο στην περίπτωση της κας Ζωής Νικολαΐδου και δεν επεκτεινόταν σε οποιαδήποτε άλλη, έστω εντελώς παρόμοια, όπως ήταν αυτή της αιτήτριας, προηγούμενη περίπτωση. Τούτο δεν σημαίνει ότι ο καθ' ου η αίτηση δεν είχε το δικαίωμα, αν έτσι έκρινε, να επανεξετάσει και την περίπτωση της αιτήτριας, και την ικανοποιήσει, υπό το φως της απόφασης στην υπόθεση Ζωή Νικολαΐδου. Κάτι τέτοιο, όμως, ανήκε στη διακριτική του εξουσία. Με την απόφασή του της 19.7.1999 άσκησε τη διακριτική του αυτή εξουσία υπέρ της μη επανεξέτασης του αιτήματος της αιτήτριας. Αποφάσισε, δηλαδή, να εμμείνει στην εκτελεστή απόφαση της 14.7.1994. Η εμμονή του αυτή, δοθέντος ότι δεν συνιστούσε, κατά τα προαναφερθέντα, άρνηση ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, δεν ήταν παρά βεβαιωτική, και, επομένως, μη εκτελεστή απόφαση.
Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με έξοδα εις βάρος της αιτήτριας.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.