ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 4 ΑΑΔ 309
11 Απριλίου, 2000
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚA ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤAΓΜΑΤΟΣ
ΔΕΣΠΩ ΤΑΚΗ ΛΕΥΚΑΡΙΤΗ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ
ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 555/1997)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας ― Προϋποθέσεις ― Ειδικά η προϋπόθεση της σχετικότητας της μαρτυρίας προς τα επίδικα θέματα ― Δεν στοιχειοθετήθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Με ενδιάμεση αίτηση, η αιτήτρια ζήτησε άδεια του Δικαστηρίου για προσκόμιση προφορικής μαρτυρίας, σχετικής κατά τους ισχυρισμούς της με τα επίδικα θέματα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αίτηση, αποφάσισε ότι:
Προϋπόθεση για την προσαγωγή μαρτυρίας στην αναθεωρητική διαδικασία είναι η σχετικότητα της μαρτυρίας προς τα επίδικα θέματα. Μαρτυρία η οποία διαφοροποιεί, αλλοιώνει ή μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το κύρος της απόφασης συναρτάται με το καθεστώς πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη. Αν τα στοιχεία ενώπιον του διοικητικού οργάνου είναι ασαφή, η αποσαφήνιση τους δεν εναπόκειται στο δικαστήριο, αλλά στο ίδιο το διοικητικό όργανο που έχει την ευθύνη για την αξιολόγηση τους.
Η αποκλειστική αρμοδιότητα για τον προσδιορισμό των ουσιωδών γεγονότων που άπτονται της άσκησης των εξουσιών της αρμοδίας αρχής, ανήκει στην ίδια. Στοιχεία τα οποία δεν τέθηκαν ούτε λήφθησαν υπόψη από τους καθ'ων η αίτηση, δεν μπορούν να γίνουν παραδεκτά ως μαρτυρία.
Στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να ελέγχει το δικαίωμα των διαδίκων να προσαγάγουν μαρτυρία σχετική με τα γεγονότα που θέλουν να αποδείξουν, με γνώμονα πάντοτε τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα.
Στην παρούσα υπόθεση η μαρτυρία που σκοπείται να παρουσιαστεί είναι η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα-εκτιμητή της αιτήτριας, η εκτίμηση του οποίου ήταν ενώπιον των καθ'ων η αίτηση πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης. Σκοπός δε της μαρτυρίας αυτής αποκλειστικά, όπως εξάγεται από το περιεχόμενο της αίτησης, είναι η αμφισβήτηση της ορθότητας της εκτίμησης του εμπειρογνώμονα του Κτηματολογίου που ήταν επίσης ενώπιον των καθ'ων η αίτηση πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης. Είναι προφανής η διαφορά μεταξύ των δύο εκτιμήσεων ως προς την αξία του επίδικου ακινήτου. Η μαρτυρία που ζητείται να επιτραπεί η προσαγωγή της δεν στοχεύει στην απόδειξη γεγονότων που έχουν άμεση σχέση με οποιοδήποτε λόγο ακυρότητας που προβάλλεται στην προσφυγή. Απλώς η μαρτυρία αυτή αποτελεί κριτική της έκθεσης-πραγματογνωμοσύνης του Κτηματολογίου.
Έχει επανηλειμμένα τονιστεί, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας δεν ελέγχει θέματα τεχνικής φύσεως που λαμβάνονται υπόψη από τη Διοίκηση στη διαμόρφωση της προσβαλλόμενης απόφασης και τούτο γιατί η Διοίκηση μπορεί να θεωρηθεί ως καλύτερος γνώστης και κριτής. Η διακριτική ευχέρεια της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως την καθορίζει το Άρθρο 146 του Συντάγματος, περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης της Διοίκησης, χωρίς να επεμβαίνει στην τεχνική της κρίση ή στην αντικατάστασή της με δική του απόφαση.
Στην παρούσα υπόθεση ζητείται από το Δικαστήριο, με την επιδιωκόμενη να προσαχθεί μαρτυρία, να υπεισέλθει στην ουσία της εκτίμησης του Κτηματολογίου και να κρίνει αν αυτή είναι λανθασμένη ή όχι, πράγμα που δεν είναι εντός της δικαιοδοσίας του με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Αντικείμενο δεν είναι η διαπίστωση της ορθότητας των εκατέρωθεν εκτιμήσεων, αλλά η επάρκεια της έρευνας της Διοίκησης. Κατά συνέπεια η μαρτυρία αυτή δεν είναι αποδεικτική οποιουδήποτε επίδικου θέματος και περαιτέρω τείνει να διαφοροποιήσει, αλλοιώσει ή μεταβάλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης από τους καθ'ων η αίτηση.
Για τους πιο πάνω λόγους το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, ότι η επιδιωκόμενη να προσαχθεί μαρτυρία δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κωνσταντίνου v. Συμβουλίου Υδατοπρομηθείας (1992) 4(Δ) Α.Α.Δ. 3330,
Ζαβρού v. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 106,
Σταύρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 4(Α) Α.Α.Δ. 317,
Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2188,
Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659,
Λάζαρος Χ''Φόραδος Ακίνητα Λτδ v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 95,
Καμηλάρης v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725.
Προσφυγή.
Προσφυγή από την αιτήτρια κατά της απόφασης με την οποία καθορίστηκε το ποσό των £20.000 ως δικαιώματα εγγραφής τίτλου επ' ονόματί της ενός μεταβιβασθέντος ακινήτου του οποίου η αξία καθορίστηκε στο ποσό των £265.000,-
Γ. Σεραφείμ για Τ. Παπαδόπουλο, για την Αιτήτρια.
Στ. Τσιβιτανίδου, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Με την προσφυγή της η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου Λευκωσίας με την οποία καθορίστηκε το ποσό των £20.000,- ως δικαιώματα εγγραφής τίτλου επ' ονόματι της ενός μεταβιβασθέντος ακινήτου του οποίου η αξία καθορίστηκε στο ποσό των £265.000,-.
Μετά τη συμπλήρωση των γραπτών αγορεύσεων των μερών η αιτήτρια καταχώρησε γραπτή αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας δι' ενόρκου δηλώσεως με το εξής αιτητικό:-
"Α. Την έκδοση διατάγματος με το οποίο να παρέχεται άδεια προσκόμισης μαρτυρίας διά ενόρκων δηλώσεων προς απόδειξη του ισχυρισμού της ότι η εκτίμηση που έγινε από τον Κυβερνητικό Εκτιμητή δεν ήταν η λογικά εφικτή υπό το φως του συνόλου των δεδομένων τα οποία είχε ή έπρεπε να είχε υπόψη του κατά την κατάρτιση της εκτίμησής του. Ότι η εκτίμηση αυτή βασίζεται σε άσχετα ή/και λανθασμένα γεγονότα που δεν επιτρέπει η επιστήμη της εκτιμητικής και διενεργήθηκε με τρόπο που δεν είναι ενδεδειγμένος από την επιστήμη και ότι αυτή η μέθοδος είναι αδικαιολόγητα δυσμενής για την Αιτήτρια.
Β. Συναφώς με το πιο πάνω, την έκδοση διατάγματος με το οποίο να παρέχεται άδεια προσκόμισης μαρτυρίας διά ενόρκων δηλώσεων προς απόδειξη του ισχυρισμού της Αιτήτριας ότι η εκτίμηση που έγινε από τον Ιδιώτη Εκτιμητή της Αιτήτριας είναι η ενδεδειγμένη, ή σύμφωνη με την επιστήμη της εκτιμητικής και συνεπώς έπρεπε αυτή να ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό του ποσού ως δικαίωμα εγγραφής.
Γ. Την έκδοση οποιασδήποτε άλλης ή/και περαιτέρω θεραπείας κρίνεται εύλογη και δίκαιη υπό τις περιστάσεις.".
Νομικό βάθρο της αίτησης είναι οι Κανονισμοί 10, 17, 18 και 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 και ο θ. 2 της Δ.48 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.
Πραγματικό βάθρο της αίτησης είναι η ένορκη δήλωση του εκτιμητή κ. Κούλλη Ταλαττίνη που συνοδεύει την αίτηση. Στην ένορκη δήλωση του, αφού αναφέρεται στην εκτίμηση του που έγινε για το επίδικο ακίνητο πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης και ευρίσκεται στο φάκελο της υπόθεσης και ήταν ενώπιον των καθ'ων η αίτηση, επιχειρεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση του Κτηματολογίου κριτικάροντας της ότι περιέχει λάθη ως προς την ορθή προσέγγιση του θέματος και καταλήγει:-
"Ενόψει των πιο πάνω, συνάγεται ότι τόσο η Μέθοδος Εκτίμησης που χρησιμοποίησε δεν είναι η κατάλληλη για την προκειμένη περίπτωση και ο τρόπος εφαρμογής, χρησιμοποίησης και ανάλυσης των δεδομένων είναι εντελώς λανθασμένος ανορθόδοξος και παραπλανητικός.".
Η γραπτή ένσταση των καθ' ων η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση στην οποία προβάλλονται οι λόγοι για τους οποίους δεν πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση. Μεταφέρω αυτούσιες τις παραγράφους 4, 5, 6 και 7 της ένορκης αυτής δήλωσης:-
"4. Όπως ειλικρινά πιστεύω και όπως με συμβουλεύει η δικηγόρος των Καθ' ων η Αίτηση, στην παρούσα Αίτηση και την επισυνημμένη σ' αυτή Ένορκη Δήλωση δεν αναφέρονται ή/και περιέχονται οποιαδήποτε γεγονότα που να υποστηρίζουν την παρούσα Αίτηση..
5. Ειδικότερα όπως με συμβουλεύει η δικηγόρος των Καθ' ων η Αίτηση, η μαρτυρία την προσκόμιση της οποίας ζητά η Αιτήτρια, είναι τεχνικής φύσεως και σε περίπτωση που το αίτημα της τελευταίας γίνει αποδεκτό, το Δικαστήριο θα μεταβληθεί από ένα δικαιοδοτικό όργανο όπως προβλέπεται από το άρθρο 146 του Συντάγματος σε ένα "εμπειρογνώμονα - τεχνοκράτη". Γι' αυτό το λόγο δεν είναι ενδεδειγμένο να επιτραπεί η προσκόμιση της εν λόγω μαρτυρίας. Το όλο πραγματικό υλικό βάσει του οποίου λήφθηκε η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου και αυτό είναι πέραν και από αρκετό για να δώσει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφασίσει εάν ορθά, δίκαια και αιτιολογημένα άσκησαν οι Καθ' ων η Αίτηση την εξουσία τους.
6. Επιπρόσθετα με τα πιο πάνω και εκ του περισσού, εξ' όσων συμβουλεύομαι από την δικηγόρο των Καθ' ων η Αίτηση λέγω ότι η επιδιωκόμενη να προσαχθεί μαρτυρία δεν είναι αποδεικτική οποιουδήποτε επίδικου ενώπιον του Δικαστηρίου θέματος και δεν μπορεί να βοηθήσει το Δικαστήριο στην απονομή της δικαιοσύνης στην παρούσα υπόθεση, σύμφωνα με την δικαιοδοσία του.
7. Επίσης όπως με συμβουλεύει η δικηγόρος των Καθ' ων η Αίτηση η επιδιωκόμενη να προσαχθεί μαρτυρία, διαφοροποιεί, αλλοιώνει ή/και μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης από το διοικητικό όργανο και ως εκ τούτου δεν είναι επιτρεπτό να γίνει αποδεκτή.".
Προϋπόθεση για την προσαγωγή μαρτυρίας στην αναθεωρητική διαδικασία είναι η σχετικότητα της μαρτυρίας προς τα επίδικα θέματα. Μαρτυρία η οποία διαφοροποιεί, αλλοιώνει ή μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το κύρος της απόφασης συναρτάται με το καθεστώς πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη. Αν τα στοιχεία ενώπιον του διοικητικού οργάνου είναι ασαφή, η αποσαφήνιση τους δεν εναπόκειται στο δικαστήριο αλλά στο ίδιο το διοικητικό όργανο που έχει την ευθύνη για την αξιολόγησή τους (Βλέπε: Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομηθείας (1992) 4(Δ) A.A.Δ. 3330).
Η αποκλειστική αρμοδιότητα για τον προσδιορισμό των ουσιωδών γεγονότων που άπτονται της άσκησης των εξουσίων της αρμοδίας αρχής ανήκει στην ίδια. (Βλέπε: Ζαβρού ν. Δημοκρατίας (1989) 3(B) A.A.Δ. 106, Σταύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4(A) A.A.Δ. 317). Στοιχεία τα οποία δεν τέθηκαν ούτε λήφθησαν υπόψη από τους καθ' ων η αίτηση δεν μπορούν να γίνουν παραδεκτά ως μαρτυρία (Βλέπε: Κωνσταντίνου, πιο πάνω).
Στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να ελέγχει το δικαίωμα των διαδίκων να προσαγάγουν μαρτυρία σχετική με τα γεγονότα που θέλουν να αποδείξουν, με γνώμονα πάντοτε τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα. Όπως έχει λεχθεί χαρακτηριστικά στην υπόθεση Λέλλα Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 A.A.Δ. 2188,
"η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του προκειμένου είναι διακριτικής μορφής και ότι ο διάδικος που ζητά την έκδοση οδηγιών για προσαγωγή μαρτυρίας, είτε προφορικής είτε υπό μορφή ένορκης δήλωσης, οφείλει να προσδιορίσει με εύλογη λεπτομέρεια τα γεγονότα τα οποία επιδιώκει να αποδείξει και να ικανοποιήσει επίσης το Δικαστήριο ότι τα γεγονότα αυτά είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα που εγείρονται στην προσφυγή, λαμβανομένων υπόψη των νομικών σημείων και των γεγονότων πάνω στα οποία βασίζεται η προσφυγή. Η κλασσική περίπτωση κατά την οποία είναι εύλογο να λεχθεί ότι τα γεγονότα των οποίων επιδιώκεται η απόδειξη είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα στην προσφυγή είναι όταν η απόδειξη τους δυνατό να τεκμηριώσει οποιοδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, που ο Αιτητής επικαλείται στην προσφυγή του.".
Στην παρούσα υπόθεση η μαρτυρία που σκοπείται να παρουσιαστεί είναι η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα-εκτιμητή της αιτήτριας, η εκτίμηση του οποίου ήταν ενώπιον των καθ' ων η αίτηση πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης. Σκοπός δε της μαρτυρίας αυτής αποκλειστικά, όπως εξάγεται από το περιεχόμενο της αίτησης, είναι η αμφισβήτηση της ορθότητας της εκτίμησης του εμπειρογνώμονα του Κτηματολογίου που ήταν επίσης ενώπιον των καθ' ων η αίτηση πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης. Είναι προφανής η διαφορά μεταξύ των δύο εκτιμήσεων ως προς την αξία του επίδικου ακινήτου. Η μαρτυρία που ζητείται να επιτραπεί η προσαγωγή της δεν στοχεύει στην απόδειξη γεγονότων που έχουν άμεση σχέση με οποιοδήποτε λόγο ακυρότητας που προβάλλεται στην προσφυγή. Απλώς η μαρτυρία αυτή αποτελεί κριτική της έκθεσης-πραγματογνωμοσύνης του Κτηματολογίου.
Έχει επανηλειμμένα τονιστεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας δεν ελέγχει θέματα τεχνικής φύσεως που λαμβάνονται υπόψη από τη Διοίκηση στη διαμόρφωση της προσβαλλόμενης απόφασης και τούτο γιατί η Διοίκηση μπορεί να θεωρηθεί ως καλύτερος γνώστης και κριτής. Η διακριτική ευχέρεια της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως την καθορίζει το Άρθρο 146 του Συντάγματος περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης της Διοίκησης, χωρίς να επεμβαίνει στην τεχνική της κρίση ή στην αντικατάστασή της με δική του απόφαση. (Βλέπε: Georghiades ν. Republic (1982) 3 C.L.R. 659, Λάζαρος Χ''Φόραδος Ακίνητα Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 95 και Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725).
Όπως λέχθηκε στην Καμηλάρης (πιο πάνω) από τον Πική, Δ. (όπως ήταν τότε):-
"Η αναθεωρητική δικαιοδοσία, όπως έχει επανειλημμένα τονισθεί, (Βλ. μεταξύ άλλων, Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659) έχει το ίδιο αντικείμενο σε σχέση με κάθε μορφή διοικητικής απόφασης. τον έλεγχο της νομιμότητας της πράξης και όχι την ορθότητα της ουσιαστικής κρίσης του αρμόδιου διοικητικού οργάνου. Το αντικείμενο της αναθεώρησης δεν είναι η διαπίστωση της ορθότητας των εκατέρωθεν εκτιμήσεων αλλά η επάρκεια της έρευνας των καθ' ων η αίτηση και το εύλογο της επίδικης απόφασης μέσα στο πλαίσιο των εξουσιών του Διευθυντή.
Όπως είχα την ευκαιρία να υποδείξω σε πρόσφατη απόφαση - Λάζαρος Χατζηφόραδου Ακίνητα Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 95 η σημασία της έκθεσης πραγματογνώμονα που υποβάλλεται στο Δικαστήριο για την αξία του κτήματος έγκειται στη διαφώτιση που παρέχει ως προς την επάρκεια της έρευνας.".
Στην παρούσα υπόθεση ζητείται από το Δικαστήριο, με την επιδιωκόμενη να προσαχθεί μαρτυρία, να υπεισέλθει στην ουσία της εκτίμησης του Κτηματολογίου και να κρίνει αν αυτή είναι λανθασμένη ή όχι, πράγμα που δεν είναι εντός της δικαιοδοσίας του με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Αντικείμενο δεν είναι η διαπίστωση της ορθότητας των εκατέρωθεν εκτιμήσεων αλλά η επάρκεια της έρευνας της Διοίκησης. Κατά συνέπεια η μαρτυρία αυτή δεν είναι αποδεικτική οποιουδήποτε επίδικου θέματος και περαιτέρω τείνει να διαφοροποιήσει, αλλοιώσει ή μεταβάλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης από τους καθ' ων η αίτηση.
Για τους πιο πάνω λόγους έχω καταλήξει στο συμπέρασμα, ασκώντας τη διακριτική μου ευχέρεια, ότι η επιδιωκόμενη να προσαχθεί μαρτυρία δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.
H αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.