ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 4 ΑΑΔ 1415
29 Δεκεμβρίου, 1999
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΡΙΣΤΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 179/98)
Ο Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Εκπαίδευσις Οδηγών) Νόμος του 1968 (Ν. 112/68) — Άρθρο 3(5) — Ανάκληση άδειας εκπαιδευτή — Ένας από τους νόμιμους λόγους ανάκλησης και η παράβαση των προνοιών του νόμου — Η μη εξάσκηση του επαγγέλματος του εκπαιδευτή ως κυρίου επαγγέλματος του κατόχου της άδειας, αποτελεί τέτοιο λόγο, εφόσον παραβιάζεται η πρόνοια του Άρθρου 3(3) (α1) του νόμου.
Ο περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Εκπαίδευσις Οδηγών) Νόμος του 1968 (Ν. 112/68) — Άδεια εκπαιδευτή — Προϋποθέσεις — Άρθρο3(3)(α1) — Απαιτείται όπως ο εκπαιδευτής «ασκεί ή θα ασκεί» το επάγγελμα του εκπαιδευτή ως κύριο επάγγελμα — Έννοια του όρου «θα ασκεί», δεν αφορά πρόθεση στο μέλλον, αλλά την άσκηση του επαγγέλματος αμέσως μόλις δοθεί η άδεια — Εύλογη και νόμιμη η ανάκληση της άδειας, εφόσον ο αδειούχος είχε άλλο ως κύριο επάγγελμά του.
Σύνταγμα — Συνταγματικότητα Νόμου — Άρθρο 3(3)(α1) του Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Εκπαίδευσις Οδηγών) Νόμου (Ν. 112/68) — Δεν παραβιάζει το Άρθρο 25 του Συντάγματος για την ελευθερία άσκησης επαγγέλματος, με την απαίτηση όπως ο κάτοχος της άδειας ασκεί το επάγγελμα του εκπαιδευτή ως κύριο επάγγελμά του, εφόσον αυτό δικαιολογείται για λόγους δημόσιας ασφάλειας και δημοσίου συμφέροντος γενικότερα.
Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του, την απόφαση των καθ' ων η αίτηση να ανακαλέσουν την άδεια που κατείχε ως εκπαιδευτής οδηγών, με την αιτιολογία ότι δεν ασκούσε το επάγγελμα αυτό ως κύριο επάγγελμά του, αλλά ως δευτερεύον.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Αναφορικά με την θέση του αιτητή, ότι δεν συνέτρεχε οποιαδήποτε από τις περιστάσεις που εκτίθενται στο εδάφιο (5) του Άρθρου 3 για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης για ανάκληση της άδειας, το Δικαστήριο δεν μπορεί να συμφωνήσει.
Η παράγραφος (β) του εν λόγω εδαφίου (5) του Άρθρου 3, κάλυπτε πλήρως την παρούσα περίπτωση αφού υπήρξε, όπως προβλέπεται στην εν λόγω παράγραφο, παράλειψη συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του Νόμου, ήτοι, εδώ του Άρθρου 3(3)(α1) του Νόμου, που απαιτεί όπως είναι το επάγγελμα του εκπαιδευτή το κύριο επάγγελμα του αδειούχου.
2. Αναφορικά με την θέση του αιτητή, ότι εκαλύπτετο από την πρόθεσή του όπως ασκεί το επάγγελμα του εκπαιδευτή στο μέλλον, ως το κύριο επάγγελμά του, εν πρώτοις το Δικαστήριο αντιλαμβάνεται την αναφορά στον ενεστώτα χρόνο - "ασκεί" - ως αναφορά σε περιπτώσεις αιτητών οι οποίοι, ως αδειούχοι, ήδη ασκούσαν το επάγγελμα ως κύριο επάγγελμα. Και ερμηνεύεται η αναφορά στο μέλλοντα χρόνο - "θα ασκεί " - ως αναφορά στις περιπτώσεις αιτητών οι οποίοι θα άρχιζαν να ασκούν το επάγγελμα ως κύριο επάγγελμα, αμέσως με την έκδοση άδειας. Πρόκειται για χρονικό προσδιορισμό άμεσα συνδεδεμένο με την έκδοση της άδειας. Χωρίς δυνατότητα επιμήκυνσης του χρόνου ανάλογα με το πως επιθυμεί ή δύναται ο οποιοσδήποτε αιτητής. Ο ισχυρισμός του παρόντα αιτητή ότι είχε προγραμματίσει και ετοιμαζόταν να ανοίξει σχολή οδηγών πολύ σύντομα - ιδωμένος μάλιστα μέσα στο σημαντικό χρονικό διάστημα που διέρρευσε μεταξύ της διαπίστωσης ότι απασχολείτο σε ξενοδοχείο και της λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης - έδειχνε ότι δεν διατηρούσε δυνατότητα άσκησης του επαγγέλματος εκπαιδευτή ως κύριου επαγγέλματος στο άμεσο μέλλον. Δεν κωλύεται βέβαια, εφόσον αποκτήσει τέτοια δυνατότητα, να αποταθεί ξανά.
3. Απομένει για εξέταση η θέση του αιτητή, ότι η πρόνοια στην παράγραφο (α1) του εδαφίου (3) του Άρθρου 3 του νόμου, είναι αντισυνταγματική. Το τεκμήριο της συνταγματικότητας, που συνοδεύει τους νόμους που θεσπίστηκαν μετά την ίδρυση της Δημοκρατίας, δεν ανατρέπεται, παρά μόνο όπου καταδεικνύεται η ασυμφωνία με το Σύνταγμα, πέρα από κάθε λογική αμφιβολία και όχι στη βάση άποψης με την οποία να εκφράζεται προτίμηση. Η επίδικη νομοθετική πρόνοια μπορεί να δικαιολογηθεί, με αναφορά τόσο στο συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας, σε σχέση με την οποία επιτρέπεται να τίθενται οι απαραίτητοι όροι και περιορισμοί, όσο και στο δημόσιο συμφέρον γενικότερα. Από τη φύση της, η εκπαίδευση οδηγών απαιτεί εγρήγορση από μέρους του εκπαιδευτή. Για τη διατήρηση της οποίας χρειάζεται να προσεγγίζει το έργο του χωρίς τον κάματο άλλης κύριας απασχόλησης.
Η αναφορά σε κύριο επάγγελμα δεν φαίνεται να υποδηλώνει κατ' ανάγκη την πλήρη απασχόληση. Θα μπορούσε να περιλάβει και τη μερική απασχόληση, εφόσον δεν υπήρχε ταυτόχρονα και άλλη που να αποτελούσε το κύριο επάγγελμα. Ο αιτητής στερήθηκε της άδειάς του όχι εξ αιτίας του ότι δεν απασχολείτο ως εκπαιδευτής παρά μόνο μερικώς, αλλά διότι είχε ως κύριο επάγγελμα άλλο και όχι εκείνο του εκπαιδευτή.
∏ ÚÔÛÊ˘Á‹ ·ÔÚÚ›ÙÂÙ·È Ì €ÍÔ‰·.
Προσφυγή.
Προσφυγή του αιτητή κατά της απόφασης ανάκλησης της άδειας εξάσκησης επαγγέλματος εκπαιδευτή οδηγών την οποία κατείχε.
Γ. Κακογιάννης, για τον Αιτητή.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
NIKOΛΑΟΥ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει, με αυτή την προσφυγή, την απόφαση του Αναπληρωτή Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων, ημερ. 11 Δεκεμβρίου 1997, με την οποία ανακάλεσε την άδεια εξάσκησης επαγγέλματος εκπαιδευτή οδηγών την οποία κατείχε ο αιτητής.
Η χαρακτηρισθείσα ως ανάκληση της άδειας επήλθε ενόψει της πρόνοιας στο άρθρο 3(3)(α1) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Εκπαίδευσις Οδηγών) Νόμου του 1968, (Ν. 112/68 όπως τροποποιήθηκε με τους Ν. 20/72, Ν. 15/86, Ν. 132/89 και Ν. 89(Ι)/92). Ας σημειωθεί όμως πρώτα το εδάφιο (1) του άρθρου 3 του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο:
"3. - (1) Απαγορεύεται η λειτουργία σχολής οδηγών ή η άσκησις του επαγγέλματος του εκπαιδευτού οδηγών άνευ εγκύρου αδείας δυνάμει του παρόντος Νόμου, εκδιδομένης κατ' έτος υπό της αρχής αδειών εν τω καθωρισμένω τύπω, υπό τοιούτους όρους οίους η αρχή αδειών ήθελε θεωρήσει πρέπον να επιβάλη."
Στο εδάφιο (3) εκτίθενται οι όροι υπό τους οποίους παραχωρείται η άδεια. Μεταξύ τους είναι και ο υπό αναφορά, στην παράγραφο (α1) η οποία εισήχθη με τον τροποποιητικό Ν. 15/86. Έχει ως εξής:
"3.(3) Η άδεια εκπαιδευτού οδηγών δεν εκδίδεται εκτός εάν ο αιτητής -
.........................................................................................................
(α1) ασκεί ή θα ασκή ως κύριον επάγγελμα την εκπαίδευσιν οδηγών."
Στον αιτητή εκδόθηκε κατά πρώτο άδεια εξάσκησης επαγγέλματος εκπαιδευτή οδηγών στις 14 Μαρτίου 1987. Βεβαίωση εργοδότη, λίγο αργότερα, τον έφερε να απασχολείτο στην αδειούχο σχολή οδηγών "Πάμπος" στη Λευκωσία. Από την οποία όμως αποχώρησε σε κάποιο στάδιο και εργοδοτήθηκε ως μόνιμος υπάλληλος στο ξενοδοχείο "Holiday Inn". Συγχρόνως εμφανιζόταν να απασχολείτο και μερικώς στη σχολή οδηγών "Εκκίνηση" η οποία άρχισε τη λειτουργία της κατά το φθινόπωρο του 1995. Η αρμόδια αρχή πληροφορήθηκε για τη μεταβολή όταν η ιδιοκτήτρια της νέας σχολής ανέφερε, με επιστολή ημερ. 8 Απριλίου 1996, ότι ο αιτητής θα απασχολείτο εκεί τα απογεύματα ως εκπαιδευτής. Με επιστολή της, η οποία ακολούθησε στις 10 Απριλίου 1996, η ιδιοκτήτρια της σχολής ζήτησε έγκριση για την εγγραφή και δεύτερου εκπαιδευτικού οχήματος το οποίο, καθώς έλεγε, θα χρησιμοποιούσε ο αιτητής. Ύστερα από σχετική αναφορά αρμόδιου υπαλλήλου, ημερ. 4 Ιουνίου 1996, δόθηκε η αιτηθείσα έγκριση παρά το πρόβλημα που προέκυπτε εξ αιτίας του ότι ο αιτητής δεν θα απασχολείτο σε πλήρη βάση.
Μετά την πάροδο ενός και πλέον έτους, ήτοι, στις 20 Αυγούστου 1997 στάληκε στον αιτητή επιστολή με την οποία, αφού επισημαίνετο ότι εργαζόταν ως μόνιμος υπάλληλος στο ξενοδοχείο "Holiday Inn", πληροφορείτο ότι υπήρχε πρόθεση ανάκλησης της άδειάς του και ότι του παρεχόταν η ευκαιρία να εκθέσει, εντός δύο εβδομάδων, τυχόν λόγους για τους οποίους κατά την άποψή του δεν δικαιολογείτο η ανάκληση. Ο αιτητής απάντησε με επιστολή ημερ. 25 Αυγούστου 1997, με την οποία παρέθεσε τους εξής δύο λόγους:
"α) Δεν βρίσκω να εργοδοτηθώ full time και εργάζομαι
part time.
β) Προγραμματίζω και ετοιμάζομαι να ανοίξω Σχολή
Οδηγών πολύ σύντομα."
Διεξήχθη έρευνα. Η οποία περιγράφεται στην ακόλουθη αναφορά, ημερ. 29 Σεπτεμβρίου 1997:
" Θέμα: Σχολή οδηγών Εκκίνηση Σ 324/95
Στες 23.9.97 είχα να επιθεωρήσω την πιο πάνω σχολή. Κατά την επιθεώρηση στα βιβλία της φαίνεται ότι ο εκπαιδευτής Αριστείδης Στυλιανού είναι καθαρά εικονικός καθ' ότι δεν έχει κάμει ούτε μιά ώρα εκπαίδευση στους μαθητές της πιο πάνω σχολής. Επίσης σαν εξεταστής οδηγών δεν έχω δει ποτέ μου αυτόν τον κύριο ούτε να εκπαιδεύει ούτε και να έχει φέρει μέχρι σήμερα κανένα μαθητή διά εξέταση.
Το όχημα ΕΕΜ. 121 που ανήκει στην πιο πάνω σχολή εξ όσον φαίνεται στα βιβλία της σχολής δεν έχει χρησιμοποιηθεί καθόλου διά εκπαίδευση μαθητών. Επίσης από τα στοιχεία του γραφείου μας δεν έχει παρουσιαστεί ούτε και για εξέταση οδηγών.
Όταν ζήτησα από την ιδιοκτήτρια της σχολής κ. Αγάθη Πάλλη να δω το όχημα διά να γράψω τα χιλιόμετρα του, μου είπε ότι ευρίσκετο στο γκαράζ του σπιτιού της στην ίδια οδό στον αρ. 45, μετέβηκα στην πιο πάνω διέυθυνση και στον διάδρομο που οδηγούσε στο γκαράζ υπήρχαν σκαλοσιές οικοδομής που δεν μπορούσε ούτε να μπει όχημα ούτε να βγει όχημα και το όχημα δεν ήτο εκεί. Μου είπε ότι πιθανό να το πήρε ο σύζυγός της.
Εισηγούμαι 1] να ανασταλεί η εκπαιδευτή άδεια του κ. Α. Στυλιανού διότι δεν εξασκεί το επάγγελμα του εκπαιδευτή και εργάζεται στα ξενοδοχεία και απλώς την χρησιμοποιούν μερικές σχολές για να καλύπτονται από τον νόμο. 2] να γίνει ιδιωτικό το όχημα ΕΕΜ 121 εφ' όσον δεν χρησιμοποιήται καθόλου σαν εκπαιδευτικό και η σχολή Εκκίνηση με βάση τον κύκλο εργασίας της που φαίνεται στο βιβλίο που διατηρή η σχολή και με την έρευνα του κ. Τίφα ημερ. 4.6.96 που υπάρχει αναφορά στην παράγραφο 4, [αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται] δεν δικαιολογείται η πιο πάνω σχολή να έχει 2 εκπαιδευτικά οχήματα."
Ακολούθησε, στις 11 Δεκεμβρίου 1997, η λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.
Με την προσφυγή προωθήθηκαν από τον αιτητή για εξέταση οι εξής τρεις θέσεις. Η πρώτη είναι ότι το άρθρο 3(3)(α1) του νόμου αντίκειται στο Άρθρο 25 του Συντάγματος και αυτό διότι ο τεθείς νομοθετικός όρος ή περιορισμός εκβαίνει των όσων προβλέπονται ως περιστάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να τον δικαιολογήσουν. Προβλέπεται σχετικά ότι:
"25.1 Έκαστος έχει το δικαίωμα να ασκή οιονδήποτε επάγγελμα ή να επιδίδεται εις οιανδήποτε απασχόλησιν, εμπόριον ή επικερδή εργασίαν.
2. Η άσκησις του δικαιώματος τούτου δύναται να υπαχθή εις τους υπό του νόμου τιθεμένους όρους, περιορισμούς ή διατυπώσεις, αναφερομένους αποκλειστικώς εις τα συνήθως απαιτούμενα διά την άσκησιν οιουδήποτε επαγγέλματος προσόντα ή οίτινες είναι απαραίτητοι μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των ηγγυημένων υπό του Συντάγματος εις οιονδήποτε πρόσωπον ή προς το δημόσιον συμφέρον υπό τον όρον ότι διατυπώσεις, όροι και περιορισμοί δεν θα τίθενται διά νόμου κατ' επίκλησιν του δημοσίου συμφέροντος εφ' όσον είναι αντίθετοι προς τα συμφέροντα εκατέρας κοινότητος.
3. ..................................................................................................."
Ο συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε στην αγόρευσή του ότι "η θέσπιση αυτού του περιορισμού αποβλέπει στην επαγγελματική και οικονομική εξαθλίωση αυτών που δεν βρίσκουν δουλειά να εργοδοτηθούν σε πλήρη βάση (full time) και αναγκάζονται να εργάζονται επί μερικής βάσεως (part time) όπως ο Αιτητής. Ο εν λόγω περιορισμός όμως δεν συνάδει με οποιονδήποτε λόγο δημοσίου συμφέροντος αλλά και ούτε είναι συναφής προς το αντικείμενο και το χαρακτήρα του επαγγέλματος του εκπαιδευτή οδηγών ......."
Η δεύτερη θέση του αιτητή είναι ότι υπήρξε πλάνη περί το νόμο. Η θέση αυτή είναι διττή. Προβάλλεται πρώτα ότι δεν συνέτρεχε οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες περιστάσεις για ανάκληση της άδειας. Σύμφωνα με το εδάφιο (5) του άρθρου 3 του νόμου:
3(5) Άδεια δυνάμει του παρόντος Νόμου παρασχεθείσα δύναται να ανακληθή ή ανασταλή υπό της αρχής αδειών εν οιαδήποτε των ακολούθων περιπτώσεων:
(α) οσάκις η άδεια εξεδόθη τω αδειούχω κατόπιν ψευδούς δηλώσεως ή αποκρύψεως ουσιώδους γεγονότος, εν γνώσει αυτού γενομένης·
(β) οσάκις ο αδειούχος παραλείπη να συμμορφωθή προς οιονδήποτε των όρων της αδείας κατόπιν γραπτής προειδοποιήσεως ή προς οιανδήποτε των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου γενομένων Κανονισμών·
(γ) οσάκις ο αδειούχος καταδικάζεται δι' αδίκημά τι δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου γενομένων Κανονισμών ή δυνάμει του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου ή του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλεια Τρίτων Προσώπων) Νόμου ή δι' οιονδήποτε αδίκημα του Ποινικού Κώδικος σχέσιν έχον προς την τροχαίαν ή εμφαίνον ανικανότητα ή ακαταλληλότητα εις την προσήκουσαν εκτέλεσιν των επαγγελματικών καθηκόντων του αδειούχου, αναφορικώς προς άτινα εξεδόθη η άδεια ή έλλειψιν καλού ηθικού χαρακτήρος έστω και εάν αύτη είναι άσχετος προς την προσήκουσαν εκτέλεσιν των επαγγελματικών τούτων καθηκόντων.
(δ) οσάκις εκπαιδευτής οδηγών παραλείψει να ανανεώση την άδειαν αυτού διά περίοδον τριών συνεχών ετών."
Έπειτα προβάλλεται ότι ο όρος με αναφορά στον οποίο έγινε η ανάκληση της άδειας - "ασκεί ή θα ασκή ως κύριον επάγγελμα την εκπαίδευσιν οδηγών" - εκπληρώνεται όχι μόνο με την εκπαίδευση οδηγών ως κύριο επάγγελμα στο παρόν αλλά και με την πρόθεση άσκησης του επαγγέλματος στο μέλλον. Οπότε, σύμφωνα με τον αιτητή, δεδομένης της εκφρασθείσας πρόθεσής του, δεν υπήρξε ποτέ παράβαση του όρου.
Η τρίτη και τελευταία θέση του αιτητή συναρτάται με το δεύτερο σκέλος της δεύτερης του θέσης. Είναι πως υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα αφού παραγνωρίστηκε η πρόθεση να ασκήσει το εν λόγω επάγγελμα ως κύριο επάγγελμα στο μέλλον.
Παρατηρώ κατ' αρχάς ότι, ως θέμα κατάταξης, ο χαρακτηρισμός της ληφθείσας απόφασης ως ανάκλησης άδειας έχει την έννοια εδώ της ακύρωσης της άδειας. Τη θέση του αιτητή περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 3(3)(α1) του Νόμου θα την αφήσω για εξέταση τελευταία αφού πρόκειται περί ζητήματος η εξέταση του οποίου δικαιολογείται μόνο όπου καθίσταται απαραίτητη. Αρχίζω από το πρώτο σκέλος της δεύτερης θέσης του αιτητή ότι δεν συνέτρεχε οποιαδήποτε από τις περιστάσεις που εκτίθενται στο εδάφιο (5) του άρθρου 3 για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Δεν μπορώ να συμφωνήσω. Η παράγραφος (β) του εν λόγω εδαφίου (5) του άρθρου 3, την οποία ήδη παρέθεσα, κάλυπτε πλήρως την παρούσα περίπτωση αφού υπήρξε, όπως προβλέπεται στην εν λόγω παράγραφο, παράλειψη συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του Νόμου, ήτοι, εδώ του άρθρου 3(3)(α1) του Νόμου.
Το δεύτερο σκέλος της δεύτερης θέσης, ότι κάλυπτε τον αιτητή το μέρος της πρόνοιας στο άρθρο 3(3)(α1) το οποίο αναφέρεται στη μελλοντική άσκηση του επαγγέλματος ως κύριου επαγγέλματος, θα το εξετάσω μαζί με την τρίτη θέση του για μελλοντική άσκηση. Εν πρώτοις αντιλαμβάνομαι την αναφορά στον ενεστώτα χρόνο - "ασκεί" - ως αναφορά σε περιπτώσεις αιτητών οι οποίοι, ως αδειούχοι, ήδη ασκούσαν το επάγγελμα ως κύριο επάγγελμα. Και ερμηνεύω την αναφορά στο μέλλοντα χρόνο - "θα ασκή" - ως αναφορά στις περιπτώσεις αιτητών οι οποίοι θα άρχιζαν να ασκούν το επάγγελμα ως κύριο επάγγελμα αμέσως με την έκδοση άδειας. Πρόκειται για χρονικό προσδιορισμό άμεσα συνδεδεμένο με την έκδοση της άδειας. Χωρίς δυνατότητα επιμήκυνσης του χρόνου ανάλογα με το πως επιθυμεί ή δύναται ο οποιοσδήποτε αιτητής. Ο ισχυρισμός του παρόντα αιτητή ότι είχε προγραμματίσει και ετοιμαζόταν να ανοίξει σχολή οδηγών πολύ σύντομα - ιδωμένος μάλιστα μέσα στο σημαντικό χρονικό διάστημα που διέρρευσε μεταξύ της διαπίστωσης ότι απασχολείτο σε ξενοδοχείο και της λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης - έδειχνε ότι δεν διατηρούσε δυνατότητα άσκησης του επαγγέλματος εκπαιδευτή ως κύριου επαγγέλματος στο άμεσο μέλλον. Δεν κωλύεται βέβαια, εφόσον αποκτήσει τέτοια δυνατότητα, να αποταθεί ξανά.
Απομένει για εξέταση η πρώτη θέση του αιτητή ότι η πρόνοια στην παράγραφο (α1) του εδαφίου (3) του άρθρου 3 του νόμου είναι αντισυνταγματική. Το τεκμήριο της συνταγματικότητας, που συνοδεύει τους νόμους που θεσπίστηκαν μετά την ίδρυση της Δημοκρατίας, δεν ανατρέπεται παρά μόνο όπου καταδεικνύεται η ασυμφωνία με το Σύνταγμα πέρα από κάθε λογική αμφιβολία· και όχι στη βάση άποψης με την οποία να εκφράζεται προτίμηση. Η επίδικη νομοθετική πρόνοια μπορεί, καθώς μου φαίνεται, να δικαιολογηθεί με αναφορά τόσο στο συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας, σε σχέση με την οποία επιτρέπεται να τίθενται οι απαραίτητοι όροι και περιορισμοί, όσο και στο δημόσιο συμφέρον γενικότερα. Από τη φύση της, η εκπαίδευση οδηγών απαιτεί εγρήγορση από μέρους του εκπαιδευτή. Για τη διατήρηση της οποίας χρειάζεται να προσεγγίζει το έργο του χωρίς τον κάματο άλλης κύριας απασχόλησης. Η αναφορά σε κύριο επάγγελμα δεν μου φαίνεται να υποδηλώνει κατ' ανάγκη την πλήρη απασχόληση. Θα μπορούσε να περιλάβει και τη μερική απασχόληση εφόσον δεν υπήρχε ταυτόχρονα και άλλη που να αποτελούσε το κύριο επάγγελμα. Επιβάλλεται όμως να είναι το κύριο επάγγελμα. Ώστε να μην καταπονείται ο εκπαιδευτής με άλλο κύριο επάγγελμα. Το οποίο, καθώς θα ήταν φυσικό να αναμένετο, θα τον αποδυνάμωνε και θα του στερούσε τη δυνατότητα να εκτελέσει με την απαραίτητη επάρκεια το έργο του ως εκπαιδευτή. Με προφανείς νομίζω τις επιπτώσεις στην ασφάλεια του κοινού από τυχόν αδυναμία του εκπαιδευτή. Ο αιτητής στερήθηκε της άδειάς του όχι εξ αιτίας του ότι δεν απασχολείτο ως εκπαιδευτής παρά μόνο μερικώς αλλά διότι είχε ως κύριο επάγγελμα άλλο και όχι εκείνο του εκπαιδευτή.
Η προσφυγή αποτυγχάνει. Και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.