ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 4 ΑΑΔ 1400
22 Δεκεμβρίου, 1999
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ROSSITZA IVANOVA GUEORGUIEVA,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ ΚΑΙ/Ή
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/Ή ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1345/99)
Αλλοδαποί — Άδεια παραμονής — Μη παράταση της άδειας και απέλαση αλλοδαπής — Με την αιτιολογία ότι ο γάμος που συνήφθηκε με Κύπριο ήταν εικονικός και αποσκοπούσε στην παραμονή της αλλοδαπής στην Κύπρο — Παρέχεται εξουσία τέτοια με βάση τους Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων και των Κανονισμών — Η δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων για ακύρωση γάμων, δεν μπορεί να συσχετιστεί με την απόφαση, στα πλαίσια των πιο πάνω Νόμων.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Αίτηση για αναστολή εκτέλεσης απόφασης απέλασης αλλοδαπού/αιτήτριας στην προσφυγή — Προϋπόθεση έκδηλης παρανομίας — Η παρανομία που διαπιστώνεται άμεσα και χωρίς έρευνα ή που είναι απροκάλυπτη — Δεν συνέτρεχε η προϋπόθεση στην αίτηση.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Αίτηση για αναστολή εκτέλεσης απόφασης απέλασης αλλοδαπού — Προϋπόθεση ανεπανόρθωτης βλάβης — Βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτητής — Κενό στην απόδειξη της βλάβης δεν αναπληρώνεται από τους δικηγόρους κατά την συζήτηση της αίτησης — Μη αναγνώριση δικαιώματος παραμονής αλλοδαπού, εκκρεμούσης της δίκης του.
Η αιτήτρια, που ήταν αλλοδαπή, καταχώρησε, στα πλαίσια προσφυγής της κατά της απόφασης απόρριψης αιτήματος παράτασης της άδειας παραμονής της στην Κύπρο, καθώς και κατά της κράτησης και απέλασής της, αίτηση με την οποία ζήτησε την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης, μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού εξέδωσε προσωρινό διάταγμα αναστολής μέχρι την εκδίκαση της αίτησης για αναστολή, απορρίπτοντας την αίτηση, αποφάσισε ότι:
1. Η δικηγόρος της αιτήτριας, υπέβαλε ότι συντρέχουν και οι δυο προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Αναφορικά με την ύπαρξη έκδηλης παρανομίας, την εντοπίζει στο ότι δεν είναι αρμοδιότητα του Λειτουργού Μετανάστευσης να κρίνει για το κύρος του γάμου. Αρμόδιο όργανο να αποφασίσει είναι το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, όπως είπε, με βάση το Σύνταγμα και το νόμο που διέπει τη σύσταση και δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων. Αναφέρθηκε ειδικά στο Άρθρο 18 του περί Πολιτικού Γάμου Νόμου, Ν. 21/90, που ορίζει ότι:
"Στην περίπτωση του άκυρου γάμου, καθώς και αυτού που έγινε από πλάνη ή με απειλή, απαιτείται απόφαση Οικογενειακού Δικαστηρίου που να τον ακυρώνει."
Έκδηλη θεωρείται η παρανομία, η οποία διαπιστώνεται άμεσα και χωρίς έρευνα: Ελπίδα Κροκίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ή είναι απροκάλυπτη. Δεν έχει διαφανεί με ποιό τρόπο και γιατί η κρινόμενη είναι μια τέτοια περίπτωση. Η δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου, δεν μπορεί να συσχετισθεί με ό,τι έχει συμβεί στην παρούσα περίπτωση. Η εφαρμογή των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων, όπως και των σχετικών κανονισμών, εμπίπτουν στις αρμοδιότητες των καθ' ων. Σε αυτές περιλαμβάνεται και η διοικητική απέλαση. Μόνο με βάση τις διατάξεις τους και τις προϋποθέσεις που θέτουν, είναι επιτρεπτή η παραμονή και εργοδότηση αλλοδαπών. Βασικά ο νόμος υιοθετεί το σύστημα της προηγούμενης άδειας για τη νομιμότητα της παρουσίας και των δραστηριοτήτων τους στον τόπο. Διαφορετικά επιβάλλονται κυρώσεις. Μεταξύ των οποίων είναι και η απέλαση του παρανομούντος αλλοδαπού. Η διαπίστωση των καθ' ων, ότι πρόκειται για εικονικό γάμο ή γάμο ευκαιρίας, φαίνεται πως έγινε στα πλαίσια και για τους σκοπούς του νόμου, του οποίου η εποπτεία και εφαρμογή ανατέθηκε στους καθ' ων.
2. Αναφορικά με την προϋπόθεση, που πρέπει απαραίτητα να αποδειχθεί, για την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας, σχετική είναι η παράγραφος 13 της ένορκης δήλωσης της αιτήτριας, ότι:
"Εάν δε, δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα θα υποστώ ανεπανόρθωτο καταστροφή."
Με την παραπάνω δήλωση, που είναι η μοναδική αναφορά στο στοιχείο της ανεπανόρθωτης βλάβης, η αιτήτρια δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης που τη βαραίνει, σχετικά με το στοιχείο αυτό. Ούτε καν προσδιόρισε τη φύση της ζημίας. Το κενό δεν αναπληρώνεται από οποιαδήποτε προφορική δήλωση της συνηγόρου, που έγινε κατά τη συζήτηση. Περαιτέρω δεν αναγνωρίζεται δικαίωμα παραμονής αλλοδαπού εκκρεμούσης της δίκης του.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται. Το διάταγμα αναστολής ακυρώνεται.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Κροκίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1857,
Rached ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3135,
Moyo a.o. ν. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203,
Rahman ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 4 Α.Α.Δ. 2064.
Αίτηση.
Αίτηση της αιτήτριας για αναστολή εκτέλεσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασής της.
Α. Ευσταθίου, για την Αιτήτρια.
Μ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
NIKHTAΣ, Δ.: Η αιτήτρια είναι Βουλγάρα. Με την προσφυγή της προσβάλλει την απόφαση των καθών η αίτηση ημερ. 12/10/99 να μην παρατείνουν την παραμονή της στην Κύπρο. Συμπροσβάλλεται και η νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης της. Παράλληλα, με μονομερή αίτηση, η αιτήτρια ζήτησε αναστολή εκτέλεσης των διαταγμάτων αυτών μέχρι να εκδικαστεί η προσφυγή και να εκδοθεί τελική απόφαση. Οι καθών πρόβαλαν ένσταση στο αίτημα αυτό. Η εξ πάρτε αίτησή τους επιδόθηκε ύστερα από οδηγίες μου και αφού έδωσα προσωρινή αναστολή μέχρι την εκδίκασή της.
Η αιτήτρια εργάστηκε ως οικιακή βοηθός από την άφιξή της στις 10/3/95 μέχρι 10/3/98, αφού εξασφάλισε άδεια παραμονής και εργασίας. Η άδεια ανανεωνόταν από καιρού εις καιρό. Έληξε όμως στις 10/3/98. Έτσι η αιτήτρια εγκατέλειψε την Κύπρο στις 21/3/98 για να επανέλθει τον επόμενο μήνα. Της παραχωρήθηκε, στις 27/4/98, άδεια εισόδου και παραμονής για ένα μήνα, ύστερα από αίτηση, που υπέβαλε κάποιος Αργυρός Χ"Γεωργίου, ο οποίος σκόπευε να τελέσει γάμο μαζί της. Ας σημειωθεί ότι η αιτήτρια είδε σχετική αγγελία του σε εφημερίδα και επικοινώνησε μαζί του. Και περαιτέρω ότι ο κ. Χ"Γεωργίου, που είναι κυπριακής καταγωγής, κατείχε διαβατήριο Αυστραλίας. Ήταν τότε 76 χρονών και η αιτήτρια 45, όπως αναγράφεται στο πιστοποιητικό γάμου τους, που τελέστηκε στις 27/5/98 στο Δημαρχείο Λατσιών.
Ο γάμος δεν ευδοκίμησε. Τον επόμενο κιόλας μήνα η αιτήτρια έκαμε κατάθεση στην αστυνομία (31/7/98), στην οποία προέβη σε διάφορους ισχυρισμούς αναφορικά με τη σεξουαλική τους ζωή. Ισχυρίστηκε τελικά ότι η συμβίωση δεν ήταν δυνατή γιατί ο σύζυγος της την παρότρυνε σε άσκηση πορνείας για να κερδίζουν χρήματα. Αντίθετα ο προμνησθείς στην κατάθεσή του, την ίδια ημέρα, ανέφερε ότι η αιτήτρια δε δέχθηκε να ολοκληρώσουν το γάμο τους. Την παρακολούθησε και την είδε να βγαίνει με άλλον άνδρα με τον οποίο υποψιάστηκε ότι είχε δεσμό. Ούτε αυτός ήθελε να ζήσει μαζί της και ήταν έτοιμος, αν του το ζητούσε η αιτήτρια, να συγκατατεθεί στην έκδοση διαζυγίου. Πίστευε ότι - και το δήλωσε στην κατάθεσή του - η αιτήτρια τον παντρεύτηκε μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει άδεια μόνιμης παραμονής της. Αντιλαμβάνομαι ότι ο προμνησθείς έχει προ καιρού επιστρέψει στην Αυστραλία, όπου και εγκαταστάθηκε.
Στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι η αιτήτρια έφυγε από τη διεύθυνση της κατοικίας της. Και τον τόπο εργασίας της. Ενόψει όλων των στοιχείων που είχαν στη διάθεσή τους, οι καθών απέρριψαν αίτημά της, που εκκρεμούσε, να παραμείνει στην Κύπρο. Με επιστολή του ημερ. 6/7/99 ο Λειτουργός Μετανάστευσης πληροφόρησε τη δικηγόρο της αιτήτριας πώς το αίτημα δεν έγινε δεκτό γιατί:
"... από εξετάσεις που έγιναν εξακριβώθηκε ότι ο γάμος αυτός δεν είναι γνήσιος και έγινε με απώτερο σκοπό η αλλοδαπή να εξασφαλίσει την παραμονή της. Για το θέμα αυτό υπάρχει και παραδοχή του Ελληνοκύπριου συζύγου σε ενυπόγραφη κατάθεσή του.
2. Επιπρόσθετα αναφέρω, ότι το ζεύγος δεν διαμένει κάτω από την ίδια στέγη και ούτε υπάρχει συμβίωση, καθότι ο Ελληνοκύπριος μετέβηκε στο εξωτερικό για μόνιμη εγκατάσταση και οι δεσμοί της αλλοδαπής με την Κύπρο έπαυσαν να υφίστανται."
Η δικηγόρος της αιτήτριας επανήλθε, αλλά ο Λειτουργός Μετανάστευσης, στις 12/10/99, ανέφερε ότι δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί το αίτημα για παραμονή της αιτήτριας για τους λόγους που αναφέρει στην προγενέστερη επιστολή του. Πρόσθετα την πληροφόρησε ότι εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα.
Η δικηγόρος της αιτήτριας υπέβαλε ότι συντρέχουν και οι δυο προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Αναφορικά με την ύπαρξη έκδηλης παρανομίας την εντοπίζει στο ότι δεν είναι αρμοδιότητα του Λειτουργού Μετανάστευσης να κρίνει για το κύρος του γάμου. Αρμόδιο όργανο να αποφασίσει είναι το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, όπως είπε, με βάση το Σύνταγμα και το νόμο που διέπει τη σύσταση και δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων. Αναφέρθηκε ειδικά στο άρθρ. 18 του περί Πολιτικού Γάμου Νόμου αρ. 21/90, που ορίζει ότι:
"Στην περίπτωση του άκυρου γάμου, καθώς και αυτού που έγινε από πλάνη ή με απειλή, απαιτείται απόφαση Οικογενειακού Δικαστηρίου που να τον ακυρώνει."
Έκδηλη θεωρείται η παρανομία, η οποία διαπιστώνεται άμεσα και χωρίς έρευνα: Ελπίδα Κροκίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1857, ή είναι απροκάλυπτη. Δεν έχει διαφανεί με ποιό τρόπο και γιατί η κρινόμενη είναι μια τέτοια περίπτωση. Η δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου δεν μπορεί να συσχετισθεί με ό,τι έχει συμβεί στην παρούσα περίπτωση. Η εφαρμογή των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων, όπως και των σχετικών κανονισμών, εμπίπτουν στις αρμοδιότητες των καθών. Σε αυτές περιλαμβάνεται και η διοικητική απέλαση. Μόνο με βάση τις διατάξεις τους και τις προϋποθέσεις που θέτουν είναι επιτρεπτή η παραμονή και εργοδότηση αλλοδαπών. Βασικά ο νόμος μας υιοθετεί το σύστημα της προηγούμενης άδειας για τη νομιμότητα της παρουσίας και των δραστηριοτήτων τους στον τόπο μας. Διαφορετικά επιβάλλονται κυρώσεις. Μεταξύ των οποίων είναι και η απέλαση του παρανομούντος αλλοδαπού.
Η διαπίστωση των καθών ότι πρόκειται για εικονικό γάμο ή γάμο ευκαιρίας φαίνεται πως έγινε στα πλαίσια και για τους σκοπούς του νόμου, του οποίου η εποπτεία και εφαρμογή ανατέθηκε στους καθών. Δεν ασκήθηκε αρμοδιότητα άλλου πολιτειακού οργάνου. Ούτε έχει προβληθεί ισχυρισμός για παραβίαση του δικαιώματος οικογενειακής ζωής, το οποίο κατοχυρώνει το άρθρ. 22 του Συντάγματος. Υπό τις συνθήκες δεν ήταν άλλωστε δυνατό. Πέραν τούτου φαίνεται πως η αιτήτρια έμεινε και εργαζόταν χωρίς να εξασφαλίσει προηγουμένως άδεια.
Έρχομαι στη δεύτερη προϋπόθεση, που πρέπει απαραίτητα να αποδειχθεί, για την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας. Σχετική είναι η παράγραφος 13 της ένορκης δήλωσης της αιτήτριας (τελευταία πρόταση):
"13. ......................................................................
Εάν δε, δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα θα υποστώ ανεπανόρθωτο καταστροφή."
Με την παραπάνω δήλωση, που είναι η μοναδική αναφορά στο στοιχείο της ανεπανόρθωτης βλάβης, η αιτήτρια δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης που τη βαραίνει, σχετικά με το στοιχείο αυτό. Ούτε καν προσδιόρισε τη φύση της ζημίας. Το κενό δεν αναπληρώνεται από οποιαδήποτε προφορική δήλωση της συνηγόρου που έγινε κατά τη συζήτηση. Περαιτέρω θα υπομνήσω ότι δεν αναγνωρίζεται δικαίωμα παραμονής αλλοδαπού εκκρεμούσης της δίκης του: Mohamed Ali Abou Rached v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3135, Sydney Alfred Moyo & Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 1203. Βλ. επίσης Mizanur Rahman v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 4 Α.Α.Δ. 2064.
Η αίτηση στερείται ερείσματος. Απορρίπτεται. Το διάταγμα αναστολής ακυρώνεται.
Η αίτηση απορρίπτεται. Το διάταγμα αναστολής ακυρώνεται.