ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 4 ΑΑΔ 253

26 Φεβρουαρίου, 1999

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΟΥΛΟΥΚΑΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 703/97)

 

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Κεντρική Τράπεζα ― Διορισμοί ― Συνεντεύξεις ― Εύλογα δόθηκε βαρύτητα στην προσωπικότητα των υποψηφίων.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Κεντρική Τράπεζα ― Διορισμοί ― Γραπτή εξέταση και προφορική συνέντευξη ― Βαρύτητα που προσδίδεται στη συνέντευξη - Διακριτική ευχέρεια διορίζοντος οργάνου ― Ο συνδιασμός των δύο προσφέρει ασφαλή βάση αξιολόγησης ― Ειδική αιτιολόγηση για παραγνώριση του αιτητή, ο οποίος είχε πρωτεύσει στις γραπτές εξετάσεις, εφόσον χαρακτηρίστηκε ως καλός στην προφορική συνέντευξη ― Εντός των επιτρεπτών ορίων της διακριτικής της ευχέρειας η απόφαση της Επιτροπής Προσωπικού.

Ο αιτητής, ο οποίος είχε καταταγεί πρώτος στη γραπτή εξέταση, που διεξήχθη για τη θέση Λειτουργού Β' Ταξης / Στατιστικολόγου, θέση πρώτου διορισμού, στην Κεντρική Τράπεζα, προσέβαλε με την προσφυγή του την απόφαση διορισμού των ενδιαφερομένων μερών, αντί του ιδίου. Κύριος ισχυρισμός του, ήταν ότι παραγνωρίστηκε τόσο το αποτέλεσμα της γραπτής εξέτασης, καθώς και το πλεονέκτημά του, χωρίς ειδική αιτιολογία.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Προέχει η εξέταση της άποψης περί εξωγενών κριτηρίων. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να συμφωνήσει με την εισήγηση του αιτητή. Η προσωπικότητα και τα άλλα που αναφέρθηκαν μπορούσαν εύλογα να θεωρηθούν ως παράγοντες που θα έπρεπε να μετρήσουν.

     Η θέση ήταν αρκετά ψηλή και το σχέδιο υπηρεσίας αναφέρει ως πρώτο καθήκον την οργάνωση της Στατιστικής Μονάδας του Τμήματος. Επεξηγείται δε στη συνέχεια πως ανήκει στο Τμήμα η συλλογή στατιστικών πληροφοριών, η επεξεργασία, η ανάλυση και η ερμηνεία τους. Η πρόσδοση σημασίας στα εξειδικευθέντα ήταν, κάτω από τις περιστάσεις, εύλογα επιτρεπτή.

2.  Κατά την πλήρωση των θέσεων πρώτου διορισμού δεν υπάρχουν όπως στην περίπτωση των προαγωγών, συγκριτικά στοιχεία ως προς την αξία, συναρτημένα προς προηγηθείσα δημόσια υπηρεσία. Βασικός γνώμονας είναι τα προσόντα των υποψηφίων και βέβαια η απόδοσή τους στις γραπτές εξετάσεις και στις προφορικές συνεντεύξεις, όπου το αρμόδιο όργανο οφείλει ή προκρίνει στην άσκηση της αναγνωρισμένης διακριτικής του ευχέρειας, να διεξαγάγει. Ό,τι προκύπτει από τη νομολογία, είναι πως τίποτε από αυτά δε λειτουργεί μόνο του, κατ' αποκλεισμό των άλλων. Το αποτέλεσμα της γραπτής εξέτασης δεν καθορίζει εφ' εαυτού, εκ των προτέρων, τον καταλληλότερο. Ούτε η κατοχή πλεονεκτήματος.

     Η προφορική συνέντευξη διαδραματίζει ρόλο. Δεν είναι μάταιη η διεξαγωγή της. Χρειάζεται βέβαια ισχυρή πράγματι βάση για να υπερνικήσει τη γραπτή εξέταση, η σημασία της οποίας ως γενικά αξιόπιστου κοινού μέτρου, τονίστηκε επανειλημμένα, ή ακόμα και το πλεονέκτημα που προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας. Πολύ περισσότερο όταν συντρέχουν υπέρ του ιδίου και τα δύο, όπως εδώ. Δεν μπορούν όμως να ισχύσουν συνταγές. Τίποτε δεν μπορεί να είναι απόλυτο στο πλαίσιο διαδικασίας στην οποία η διοίκηση εξοπλίζεται με διακριτική εξουσία και ασκεί αποφασιστική αρμοδιότητα. Τίθεται, στην πραγματικότητα, θέμα βαθμού και η κάθε περίπτωση κρίνεται κατά τα ιδιαίτερά της περιστατικά.

     Κρίνεται ότι από τον αριθμό των επιτυχόντων, διεξάχθηκε δύσκολη γραπτή εξέταση. Αυτό τονίζει τη σημασία της βαθμολογίας που εξασφάλισε ο αιτητής αλλά και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα εξασφάλισαν αρκετά ψηλή βαθμολογία. Η Επιτροπή Προσωπικού κάθε άλλο παρά την παραγνώρισε. Αναφέρθηκε ειδικά σ' αυτή την επιτυχία του αιτητή και, επίσης, επισήμανε την κατοχή από αυτόν του πλεονεκτήματος. Δεν ήταν όμως έτοιμη να τον επιλέξει γι' αυτά και εξήγησε με σαφήνεια γιατί. Δεν αρκέστηκε σε γενικότητες. Δεν την ικανοποίησε η απόδοσή του στην προφορική συνέντευξη. Δεν ήταν μόνο η μεγάλη διαφορά του από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα όπως την αναδείκνυε το γεγονός ότι εκείνοι αξιολογήθηκαν ως εξαιρετικοί και ο αιτητής μόνο ως καλός. Αντιμετώπισε με αδιαφορία την προφορική συνέντευξη και αγνοούσε ακόμα και το ρόλο της Κεντρικής Τράπεζας.

     Υπάρχει συνεπώς, αντίθετα προς την εισήγηση του αιτητή, ρητή και συγκεκριμένη αιτιολόγηση της επιλογής αφού λήφθηκαν υπόψη και οι γραπτές εξετάσεις και το πλεονέκτημα. Εφόσον στην απουσία οποιασδήποτε αντίθετης ένδειξης, το Δικαστήριο οφείλει να ενεργήσει με δοσμένη την καλοπιστία της Επιτροπής Προσωπικού, στην οποία αφήνεται η διαμόρφωση γνώμης, το τελικό ερώτημα συνίσταται στο κατά πόσο, κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης, η Επιτροπή Προσωπικού υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας. Το Δικαστήριο πιστεύει πως δεν τα έχει υπερβεί. Εν πλήρη γνώσει, έκαμε επιλογές ευλόγως επιτρεπτές και δεν παρέχεται περιθώριο για υπαγόρευση, από το Δικαστήριο, της συγκριτικής σημασίας που κατά τη γνώμη του θα έπρεπε να προσδοθεί στην περίπτωση σε νόμιμα στοιχεία κρίσης. Ο αιτητής, σε τελική ανάλυση, δεν έχει καταδείξει έκδηλη υπεροχή. Ο διορισμός που ακολούθησε τις αξιολογήσεις της Επιτροπής Προσωπικού ήταν εύλογα επιτρεπτός.

H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Kalos v. Republic (1986) 3 C.L.R. 942,

Stephanou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 431,

Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 325,

Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 102,

Σωτηροπούλου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 62,

Χ"Χάννας ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 3/97 κ.ά., ημερ. 19/6/98,

Οικονομίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1009,

Republic v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R. 1081,

Karamontani v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2423,

Αναστασιάδου - Vantiegnem v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 959,

Βασιλείου ν. Δήμου Αγ. Αθανασίου (1993) 4 Α.Α.Δ. 1301,

Βασιλείου ν. Δήμου Αγ. Αθανασίου (1994) 4 Α.Α.Δ. 691,

Κυριάκου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Χλώρακας (1995) 4 Α.Α.Δ. 136,

Χατζηπαυλή ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1865,

Παπαγιάννης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1997) 4 Α.Α.Δ. 2594,

Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145,

Marathevtou a.o. v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1088,

Δημοκρατία κ.ά. ν. Αναστασιάδου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 119.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη διορίστηκαν στη θέση Λειτουργού Β΄ Τάξης/Στατιστικολόγου αντί του αιτητή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η προσφυγή αφορά στο διορισμό των Ι. Κουκουλαρίδη και Μ. Χριστοδούλου στη θέση Λειτουργού Β΄ Τάξης/Στατιστικολόγου, στην Κεντρική Τράπεζα. Η θέση προκηρύχθηκε ως πρώτου διορισμού και υποβλήθηκαν 70 αιτήσεις.  Διεξάχθηκε γραπτή εξέταση όπως πρόβλεπε το σχέδιο υπηρεσίας και συμμετέσχαν σ' αυτήν 36 από τους αιτητές. Ορίστηκε ως όριο επιτυχίας που θα νομιμοποιούσε για περαιτέρω αξιολόγηση, το 50% της συνολικής βαθμολογίας και το υπερέβησαν 11 υποψήφιοι. Μεταξύ τους ο αιτητής που κατετάγη πρώτος με 83% και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Ο Μ. Χριστοδούλου ήταν δεύτερος με 73% και ο Ι. Κουκουλαρίδης 5ος με 65%.

Η Επιτροπή Προσωπικού υπέβαλε τους επιτυχόντες σε προσωπική συνέντευξη και, όπως σημειώνει, αφού έλαβε υπόψη την προσωπικότητα, τη διαύγεια σκέψης την ευθυκρισία και την ευφράδειά τους, κατέταξε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ως εξαιρετικούς και τον αιτητή ως καλό.

Ο αιτητής κατείχε πρώτο πτυχίο Χημικής Μηχανικής, Μεταπτυχιακό στα Εφαρμοσμένα  Μαθηματικά και PhD στη Στατιστική. Κρίθηκε, επομένως, ότι κατείχε το πλεονέκτημα που πρόβλεπε το σχέδιο υπηρεσίας (μεταπτυχιακός τίτλος στη Στατιστική). Ο Ι. Κουκουλαρίδης είχε πρώτο πτυχίο και μεταπτυχιακό στα Οικονομικά. Ο Μ. Χριστοδούλου είχε πρώτο πτυχίο στα Μαθηματικά με Στατιστική και ασχολείτο με την απόκτηση μεταπτυχιακού στην Εφαρμοσμένη Στατιστική.

Ο αιτητής υποστηρίζει πως δεν θα έπρεπε να υπερισχύσουν οι υποκειμενικές εντυπώσεις από τη συνέντευξη της εξ αντικειμένου υπεροχής του, όπως την καταδείκνυαν τα αποτέλεσματα της γραπτής εξέτασης και το πλεονέκτημα που κατείχε. Πολύ λιγότερο αφού, όπως διατείνεται, τα κριτήρια στη βάση των οποίων σχηματίστηκαν οι εντυπώσεις, ήταν εξωγενή. Δεν παραγνωρίζει πως δεν απαιτείτο αιτιολόγηση των εντυπώσεων από τις συνεντεύξεις αλλά, όπως εισηγείται, η όποια αιτιολογία τους, εφόσον δόθηκε, ελέγχεται. Επιπρόσθετα, απαιτείτο ειδική αιτιολόγηση της παραγνώρισης του πλεονεκτήματός του και, όπως υποστηρίζει, τέτοια αιτιολόγηση δεν υπάρχει.

Η αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή συνοδεύθηκε από ευρύτατη αναφορά στη νομολογία. Δεν χρειάζεται να μεταφέρω τα παγίως νομολογημένα αναφορικά με την ανάγκη ειδικής αιτιολόγησης της παραγνώρισης πλεονεκτήματος. Θα αναφερθώ όμως στις υποθέσεις που επικαλέστηκε σε σχέση με τη σημασία των συνεντεύξεων γενικά αλλά και σε συσχετισμό προς το βαθμό επιτυχίας σε γραπτές εξετάσεις. Είναι ανάγκη να δούμε ως προς αυτά τί ακριβώς μπορεί να εξαχθεί ως αρχή. Ιδίως, αν μπορεί να δικαιολογηθεί η θέση πως, ενόψει των αποτελεσμάτων της γραπτής εξέτασης και του πλεονεκτήματος θα έπρεπε να είχε διοριστεί ο αιτητής. Ανεξάρτητα, δηλαδή, από τις όποιες εντυπώσεις που θα σχηματίζονταν κατά τη συνέντευξη.

Προέχει η εξέταση της άποψης περί εξωγενών κριτηρίων. Δεν μπορώ να συμφωνήσω με την εισήγηση του αιτητή. Η προσωπικότητα και τα άλλα που αναφέρθηκαν μπορούσαν εύλογα να θεωρηθούν ως παράγοντες που θα έπρεπε να μετρήσουν. Αναφορά στην προσωπικότητα ως σχετικής βρίσκουμε και στις αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Kalos v. Republic (1986) 3 C.L.R. 942 και Stephanou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 431 που επικαλέστηκε, για άλλο σκοπό, ο αιτητής. Επίσης σχετικές είναι οι αποφάσεις της Ολομέλειας στην Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 325 και Παύλος Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 102 στην οποία αναφέρθηκα και στην υπόθεση Ελένη Σωτηροπούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 62. Βέβαια ήταν διαφορετικές οι θέσεις και δεν ήταν ακριβώς τα ίδια τα κριτήρια. Μπορεί να εξαχθεί όμως αναλογία. Η θέση ήταν αρκετά ψηλή και το σχέδιο υπηρεσίας αναφέρει ως πρώτο καθήκον την οργάνωση της Στατιστικής Μονάδας του Τμήματος. Επεξηγείται δε στη συνέχεια πως ανήκει στο Τμήμα η συλλογή στατιστικών πληροφοριών, η επεξεργασία, η ανάλυση και η ερμηνεία τους. Η πρόσδοση σημασίας στα εξειδικευθέντα ήταν, κάτω από τις περιστάσεις, εύλογα επιτρεπτή. Η υπόθεση Βραχίμης Χ"Χάννας κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 3/97 κ.ά., ημερομηνίας 19.6.98 στην οποία αναφέρθηκε ο αιτητής, διακρίνεται. Εκεί οι εντυπώσεις αιτιολογήθηκαν με αναφορά σε δυναμισμό, πρακτικότητα και ευελιξία που κρίθηκε πως δεν μπορούσαν να συνδεθούν προς τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή επικαλέστηκε σειρά αποφάσεων σε σχέση με την περιορισμένη σημασία των εντυπώσεων από τις συνεντεύξεις. Κατά μεγάλο μέρος τους οι υποθέσεις εκείνες αφορούσαν σε προαγωγές. Έχω ήδη παραθέσει δυο αποφάσεις της Ολομέλειας και δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επεκταθώ και σε άλλες που πράγματι κινούνται στις ίδιες γραμμές.  Δεν αναφέρθηκε ο αιτητής στη διαφορετική προσέγγιση σε σχέση με θέσεις πρώτου διορισμού. Το έκαμε η ευπαίδευτος συνήγορος για τους καθ' ων η αίτηση. Επικαλέστηκε την Σωτήρης Οικονομίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1009 στην οποία ο Καλλής Δ. συνοψίζει τη νομολογία πάνω στο θέμα. Οι εντυπώσεις από τις συνεντεύξεις έχουν αυξημένη βαρύτητα, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση θέσεων πρώτου Διορισμού. Επισημαίνω ιδιαιτέρως την αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας Republic v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R. 1081, στην οποία και θα επανέλθω.

Έγινε επίσης αναφορά από τον κ. Αγγελίδη σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων στις οποίες ακυρώθηκαν πρώτοι διορισμοί ακριβώς λόγω της σημασίας που προσδόθηκε στην προφορική συνέντευξη, στις πλείστες ενόψει και των αποτελεσμάτων γραπτής εξέτασης.  (βλ. Κaramontani v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2423, Ιωάννα Αναστασιάδου - Vantieghem ν. Δημοκρατίας (1994) 4�Α.Α.Δ. 959, Άντρη Βασιλείου ν. Δήμου Αγίου Αθανασίου (1993) 4 Α.Α.Δ. 1301 και Άντρη Βασιλείου ν. Δήμου Αγίου Αθανασίου (1994) 4 Α.Α.Δ. 691, Κυριάκος Κυριάκου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Χλώρακας (1995) 4 Α.Α.Δ. 136 και Εύη Χ"Παυλή ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1865 και Γιαννάκης Παπαγιάννης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1997) 4 Α.Α.Δ. 2594).

Κατά την πλήρωση των θέσεων πρώτου διορισμού δεν υπάρχουν, όπως στην περίπτωση των προαγωγών, συγκριτικά στοιχεία ως προς την αξία, συναρτημένα προς προηγηθείσα δημόσια υπηρεσία. Βασικός γνώμονας είναι τα προσόντα των υποψηφίων και βέβαια η απόδοσή τους στις γραπτές εξετάσεις και στις προφορικές συνεντεύξεις, όπου το αρμόδιο όργανο οφείλει ή προκρίνει στην άσκηση τις αναγνωρισμένης διακριτικής του ευχέρειας, να διεξαγάγει. Ό,τι προκύπτει από τη νομολογία, είναι πως τίποτε από αυτά δεν λειτουργεί μόνο του, κατ' αποκλεισμό των άλλων.  Το αποτέλεσμα της γραπτής εξέτασης δεν καθορίζει αφ' εαυτού, εκ των προτέρων, τον καταλληλότερο. Ούτε η κατοχή πλεονεκτήματος. Όπως επαναλάβαμε στην απόφαση της Ολομέλειας στην Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145.

"η κατοχή πλεονεκτήματος δεν προδιαγράφει και επιλογή του υποψηφίου που το κατέχει. Μπορεί σε κάθε περίπτωση να επιλεγεί άλλος υποψήφιος ενόψει πειστικών λόγων που δικαιολογούν την παραγνώρισή του".

Η προφορική συνέντευξη διαδραματίζει ρόλο. Δεν είναι μάταιη η διεξαγωγή της. Χρειάζεται βέβαια ισχυρή πράγματι βάση για να υπερνικήσει τη γραπτή εξέταση, η σημασία της οποίας ως γενικά αξιόπιστου κοινού μέτρου, τονίστηκε επανειλημμένα· ή ακόμα και το πλεονέκτημα που προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας. Πολύ περισσότερο όταν συντρέχουν υπέρ του ιδίου και τα δύο, όπως εδώ.  Δεν μπορούν όμως να ισχύσουν συνταγές. Τίποτε δεν μπορεί να είναι απόλυτο στο πλαίσιο διαδικασίας στην οποία η διοίκηση εξοπλίζεται με διακριτική εξουσία και ασκεί αποφασιστική αρμοδιότητα. Τίθεται, στην πραγματικότητα, θέμα βαθμού και η κάθε περίπτωση κρίνεται κατά τα ιδιαίτερά της περιστατικά. Αντλώ από τρεις αποφάσεις που επικαλέστηκε ο αιτητής. Από την σελίδα 1094 της απόφασης του Πική Δ., όπως ήταν τότε, στην Marathevtou and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1088:

".... a written examination generally offers a more objective basis for testing the knowledge of candidates, whereas a combination of the two - an oral and a written examination - provides, no doubt, a securer basis still for the assessment of the abilities of the candidates".

Σε μετάφραση

"...γραπτή εξέταση προσφέρει γενικά μια πιο αντικειμενική βάση ελέγχου της γνώσης των υποψηφίων, ενώ ένας συνδυασμός των δυο - προφορικής και γραπτής εξέτασης -

παρέχει, αναμφιβόλως, μια βάση ακόμα πιο ασφαλή για την εκτίμηση των ικανοτήτων των υποψηφίων."

Από τη σελ. 1088 της απόφασης της Ολομέλειας που έδωσε ο Τριανταφυλλίδης Π. στην Republic v. Panayiotides, ανωτέρω:

"It is not always, necessarily, a reason for annulment the fact that great importance was attached to the impressions from the interviews, because the adoption of such a course may be warranted by the circumstances of a case and if such course was adopted in a manner compatible with the proper exercise of the relevant discretionary powers of the Public Service Commission, or other appointing authority, it could not be said that undue importance was given to the impressions from the interviews on that particular occasion" .

Σε μετάφραση

Δεν είναι πάντοτε, αναγκαστικά, λόγος ακύρωσης το γεγονός ότι προσδίδεται μεγάλη σημασία στις εντυπώσεις από τις συνεντεύξεις, επειδή η υιοθέτηση τέτοιας πορείας μπορεί να δικαιολογείται από τα περιστατικά της υπόθεσης και εάν τέτοια πορεία υιοθετήθηκε κατά τρόπο που συμβιβάζεται με την ορθή άσκηση της σχετικής διακριτικής εξουσίας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ή άλλης διορίζουσας αρχής, δεν θα μπορούσε να λεχθεί ότι δόθηκε ανεπίτρεπτη σημασία στις εντυπώσεις από τις συνεντεύξεις σε εκείνη τη συγκεκριμένη περίπτωση".

Από τη σελίδα 125 της απόφασης της Ολομέλειας που έδωσε ο Αρτεμίδης Δ. στην Δημοκρατία κ.ά. ν. Αναστασιάδου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 119:

"Νομίζουμε λοιπόν πως ανάλογα με την ποιότητα του περιεχομένου του διαγωνισμού στην κάθε περίπτωση και τη φύση των καθηκόντων της θέσης, η προφορική αυτή δοκιμασία έχει επίσης σημασία.  Αναμένεται επομένως, να αιτιολογείται η τελική επιλογή και με αναφορά στη διαφορά βαθμολόγησης στους δύο διαγωνισμούς".

Αν κρίνουμε από τον αριθμό των επιτυχόντων, διεξάχθηκε δύσκολη γραπτή εξέταση. Αυτό τονίζει τη σημασία της βαθμολογίας που εξασφάλισε ο αιτητής αλλά και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα εξασφάλισαν αρκετά ψηλή βαθμολογία. Η Επιτροπή Προσωπικού κάθε άλλο παρά την παραγνώρισε. Αναφέρθηκε ειδικά σ' αυτή την επιτυχία του αιτητή και, επίσης, επισήμανε την κατοχή από αυτόν του πλεονεκτήματος. Δεν ήταν όμως έτοιμη να τον επιλέξει γι' αυτά και εξήγησε με σαφήνεια γιατί. Δεν αρκέστηκε σε γενικότητες.  Δεν την ικανοποίησε η απόδοσή του στην προφορική συνέντευξη.  Δεν ήταν μόνο η μεγάλη διαφορά του από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα όπως την αναδείκνυε το γεγονός ότι εκείνοι αξιολογήθηκαν ως εξαιρετικοί και ο αιτητής μόνο ως καλός. Αντιμετώπισε με αδιαφορία την προφορική συνέντευξη και αγνοούσε ακόμα και το ρόλο της Κεντρικής Τράπεζας. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά.

"Η Επιτροπή σημείωσε ότι ο υποψήφιος Πουλούκας Σταύρος υπερτερούσε σε βαθμολογία στις γραπτές εξετάσεις και προσόντα που ικανοποιούσαν την απαίτηση για πλεονέκτημα έναντι των δύο πιο πάνω υποψηφίων, οι οποίοι όμως επέδειξαν εξαιρετική επίδοση στην προφορική εξέταση ενώ η επίδοση του υποψήφιου Πουλούκα Σταύρου ήταν απλώς καλή. Περαιτέρω η Επιτροπή σημείωσε ότι ο πιο πάνω υποψήφιος αντιμετώπισε την προφορική εξέταση με αδιαφορία και ιδιαίτερα σημειώθηκε το γεγονός ότι αγνοούσε ποιος είναι ο ρόλος της Κεντρικής Τράπεζας".

Έχουμε, συνεπώς, αντίθετα προς την εισήγηση του αιτητή, ρητή και συγκεκριμένη αιτιολόγηση της επιλογής αφού λήφθηκαν υπόψη και οι γραπτές εξετάσεις και το πλεονέκτημα. Εφόσον, στην απουσία οποιασδήποτε αντίθετης ένδειξης, οφείλουμε να ενεργήσουμε με δοσμένη την καλοπιστία της Επιτροπής Προσωπικού, στην οποία αφήνεται η διαμόρφωση γνώμης, το τελικό ερώτημα συνίσταται στο κατά πόσο, κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης, η Επιτροπή Προσωπικού υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας. Νομίζω πως δεν τα έχει υπερβεί. Εν πλήρη γνώσει, έκαμε επιλογές ευλόγως επιτρεπτές και δεν παρέχεται περιθώριο για υπαγόρευση, από το Δικαστήριο, της συγκριτικής σημασίας που κατά τη γνώμη του θα έπρεπε να προσδοθεί στην περίπτωση σε νόμιμα στοιχεία κρίσης. Ο αιτητής, σε τελική ανάλυση, δεν έχει καταδείξει έκδηλη υπεροχή. Ο διορισμός που ακολούθησε τις αξιολογήσεις της Επιτροπής Προσωπικού ήταν εύλογα επιτρεπτός. Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη  απόφαση επικυρώνεται.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο