ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 3033

3 Δεκεμβρίου, 1997

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΝΙΑ ΤΣΙΚΚΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,

Καθ' ου η αίτηση.

(Υποθέσεις Αρ. 788/95, 789/95, 790/95)

Φορολογία — Φορολογία εισοδήματος — Δέουσα έρευνα και αιτιολογία του υπολογισμού του εισοδήματος από τον Έφορο — Περιστάσεις τήρησης της νομιμότητας στην κριθείσα περίπτωση.

Συνταγματικό Δίκαιο — Σύνταγμα — Άρθρο 24.2 — Το ζήτημα της παραβίασής του στην περίπτωση βεβαίωσης φόρου μετά τη λήξη ισχύος του νόμου που τον επέβαλε —Δεσμευτική νομολογία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου — Υιοθέτησή της στην κριθείσα περίπτωση.

Φορολογία — Φορολογία εισοδήματος — Καθυστέρηση στη βεβαίωσή της οφειλόμενη σε ελλειπή στοιχεία που δεν τηρούσε ο φορολογούμενος — Η καθυστέρηση δεν μπορεί να αποβεί προς όφελος του φορολογουμένου.

Ο αιτητής προσέβαλε τις σε βάρος του φορολογίες, εισοδήματος και συναφείς, για τα έτη 1987-91.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:

1. Το Δικαστήριο βρίσκει αβάσιμους τους ισχυρισμούς του αιτητή, ότι ο Έφορος κατέληξε σε αναιτιολόγητα και αυθαίρετα συμπεράσματα, χωρίς προηγουμένως να διενεργήσει τη δέουσα έρευνα. Ο αιτητής παρέσχε στον Έφορο όσα στοιχεία είχε στη διάθεσή του και όσα μπόρεσε να εξασφαλίσει. Σ' αυτά δεν περιλαμβάνονταν αποδεικτικά στοιχεία αναφορικά με τον ακριβή αριθμό ενοικιάσεων κρεβατιών ή ομπρελών για το κάθε έτος αφού δεν διατηρούσε τέτοια στοιχεία. Επομένως δεν απέμενε άλλη οδός στον καθ' ου η αίτηση, από του να υπολογίσει μόνος του τα εισοδήματα του αιτητή με βάση διάφορα στοιχεία τα οποία συνέλεξε και αξιολόγησε. Ο ισχυρισμός ότι δεν διεξήχθη η δέουσα έρευνα είναι ανυπόστατος, τα δε συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ο Έφορος βρίσκουν έρεισμα στα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη και που περιέχονται στο φάκελο. Ο αιτητής δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο αναφορικά με τους ισχυρισμούς του για τις διαθέσιμες ημέρες ενοικιάσεως και τη δωρεάν παραχώρηση ομπρέλων.

Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί ότι τα ποσοστά πληρότητας των ξενοδοχείων της περιοχής κατά τους ουσιώδεις χρόνους ήταν παράγων εντελώς άσχετος με την εργασία του αιτητή, που δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Έστω κι αν τα ξενοδοχεία παρέχουν στους ενοίκους τους παρόμοιες διευκολύνσεις, το στοιχείο αυτό είναι ενδεικτικό της τουριστικής κίνησης στη συγκεκριμένη περιοχή κατά τον κρίσιμο χρόνο και μπορούσε να ληφθεί υπόψη. Εν πάση περιπτώσει, ο Έφορος δεν στηρίχτηκε μόνο στο στοιχείο αυτό, αλλά το αξιολόγησε μαζί με άλλα, συμπεριλαμβανομένου και του εσωτερικού τουρισμού, για να καταλήξει στην απόφασή του κάνοντας και τις ανάλογες αναπροσαρμογές αναφορικά με τους μήνες που δεν θεωρούνται πολύ τουριστικοί. Ο Έφορος αιτιολογεί λεπτομερώς την απόφασή του, την οποία το Δικαστήριο βρίσκει εύλογα επιτρεπτή υπό τις περιστάσεις, και απορρίπτει όλους τους ισχυρισμούς του αιτητή αναφορικά με τον υπολογισμό του φορολογητέτου εισοδήματός του.

2. Ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίστηκε ότι οι επίδικες φορολογίες έκτακτης εισφοράς αντίκεινται στο Άρθρο 24.2 του Συντάγματος επειδή κατά το χρόνο της βεβαίωσης του φόρου δεν υπήρχε σε ισχύ νομοθεσία που να προέβλεπε είτε την επιβολή είτε τον καθορισμό είτε την είσπραξή της, εφόσον ο περί Εκτάκτου Εισφοράς (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος (Αρ. 111/90 όπως τροποποιήθηκε), με βάση τον οποίο επιβλήθηκαν, εξέπνευσε στις 30.6.92. Είναι η θέση του ότι η έκτακτη εισφορά δεν αποτελεί φόρο και δεν ισχύουν οι πρόνοιες των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων. Και τούτο, επειδή στο Νόμο 111/90, υπήρχε ειδική πρόνοια για την εφαρμογή των προνοιών των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων, τηρουμένων των αναλογιών. Με την εκπνοή δε της ισχύος του Νόμου 111/90, ο περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμος δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί από μόνος του. Αναφερόμενος στις αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Republic v. Pavlides and Others (1979) 3 C.L.R. 603 και Antoniades and Others v. Republic (1979) 3 C.L.R. 641, υποστήριξε ότι διαφοροποιούνται από την παρούσα περίπτωση και δεν πρέπει να ακολουθηθούν, όπως ούτε και η πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου τούτου, η οποία εσφαλμένα, κατά την άποψη του βασίστηκε στις πιο πάνω αποφάσεις. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι και η επιβολή τόκου επί της έκτακτης εισφοράς δεν ήταν επιτρεπτή ενόψει του γεγονότος ότι η Κ.Δ.Π. 31/75, η οποία περιείχε πρόνοιες για την επιβολή του, έπαυσε να ισχύει με την κατάργηση των Νόμων 55/74 και 111/90, με βάση τους οποίους θεσπίστηκε και ίσχυε.

Δεν είναι η πρώτη φορά που τα πιο πάνω θέματα τίθενται ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Nicos Anastassiou ν. Republic (1977) 3 C.L.R. 91, αποφασίστηκε από την Ολομέλεια ότι ο όρος "Φόρος" περιλαμβάνει και την έκτακτη εισφορά. Σχετική είναι επίσης και η υπόθεση Γ. Α. Καλλίμαχος & Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 A.A.Δ. 1749.

Και οι υπόλοιποι ισχυρισμοί του δικηγόρου του αιτητή εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Κρίθηκε ότι οι αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Pavlides και Antoniades (πιο πάνω) τις οποίες επιχειρεί να διαφοροποιήσει ο αιτητής, εφαρμόζονταν και ήταν δεσμευτικές, ότι οι περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμοι παρείχαν την αναγκαία νομοθετική εξουσιοδότηση για τη βεβαίωση της Έκτακτης Εισφοράς, παρά το ότι οι σχετικοί περί Εκτάκτου Εισφοράς (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμοι είχαν εκπνεύσει, και ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 24.2 του Συντάγματος δεν παραβιάστηκαν.

3. Εξάλλου, στην περίπτωση των επιδίκων φορολογιών για τα έτη 1987, 1988,1989 και 1990, οι αρχικές βεβαιώσεις έγιναν στις 8.8.91, πριν δηλαδή την εκπνοή του περί Εκτάκτου Εισφοράς (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου, είναι δε λόγω των ενστάσεων και του χρόνου που απαιτήθηκε για την εξέτασή τους, ενόψει της έλλειψης στοιχείων και της έρευνας που ακολούθησε που καθυστέρησαν οι τελικές βεβαιώσεις με αποτέλεσμα να εκπνεύσει η ισχύς του Νόμου μέχρι τη διενέργειά τους. Η καθυστέρηση στη διενέργεια των τελικών βεβαιώσεων δεν μπορεί ν' αποβεί προς όφελος του αιτητή, που είχε υποχρέωση να τηρεί τα απαραίτητα στοιχεία για εξακρίβωση των φορολογικών του υποχρεώσεων.

4. Τα πιο πάνω ισχύουν και για το θέμα του τόκου. Η σχετική πρόνοια που πρόβλεπε την καταβολή τόκου επί οφειλομένης εκτάκτου εισφοράς βρίσκεται στον Κανονισμό 4 των περί Εκτάκτου Εισφοράς (Προσωριναί Διατάξεις) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 31/75) και ιδιαίτερα στην επιφύλαξη.

Οι πιο πάνω Κανονισμοί εκδόθηκαν με βάση το Άρθρο 9 του περί Εκτάκτου Εισφοράς (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου του 1974 (Αρ. 55/74) και διατηρήθηκαν σε ισχύ με βάση το Άρθρο 10 του Νόμου 111/90. Οι Κανονισμοί εξέπνευσαν με την εκπνοή της ισχύος του Νόμου 111/90, δηλαδή στις 30.6.92. Όμως η υποχρέωση για καταβολή τόκου επί των οφειλομένων στην παρούσα περίπτωση εισφορών είχε δημιουργηθεί πριν την εκπνοή του Νόμου και των Κανονισμών.

Σύμφωνα με το συνδυασμό των Άρθρων 10(2) του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1 και 2 του περί Άρσεως Αμφιβολιών περί την Λήξιν της Ισχύος των Νόμων Νόμου του 1962 (Ν. 42/62), η λήξη της ισχύος νόμου δεν επηρεάζει, μεταξύ άλλων, οποιανδήποτε υποχρέωση ή θεραπεία (στην οποία περιλαμβάνεται και η βεβαίωση έκτακτης εισφοράς) που προκύπτει από τον εκπνεύσαντα νόμο. Σχετική επί του θέματος είναι η υπόθεση Pavlides (πιο πάνω), όπως και οι άλλες υποθέσεις στις οποίες έγινε αναφορά προηγουμένως, στις οποίες υιοθετήθηκε η Pavlides.

Εφαρμόζονται δε και εδώ, κατ' αναλογίαν, οι διατάξεις των περί Φορολογίας του Εισοδήματος και των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων, σύμφωνα με τον οποίο καθίσταται δυνατή η απαίτηση καταβολής τόκων.

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Republic v. Pavlides a.o. (1979) 3 C.L.R. 603,

Antoniades a.o. v. Republic (1979) 3 C.L.R. 641,

Anastassiou v. Republic (1977) 3 C.L.R. 91,

Γ. Α. Καλλίμαχος & Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1749,

Atlas Shoes Ltd. v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 2329,

Vepro Co. Ltd. v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 159/94, ημερ. 29.12.94,

D. Skaros Hoteliers Ltd. v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 520/94, ημερ. 31.5.95,

Παυλίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2087,

Άντης Κωνσταντίνου Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 179,

Σχοινή ν. Δημοκρατίας (1997) 4 A.A.Δ. 2839.

Προσφυγές.

Προσφυγές με τις οποίες προσβάλλονται οι αποφάσεις του Εφόρου για την επιβολή στον αιτητή φορολογίας εισοδήματος, έκτακτης εισφοράς και έκτακτης εισφοράς για την άμυνα αναφορικά με τα έτη 1987-1991.

Σπ. Ευαγγέλου, για τον Αιτητή σε όλες τις προσφυγές.

Στ. Χούρη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η αίτηση σε όλες τις προσφυγές.

Cur. adv. vult.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι υποθέσεις αυτές συνεκδικάστηκαν κατόπιν διαταγής του Δικαστηρίου γιατί αφορούν τον ίδιο αιτητή και έχουν κοινά πραγματικά και νομικά στοιχεία.

Αντικείμενό τους είναι η ακύρωση αντίστοιχων αποφάσεων του καθ' ου η αίτηση (ο Έφορος) με τις οποίες επιβλήθηκαν στον αιτητή φορολογίες εισοδήματος, έκτακτης εισφοράς και έκτακτης εισφοράς για την άμυνα, αναφορικά με τα φορολογικά έτη 1987-1991. Η προσφυγή 788/95 αφορά την επιβολή φόρου εισοδήματος, η 789/95 την επιβολή έκτακτης εισφοράς για την άμυνα και η 790/95 την επιβολή φορολογίας έκτακτης εισφοράς.

Το εισόδημα του αιτητή κατά τον κρίσιμο χρόνο προερχόταν από την ενοικίαση κρεββατιών και ομπρέλων θάλασσας σε παραλία της Αγίας Νάπας. Ο καθ' ου η αίτηση απέστειλε στον αιτητή ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας για τα φορολογικά έτη 1987, 1988, 1989 και 1990 στις 8.8.91 και για το 1991 στις 13.4.95. Ο αιτητής ενέστη με επιστολές του ημερομηνίας 28.8.91 και 9.5.94 αντίστοιχα, ισχυριζόμενος ότι οι φορολογίες ήταν υπερβολικές και όχι σύμφωνα με τις δηλώσεις του. Ανάλογες ενστάσεις υπέβαλε ο αιτητής και για τις φορολογίες του που αφορούν τις υποθέσεις 789/95 και 790/95.

Ο Έφορος κάλεσε τον αιτητή να προσκομίσει περαιτέρω στοιχεία, με επιστολές του ημερομηνίας 12.3.92 και 11.11.93. Ο αιτητής προσκόμισε όσα από τα στοιχεία αυτά είχε στη διάθεση του και όσα μπόρεσε να εξασφαλίσει. Ακολούθως έλαβαν χώρα ορισμένες συναντήσεις μεταξύ του αιτητή και του ελεγκτή του και λειτουργού του Γραφείου Φόρου Εισοδήματος, όπου συζητήθηκαν διάφορα θέματα, με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας αναφορικά με τις φορολογικές υποχρεώσεις του αιτητή, χωρίς όμως τούτο να καταστεί δυνατόν.

Στις 10.10.94 ο Έφορος απέστειλε στον αιτητή επιστολή με την οποία τον πληροφορούσε για την πρόθεσή του να βεβαιώσει τις φορολογίες του με βάση στοιχεία και πληροφορίες που συνέλεξε από διάφορα κρατικά Τμήματα και άλλους οργανισμούς που αφορούσαν το επάγγελμά του. Αφού δε επεξήγησε τα στοιχεία αυτά και τον τρόπο αξιολόγησής τους και υπολογισμό του εισοδήματος του αιτητή, τον καλούσε, σε περίπτωση που διαφωνούσε, να αναφέρει γραπτώς τα σημεία της διαφωνίας του, τεκμηριώνοντάς τα με αποδεικτικά στοιχεία.

Με επιστολή των ελεγκτών του ημερομηνίας 25.10.94, ο αιτητής επεξήγησε τα σημεία διαφωνίας του που αφορούσαν κυρίως τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη για τον υπολογισμό του εισοδήματός του, χωρίς να παραθέσει οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία.

Με επιστολή του ημερομηνίας 5.7.95, ο Έφορος απέστειλε στον αιτητή τελικές ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας για τα πιο πάνω φορολογικά έτη, επεξηγώντας και τον τρόπο υπολογισμού του εισοδήματός του και τα στοιχεία που έλαβε υπόψη.

Ακολούθησαν οι προσφυγές αυτές.

Ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίζεται ότι ο Έφορος κατέληξε σε αναιτιολόγητα και αυθαίρετα συμπεράσματα χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας, έλαβε δε υπόψη στοιχεία που δεν αφορούσαν άμεσα τον αιτητή και αγνόησε άλλα που τον αφορούσαν, με αποτέλεσμα να ενεργήσει κάτω από πλάνη. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι απορρίφθηκαν χωρίς καμιά αιτιολογία ή διερεύνηση οι ισχυρισμοί του αιτητή αναφορικά με τις διαθέσιμες ημέρες ενοικίασης και τη διάθεση δωρεάν ομπρελών λόγω συναγωνισμού. Υποστηρίζει επίσης ότι τα ποσοστά πληρότητας των ξενοδοχείων της περιοχής κατά τον υπό κρίση χρόνο είναι παράγων που δεν συνδέεται απαραίτητα με τη δουλειά του αιτητή, αφού τα ξενοδοχεία παρέχουν στους ενοίκους τους τις υπηρεσίες που προσφέρει ο αιτητής χωρίς καμιά επιβάρυνση, το γεγονός δε ότι η Αγία Νάπα είναι μια από τις πιο πολυσύχναστες παραθαλάσσιες περιοχές δεν αποτελεί από μόνο του στοιχείο κρίσης, χωρίς να ληφθεί υπόψη ο χαρακτήρας της συγκεκριμένης τοποθεσίας όπου ασκούσε την εργασία του ο αιτητής.

Δεν παρέθεσα το κείμενο της επιστολής όπου περιέχεται η επίδίκη απόφαση επειδή είναι μακροσκελές. Δίνονται όμως λεπτομερώς οι λόγοι της κατάληξης στις επίδικες αποφάσεις όπως και τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη, τα οποία και αναλύονται. Έχοντας τούτα υπόψη διεξήλθα το φάκελο της διοίκησης, Τεκμήριο 1, και βρίσκω αβάσιμους τους ισχυρισμούς του αιτητή ότι ο Έφορος κατέληξε σε αναιτιολόγητα και αυθαίρετα συμπεράσματα, χωρίς προηγουμένως να διενεργήσει τη δέουσα έρευνα. Ο αιτητής παρέσχε στον Έφορο όσα στοιχεία είχε στη διάθεσή του και όσα μπόρεσε να εξασφαλίσει. Σ' αυτά δεν περιλαμβάνονταν αποδεικτικά στοιχεία αναφορικά με τον ακριβή αριθμό ενοικιάσεων κρεββατιών ή ομπρέλων για το κάθε έτος αφού δεν διατηρούσε τέτοια στοιχεία. Επομένως δεν απέμενε άλλη οδός στον καθ' ου η αίτηση, από του να υπολογίσει μόνος του τα εισοδήματα του αιτητή με βάση διάφορα στοιχεία τα οποία συνέλεξε και αξιολόγησε. Ο ισχυρισμός ότι δεν διεξήχθη η δέουσα έρευνα είναι ανυπόστατος, τα δε συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ο Έφορος βρίσκουν έρεισμα στα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη και που περιέχονται στο φάκελο. Ο αιτητής δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο αναφορικά με τους ισχυρισμούς του για τις διαθέσιμες ημέρες ενοικιάσεως και τη δωρεάν παραχώρηση ομπρέλων.

Δεν συμφωνώ ότι τα ποσοστά πληρότητας των ξενοδοχείων της περιοχής κατά τους ουσιώδεις χρόνους ήταν παράγων εντελώς άσχετος με την εργασία του αιτητή, που δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Έστω κι' αν τα ξενοδοχεία παρέχουν στους ενοίκους τους παρόμοιες διευκολύνσεις, το στοιχείο αυτό είναι ενδεικτικό της τουριστικής κίνησης στη συγκεκριμένη περιοχή κατά τον κρίσιμο χρόνο και μπορούσε να ληφθεί υπόψη. Εν πάση περιπτώσει, ο Έφορος δεν στηρίχτηκε μόνο στο στοιχείο αυτό, αλλά το αξιολόγησε μαζί με άλλα, συμπεριλαμβανομένου και του εσωτερικού τουρισμού, για να καταλήξει στην απόφασή του κάνοντας και τις ανάλογες αναπροσαρμογές αναφορικά με τους μήνες που δεν θεωρούνται πολύ τουριστικοί. Ο Έφορος αιτιολογεί λεπτομερώς την απόφασή του, την οποία βρίσκω εύλογα επιτρεπτή υπό τις περιστάσεις, και απορρίπτω όλους τους ισχυρισμούς του αιτητή αναφορικά με τον υπολογισμό του φορολογητέτου εισοδήματός του.

Κατά συνέπεια, οι προσφυγές 788/95 και 789/95 απορρίπτονται.

Παραμένουν για εξέταση οι επιπρόσθετοι ισχυρισμοί που εγείρει ο αιτητής μόνο στην υπόθεση 790/95.

Ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίστηκε ότι οι επίδικες φορολογίες έκτακτης εισφοράς αντίκεινται στο Άρθρο 24.2 του Συντάγματος επειδή κατά το χρόνο της βεβαίωσης του φόρου δεν υπήρχε σε ισχύ νομοθεσία που να προέβλεπε είτε την επιβολή είτε τον καθορισμό είτε την είσπραξή της, εφόσον ο περί Εκτάκτου Εισφοράς (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος (αρ. 111/90 όπως τροποποιήθηκε), με βάση τον οποίο επιβλήθηκαν, εξέπνευσε στις 30.6.92. Είναι η θέση του ότι η έκτακτη εισφορά δεν αποτελεί φόρο και δεν ισχύουν οι πρόνοιες των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων. Και τούτο, επειδή στο Νόμο 111/90, υπήρχε ειδική πρόνοια για την εφαρμογή των προνοιών των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων, τηρουμένων των αναλογιών. Με την εκπνοή δε της ισχύος του Νόμου 111/90, ο περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμος δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί από μόνος του. Αναφερόμενος στις αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Republic v. Pavlides and Others (1979) 3 C.L.R. 603 και Antoniades and Others v. Republic (1979) 3 C.L.R. 641, υποστήριξε ότι διαφοροποιούνται από την παρούσα περίπτωση και δεν πρέπει να ακολουθηθούν, όπως ούτε και η πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου τούτου, η οποία εσφαλμένα, κατά την άποψή του βασίστηκε στις πιο πάνω αποφάσεις. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι και η επιβολή τόκου επί της έκτακτης εισφοράς δεν ήταν επιτρεπτή ενόψει του γεγονότος ότι η Κ.Δ.Π. 31/75, η οποία περιείχε πρόνοιες για την επιβολή του, έπαυσε να ισχύει με την κατάργηση των Νόμων 55/74 και 111/90, με βάση τους οποίους θεσπίστηκε και ίσχυε.

Δεν είναι η πρώτη φορά που τα πιο πάνω θέματα τίθενται ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Nicos Anastassiou v. Republic (1977) 3 C.L.R. 91, αποφασίστηκε από την Ολομέλεια ότι ο όρος "Φόρος" περιλαμβάνει και την έκτακτη εισφορά. Σχετική είναι επίσης και η υπόθεση Γ. Α. Καλλίμαχος & Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ.1749.

Και οι υπόλοιποι ισχυρισμοί του δικηγόρου του αιτητή εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Atlas Shoes Ltd. ν. Δημοκρατίας (1994) 4 A.A.Δ. 2329, Vepro Co. Ltd. v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 159/94, ημερομηνίας 29.12.94, D. Skaros Hoteliers Ltd. v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 520/94, ημερομηνίας 31.5.95, Γ. Α. Καλλίμαχος & Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω), Γεώργιος Παυλίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 4 A.A.Δ. 2087, Άντης Κωνσταντίνου Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 179 και Ανδρέα Σχοινή ν. Δημοκρατίας (1997) 4 A.A.Δ. 2839. Στις πιο πάνω υποθέσεις κρίθηκε ότι οι αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Pavlides και Antoniades (πιο πάνω) τις οποίες επιχειρεί να διαφοροποιήσει ο αιτητής, εφαρμόζονταν και ήταν δεσμευτικές, ότι οι περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμοι παρείχαν την αναγκαία νομοθετική εξουσιοδότηση για τη βεβαίωση της έκτακτης εισφοράς, παρά το ότι οι σχετικοί περί Εκτάκτου Εισφοράς (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμοι είχαν εκπνεύσει, και ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 24.2 του Συντάγματος δεν παραβιάστηκαν.

Δεν προτίθεμαι να παραθέσω μακροσκελή αποσπάσματα από τις υποθέσεις αυτές με τις οποίες συμφωνώ και υιοθετώ το περιεχόμενό τους, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του αιτητή. Εξάλλου, στην περίπτωση των επιδίκων φορολογιών για τα έτη 1987, 1988,1989 και 1990, οι αρχικές βεβαιώσεις έγιναν στις 8.8.91, πριν δηλαδή την εκπνοή του περί Εκτάκτου Εισφοράς (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου, είναι δε λόγω των ενστάσεων και του χρόνου που απαιτήθηκε για την εξέτασή τους, ενόψει της έλλειψης στοιχείων και της έρευνας που ακολούθησε που καθυστέρησαν οι τελικές βεβαιώσεις με αποτέλεσμα να εκπνεύσει η ισχύς του Νόμου μέχρι τη διενέργειά τους. Η καθυστέρηση στη διενέργεια των τελικών βεβαιώσεων δεν μπορεί ν' αποβεί προς όφελος του αιτητή, που είχε υποχρέωση να τηρεί τα απαραίτητα στοιχεία για εξακρίβωση των φορολογικών του υποχρεώσεων.

Τα πιο πάνω ισχύουν και για το θέμα του τόκου. Η σχετική πρόνοια που πρόβλεπε την καταβολή τόκου επί οφειλομένης εκτάκτου εισφοράς βρίσκεται στον Κανονισμό 4 των περί Εκτάκτου Εισφοράς (Προσωριναί Διατάξεις) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 31/75) και ιδιαίτερα στην επιφύλαξη, που προνοεί ότι:

"Νοείται ότι εις περιπτώσεις καθ' ας το υπόχρεον εις καταβολήν εισφοράς πρόσωπον δεν υπέβαλε προσωρινήν δήλωσιν εισοδήματος δυνάμει του Κανονισμού 2 ή της επιφυλάξεως του Κανονισμού 3 ή υπέβαλε τοιαύτην δήλωσιν και κατέβαλεν εισφοράν βάσει της τοιαύτης δηλώσεως ήτις είναι χαμηλοτέρα των τριών τετάρτων της εισφοράς της τελικώς εξακριβωθησομένης, καταβάλλεται επί του τελικώς εξακριβωθησομένου ποσού εν περιπτώσει επιβολής προσωρινής εισφοράς υπό του Διευθυντού ή επί οιασδήποτε διαφοράς ήτις καθίσταται πληρωτέα τόκος προς εξ τοις εκατόν ετησίως από της πρώτης ημέρας του μηνός ο οποίος έπεται της λήξεως εκάστης τριμηνίας εις την οποίαν αναφέρεται η βεβαίωσις ανεξαρτήτως της ημερομηνίας καθ' ην όντως εγένετο η τοιαύτη βεβαίωσις.".

Οι πιο πάνω Κανονισμοί εκδόθηκαν με βάση το άρθρο 9 του περί Εκτάκτου Εισφοράς (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου του 1974 (αρ. 55/74) και διατηρήθηκαν σε ισχύ με βάση το άρθρο 10 του Νόμου 111/90. Οι Κανονισμοί εξέπνευσαν με την εκπνοή της ισχύος του Νόμου 111/90, δηλαδή στις 30.6.92. Όμως η υποχρέωση για καταβολή τόκου επί των οφειλομένων στην παρούσα περίπτωση εισφορών είχε δημιουργηθεί πριν την εκπνοή του Νόμου και των Κανονισμών.

Σύμφωνα με το συνδυασμό των άρθρων 10(2) του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1 και 2 του περί Άρσεως Αμφιβολιών περί την Λήξιν της Ισχύος των Νόμων Νόμου του 1962 (Ν. 42/62), η λήξη της ισχύος νόμου δεν επηρεάζει, μεταξύ άλλων, οποιανδήποτε υποχρέωση ή θεραπεία (στην οποία περιλαμβάνεται και η βεβαίωση έκτακτης εισφοράς) που προκύπτει από τον εκπνεύσαντα νόμο. Σχετική επί του θέματος είναι η υπόθεση Pavlides (πιο πάνω), όπως και οι άλλες υποθέσεις στις οποίες έγινε αναφορά προηγουμένως, στις οποίες υιοθετήθηκε η Pavlides.

Εφαρμόζονται δε και εδώ, κατ' αναλογίαν, οι διατάξεις των περί Φορολογίας του Εισοδήματος και των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων, σύμφωνα με τον οποίο καθίσταται δυνατή η απαίτηση καταβολής τόκων.

Καταλήγω ότι η απαίτηση για καταβολή τόκων, για την οποία η υποχρέωση δημιουργήθηκε πριν την εκπνοή του Νόμου και εξακολουθούσε να υφίσταται και μετά την εκπνοή του είναι δυνατή με βάση τους περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμους και ο ισχυρισμός αυτός του αιτητή συνεπώς απορρίπτεται. Σχετική είναι και η υπόθεση Σχοινή (πιο πάνω) με την οποία συμφωνώ.

Ως αποτέλεσμα και οι τρεις προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται, οι δε επίδικες αποφάσεις επικυρώνονται στην ολότητά τους. Επιδικάζονται έξοδα £300,- υπέρ των καθ' ων η αίτηση.

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο