ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 2501
15 Οκτωβρίου, 1997
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΡΥΦΩΝΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
2. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 760/95)
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί και προαγωγές — Σύσταση τον προϊσταμένου — Όροι νομίμου παραγνώρισης της — Τηρήθηκαν στην κριθείσα περίπτωση.
Σχέδια Υπηρεσίας — Ερμηνεία — Το προσόν του πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου στα νομικά— Δεν είναι απαραίτητο να οδηγεί στην κτήση του δικαιώματος άσκησης του επαγγέλματος του δικηγόρου — Περιστάσεις της διάκρισης στην κριθείσα περίπτωση εφαρμογής του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων.
Σχέδια Υπηρεσίας — Ερμηνεία και εφαρμογή — Έργο του διορίζοντος οργάνου — Περιθώρια επέμβασης του Δικαστηρίου — Περιστάσεις αποκλεισμού της επέμβασης του Δικαστηρίου στην κριθείσα περίπτωση.
Λέξεις και Φράσεις — Ο όρος πείρα — Τι περιλαμβάνει.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Υπαλληλική προσφυγή —Αρχές ενεργείας του ακυρωτικού δικαστηρίου — Ο καταλληλότερος υποψήφιος σε αντιδιαστολή με την έννοια της έκδηλης υπεροχής — Αρχές επί των υπηρεσιακών εκθέσεων, μη προβλεπόμενα πρόσθετα προσόντα, βαρύτητα της αρχαιότητας.
Δημόσιοι Υπάλληλοι —Διορισμοί και προαγωγές — Πλήρωση ιεραρχικώς υψηλών θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής — Μείωση της βαρύτητας της αρχαιότητας και αύξηση της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ. Υ.
Ο αιτητής προσέβαλε την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Διευθυντή Τελωνείων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Η αρχή που διαμορφώθηκε από τη νομολογία είναι ότι η Επιτροπή μπορεί να μη ακολουθήσει τη σύσταση του προϊσταμένου μόνο αν δώσει ειδική αιτιολογία. Η βαρύτητα που έχει η σύσταση του προϊστάμενου δεν εξουδετερώνει τη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου.
Στην παρούσα υπόθεση η αιτιολογία της απόφασης της Επιτροπής και ιδιαίτερα η σύγκριση μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους έγινε ύστερα, όπως αναφέρεται και στο σχετικό πρακτικό, από σχολαστική σύγκριση μεταξύ τους. Η αιτιολογία της τελικής επιλογής είναι λεπτομερέστατη και διεξοδική, καλύπτει δε πέραν των τεσσάρων σελίδων. Ένα μέλος της Επιτροπής που διαφώνησε με την πλειοψηφία επίσης δικαιολόγησε τη γνώμη του. Με την ίδια λεπτομέρεια αιτιολογείται και η απόφαση της Επιτροπής να μη δεχτεί τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Η απόφαση είναι απόλυτα αιτιολογημένη και η νομολογιακή αρχή για την ανάγκη ειδικής αιτιολογίας για παραγνώριση της σύστασης του Γενικού Διευθυντή ικανοποιείται πλήρως.
2. Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή άλλο ισοδύναμο προσόν μεταξύ άλλων στα νομικά, θεωρείται πλεονέκτημα. Δεν είναι απαραίτητο ο τίτλος που αποκτήθηκε στα νομικά να είναι τέτοιος που να οδηγεί στην κτήση του δικαιώματος άσκησης του επαγγέλματος του δικηγόρου. Τίτλος στα νομικά δεν είναι μόνο ο πανεπιστημιακός τίτλος που μπορεί να οδηγήσει στην εγγραφή κάποιου ως δικηγόρου. Ο κάτοχος πανεπιστημιακού τίτλου στα νομικά μπορεί να ασκήσει πολλά επαγγέλματα, μεταξύ των οποίων και εκείνο του δικηγόρου. Η αναγνώριση από το Νομικό Συμβούλιο ενός τίτλου ως κατάλληλου προσόντος για εγγραφή κάποιου ως δικηγόρου, με αποκλεισμό άλλων, πιθανόν να έχει σχέση με την ακαδημαϊκή αξία του τίτλου, όμως δεν μεταβάλλει το γεγονός του ότι ο συγκεκριμένος τίτλος αποτελεί πανεπιστημιακό τίτλο στα νομικά και δεν αμφισβητήθηκε ότι το δίπλωμα που κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος είναι πανεπιστημιακός τίτλος.
Εν πάση περιπτώσει δεν μπορούμε να απομακρυνθούμε από τη βασική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας ανήκουν στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου, ενώ το Δικαστήριο κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας δεν μπορεί να δώσει στα σχέδια υπηρεσίας διαφορετική ερμηνεία από εκείνη της Επιτροπής, εφ' όσον η ερμηνεία ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν υπήρξε υπέρβαση των ακραίων ορίων της εξουσίας αυτής, ακόμα κι' αν το Δικαστήριο τούτο έχει διαφορετική γνώμη.
3. Ο καθορισμός από την Ε.Δ.Υ. στοιχείων εξειδικευτικών της θεωρήθηκε από τον αιτητή ως τροποποίηση του σχεδίου υπηρεσίας που οδηγεί την απόφαση της Επιτροπής σε ακυρότητα. Η βασική αρχή ότι η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας ανήκουν στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου εφαρμόζεται και στην παρούσα περίπτωση. Πέραν τούτου η εκτίμηση των προσόντων που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας είναι ζήτημα πραγματικό που εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής.
Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, η Επιτροπή απλώς ερμήνευσε το σχέδιο υπηρεσίας και καθόρισε τα πλαίσια μέσα στα οποία μπορούσε να κινηθεί. Δεν θεωρείται ότι η πράξη αυτή τροποποιεί το σχέδιο υπηρεσίας, αλλά ότι το ερμηνεύει, ενώ η Επιτροπή ουσιαστικά αυτοπεριορίζεται θέτοντας κριτήρια για αντιμετώπιση της γενικής διατύπωσης που χρησιμοποιείται στο σχέδιο υπηρεσίας. Δεν θεωρείται ο λόγος αυτός ως λόγος που οδηγεί σε ακυρότητα της πράξης.
4. Δεν φαίνεται εν προκειμένω ότι η Επιτροπή υποβάθμισε την υπηρεσία του αιτητή στην Υπηρεσία Φόρου Προστιθέμενης Αξίας. Απλώς δεν την θεώρησε ως ουσιαστική πρακτική πείρα σχετικά με το αντικείμενο τελωνειακής εργασίας. Η αντιμετώπιση αυτή συνάδει και με την ερμηνεία του όρου "πείρα" που περιλαμβάνει την έννοια της γνώσης που αποκτάται μέσω υπηρεσίας σε συγκεκριμένη θέση και δεν μπορεί εύλογα να ερμηνευθεί ως συνισταμένη μόνο σε γνώση που αποκτάται μέσα από παρατήρηση και μελέτη (Theodoros Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61). Η απόφαση της Επιτροπής κρίνεται κάτω από τις περιστάσεις ως δικαιολογημένη και μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας που έχει το διορίζον όργανο.
5. Η υπό εξέταση θέση είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής η πλήρωση της οποίας διέπεται από το Άρθρο 34 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, του 1990, Ν. 1/90. Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι όσες φορές η Επιτροπή επιλέγει υποψήφιο στη βάση σύγκρισης του με άλλους, δεν είναι υποχρεωμένη για να δικαιολογήσει την επιλογή της να καταλήξει ότι ο επιλεγείς υπερέχει έκδηλα των άλλων υποψήφιων. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να επεμβαίνει για να παραμερίσει την απόφαση εν σχέσει με μια τέτοια επιλογή, παρά μόνο αν ικανοποιηθεί ότι ο αιτητής υπερείχε έκδηλα του προσώπου που επιλέγηκε. Η απόφαση του διορίζοντος οργάνου μπορεί να ακυρωθεί μόνο αν θεωρηθεί ότι η επιλογή του έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και επομένως έχει ενεργήσει καθ' υπέρβαση ή κατάργηση εξουσίας.
Το βάρος απόδειξης ύπαρξης έκδηλης υπεροχής βαρύνει τον αιτητή. Ισχυρισμός για έκδηλη υπεροχή, θεωρείται βάσιμος αν από την εξέταση των φακέλλων των υποψηφίων η υπεροχή είναι αυταπόδεικτη και προφανής. Πρέπει να είναι τέτοιας φύσης που να αναδύεται από κάθε άποψη από το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των υποψηφίων. Με άλλες λέξεις θα πρέπει να προκύπτει ως αναντίρρητο γεγονός τόσο πειστικό που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά.
Στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι δεν έχει αποδείξει ούτε και απλή υπεροχή. Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπ' όψη τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των φακέλων, την αρχαιότητα, την απόδοσή τους κατά την προφορική εξέταση, τό πλεονέκτημα, την πείρα και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή και έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε των άλλων υποψηφίων. Δεν υπάρχει οτιδήποτε μεμπτό στην απόφαση αυτή. Η Επιτροπή άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια μέσα στα πλαίσια που της παρέχει ο νόμος.
6. Πέραν τούτου μια απλή ματιά στα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία δείχνει ότι η Επιτροπή άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια σωστά. Για σκοπούς διακρίβωσης της αξίας των υποψηφίων σημασία έχει η γενική και όχι η επί μέρους βαθμολογία. Επίσης θα πρέπει να ληφθεί υπ' όψη ότι σε αξιολόγηση υποψηφίων από διαφορετικούς αξιολογούντες λειτουργούς σε διαφορετικά τμήματα της διοίκησης θα πρέπει να δίδεται και λιγότερη βαρύτητα.
Ως προς τα προσόντα αναμφίβολα και οι δύο υποψήφιοι έχουν τα απαιτούμενα προσόντα για τη θέση. Τα πρόσθετα προσόντα του αιτητή είναι οριακής σημασίας γιατί δεν θεωρούνται ως πλεονέκτημα από το σχέδιο υπηρεσίας.
Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί η αρχαιότητα είναι ένα από τα στοιχεία που λαμβάνεται υπ' όψη μαζί με τα υπόλοιπα, δεν αποτελεί όμως από μόνο του τον καθοριστικό παράγοντα στην αξιολόγηση των υποψηφίων.
Έχει επίσης λεχθεί ότι όταν πρόκειται για πλήρωση ιεραρχικά ψηλών θέσεων στη διοίκηση, η αρχαιότητα δεν έχει μεγάλη βαρύτητα κατά τη διενέργεια των προαγωγών, ενώ αναγνωρίζεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στην Επιτροπή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Republic and Another v. Kastellanos (1988) 3 C.L.R. 2249,
Χατζηκωνσταντίνου και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2149,
Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 827,
Stylianou and Another v. Republic (1980) 3 C.L.R. 11,
Χριστοφίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1367,
Μιλτιάδους και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318,
Petsas v. Republic 3 R.S.C.C. 60,
Frangoullides and Another v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1680,
Κρυφτή ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 790,
Theodoros Papapetrou v. Republic 2 R.S.C.C. 61,
Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74,
Alexandndou v. The Cyprus Tourism Organization (1980) 3 C.L.R. 360,
Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76,
Lewis v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1253,
Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2997,
Republic v. Roussos (1987) 3 C.L.R. 1217,
Παπαδόπουλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 902,
Δημοκρατία ν. Κουκουρής και Άλλοι (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,
Ζαπίτης και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1098,
Frangos v. Republic (1970) 3 C.L.R. 312,
Ierides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 165,
Λάρκος και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 804.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων αντί του αιτητή.
Ε. Χριστοδουλίδου για Α. Παπαχαραλάμπους, για τον Αιτητή.
Π. Κληρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Μ Πανταζή για Κ. Κούσιο, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή αξιώνεται δήλωση του Δικαστηρίου ότι η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθυντή (Τακτικός Προϋπολογισμός) Τμήμα Τελωνείων, από την 1.8.1995, αντί του αιτητή, είναι άκυρη. Η θέση είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι οι καθ' ων η αίτηση εσφαλμένα αγνόησαν ή δεν έδωσαν τη δέουσα βαρύτητα στη σύσταση του Προϊστάμενου του Τμήματος υπέρ του αιτητή. Πράγματι στα πρακτικά της συνεδρίασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής αναφερόμενη ως η "Επιτροπή"), ημερ. 12.7.1995, φαίνεται ότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών συνέστησε τον αιτητή για τη θέση. Η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 14.7.1995 αποφάσισε κατά πλειοψηφία ότι το βάρος που μπορεί να δοθεί στην πιο πάνω σύσταση είναι περιορισμένο, γιατί ο Γενικός Διευθυντής δεν αιτιολόγησε επαρκώς τη σύστασή του. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι ο Γενικός Διευθυντής, παρ' όλον ότι είχε ολιγόμηνη υπηρεσία στο Υπουργείο Οικονομικών, επικεντρώθηκε κατά τη σύσταση του στην προβολή του υποψήφιου που σύστησε, βασιζόμενος προφανώς στην προσωπική γνώση που είχε γι' αυτόν και παραγνωρίζοντας εντελώς το γεγονός ότι η υπό πλήρωση θέση είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής που διεκδικούν τόσο άτομα από τον ιδιωτικό τομέα όσο και δημόσιοι υπάλληλοι που δεν βρίσκονται υπό την άμεση εποπτεία του. Η Επιτροπή κατέληξε ότι δεν έπρεπε να υπεισέλθει το προσωπικό στοιχείο, δεδομένου ότι ο Διευθυντής δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει όλους τους υποψήφιους. Στο ίδιο πρακτικό δίδεται επίσης αριθμός άλλων λόγων για τους οποίους η Επιτροπή αποφάσισε να αγνοήσει τη σύσταση του Διευθυντή.
Η αρχή που διαμορφώθηκε από τη νομολογία είναι ότι η Επιτροπή μπορεί να μη ακολουθήσει τη σύσταση του προϊσταμένου μόνο αν δώσει ειδική αιτιολογία (βλ. σχετικά Republic and another v. Kastellanos (1988) 3 C.L.R. 2249, 2258). Η βαρύτητα που έχει η σύσταση του προϊστάμενου δεν εξουδετερώνει τη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου (Κωνσταντίνος Χατζηκωνσταντίνου και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2149).
Στην παρούσα υπόθεση η αιτιολογία της απόφασης της Επιτροπής και ιδιαίτερα η σύγκριση μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους έγινε ύστερα, όπως αναφέρεται και στο σχετικό πρακτικό, από σχολαστική σύγκριση μεταξύ τους. Η αιτιολογία της τελικής επιλογής είναι λεπτομερέστατη και διεξοδική, καλύπτει δε πέραν των τεσσάρων σελίδων. Ένα μέλος της Επιτροπής που διαφώνησε με την πλειοψηφία επίσης δικαιολόγησε τη γνώμη του. Με την ίδια λεπτομέρεια αιτιολογείται και η απόφαση της Επιτροπής να μη δεχτεί τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Η απόφαση είναι απόλυτα αιτιολογημένη και η νομολογιακή αρχή για την ανάγκη ειδικής αιτιολογίας για παραγνώριση της σύστασης του Γενικού Διευθυντή ικανοποιείται πλήρως.
Ο αιτητής ισχυρίζεται επίσης ότι εσφαλμένα η Επιτροπή αποφάσισε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει το πλεονέκτημα. Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας η κατοχή από όσους υποψήφιους διεκδικούσαν τη θέση ως θέση προαγωγής πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή άλλου ισοδύναμου προσόντος στα εμπορικά, οικονομικά, νομικά ή τη λογιστική, θα εθεωρείτο ως πλεονέκτημα. Το ενδιαφερόμενο μέρος είναι κάτοχος του Diploma in Law for Executive Leadership του La Salle Extension University, το οποίο η Επιτροπή σε προγενέστερη συνεδρία της ημερ. 8.6.1995 έκρινε ως ισότιμο προσόν με πανεπιστημιακό δίπλωμα στα νομικά. Στο ίδιο πρακτικό σημειώνεται ότι το συγκεκριμένο δίπλωμα είχε επίσης κριθεί ως ισότιμο προσόν με πανεπιστημιακό δίπλωμα στα νομικά μέσα στα πλαίσια παλαιότερης διαδικασίας για την πλήρωση θέσης Πρώτου Τελωνειακού Λειτουργού.
Στο άρθρο 4(δ) του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ.2, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπεται ότι "πρόσωπο που είναι κάτοχος πτυχίου ή διπλώματος Νομικής που αποκτήθηκε με άλλο τρόπο ή με αλληλογραφία οποιουδήποτε πανεπιστημίου ή ιδρύματος όπως το Νομικό Συμβούλιο μπορεί από καιρού εις καιρό να καθορίσει με γνωστοποίησή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, δικαιούται να εγγραφεί ως δικηγόρος". To La Salle Extention University, το πτυχίο του οποίου κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος, θεωρήθηκε με την Κ.Δ.Π. 114/83 ως ίδρυμα το πτυχίο του οποίου οδηγεί στην κτήση άδειας άσκησης δικηγορίας, αλλά με την Κ.Δ.Π. 279/85 η κατάσταση μεταβλήθηκε. Έτσι, σύμφωνα με το δικηγόρο του αιτητή, το ενδιαφερόμενο μέρος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κατείχε το πλεονέκτημα, αφού το συγκεκριμένο δίπλωμα που κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν ήταν προσόν που μπορούσε να οδηγήσει στην κτήση άδειας εξάσκησης του επαγγέλματος δικηγόρου.
Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή. Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή άλλο ισοδύναμο προσόν μεταξύ άλλων στα νομικά, θεωρείται πλεονέκτημα. Δεν είναι απαραίτητο ο τίτλος που αποκτήθηκε στα νομικά να είναι τέτοιος που να οδηγεί στην κτήση του δικαιώματος άσκησης του επαγγέλματος του δικηγόρου. Τίτλος στα νομικά δεν είναι μόνο ο πανεπιστημιακός τίτλος που μπορεί να οδηγήσει στην εγγραφή κάποιου ως δικηγόρου. Ο κάτοχος πανεπιστημιακού τίτλου στα νομικά μπορεί να ασκήσει πολλά επαγγέλματα, μεταξύ των οποίων και εκείνο του δικηγόρου. Η αναγνώριση από το Νομικό Συμβούλιο ενός τίτλου ως κατάλληλου προσόντος για εγγραφή κάποιου ως δικηγόρου, με αποκλεισμό άλλων, πιθανόν να έχει σχέση με την ακαδημαϊκή αξία του τίτλου, όμως δεν μεταβάλλει το γεγονός του ότι ο συγκεκριμένος τίτλος αποτελεί πανεπιστημιακό τίτλο στα νομικά και δεν αμφισβητήθηκε ότι το δίπλωμα που κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος είναι πανεπιστημιακός τίτλος.
Εν πάση περιπτώσει δεν μπορούμε να απομακρυνθούμε από τη βασική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας ανήκουν στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου, ενώ το Δικαστήριο κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας δεν μπορεί να δώσει στα σχέδια υπηρεσίας διαφορετική ερμηνεία από εκείνη της Επιτροπής, εφ' όσον η ερμηνεία ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν υπήρξε υπέρβαση των ακραίων ορίων της εξουσίας αυτής, ακόμα κι' αν το Δικαστήριο τούτο έχει διαφορετική γνώμη (βλέπε μεταξύ άλλων Georghiades v. The Republic (1966) 3 C.L.R. 827, Stylianou and Another v. The Republic (1980) 3 C.L.R. 11, Πλαστήρας Χριστοφίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1367 και Κλέαρχος Μιλτιάδους και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318).
Στη συνεδρία της Επιτροπής ημερ. 8.6.1995 αναφέρεται ότι αφού μελετήθηκε το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, εντοπίστηκαν αδυναμίες στη διατύπωσή του σε ό,τι αφορά τη διάρκεια και το περιεχόμενο της πείρας που απαιτείται τόσο ως προσόν όσο και ως πλεονέκτημα. Έτσι η Επιτροπή προχώρησε, ύστερα από έντονο προβληματισμό, όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό και αποφάσισε ότι όπου το σχέδιο υπηρεσίας δεν καθορίζει χρονική διάρκεια της πείρας που απαιτείται να θέσει η ίδια ορισμένα χρονικά δεδομένα.
Συγκεκριμένα, όπου το σχέδιο υπηρεσίας αναφέρει ευρεία διοικητική και οργανωτική πείρα που απαιτείται τόσο για πρώτο διορισμό όσο και για προαγωγή, η Επιτροπή αποφάσισε ότι θα πρέπει, λαμβανομένου υπ' όψη ότι η υπό πλήρωση θέση είναι διευθυντική, η πείρα να είναι τουλάχιστον οκταετής. Εκεί όπου με το σχέδιο υπηρεσίας η πρακτική πείρα σε τελωνειακή εργασία θεωρείται ως πλεονέκτημα για τους αιτητές για πρώτο διορισμό, θα πρέπει η πείρα να είναι ουσιαστική πρακτική πείρα στο αντικείμενο της τελωνειακής εργασίας διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων ετών, ενώ τέλος όπου η πρακτική πείρα σε τελωνειακή εργασία είναι απαραίτητο προσόν για τους αιτητές για προαγωγή θα πρέπει επίσης να είναι ουσιαστική πρακτική πείρα στο αντικείμενο της τελωνειακής εργασίας και μάλιστα πέραν της οκταετούς διοικητικής πείρας που αναφέρεται πιο πάνω.
Ο καθορισμός των πιο πάνω στοιχείων πείρας θεωρήθηκε από τον αιτητή ως τροποποίηση του σχεδίου υπηρεσίας που οδηγεί την απόφαση της Επιτροπής σε ακυρότητα. Η βασική αρχή ότι η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας ανήκουν στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου εφαρμόζεται και στην παρούσα περίπτωση. Πέραν τούτου η εκτίμηση των προσόντων που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας είναι ζήτημα πραγματικό που εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής (βλ. μεταξύ άλλων Petsas v. The Republic, 3 R.S.C.C. 60 και Frangoullides and Another v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 1680).
Κατά τη γνώμη μου η Επιτροπή απλώς ερμήνευσε το σχέδιο υπηρεσίας και καθόρισε τα πλαίσια μέσα στα οποία μπορούσε να κινηθεί. Δεν θεωρώ ότι η πράξη αυτή τροποποιεί το σχέδιο υπηρεσίας, αλλά ότι το ερμηνεύει, ενώ η Επιτροπή ουσιαστικά αυτοπεριορίζεται θέτοντας κριτήρια για αντιμετώπιση της γενικής διατύπωσης που χρησιμοποιείται στο σχέδιο υπηρεσίας. Δεν θεωρώ το λόγο αυτό ως λόγο που οδηγεί σε ακυρότητα της πράξης.
Ο αιτητής ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η Επιτροπή εσφαλμένα δεν δέκτηκε ότι ο αιτητής κατείχε το πλεονέκτημα. Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, για πρώτο διορισμό πρακτική πείρα στην τελωνειακή εργασία θεωρείται ως πλεονέκτημα. Η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 8.6.1995, αποφάσισε ότι οι εφτά συγκεκριμένοι υποψήφιοι που κρίθηκαν κατ' αρχάς ως προσοντούχοι για πρώτο διορισμό, δεν κατείχαν το πλεονέκτημα της πρακτικής πείρας σε τελωνειακή εργασία γιατί κανένας δεν έχει πρακτική πείρα σχετικά με το αντικείμενο της τελωνειακής εργασίας. Η Επιτροπή είχε, όπως είδαμε πιο πάνω, αποφασίσει ότι η πείρα αυτή θα έπρεπε να ήταν ουσιαστική και διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων ετών. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή από τη μια υποβαθμίζει την υπηρεσία του στην υπηρεσία Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, την οποία δεν θεωρεί σημαντική, ενώ όταν αξιολογεί την υπηρεσία της ίδιας υπηρεσίας σχετικά με την εκπαίδευση του ενδιαφερόμενου μέρους την θεωρεί ως ένα σημαντικό κλάδο των εργασιών του Τμήματος Τελωνείων.
Δεν νομίζω ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Κατ' αρχήν η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας καθώς και η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της απόφασης εναπόκειται στο αρμόδιο όργανο (βλ. Μόνικα Κρυφτή ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 790). Πέραν όμως τούτου δεν φαίνεται ότι η Επιτροπή υποβάθμισε την υπηρεσία του αιτητή στην Υπηρεσία Φόρου Προστιθέμενης Αξίας. Απλώς δεν την θεώρησε ως ουσιαστική πρακτική πείρα σχετικά με το αντικείμενο τελωνειακής εργασίας. Αφού γίνεται ειδική μνεία στην υπηρεσία του αιτητή ως ανώτερου λειτουργού, τονίζεται ότι η πείρα που απέκτησε όταν αυτός προΐστατο της ομάδας λειτουργών που πρωτοστάτησαν στη δημιουργία της Υπηρεσίας Προστιθέμενης Αξίας, δεν του έδιδε το δικαίωμα να θεωρείται ότι κατέχει γνώσεις όλων των τελωνειακών διαδικασιών και λειτουργιών, σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος που υπηρετεί στο Τμήμα Τελωνείων για 38 σχεδόν χρόνια και έχει ανέλθει όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας του Τμήματος. Η αντιμετώπιση αυτή συνάδει και με την ερμηνεία του όρου "πείρα" που περιλαμβάνει την έννοια της γνώσης που αποκτάται μέσω υπηρεσίας σε συγκεκριμένη θέση και δεν μπορεί εύλογα να ερμηνευθεί ως συνισταμένη μόνο σε γνώση που αποκτάται μέσα από παρατήρηση και μελέτη (Theodoros Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61). Η απόφαση της Επιτροπής κρίνεται κάτω από τις περιστάσεις ως δικαιολογημένη και μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας που έχει το διορίζον όργανο.
Τέλος ο αιτητής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι οι καθ' ων η αίτηση απέτυχαν να επιλέξουν τον καταλληλότερο υποψήφιο για διορισμό ή προαγωγή. Ισχυρίζεται ότι υπερτερεί έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους σε όλους ανεξαιρέτως τους τομείς. Συγκεκριμένα ο αιτητής ισχυρίζεται ότι είναι αρχαιότερος, έχει υπέρτερα ακαδημαϊκά προσόντα, είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος, υπερτερεί σε αξία καθότι απέδωσε καλύτερα από το ενδιαφερόμενο μέρος κατά την προφορική συνέντευξη και τέλος ότι είχε υπέρ του τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών.
Η υπό εξέταση θέση είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής η πλήρωση της οποίας διέπεται από το άρθρο 34 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, του 1990, Ν. 1/90. Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι όσες φορές η Επιτροπή επιλέγει υποψήφιο στη βάση σύγκρισής του με άλλους, δεν είναι υποχρεωμένη για να δικαιολογήσει την επιλογή της να καταλήξει ότι ο επιλεγείς υπερέχει έκδηλα των άλλων υποψήφιων. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να επεμβαίνει για να παραμερίσει την απόφαση εν σχέσει με μια τέτοια επιλογή, παρά μόνο αν ικανοποιηθεί ότι ο αιτητής υπερείχε έκδηλα του προσώπου που επιλέγηκε. Η απόφαση του διορίζοντος οργάνου μπορεί να ακυρωθεί μόνο αν θεωρηθεί ότι η επιλογή του έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και επομένως έχει ενεργήσει καθ' υπέρβαση ή κατάργηση εξουσίας (βλ. Georghiou v. The Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 85).
Το βάρος απόδειξης ύπαρξης έκδηλης υπεροχής βαρύνει τον αιτητή (Alexandridou v. The Cyprus Tourism Organization (1980) 3 C.L.R. 360). Ισχυρισμός για έκδηλη υπεροχή, θεωρείται βάσιμος αν από την εξέταση των φακέλλων των υποψηφίων η υπεροχή είναι αυταπόδεικτη και προφανής. Πρέπει να είναι τέτοιας φύσης που να αναδύεται από κάθε άποψη από το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των υποψηφίων. Με άλλες λέξεις θα πρέπει να προκύπτει ως αναντίρρητο γεγονός τόσο πειστικό που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά (βλ. Hadjisavva v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 76, 78).
Η υπεροχή κάποιου τεκμηριώνεται ως έκδηλη όταν ύστερα από συνεκτίμηση όλων των σχετικών στοιχείων και σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων, είναι αντικειμενικά αναντίλεκτη και αυταπόδεικτη (Lewis ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1253 και Μάρω Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2997).
Στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι δεν έχει αποδείξει ούτε και απλή υπεροχή. Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπ' όψη τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των φακέλων, την αρχαιότητα, την απόδοσή τους κατά την προφορική εξέταση, το πλεονέκτημα, την πείρα και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή και έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε των άλλων υποψηφίων. Δεν βρίσκω ο,τιδήποτε μεμπτό στην απόφαση αυτή. Η Επιτροπή άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια μέσα στα πλαίσια που της παρέχει ο νόμος.
Πέραν τούτου μια απλή ματιά στα ενώπιόν μου στοιχεία δείχνει ότι η Επιτροπή άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια σωστά. Όσον αφορά την αξία, οι βαθμολογίες στις εμπιστευτικές εκθέσεις του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους είναι περίπου οι ίδιες. Έχει λεχθεί ότι για σκοπούς διακρίβωσης της αξίας των υποψηφίων σημασία έχει η γενική και όχι η επί μέρους βαθμολογία (Republic ν. Roussos (1987) 3 C.L.R. 1217, 1224). Επίσης θα πρέπει να ληφθεί υπ' όψη ότι σε αξιολόγηση υποψηφίων από διαφορετικούς αξιολογούντες λειτουργούς σε διαφορετικά τμήματα της διοίκησης θα πρέπει να δίδεται και λιγότερη βαρύτητα (βλ. Ανδρέας Παπαδόπουλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 902).
Ως προς τα προσόντα αναμφίβολα και οι δύο υποψήφιοι έχουν τα απαιτούμενα προσόντα για τη θέση. Τα πρόσθετα προσόντα του αιτητή είναι οριακής σημασίας γιατί δεν θεωρούνται ως πλεονέκτημα από το σχέδιο υπηρεσίας (Δημοκρατία ν. Κουκουρής και Άλλοι (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, 609). Είδαμε πιο πάνω ότι το δίπλωμα που κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος μπορεί να θεωρηθεί ως πανεπιστημιακό δίπλωμα και συνεπώς διέθετε και το πλεονέκτημα που προβλέπεται στο σχέδιο υπηρεσίας.
Είναι αλήθεια ότι ο αιτητής υπερέχει σε αρχαιότητα με βάση τη μισθοδοτική κλίμακα της θέσης που κατέχει (κλίμακα Α15), σε σχέση με την κλίμακα που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος (κλίμακα Α14). Όμως το ενδιαφερόμενο μέρος υπηρετεί στο Τμήμα Τελωνείων για σαράντα σχεδόν χρόνια, ενώ από την 1.3.1994 είχε ανέλθει στην ανώτερη βαθμίδα του Τμήματος, που είναι η θέση ανώτερου τελωνειακού λειτουργού.
Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί η αρχαιότητα είναι ένα από τα στοιχεία που λαμβάνεται υπ' όψη μαζί με τα υπόλοιπα, δεν αποτελεί όμως από μόνο του τον καθοριστικό παράγοντα στην αξιολόγηση των υποψηφίων (Μίκης Ζαπίτης και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1098 και Republic v. Roussos, ανωτέρω).
Έχει επίσης λεχθεί ότι όταν πρόκειται για πλήρωση ιεραρχικά ψηλών θέσεων στη διοίκηση, η αρχαιότητα δεν έχει μεγάλη βαρύτητα κατά τη διενέργεια των προαγωγών, ενώ αναγνωρίζεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στην Επιτροπή (βλ. Frangos ν. The Republic (1970) 3 C.L.R. 312, Ierides v. The Republic (1980) 3 C.L.R. 165, 183 και Ξενής Λάρκος και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 804).
Εν όψει όλων των πιο πάνω είναι φανερό ότι η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £350.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.