ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 1692
16 Ιουλίου, 1997
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΛΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1013/96)
Προσφυγή βάσει τον Άρθρον 146 τον Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Έλλειψη δέουσας έρευνας — Αδυναμία προκαθορισμού τον μέτρου και της μεθόδου διερεύνησης — Το ζήτημα της επάρκειας στην κριθείσα περίπτωση της έρευνας που διεξήχθη σε εφαρμογή ακυρωτικής δικαστικής απόφασης.
Επίταξη — Διάταγμα — Φύση τον διατάγματος επίταξης — Περιπτώσεις και προϋποθέσεις έκδοσης — Όροι νομιμότητας — Ειδικά η επίταξη σε συνδυασμό με αναγκαστική απαλλοτρίωσης — Διακρίσεις — Επί μέρους πορίσματα από τη νομολογία — Περιστάσεις νομιμότητας της επίταξης στην κριθείσα περίπτωση.
Η αιτήτρια προσέφυγε κατά της επιτάξεως της ιδιοκτησίας της ενώ είχε ήδη εκδοθεί αντίστοιχο διάταγμα απαλλοτρίωσης. Το επίδικο διάταγμα επίταξης ήταν προϊόν επανεξέτασης μετά από δικαστική ακύρωση του προηγηθέντος διατάγματος.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφγή, αποφάσισε ότι:
1. Δεν υπάρχει προδιαγεγραμμένος τρόπος έρευνας θεμάτων που εγείρονται. Τη φύση και την έκταση της έρευνας που χρειάζεται την προσδιορίζουν τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε περίπτωσης. Το ζητούμενο εδώ ήταν η κατ'ισχυρισμόν ύπαρξη ακινήτου που προσφερόταν προς πώληση και άνηκε στη διακριτική εξουσία του Υπουργού η κρίση πως, ενόψει των διαπιστώσεων του Μηχανικού Αποχετεύσεων στις οποίες αποφάσισε να στηρικτεί, δεν χρειαζόταν άλλη έρευνα.
2. Το διάταγμα επίταξης συνιστά αυτοτελή διοικητική πράξη και είναι ως τέτοιο που ελέγχεται. Εν προκειμένω, όμως, δεν ετίθετο θέμα επίταξης προς εξυπηρέτηση αναγκών που τάχθηκαν από τον Υπουργό, ως επιτάσσουσα αρχή. Ετέθη το θέμα ενόψει του γεγονότος της έκδοσης διατάγματος απαλλοτρίωσης το οποίο, όσο και εάν προσεβλήθη με προσφυγή, ενόσω δεν είχε ακυρωθεί, τεκμαίρεται νόμιμο. Δεν μπορούσε να ήταν μέλημα δικής του κρίσης αναφορικά με το ποιό ακίνητο αναδεικνύεται ως η πλέον κατάλληλη και λιγότερη επαχθής λύση για το σκοπό της εγκατάστασης του αντλιοστασίου. Διοικητική δράση του Υπουργού με τέτοιο προσανατολισμό θα απέληγε σε εισχώρηση στα όσα καλύπτονταν από το κατά τεκμήριο νόμιμο διάταγμα απαλλοτρίωσης. Αλλά και σε υπερφαλάγγιση του αν, ενόψει όσων νέων δεδομένων εθεωρείτο ότι προέκυψαν, κατέληγε ο Υπουργός πως θα έπρεπε να επιταχθεί άλλο ακίνητο. Οπότε, θα υπήρχε διάταγμα απαλλοτρίωσης, το κύρος του οποίου δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί από τον Υπουργό ή να ελεχθεί στην παρούσα διαδικασία, ενός ακινήτου για το σκοπό της εγκατάστασης του αντλιοστασίου και διάταγμα επίταξης άλλου ακινήτου, για τον ίδιο σκοπό.
3. Έχει αναγνωριστεί από τα πρώτα χρόνια της θέσπισης της σχετικής νομοθεσίας πως είναι παραδεκτή η επίταξη ακινήτου προς εκτέλεση του σκοπού της προωθούμενης απαλλοτρίωσής του. Ακόμα και πριν από την εξέταση, στο πλαίσιο της διαδικασίας προς απαλλοτρίωση, ενστάσεων κατ' αυτής. Παρά τον εκ του Συντάγματος περιορισμό ως προς τη χρονική διάρκεια της επίταξης αφού, κατά τη λήξη της, και εφόσον δεν θα έχει τελειωθεί στο μεταξύ η απαλλοτρίωση, θα υπέχει η επιτάσσουσα αρχή καθήκον αποζημίωσης αλλά και επαναφοράς του status quo ante.
Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, το νομιμοποιητικό έρεισμα για την έκδοση διατάγματος επίταξης βρίσκεται στο γεγονός της ύπαρξης διατάγματος απαλλοτρίωσης, ενόψει του οποίου και εκδίδεται.
Ή έκδοση διατάγματος επίταξης προϋποθέτει σκοπό δημόσιας οφέλειας και, επ'αυτού, ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμος του 1962 (Ν. 15/62, όπως τροποποιήθηκε) είναι όμοιος με τον περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας Νόμο του 1962 (Ν. 21/62), όπως τροποποιήθηκε. Επίσης να είναι αναγκαία η επίταξη για τέτοιο σκοπό, ο οποίος και θα πρέπει να καθορίζεται όπως και οι λόγοι της επίταξης, στο σχετικό διάταγμα.
4. Το διάταγμα επίταξης εδώ δεν εκδόθηκε ταυτόχρονα με τη γνωστοποίηση ή το διάταγμα απαλλοτρίωσης, αλλά μεταγενέστερα. Φαίνεται να παραπονιέται γι'αυτό η αιτήτρια αλλά δεν έχει δίκαιο.
Όπως παρατηρήθηκε στην Evrydiki Aspri v. Republic, μπορεί να μην είναι πάντοτε νόμιμο να εκδίδεται διάταγμα επίταξης ταυτόχρονα με γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, αναφορικά με την ίδια ιδιοκτησία, ιδιαίτερα όταν δεν είναι αναγκαία, κατά τον ουσιώδη χρόνο, η έναρξη άμεσης υλοποίησης του κοινού τους σκοπού.
5. Στην υπόθεση Koumis HjiMichael and Others v. Republic
(1972) 3 C.L.R. 246, αναγνωρίστηκε από την Ολομέλεια πως η
φύση μέτρου όπως η επίταξη προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιου
ειδικού λόγου, όπως το επείγον.
Στην παρούσα υπόθεση, με κατεπείγουσα, όπως περιγράφηκε, επιστολή του ΣΑΛ ημερομηνίας 30.5.96, ζητήθηκε από τον Υπουργό η προώθηση της έκδοσης διατάγματος επίταξης. Τονίζεται σ' αυτή πως "υπάρχει άμεση ανάγκη για είσοδο του εργολάβου στον πιο πάνω χώρο προς εκτέλεση των κατασκευαστικών έργων" και τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου η σύμβαση, που είχε ήδη υπογραφεί από τις 30.3.95, μταξύ του ΣΑΛ και εργοληπτικής εταιρείας. Στοιχειοθετείται, συνεπώς, το επείγον και πάντως δεν εκδηλώθηκε ούτε και αντιγνωμία ως προς αυτή την πτυχή.
Ο Υπουργός, προφανώς προς ανταπόκριση στην επισήμανση του ΣΑΛ αναφορικά με την ανάγκη έρευνας από την πλευρά του και αιτιολόγησης της απόφασης του, αναφέρθηκε στη μη ύπαρξη, υπό το φως των δεδομένων από την έρευνα του ΣΑΛ και των Συμβούλων Μηχανικών του, άλλης κατάλληλης ιδιοκτησίας που θα μπορούσε να "ικανοποιήσει τους ίδιους σκοπούς χωρίς σοβαρές τεχνικές και λειτουργικές επιπτώσεις στην αποτελεσματικότητα του αποχετευτικού συστήματος". Σημειώνεται όμως στην απόφασή του και το γεγονός ότι "για την ίδια ιδιοκτησία έχει δημοσιευτεί, και βρίσκεται σε ισχύ, το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης που δημοσιεύτηκε στις 24.9.93 ως Α.Δ.Π. 1485. Ενυπάρχει στην απόφαση του Υπουργού κρίση περί το αναγκαίο της επίταξης για τους σκοπούς του διατάγματος απαλλοτρίωσης, και, εν πάση περιπτώσει, αυτό το γεγονός θα συνιστούσε, ενόψει των προαναφερθέντων, αφ' εαυτού νομικό στήριγμα της απόφασής του κατά τις αρχές που υιοθετήθηκαν από την Ολομέλεια στην υπόθεση Christodoulides and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1297, στη σελίδα 1303.
6. Στο στάδιο των διευκρινίσεων η αιτήτρια πρότεινε, επικαλούμενη την πρωτόδικη απόφαση στην υπόθεση Κώστας Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.A.Δ. 4599, την ύπαρξη λόγου ακυρότητας με αναφορά στη μη καταβολή προς αυτή αποζημίωσης για την επίταξη. Δεν περιλήφθηκε τέτοιο νομικό σημείο στην προσφυγή και δεν χρειάζεται να απασχολήσει το γεγονός της μή ανάπτυξης τέτοιου θέματος ούτε στις γραπτές αγορεύσεις της αιτήτριας. Δεν είναι επιτρεπτή η έγερση του, πολύ λιγότερο στο στάδιο των διευκρινίσεων. Ούτως ή άλλως, το Δικαστήριο θα απέρριπτε και κατ'ουσίαν τον ισχυρισμό. Το Δικαστήριο ασχολήθηκε με παρόμοιο θέμα στην υπόθεση Θεοπίστη Σ. Κισσόποδα κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (1994) 4 Α.Α.Δ. 836 και θα υιοθετείτο και τώρα η ίδια κατάληξη. Για λόγους που εξηγήθηκαν το Δικαστήριο δεν δέχθηκε πως θα ήταν επιτρεπτή η αναθεώρηση της απόφασης κάτω από τέτοιο πρίσμα. Ο αναθεωρητικός έλεγχος δεν μπορεί να εκφύγει από το αντικείμενό του, όπως αυτό προσδιορίζεται στην προσφυγή που ενεργεοποιεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Αντικείμενο της προσφυγής είναι η απόφαση για έκδοση του διάταγματος επίταξης και το Δικαστήριο οφείλει να περιοριστεί σε όσα ανάγονται στο χρονικό διάστημα μέχρι την έκδοσή του. Όσα κατ' ισχυρισμόν ακολούθησαν και οι πιθανές επιπτώσεις τους, εκφεύγουν του αντικειμένου της προσφυγής και δεν μπορούν να επηρεάσουν το κύρος της απόφασης για έκδοση του διατάγματος. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, οι διατάξεις ως προς την καταβολή αποζημίωσης, προϋποθέτουν την έκδοση έγκυρης απόφασης για επίταξη.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Aspri v. Republic, 4 R.S.C.C. 57,
Ταμασίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 1188,
Μαρκουλλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 3413,
Γεωργίου ν. Επαρχιακού Λειτουργού (1997) 4 Α.Α.Δ. 841,
Χριστοδουλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2766,
HjiMichael and Others v. Republic (1972) 3 C.L.R. 246,
Mammidou & Others v. Attorney - General (1977) 3 C.L.R. 462,
Papadopoulou and Others v. Republic (1971) 3 C.L.R. 317,
Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 824,
Chnstodoulides and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1297,
Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599,
Κισσόποδα κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1994) 4 Α.Α.Δ. 836.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον του διατάγματος επίταξης με το οποίο δεσμεύτηκε το ακίνητο της αιτήτριας για το αποχετευτικό σύστημα Λάρνακας.
Μ. Τριανταφυλλίδης με Α. Σ. Αγγελίδη, για την Αιτήτρια.
Ε. Κλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Γ. Νικολαΐδης, για το Συμβούλιο Αποχετεύσεως Λάρνακας, ως Ενδιαφερόμενους.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Το έργο του αποχετευτικού συστήματος Λάρνακας περιλαμβάνει και την κατασκευή αριθμού αντλιοστασίων. Οι χώροι εγκατάστασης τους καθορίστηκαν από το Συμβούλιο Αποχετεύσεως Λάρνακας (ΣΑΛ) μετά από μελέτη των Συμβούλων Μηχανικών του Έργου και από το 1992 τροχιοδρομήθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωσή τους. Το αντλιοστάσιο "C" θα εγκαθίστατο σε μέρος ακινήτου που ανήκει στην αιτήτρια (τεμάχιο 770, Φ/Σχ. XL64.3.IV, Σύμπλεγμα Β, Σκάλα) και χρονολογείται από τότε η έντονη αντίδρασή της.
Το ΣΑΛ μελέτησε τις παραστάσεις της αιτήτριας και τις απέρριψε. Η άποψή της πως υπήρχαν κατάλληλοι υπαλλακτικοί χώροι που θα έπρεπε να επιλεγούν, δεν έγινε δεκτή. Εξέτασαν αυτή τη δυνατότητα οι σύμβουλοι μηχανικοί και βεβαίωσαν πως η τοποθεσία, το υψόμετρο και και η έκταση του επιλεγέντος, το αναδείκνυε ως το πλέον κατάλληλο.
Τη δημοσίευση γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης στις 4 Δεκεμβρίου 1992, ακολούθησε σειρά νέων ενστάσεων της ίδιας της αιτήτριας που επέμενε στην ύπαρξη άλλων κατάλληλων χώρων αλλά και του Συνδέσμου Γονέων μαθητών που φοιτούσαν σε γειτ-νιάζον δημοτικό σχολείο, του ίδιου του Υπουργείου Παιδείας και, ακόμα, καταστηματαρχών που αισθάνονταν ότι θα επηρεάζονταν. Το ΣΑΛ δεν θεώρησε πως εδικαιολογείτο αλλαγή και στις 24.9.93 δημοσιεύτηκε Διάταγμα Απαλλοτρίωσης. Ασκήθηκε κατ' αυτού η προσφυγή 919/93 που εκκρεμεί ενώπιον αδελφού δικαστή, αλλά η αιτήτρια δεν περιορίστηκε σ' αυτό. Εξακολουθούσε με επιστολές της να υποδεικνύει άλλους χώρους και ενδιαφέρει τώρα η αναφορά της σε ακίνητο το οποίο, κατά τις πληροφορίες και τα στοιχεία που είχε, προσφερόταν προς πώληση. Ήταν γειτονικό και δεν υπήρχε λόγος, όπως εισηγείτο, να μήν προκριθεί εκείνο ως η λιγότερο επαχθής λύση.
Στις 3 Ιουλίου 1995 το ΣΑΛ ζήτησε την έκδοση από τον Υπουργό Εσωτερικών Διατάγματος Επίταξης του επηρεαζομένου μέρους του ακινήτου της αιτήτριας. Το Διάταγμα δημοσιεύθηκε στις 18.8.1995 (Α.Δ.Π. 1131) και η αιτήτρια άσκησε την προσφυγή 779/95. Το Δικαστήριο εντόπισε ως παράλειψη τη μή διεξαγωγή έρευνας σε σχέση με το ακίνητο που φερόταν να προσφέρεται προς πώληση και, γι' αυτό το λόγο, κήρυξε άκυρο το Διάταγμα Επίταξης.
Το ΣΑΛ επελήφθη εκ νέου του θέματος στις 26.4.96 και, με επιστολή του ημερομηνίας 30.5.96, ζήτησε την έκδοση νέου Διατάγματος Επίταξης. Ο Υπουργός Εσωτερικών, ως κατά νόμο εξουσιοδοτημένος προς τούτο από το Υπουργικό Συμβούλιο, το εξέδωσε και το Διάταγμα δημοσιεύτηκε. (βλ. Τρίτο Παράρτημα της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας ημερομηνίας 4.10.96, Αρ. 3091, Α.Δ.Π 1180).
Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια αμφισβητεί το κύρος του και εγείρεται ως πρώτο θέμα η κατ' ισχυρισμόν παραβίαση του δεδικασμένου που παράχθηκε με την ακυρωτική απόφαση που προηγήθηκε. Επιβαλλόταν κατά τα κριθέντα νέα έρευνα η οποία, όπως εισηγείται, δεν διεξάχθηκε. Τα επιχειρήματά της αναφέρονται στο πρακτικό της 26.4.96 που τέθηκε ενώπιον του Υπουργού, είναι το ίδιο που επικαλούνται και οι καθ' ων η αίτηση και το ΣΑΛ κατά την ανάπτυξη της αντίθετης άποψης τους και πρέπει να δούμε τί ακριβώς έγινε. Ειδικά σε ό,τι αφορά στο ακίνητο που φερόταν ότι προσφερόταν προς πώληση γιατί είναι μόνο η παράλειψη διερεύνησης αυτού του συγκεκριμένου θέματος που θεωρήθηκε ότι συνιστούσε λόγο ακυρότητας. Όπως σημειώνεται στην ακυρωτική απόφαση δεν χρειαζόταν να εξεταστεί άλλο θέμα. Και πρέπει να σημειωθεί πως δεν επεκτάθηκε το Δικαστήριο ούτε σε απόφανση αναφορικά με την αιτιολογική βάση της σημασίας που προσδόθηκε στο θέμα που το απασχόλησε.
Την άποψη στην οποία έχω αχθεί αναφορικά με το τί θα μπορούσε να αποτελέσει κριτήριο σε περίπτωση όπως η παρούσα, θα την διατυπώσω μετά. Περιορίζομαι τώρα στο αν ενήργησε ή όχι η διοίκηση όπως επιβαλλόταν ενόψει της ακυρωτικής απόφασης.
Ο Υπουργός είχε ενώπιόν του το πρακτικό της συνεδρίας του ΣΑΛ ημερομηνίας 26.4.96 και αναφέρθηκε σ' αυτό ρητά. Περιέχεται σ' αυτό ενημέρωση από το Μηχανικό Αποχετεύσεων σύμφωνα με τον οποίο δεν προσφερόταν προς πώληση το ακίνητο. Πράγματι προσφερόταν τότε αλλά πριν παρέλθουν μερικές μέρες, λιγότερες από δέκα, από τη λήψη της υπόδειξης της αιτήτριας, πωλήθηκε σε τρίτο που είχε την πρόθεση να κτίσει σ' αυτό καταστήματα.
Προκύπτει συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση. Το ζήτημα ερευνήθηκε. Προβλήθηκαν ισχυρισμοί περί την επάρκειά της έρευνας ή αναφορικά με το ότι οι διαπιστώσεις προήλθαν όχι από έρευνα του ίδιου του Υπουργού στον οποίο και ανήκε η αρμοδιότητα. Δεν υπάρχει προδιαγεγραμμένος τρόπος έρευνας θεμάτων που εγείρονται. Τη φύση και την έκταση της έρευνας που χρειάζεται την προσδιορίζουν τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε περίπτωσης. Το ζητούμενο ήταν η κατ' ισχυρισμόν ύπαρξη ακινήτου που προσφερόταν προς πώληση και ανήκε στη διακριτική εξουσία του Υπουργού η κρίση πως, ενόψει των διαπιστώσεων του Μηχανικού Αποχετεύσεων στις οποίες αποφάσισε να στηρικτεί, δεν χρειαζόταν άλλη έρευνα. Και το συγκεκριμένο θέμα δεδικασμένου που εξετάζουμε δεν αναφέρεται στην ουσία της κρίσης ως προς το διαθέσιμο του άλλου ακινήτου ούτε βέβαια στις επιπτώσεις από το γεγονός ότι, έστω και για μερικές μέρες αφ' ότου υποδείχθηκε στο ΣΑΛ η ύπαρξη του, πράγματι Προσφερόταν προς πώληση. Θέμα στο οποίο αναφέρθηκε πάντως, ο Μηχανικός Αποχετεύσεων εξάγοντας το συμπέρασμα πως το ακίνητο είχε έκτοτε πωληθεί, το λιγότερο πριν προλάβει το ΣΑΛ να ερευνήσει την περίπτωση. Αναφέρεται στη συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση που επέβαλλε διερεύνηση του ενδεχομένου να προσφερόταν προς πώληση και η απόφαση του Υπουργού βασίστηκε πλέον σε επί τούτου διαπίστωση, που προκύπτει ως εκ της στήριξης του στα αποτελέσματα της έρευνας που είχε στο μεταξύ διεξαχθεί.
Με τους υπόλοιπους ισχυρισμούς της η αιτήτρια θέτει ευρύτερο θέμα, που δεν καλύφθηκε από την ακυρωτική απόφαση, αναφορικά με τη γενικότερη έρευνα που διεξάχθηκε. Εισηγούνται πως οι μελέτες των συμβούλων μηχανικών που προηγήθηκαν της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης αλλά και μεταγενέστερη του 1994, δεν μπορούσαν να στηρίξουν σύγχρονα συμπεράσματα αναφορικά με την ύπαρξη άλλων υπαλλακτικών χώρων, κατάλληλων για το σκοπό, που προσφέρονταν ως λιγότερο επαχθής λύση. Ώφειλε ο Υπουργός, όπως προτείνουν, αντί να ενεργήσει ως δέσμιος των όσων προηγήθηκαν, να προβεί, σε νέα, δική του έρευνα που θα αποκάλυπτε την πραγματικότητα κατά το χρόνο της έκδοσης του επίδικου διατάγματος. Και η έρευνά του, συμπληρώνουν, δεν θα έπρεπε καν να περιοριστεί στο ειδικό θέμα που οδήγησε στην ακυρωτική απόφαση ή στις λύσεις που πρότεινε κατά καιρούς η αιτήτρια. Θα έπρεπε να είναι πλήρης για να δείχνει πως, κατά τα δεδομένα του ουσιώδους χρόνου της έκδοσης του επίδικου διατάγματος, το ακίνητο της αιτήτριας ήταν πράγματι το πλέον κατάλληλο και η λιγότερο επαχθής λύση.
Οι καθ' ων η αίτηση και το ΣΑΛ υπεραμύνθηκαν της έρευνας και των αποτελεσμάτων της. Υποστήριξαν πως ορθά ο Υπουργός, πάνω στη βάση του όγκου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του, θεώρησε επαρκή την έρευνα που διεξάχθηκε και επισημαίνουν πως η αιτήτρια δεν πρότεινε πλέον οτιδήποτε το συγκεκριμένο. Αναφέρθηκαν στις αρχές ως προς τη δυνατότητα παρέμβασης του Δικαστηρίου σε σχέση με θέματα τεχνικής φύσης και σε όσα διέπουν γενικώς την αναθεώρηση διοικητικής πράξης. Για να καταλήξουν με πρόταση για επικύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, ως ευλόγως επιτρεπτής.
Διαπιστώνω λανθασμένη σύμμειξη των ανηκόντων στο θέμα της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης προς τα ανήκοντα, στην παρούσα υπόθεση, στο θέμα του διατάγματος επίταξης. Το διάταγμα επίταξης συνιστά αυτοτελή διοικητική πράξη και είναι ως τέτοιο που ελέγχεται. Εν προκειμένω, όμως, δεν ετίθετο θέμα επίταξης προς εξυπηρέτηση αναγκών που τάχθηκαν από τον Υπουργό, ως επιτάσσουσα αρχή. Ετέθη το θέμα ενόψει του γεγονότος της έκδοσης διατάγματος απαλλοτρίωσης το οποίο, όσο και εάν προσεβλήθη με προσφυγή, ενόσω δεν είχε ακυρωθεί, τεκμαίρεται νόμιμο. Δεν μπορούσε να ήταν μέλημα του Υπουργού η πραγματοποίηση δικής του έρευνας και η μόρφωση δικής του κρίσης αναφορικά με το ποιό ακίνητο αναδεικνύεται ως η πλέον κατάλληλη και λιγότερη επαχθής λύση για το σκοπό της εγκατάστασης του αντλιοστασίου. Διοικητική δράση του Υπουργού με τέτοιο προσανατολισμό θα απέ-ληγε σε εισχώρηση στα όσα καλύπτονταν από το κατά τεκμήριο νόμιμο διάταγμα απαλλοτρίωσης. Αλλά και σε υπερφαλάγγιση του αν, ενόψει όσων νέων δεδομένων εθεωρείτο ότι προέκυψαν, κατέληγε ο Υπουργός πως θα έπρεπε να επιταχθεί άλλο ακίνητο. Οπότε, θα είχαμε διάταγμα απαλλοτρίωσης, το κύρος του οποίου δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί από τον Υπουργό ή να ελεχθεί στην παρούσα διαδικασία, ενός ακινήτου για το σκοπό της εγκατάστασης του αντλιοστασίου και διάταγμα επίταξης άλλου ακινήτου, για τον ίδιο σκοπό. Και, βέβαια, αν ετίθετο θέμα τέτοιας έρευνας και κρίσης από τον Υπουργό, αυτό δεν θα μπορούσε παρά να εκτείνεται και στα θέματα του σχεδιασμού του έργου του αποχετευτικού συστήματος γιατί θα ήταν προς αυτό που θα συσχετιζόταν η καταλληλότητα του ακινήτου.
Έχει αναγνωριστεί από τα πρώτα χρόνια της θέσπισης της σχετικής νομοθεσίας πως είναι παραδεκτή η επίταξη ακινήτου προς εκτέλεση του σκοπού της προωθούμενης απαλλοτρίωσής του. Ακόμα και πριν από την εξέταση, στο πλαίσιο της διαδικασίας προς απαλλοτρίωση, ενστάσεων κατ' αυτής. Παρά τον εκ του Συντάγματος περιορισμό ως προς τη χρονική διάρκεια της επίταξης αφού, κατά τη λήξη της, και εφόσον δεν θα έχει τελειωθεί στο μεταξύ η απαλλοτρίωση, θα υπέχει η επιτάσσουσα αρχή καθήκον αποζημίωσης αλλά και επαναφοράς του status quo ante. (βλ. Evrydiki Aspri v. Republic, 4 R.S.C.C. 57, Αθηνούλλα Ταμασίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 1188, Νίνα Μαρκουλλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 3413 και Γεωργία Ιωάννου Γεωργίου ν. Επαρχιακού Λειτουργού κ.λ.π. (1997) 4 Α.Α.Δ. 841.) Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, το νομιμοποιητικό έρεισμα για την έκδοση διατάγματος επίταξης βρίσκεται στο γεγονός της ύπαρξης διατάγματος απαλλοτρίωσης, ενόψει του οποίου και εκδίδεται. (Βλ. Αθηνούλλα Ταμασίου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Γιαννούλλα Χριστοδουλίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2766).
Η έκδοση διατάγματος επίταξης προϋποθέτει σκοπό δημόσιας οφέλειας και, επ' αυτού, ο περι Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμος του 1962 (Ν. 15/62, όπως τροποποιήθηκε) είναι όμοιος με τον περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας Νόμο του 1962 (Ν. 21/62), όπως τροποποιήθηκε. Επίσης να είναι αναγκαία η επίταξη για τέτοιο σκοπό, ο οποίος και θα πρέπει να καθορίζεται όπως και οι λόγοι της επίταξης, στο σχετικό διάταγμα.
Δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει εδώ η σημασία του γεγονότος ότι διά του διατάγματος απαλλοτρίωσης προσδιορίζεται συγκεκριμένος σκοπός ως δημόσιας ωφέλειας. Δεν έχει αμφισβητηθεί, ορθά βέβαια, πως ο κοινός σκοπός της απαλλοτρίωσης και της επίταξης, η εγκατάσταση δηλαδή του αντλιοστασίου προς εξυπηρέτηση του αποχετευτικού συστήματος, είναι δημόσιας ωφέλειας κατά το νόμο. Εκείνο που απομένει, είναι η αναγκαιότητα της επίταξης.
Το διάταγμα επίταξης δεν εκδόθηκε ταυτόχρονα με τη γνωστοποίηση ή το διάταγμα απαλλοτρίωσης, αλλά μεταγενέστερα. Φαίνεται να παραπονείται γι' αυτό η αιτήτρια αλλά δεν έχει δίκαιο. Όπως παρατηρήθηκε στην Evrydiki Aspri v. Republic (ανωτέρω), μπορεί να μήν είναι πάντοτε νόμιμο να εκδίδεται διάταγμα επίταξης ταυτόχρονα με γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, αναφορικά με την ίδια ιδιοκτησία, ιδιαίτερα όταν δεν είναι αναγκαία, κατά τον ουσιώδη χρόνο, η έναρξη άμεσης υλοποίησης του κοινού τους σκοπού.
Στην υπόθεση Koumis HjiMichael and Others v. Republic (1972) 3 C.L.R. 246, αναγνωρίστηκε από την Ολομέλεια πως η φύση μέτρου όπως η επίταξη προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιου ειδικού λόγου, όπως το επείγον. Και κρίθηκε πως ήταν επείγουσα η επίταξη αφού οι συμβάσεις για την εκτέλεση του έργου συνάφθηκαν, η ημερομηνία έναρξης των εργασιών πλησίαζε και δεν αναμενόταν να συμπληρωθεί ως τότε η διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, όσο και αν δεν είχε ασκηθεί προσφυγή κατά του κύρους της (βλ. επίσης Mammidou & Others v. Attorney-General (1977) 3 C.L.R. 462 στη σελ 479, Photini Papadopoulou and Others v. Republic (1971) 3 C.L.R. 317 στη σελ. 339, Αντώνης Αντωνίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 824, Αθηνούλλα Ταμασίου ν. Κυπριακής Δημοκρασίας (ανωτέρω)).
Στη παρούσα υπόθεση, με κατεπείγουσα, όπως περιγράφηκε, επιστολή του ΣΑΛ ημερομηνίας 30.5.96, ζητήθηκε από τον Υπουργό η προώθηση της έκδοσης διατάγματος επίταξης. Τονίζεται σ' αυτή πως "υπάρχει άμεση ανάγκη για είσοδο του εργολάβου στον πιο πάνω χώρο προς εκτέλεση των κατασκευαστικών έργων" και τέθηκε ενώπιόν μου η σύμβαση, που είχε ήδη υπογραφεί από τις 30.3.95, μεταξύ του ΣΑΛ και εργοληπτικής εταιρείας. Στοιχειοθετείται, συνεπώς, το επείγον και πάντως δεν εκδηλώθηκε ούτε και αντιγνωμία ως προς αυτή την πτυχή.
Ο Υπουργός, προφανώς προς ανταπόκριση στην επισήμανση του ΣΑΛ αναφορικά με την ανάγκη έρευνας από την πλευρά του και αιτιολόγησης της απόφασης του, αναφέρθηκε στη μή ύπαρξη, υπό το φως των δεδομένων από την έρευνα του ΣΑΛ και των Συμβούλων Μηχανικών του, άλλης κατάλληλης ιδιοκτησίας που θα μπορούσε να "ικανοποιήσει τους ίδιους σκοπούς χωρίς σοβαρές τεχνικές και λειτουργικές επιπτώσεις στην αποτελεσματικότητα του αποχετευτικού συστήματος". Σημειώνεται όμως στην απόφασή του και το γεγονός ότι "για την ίδια ιδιοκτησία έχει δημοσιευτεί, και βρίσκεται σε ισχύ, το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης που δημοσιεύτηκε στις 24.9.93 ως Α.Δ.Π 1485. Ενυπάρχει στην απόφαση του Υπουργού κρίση περί το αναγκαίο της επίταξης για τους σκοπούς του διατάγματος απαλλοτρίωσης και, εν πάση περιπτώσει, αυτό το γεγονός θα συνιστούσε, ενόψει των προαναφερθέντων, αφ' εαυτού νομικό στήριγμα της απόφασης του κατά τις αρχές που υιοθετήθηκαν από την Ολομέλεια στην υπόθεση Christodoulides and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1297, στη σελίδα 1303.
Στο στάδιο των διευκρινίσεων η αιτήτρια πρότεινε, επικαλούμενη την πρωτόδικη απόφαση στην υπόθεση Κώστας Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599, την ύπαρξη λόγου ακυρότητας με αναφορά στη μή καταβολή προς αυτή αποζημίωσης για την επίταξη. Δεν περιλήφθηκε τέτοιο νομικό σημείο στην προσφυγή και δεν χρειάζεται να με απασχολήσει το γεγονός της μή ανάπτυξης τέτοιου θέματος ούτε στις γραπτές αγορεύσεις της αιτήτριας. Δεν είναι επιτρεπτή η έγερση του, πολύ λιγότερο στο στάδιο των διευκρινίσεων. Ούτως ή άλλως, θα απέρριπτα και κατ' ουσίαν τον ισχυρισμό. Ασχολήθηκα με παρόμοιο θέμα στην υπόθεση Θεοπίστη Σ. Κισσόποδα κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (1994) 4 Α.Α.Δ. 836 και θα υιοθετούσα και τώρα την κατάληξη στην οποία είχα αχθεί. Για λόγους που εξήγησα, και που δεν είναι ανάγκη να επαναλάβω, δε δέχθηκα πως θα ήταν επιτρεπτή η αναθεώρηση της απόφασης κάτω από τέτοιο πρίσμα. Ο αναθεωρητικός έλεγχος δεν μπορεί να εκφύγει από το αντικείμενό του, όπως αυτό προσδιορίζεται στην προσφυγή που ενεργοποιεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Αντικείμενο της προσφυγής είναι η απόφαση για έκδοση του διατάγματος επίταξης και οφείλουμε να περιοριστούμε σε όσα ανάγονται στο χρονικό διάστημα μέχρι την έκδοσή του. Όσα κατ' ισχυ-ρισμόν ακολούθησαν και οι πιθανές επιπτώσεις τους, εκφεύγουν του αντικειμένου της προσφυγής και δεν μπορούν να επηρεάσουν το κύρος της απόφασης για έκδοση του διατάγματος. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, οι διατάξεις ως προς την καταβολή αποζημίωσης, προϋποθέτουν την έκδοση έγκυρης απόφασης για επίταξη.
Δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας και η προσφυγή απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.