ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 378
17 Φεβρουαρίου, 1997
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΡΙΣΤΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1072/94)
Διοικητικό Δίκαιο — Μετάταξη— Συνεπάγεται προαγωγή — Συνέπειες.
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου — Συμβούλιο Προσωπικού — Συγκρότηση — Καμία αντισυνταγματική στον Καν. 24(2) που προνοεί για τη συγκρότηση του.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως— Προκατάληψη — Υιοθέτηση των πορισμάτων της Κολοκασίδου ν. Α.ΤΗ.Κ. σχετικά με το ζήτημα της συμμετοχής μελών υποδεικνυομένων από συνδικαλιστικές οργανώσεις στη διαδικασία επιλογής υποψηφίων.
Οι αιτητές προσέβαλαν τη μετάταξη συναδέλφων τους στο ειδικευμένο προσωπικό.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Στις 20.12.96 εξεδόθη η απόφαση στην Κυριάκος Κυλίλης κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1996) 4 Α.Α.Δ. 3493. Το μόνο ζήτημα που εγειρόταν σ' αυτή ήταν η φύση της μετάταξης. Αποφασίστηκε πως η μετάταξη συνεπάγεται προαγωγή η οποία και ως εκ τούτου γίνεται μεταξύ αυτών που πληρούν τα προσόντα για μετάταξη και κατ' επιλογήν των καλυτέρων, σε αντίθεση της εισήγησης του δικηγόρου των αιτητών πως όλοι οι προσοντούχοι για μετάταξη δικαιούνται σε αυτή ανεξάρτητα από την ύπαρξη κατάλληλων θέσεων.
Το Δικαστήριο συμφωνεί και υιοθετεί την κρίση του πρωτόδικου δικαστή πως η μετάταξη αποτελεί προαγωγή, για τους λόγους που επεξηγεί στην απόφαση του.
2. Παραμένουν εδώ για επίλυση τα υπόλοιπα ζητήματα που εγείρει ο δικηγόρος των αιτητών και που προχωρώ αμέσως να σχολιάσω. Εισηγείται πως ο Κανονισμός 24(2) που προβλέπει για τη συγκρότηση του Συμβουλίου Προσωπικού είναι αντισυνταγματικός και εκτός του δικαιοδοτικού πλαισίου του Νόμου.
Συναφές παράπονο του δικηγόρου των αιτητών είναι και πως η συνδικαλιστική οργάνωση, στην οποία ανήκουν, δεν εκπροσωπείται στο Συμβούλιο Προσωπικού και επομένως η κρίση των μελών του, υποβάλλει ο συνήγορος, πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπεριέχει προκατάληψη εις βάρος τους. Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με την πιο πάνω εισήγηση και υιοθετεί αυτά που είπε το Δικαστήριο όταν ηγέρθη το ίδιο ακριβώς ζήτημα ενώπιον του στην υπόθεση Μερόπη Κολοκασίδου v. A.TH.K. (1992) 4 Α.Α.Δ. 4801.
3. Τέλος, η επίδικη απόφαση προσβάλλεται και στην ουσία της με τον ισχυρισμό δηλαδή πως οι αιτητές θα έπρεπε να αξιολογηθούν από το Συμβούλιο της Αρχής ως οι καταλληλότεροι για μετάταξη-προαγωγή αντί των ενδιαφερομένων. Έχοντας μελετήσει με προσοχή όλο το υλικό που συνοδεύεται με την επίδικη διαδικασία, το Δικαστήριο κρίνει πως διεξήχθη σύμφωνα με το νόμο και τους κανονισμούς.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Κυλίλη κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1996) 4 Α.Α.Δ. 3493,
Κολοκασίδου ν. Α.ΤΗ.Κ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 4801.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η μετάταξη 24 συναδέλφων των αιτητών στη θέση ειδικευμένου προσωπικού αντί αυτών.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Κ. Χ'' Ιωάννου, για την Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές, υπάλληλοι της καθ' ης η αίτηση Αρχής, προσβάλλουν τη μετάταξη 24 συναδέλφων τους στη θέση ειδικευμένου προσωπικού, που έγινε στις 11.10.94 από το Συμβούλιο της Αρχής. Ο δικηγόρος των αιτητών εισηγείται, αφενός, πως η διαδικασία της μετάταξης βασίζεται σε νόμο και κανονισμούς που παραβιάζουν συνταγματικές διατάξεις, και αφετέρου, πως θα έπρεπε να μεταταχθούν οι αιτητές αντί των ενδιαφερομένων συναδέλφων τους. Υποθέτω ο συνήγορος να εννοεί πως η μετάταξη των αιτητών να γίνει με νόμιμο τρόπο, μολονότι δεν μπορώ να αντιληφθώ πως αυτό μπορεί να επιτευχθεί αν δεν προσαρμοστούν ο νόμος και οι κανονισμοί στο Σύνταγμα, μιας και διατείνεται πως το παραβιάζουν. Αντιφατική, ως εκ τούτου, μου φαίνεται η θεραπεία όπως διατυπώνεται στην αίτηση ακυρώσεως, αλλά θα συζητήσω την προσφυγή από τη γενική άποψη της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας οι συνήγοροι των μερών με πληροφόρησαν πως ενώπιον του συναδέλφου δικαστή Γ. Παπαδόπουλου, εκκρεμούσε προσφυγή της οποίας αντικείμενο ήταν η φύση της μετάταξης, τί δηλαδή αυτή συνεπάγεται, σύμφωνα με τους περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Γενικούς Κανονισμούς Κ.Δ.Π. 220/82, όπως τροποποιήθηκαν από τις Κ.Δ.Π. 264/84, 276/85, 91/89, 142/90, 163/90, και 375/90. Μου ζητήθηκε να επιφυλάξω την απόφαση μου στην παρούσα προσφυγή γιατί πιθανόν το αποτέλεσμα της πρώτης να έλυε και τα ενώπιον μας επίδικα ζητήματα.
Στις 20.12.96 εξεδόθη η πιο πάνω απόφαση Κυριάκος Κυλίλης κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ (1996) 4 Α.Α.Δ. 3493. Το μόνο ζήτημα που εγειρόταν σ' αυτή όπως είπα πιο πριν, ήταν η φύση της μετάταξης. Αποφασίστηκε πως η μετάταξη συνεπάγεται προαγωγή η οποία και ως εκ τούτου γίνεται μεταξύ αυτών που πληρούν τα προσόντα για μετάταξη και κατ' επιλογήν των καλυτέρων, σε αντίθεση της εισήγησης του δικηγόρου των αιτητών πως όλοι οι προσοντούχοι για μετάταξη δικαιούνται σε αυτή ανεξάρτητα από την ύπαρξη κατάλληλων θέσεων.
Μετά την έκδοση της πιο πάνω απόφασης ο δικηγόρος των αιτητών μου ανέφερε πως παραμένουν προς επίλυση στην παρούσα προσφυγή άλλα ζητήματα, κάτι που όντως επεσήμανα και εγώ στους δυο συνηγόρους προηγουμένως. Όμως, συμφωνώ και υιοθετώ την κρίση του συναδέλφου δικαστή πως η μετάταξη αποτελεί προαγωγή, για τους λόγους που επεξηγεί στην απόφαση του, και δεν χρειάζεται βέβαια να επαναλάβω.
Παραμένουν εδώ για επίλυση τα υπόλοιπα ζητήματα που εγείρει ο δικηγόρος των αιτητών και που προχωρώ αμέσως να σχολιάσω. Εισηγείται πως ο Κανονισμός 24(2) που προβλέπει για τη συγκρότηση του Συμβουλίου Προσωπικού είναι αντισυνταγματικός και εκτός του δικαιοδοτικού πλαισίου του Νόμου. Ο Κανονισμός προβλέπει τα εξής:
24.(2) Το Συμβούλιον Προσωπικού συγκροτείται ως κάτωθι:
(α) Εκ τριών υπαλλήλων του Ανωτάτου ή Ανωτέρου Προσωπικού οριζομένων μετά των αναπληρωτών των υπό του Γενικού Διευθυντού, εξ ων εις ορίζεται ως Πρόεδρος.
(β) (ι) Εκ τριών υπαλλήλων μετά των αναπληρωτών των διοριζομένων υπό του Γενικού Διευθυντού, και υποδεικνυομένων υπό των οργανώσεων του Προσωπικού της Αρχής των αναγνωριζομένων υπ' αυτής κατ' αναλογίαν του αριθμού των μελών τους προσωπικού της Αρχής το οποίον εκπροσωπούν ως κατωτέρω προβλέπεται."
Συναφές παράπονο του δικηγόρου των αιτητών είναι και πως η συνδικαλιστική οργάνωση, στην οποία ανήκουν, δεν εκπροσωπείται στο Συμβούλιο Προσωπικού και επομένως η κρίση των μελών του, υποβάλλει ο συνήγορος, πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπεριέχει προκατάληψη εις βάρος τους. Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω εισήγηση και υιοθετώ αυτά που είπε συνάδελφος δικαστής, (Α.Κούρρης) όταν ηγέρθη το ίδιο ακριβώς ζήτημα ενώπιον του στην υπόθεση Μερόπη Κολοκασίδου ν. Α.ΤΗ.Κ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 4801. Παραθέτω εκτεταμένο σχετικό απόσπασμα από την απόφαση.
"Στο Σύνταγμα δεν υπάρχει καμιά πρόνοια σχετικά με τον τρόπο προαγωγής υπαλλήλων της Αρχής. Ο Νόμος δίνει (με το άρθρο 3 του Νόμου 61/70) στην Αρχή εξουσία, ανάμεσα σ' άλλα, διενέργειας προαγωγών του προσωπικού της και θέσπισης κανονισμών που να ρυθμίζουν το θέμα. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια στην οποία να αντίκειται ο Κανονισμός αυτός. Οι μόνες πρόνοιες που υποδείχθηκαν από το δικηγόρο της αιτήτριας είναι τα Άρθρα 19,21.2 και 28 του Συντάγματος. Οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια αντίκειται σε πρόνοιες του Συντάγματος είναι αντισυνταγματική. Νομοθετική πρόνοια κηρύσσεται άκυρη ως αντισυνταγματική, αν αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι είναι ασύμφωνη και αντίθετη και δεν μπορεί να συνυπάρξει με το Σύνταγμα {Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου και Άλλοι ν. Καραγιώργη και Άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159).
Το Άρθρο 19 του Συντάγματος διαφυλάσσει το δικαίωμα της ελευθερίας της γνώμης, του λόγου και της έκφρασης, το Άρθρο 21.2 το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι, και το Άρθρο 28 το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης.
Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν είναι πολιτικά κόμματα κι ούτε έχουν πολιτικές επιδιώξεις ανάμεσα στους σκοπούς τους. Ούτε ο Κανονισμός 24 έχει καμιά σχέση με πολιτικές επιδιώξεις. Ο διορισμός, ως μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού, ατόμων υποδεικνυομένων από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που είναι αναγνωρισμένες από την Αρχή, δεν αντίκειται σε καμιά πρόνοια του Συντάγματος. Ούτε και υπάρχει στον Κανονισμό 24, πρόνοια ότι οι διοριζόμενοι πρέπει ν' ανήκουν συνδικαλιστικά στην οργάνωση που τους υποδεικνύει, ή σ' οποιαδήποτε άλλη συνδικαλιστική οργάνωση. Τα υποδεικνυόμενα από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού, δεν διορίζονται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις αλλά από το Γενικό Διευθυντή, που ασκεί με τον τρόπο αυτό κάποιο έλεγχο ως προς το ποια άτομα θα διορισθούν.
Οι συμμετέχοντες του Συμβουλίου Προσωπικού δεν εκπροσωπούν καμιά οργάνωση, αλλά σκοπός τους είναι η επιλογή των καλυτέρων υποψηφίων για προαγωγή. Προς το σκοπό αυτό πρέπει να ενεργούν αμερόληπτα. Ισχυρισμοί για προκατάληψη πρέπει να αποδεικνύονται με βεβαιότητα (Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437,449-450).
Το γεγονός ότι στο Συμβούλιο Προσωπικού δε συμμετείχε άτομο που να υποδείχθηκε από τη συνδικαλιστική οργάνωση της οποίας η αιτήτρια είναι μέλος, δεν αποδεικνύει από μόνο του προκατάληψη. Τα κριτήρια που εφάρμοσε το Συμβούλιο Προσωπικού κατά την επιλογή των καλυτέρων υποψηφίων, δεν είναι άλλα από τα οριζόμενα υπό των Κανονισμών, όπως φαίνεται από το Τεκμήριο 2. Εξάλλου, ως μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού συμμετέχουν, όχι μόνο τα 3 μέλη που υποδεικνύονται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις (και διορίζονται από το Γενικό διευθυντή), αλλά και 3 άλλα μέλη που ανήκουν στο Ανώτερο ή Ανώτατο Προσωπικό και επιλέγονται από το Γενικό Διευθυντή. Τηρείται έτσι κάποια ισορροπία μεταξύ των οριζομένων από τη Διεύθυνση της Αρχής και των συνδικαλιστικών οργανώσεων των υπαλλήλων της Αρχής. Στην υπό κρίση περίπτωση, η επιλογή των καλυτέρων, κατά την κρίση του Συμβουλίου Προσωπικού υποψηφίων, ήταν ομόφωνη από όλα τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού, είτε υποδειχθέντα υπό συνδικαλιστικών οργανώσεων, είτε μη. Περαιτέρω, δεν έγινε καμιά αναφορά στις πολιτικές πεποιθήσεις της αιτήτριας."
Τέλος, η επίδικη απόφαση προσβάλλεται και στην ουσία της με τον ισχυρισμό δηλαδή πως οι αιτητές θα έπρεπε να αξιολογηθούν από το Συμβούλιο της Αρχής ως οι καταλληλότεροι για μετάταξη-προαγωγή αντί των ενδιαφερομένων. Έχω μελετήσει με προσοχή όλο το υλικό που συνοδεύεται με την επίδικη διαδικασία, και κρίνω πως διεξήχθη σύμφωνα με το νόμο και τους κανονισμούς. Η απόφαση του Συμβουλίου είναι επαρκώς αιτιολογημένη και στηρίζεται στα στοιχεία των φακέλων και τις εισηγήσεις των προϊσταμένων. Κανένας από τους αιτητές δεν έδειξε ιδιαίτερο λόγο γιατί να προτιμηθεί αυτός αντί οποιουδήποτε των ενδιαφερομένων μερών, ούτε και έκαμε αναφορά σε ειδικό στοιχείο σχετικά με την κατ' ισχυρισμό μεγαλύτερη αξία του.
Η προσφυγή απορρίπτεται με £200 έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.