ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1995) 4 ΑΑΔ 265
8 Φεβρουαρίου, 1995
[ΚΟΥΡΡΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΕΥΑΝΘΙΑ ΠΑΝΤΕΛΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗ,
Αιτήτριες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υποθέσεις Αρ. 802/93, 867/93)
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Προσόντα — Υπόσταση διπλωμάτων πανεπιστημίων που χορηγούνται μετά από πενταετή κύκλο σπονδών — Νομολογία — Εσφαλμένος ο διαχωρισμός από την Ε.Δ.Υ, στην κριθείσα περίπτωση του σχετικού διπλώματος σε B.Sc και M.Sc.
Δημόσιοι Υπάλληλοι —Διορισμοί — Συνεντεύξεις — Καταγραφή της γενικής εντύπωσης από αυτές — Το Άρθρο 33(14) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) — Πορίσματα της Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου — Αναιτιολόγητη η απόφαση της Ε.Δ. Υ. στην κριθείσα περίπτωση.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Συνεντεύξεις — Το Άρθρο 33(10) του Ν. 1/90 δεν απαιτεί την παρουσία κατά τις συνεντεύξεις ειδικά του Γενικού Διευθυντή ή τον Διευθυντή—Εν πάση περιπτώσει η παρουσία εκπροσώπου του Προϊσταμένου του Τμήματος αντί του ιδίου που κωλύεται έχει κριθεί νόμιμη—Ρόλος του Διευθυντή κατά τη συνέντευξη και δυνατότητα του να εκφράζει απόψεις.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Σχέδια Υπηρεσίας — Ερμηνεία και εφαρμογή τους αποκλειστικό έργο της Ε.Δ.Υ. — Η γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν δεσμεύει την Ε.Δ. Υ.
Οι αιτήτριες προσέβαλαν με τις προσφυγές το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου, Πολιτιστικές Υπηρεσίες.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Το θέμα της υπόστασης των διπλωμάτων που εκδίδονται από Πανεπιστήμια της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, όπως και άλλων χωρών μετά από πενταετή κύκλο σπουδών και τα οποία τα ίδια τα πανεπιστήμια που τα εκδίδουν χαρακτηρίζουν ως ισοδύναμα του M.Sc. που εκδίδεται από τα Αγγλικά Πανεπιστήμια, απασχόλησε το Δικαστήριο σε σειρά υποθέσεων.
Στην παρούσα υπόθεση και με βάση τα σχετικά στοιχεία, το Δικαστήριο βρίσκει ότι η ΕΔΥ, έχοντας υπόψη τόσο τη νομολογία όσο και τις περιπτώσεις που αντιμετώπισε η ίδια στο παρελθόν αναφορικά με το θέμα, όπως και τα αντικρουόμενα στοιχεία που είχε ενώπιον της (αρχική αίτηση του ενδιαφερόμενου μέρους, μεταγενέστερα πιστοποιητικά, έκδοση ΟΥΝΕΣΚΟ), όφειλε να προβεί σε ενδελεχή έρευνα αναφορικά με τις συνθήκες έκδοσης των πιστοποιητικών που επισυνάφθηκαν στην επιστολή του ενδιαφερόμενου μέρους ή/και σε οποιαδήποτε άλλη νενομισμένη έρευνα.
Από το κρίσιμο απόσπασμα των πρακτικών δεν φαίνεται να προέβηκε σε καμιά έρευνα η ΕΔΥ αλλά απλά θεώρησε ως δεδομένη την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος, του τίτλου B.Sc.
Εδώ το Δικαστήριο παρατηρεί και τονίζει ότι επιβάλλεται όπως το θέμα της αξιολόγησης των διπλωμάτων που εκδίδονται από διάφορα πανεπιστήμια ή άλλες σχολές, τύχουν της δέουσας αξιολόγησης και κατάταξης από τα αρμόδια όργανα προς αποφυγή περαιτέρω ταλαιπωριών των πολιτών.
Με βάση όλα τα πιο πάνω κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο διορισμός του πρώτου ενδιαφερόμενου μέρους πρέπει ν' ακυρωθεί.
2. Άλλος ισχυρισμός των αιτητριών είναι ότι η ΕΔΥ παρέλειψε να αιτιολογήσει την κρίση της αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της, σ' αντίθεση με τις πρόνοιες του Άρθρου 33(14) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90).
Παρόμοιο θέμα έτυχε εξέτασης στην υπόθεση Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας, όπου το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (σ' εκείνη την περίπτωση), αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της, δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Το λεκτικό των πρακτικών και στις δύο περιπτώσεις είναι παρόμοιο. Η απαίτηση του Νόμου είναι επίσης η ίδια και στις δύο περιπτώσεις. Η πιο πάνω απόφαση επικυρώθηκε από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου (βλ. Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου). Από την απόφαση της Ολομέλειας, το Δικαστήριο παραθέτει το πιο κάτω απόσπασμα:
"Ο Νόμος επιβάλλει ρητά την υποχρέωση της δέουσας αιτιολόγησης της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας. Η ρητή απαίτηση του Άρθρου 34(6) για αιτιολόγηση δεν αποσκοπεί μόνο στην πλήρη διαφάνεια που πρέπει να υπάρχει ακόμα και στο στάδιο κάθε προπαρασκευαστικής πράξης αλλά καθιστά την αιτιολογία ουσιώδη τύπο της πράξης. Σε μια τέτοια περίπτωση, η αιτιολογία πρέπει να εμφαίνεται ρητά στο σώμα της διοικητικής πράξης σαν συστατικό της στοιχείο, ενώ η παράλειψη αναφοράς της αιτιολογίας στο ίδιο το έγγραφο της πρότασης καθιστά την πρόταση ελλειπή ως προς τον τύπο της (βλ. Τζιακουρη ν. Δημοκρατίας.
Ένας από τους προφανείς λόγους για την ανάγκη αιτιολόγησης είναι και η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της απφοασης. Είναι φανερό ότι αν δεν υπάρχει αιτιολόγηση, το Δικαστήριο αδυνατεί να ελέγξει αν η απόφαση είναι εύλογα επιτρεπτή. Απλή αναφορά που καταλήγει σε κοινοτυπία δεν αποτελεί αιτιολογία ενώ η απλή απαρίθμηση των κριτηρίων που λήφθηκαν υπ' όψιν δεν παρέχει καμιά πληροφορία για τα δεδομένα που οδήγησαν στη διαμόρφωση της απόφασης και δεν επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο. Για να είναι νοητός ο έλεγχος θα πρέπει η πραγματική βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η απόφαση να είναι γνωστή. Η ανυπαρξία οποιωνδήποτε στοιχείων μέσα στο έγγραφο της απόφασης της αρμόδιας αρχής την καθιστά αναιτιολόγητη και κατά συνέπεια την απόφαση ακυρώσιμη.".
Με βάση τα πιο πάνω η κρίση της ΕΔΥ αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση είναι αναιτιολόγητη. Η γενική αναφορά στα κριτήρια τα οποία έλαβε υπόψη η ΕΔΥ για την αξιολόγηση των υποψηφίων δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία. Γι' αυτό η επίδικη απόφαση πρέπει ν' ακυρωθεί και για το λόγο αυτό.
3. Ο Νόμος (Άρθρο 33(10)) δεν απαιτεί την παρουσία συγκεκριμένου ατόμου (του Γενικού Διευθυντή ή του Διευθυντή) κατά τη διενέργεια της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων.
Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και εκεί όπου ο νόμος απαιτεί την παρουσία του Προϊσταμένου του Τμήματος, η παρουσία εκπροσώπου του αντί του ιδίου, σε περιπτώσεις όπου ο ίδιος κωλύεται, κρίθηκε νόμιμη.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό, ότι ο Γενικός Διευθυντής ή ο εκπρόσωπος του δεν είχαν εξουσία αξιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ, εξουσία η οποία ανήκει αποκλειστικά στην ΕΔΥ, παραπέμπω στην πρόσφατη απόφαση μου στην υπόθεση Ονούφριου ν. Δημοκρατίας, όπου ηγέρθη ο ίδιος ισχυρισμός, και την οποία υιοθετώ. Θα παραθέσω εδώ μόνο το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Thalassinos ν. Republic (1974) 3 C.L.R. 290, από τη σελίδα 293:
"Also, we cannot agree with counsel for the appellant that the Director-General was not entitled to express at the meeting of the Commission his own views about the candidates...... we do not regard that by acting in this way he has usurped any of the functions of the Commission; so we are in full agreement with the learned trial Judge on this point.".
4. Η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας είναι έργο που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της ΕΔΥ. Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμπεριέλαβε την δεύτερη αιτήτρια ανάμεσα στους κατέχοντες το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας. Η γνώμη όμως της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν δεσμεύει την ΕΔΥ, ούτε την απαλλάσσει από την υποχρέωση της να ερμηνεύσει και εφαρμόσει η ίδια τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας.
Όπως φαίνεται από τα στοιχεία του φακέλου της, η αιτήτρια κατέχει, από 16/12/91, τη θέση Λειτουργού Ευημερίας, 3ης Τάξης. Τα καθήκοντα που εκτελούσε η αιτήτρια περιγράφονται στο φάκελο της που βρισκόταν ενώπιον της ΕΔΥ. Ενώπιον μου τέθηκαν επίσης και τα σχέδια υπηρεσίας των δύο θέσεων. Από τα στοιχεία αυτά βρίσκω ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό στην ΕΔΥ να καταλήξει στο συμπέρασμα της ότι η αιτήτρια δεν κατείχε το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας και δεν ήταν απαραίτητη οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Μιχαηλίδη και Άλλου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 442,
Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376,
Χαραλαμπίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3728,
Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2892,
Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574,
Πετρίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2728,
Καμένου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 404,
Piperi a.o. v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1306,
Ονούφριου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 2465,
Thalassinos v. Republic (1974) 3 C.L.R. 290,
Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390.
Προσφυγές.
Προσφυγές εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση, με την οποία διορίστηκαν στη θέση Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου, Πολιτιστικές Υπηρεσίες, Υπουργείο Παιδείας, τα ενδιαφερόμενα μέρη, αντί των αιτητριών.
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 802/93.
Α. Σ. Αγγελίδης με Μ. Σπανού-Αναστασίου, για την Αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 867/93.
Τ. Πολυχρονίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για τους Καθ' ων η αίτηση.
Ντ. Παπαδοπούλου για Γ. Τριανταφυλλίδη, για τα Ενδιαφερόμενα μέρη.
Cur. adv.vult.
ΚΟΥΡΡΗΣ, Δ.: Με τις προσφυγές αυτές προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), η οποία δημοσιεύθηκε στις 30/9/93, με την οποία διορίστηκαν στη θέση Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου, Πολιτιστικές Υπηρεσίες, Υπουργείο Παιδείας, τα ενδιαφερόμενα μέρη Δέσπω Λεωνίδου και Ερνεστίνα Σισμάνη, αντί των αιτητριών.
Στις 28/2/92 προκηρύχθηκαν με δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας δύο κενές μόνιμες θέσεις Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου (η θέση είναι πρώτου διορισμού).
Οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν παραπέμφθηκαν, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο (Ν. 1/90) (ο Νόμος), στην οικεία Συμβουλευτική Επιτροπή.
Στις 23/11/92, προτού ακόμα υποβάλει την έκθεση της η Συμβουλευτική Επιτροπή, το ενδιαφερόμενο μέρος Λεωνίδου απηύθυνε επιστολή προς την ΕΔΥ, ζητώντας όπως κληθεί ενώπιον της για συνέντευξη. Στην επιστολή επισύναψε πιστοποιητικά σπουδών της και ανέφερε ότι κακώς δεν έγιναν δεκτά από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Ανέφερε επίσης ότι με τα πιστοποιητικά αυτά πληρούσε τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας και χωρίς τη χρησιμοποίηση του τίτλου Ph.D. (Παράρτημα 5 στην ένσταση).
Η επιστολή αυτή παραπέμφθηκε, μαζί με τα επισυναφθέντα πιστοποιητικά, στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας, Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ο οποίος με την επιστολή του ημερομηνίας 8/1/93, εξήγησε τους λόγους για τους οποίους η Συμβουλευτική Επιτροπή δε θεώρησε τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους ως ικανοποιούντα τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας.
Με επιστολή και πάλι ημερομηνίας 8/1/93, στάληκε στην ΕΔΥ η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, από την οποία φαίνεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Λεωνίδου αποκλείστηκε από την παραπέρα διαδικασία γιατί κρίθηκε ότι δεν ικανοποιούσε τα προσόντα της παραγράφου 3(1) του σχεδίου υπηρεσίας. Οι αι-τήτριες και το ενδιαφερόμενο μέρος Σισμάνη συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για διορισμό στην επίδικη θέση.
Κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 21/4/93, η ΕΔΥ εξέτασε την πιο πάνω επιστολή και την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και αποφάσισε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας και δεν έπρεπε να είχε αποκλεισθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Η ΕΔΥ έκρινε επίσης ότι μόνο μία από τις αιτήτριες, η Παντελή Ευανθία, κατείχε το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας και καμιά από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η ΕΔΥ, τέλος, αφού συμπεριέλαβε το ενδιαφερόμενο μέρος Λεωνίδου στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων, αποφάσισε να καλέσει τους υποψηφίους που περιλαμβάνονταν στον κατάλογο αυτό σε προφορική εξέταση.
Η προφορική εξέταση έλαβε χώρα στις 28/6/93, στην παρουσία του Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης (ο Διευθυντής) ο οποίος αφού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων σ' αυτήν, αποχώρησε από τη συνεδρία. Στη συνέχεια η ΕΔΥ προέβηκε στη δική της αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων και αφού έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον της επέλεξε για διορισμό τα ενδιαφερόμενα μέρη. Αφού συμπληρώθηκαν οι νενομισμένες διαδικασίες, ορίστηκε ως ημερομηνία ισχύος του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών η 1/9/93.
Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβλήθηκε από το δικηγόρο των αιτητριών και στις δύο προσφυγές, αφορά τα προσόντα των ενδιαφερομένων μερών. Ο ισχυρισμός είναι ότι η ΕΔΥ παρέλειψε να διεξαγάγει τη δέουσα έρευνα αναφορικά με τα προσόντα των δύο ενδιαφερομένων μερών, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι τα προσόντα τους ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης.
Το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί, επί του προκειμένου, τα ακόλουθα:
"3. Απαιτούμενα προσόντα:
(1) (α) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στην Ψυχολογία, και
(β) Μεταπτυχιακός τίτλος ή δίπλωμα σε θέματα Εκπαιδευτικής η Σχολικής ή Κλινικής Ψυχολογίας, μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους.".
Όσον αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος Λεωνίδου, ο ισχυρισμός των αιτητριών είναι ότι το ενδιαφερόμενο μέρος, που είναι κάτοχος του τίτλου M.Sc. του Πανεπιστημίου της Μόσχας, ορθά κρίθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ότι δεν πληρεί το προσόν της παραγράφου 3.(1 )(α) του σχεδίου υπηρεσίας, αφού αυτό είναι το πρώτο και βασικό δίπλωμα της. Είναι περαιτέρω ο ισχυρισμός τους ότι η ΕΔΥ, αφού βασίστηκε σε στοιχεία που υποβλήθηκαν εκ των υστέρων, χωρίς να διεξαγάγει οποιαδήποτε έρευνα και χωρίς να αιτιολογήσει την απόφαση της, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τα απαραίτητα προσόντα για διορισμό.
Το ενδιαφερόμενο μέρος, όπως φαίνεται από τα στοιχεία της αίτησης της, απέκτησε τον τίτλο M.Sc. στην Ψυχολογία, αφού φοίτησε γι' αυτό το σκοπό από το 1984-1989. Η αίτηση της φέρει ημερομηνία 19/3/92 (η τελευταία ημερομηνία υποβολής αιτήσεων ήταν η 20/3/92) και σ' αυτήν δεν γίνεται αναφορά σε τίτλο B.Sc, ούτε επισυνάφθηκε τέτοιο πιστοποιητικό. Στην αίτηση της επισύναψε επίσης "Qualification Record", στο οποίο αναφέρονται τα θέματα τα οποία διδάχθηκε και στα οποία εξετάστηκε, με τις αντίστοιχες βαθμολογίες, για τα χρόνια 1984-1989.
Μεταγενέστερα, το ενδιαφερόμενο μέρος απηύθυνε την ακόλουθη επιστολή προς την ΕΔΥ, ημερομηνίας 23/11/92:
"Υποβάλλω την παράκληση μου όπως κληθώ ενώπιον σας για συνέντευξη για την θέση εκπαιδευτικού ψυχολόγου στο υπουργείον παιδείας. Επισυνάπτω πιστοποιητικά τα οποία επεξηγούν τον βαθμό του διπλώματος μου αντίγραφο του οποίου κατάθεσα στην αίτηση μου για την θέση αυτήν. Παρουσιάστηκα ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής στην οποία και έθεσα τα πιστοποιητικά αυτά τα οποία κακώς δεν εδέκτηκε. Είναι φανερό ότι μ' αυτά τα πιστοποιητικά πληρώ τα απαιτούμενα προσόντα χωρίς την χρησιμοποίηση του Ph.D. μου.
(Το αναφερόμενο Ph.D. της απονεμήθηκε στις 3/7/92, μετά δηλαδή τον ουσιώδη χρόνο κατοχής των προσόντων).
Στην επιστολή της αυτή, το ενδιαφερόμενο μέρος επισύναψε δύο διαφορετικά διπλώματα εκ των οποίων το ένα περιγράφεται ως B.Sc, με ημερομηνία 5/6/88 και το άλλο ως M.Sc, με ημερομηνία 5/6/89. Τα πιστοποιητικά που επεξηγούν το βαθμό του διπλώματος της, "Qualification Record", δεν είναι τα ίδια με αυτό που επισύναψε στην αίτηση της. Στην αίτηση της επισύναψε ένα πιστοποιητικό που αφορούσε την περίοδο 1984-1989, ενώ τώρα παρουσίασε δύο πιστοποιητικά, που φέρουν διαφορετικές ημερομηνίες. Το πρώτο, το οποίο φέρει ημερομηνία 5/6/88, αφορά την περίοδο 1984-1988, το δε δεύτερο φέρει ημερομηνία 5/6/89 και αφορά την περίοδο 1988-1989. Οι πιο πάνω ημερομηνίες αντιστοιχούν με αυτές που φέρουν τα διπλώματα που υπέβαλε με την επιστολή της ημερομηνίας 23/11/92.
Όπως είπα και προηγουμένως η επιστολή αυτή διαβιβάστηκε από την ΕΔΥ, στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας, στις 14/12/92, ο οποίος σ' απάντηση απέστειλε προς την ΕΔΥ την ακόλουθη επιστολή, ημερομηνίας 8/1/93.
"Έχω εντολή ν' αναφερθώ στην επιστολή σας Αρ. Φακ. 19/69/11 ημερ. 14 Δεκεμβρίου, 1992 και να σας πληροφορήσω ότι, η Συμβουλευτική Επιτροπή που συστάθηκε για την πλήρωση δύο θέσεων Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου, εξέτασε το θέμα των προσόντων της αιτήτριας Δέσπως Λεωνίδου και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή δεν κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα και την απέκλεισε από την πάρα πέρα διαδικασία.
2. Στην απόφαση της η Συμβουλευτική Επιτροπή στηρίχθηκε στα πιο κάτω στοιχεία:
(α) Στην αίτηση της κας Λεωνίδου Δέσπως ημερ. 19.3.92, που αναφέρει ότι απέκτησε το "Master of Science in Psychology" και ότι για την απόκτηση του φοίτησε από το Σεπτέμβριο του 1984 μέχρι τον Ιούνιο του 1989.
(β) Σε έκδοση της ΟΥΝΕΣΚΟ με θέμα το επίπεδο σπουδών και η αξιολόγηση των διπλωμάτων που απονέμονται στη Σοβιετική Ένωση. Με βάση την έκδοση αυτή η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε ότι το πτυχίο που υπέβαλε η κα Λεωνίδου, είναι πρώτο πτυχίο και επομένως αυτή δεν κατείχε το μεταπτυχιακό προσόν που απαιτεί το Σχέδιο Υπηρεσίας.
(γ) Στο γεγονός ότι το δίπλωμα Doctor of Philosophy (Ph.D) in Psychology με Αρ. 1277, το απέκτησε η αιτήτρια την 3ην Ιουλίου, 1992 μετά την προθεσμία υποβολής αιτήσεων για τη θέση εκπαιδευτικού ψυχολόγου που έληξε την 20ην Μαρτίου, 1992. (Άρθρο 34(5)(α) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου).
3. Τα πιστοποιητικά σπουδών που έστειλε η αιτήτρια στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας με ημερ. 8/12/1992 και διαβιβάστηκαν στο Υπουργείο Παιδείας με την επιστολή σας της 14 Δεκεμβρίου, 1992, εξετάστηκαν από την Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία θεωρεί ότι αυτά προέκυψαν μετά από διάσπαση του πτυχίου με αρ. 116747/5.6.89 σε δύο νέα πτυχία με αρ. 573/5.6.88 και 115762/5.6.89.
Η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να γνωρίζει πως το αρχικό Master διασπάστηκε σε δύο άλλα πτυχία με παλιές ημερομηνίες και εκφράζει την απορία της γιατί αυτά δεν εδηλώθησαν στην αίτηση της 19.3.92. Η άποψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι ότι αυτά δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη εφόσον υπεβλήθησαν μετά την λήξη της ημερομηνίας υποβολής των αιτήσεων.
4. Για υποστήριξη των ανωτέρω εσωκλείονται -
(α) αντίγραφο του αρχικού "Master" με αρ. 116747/5.6.89 (β) αντίγραφο του Bachelor of Science με αρ. 000573/ 5.6.88 (γ) αντίγραφο του Master of Science με αρ. 175762/5.6.89 (δ) απόσπασμα από την έκδοση της ΟΥΝΕΣΚΟ Higher Education Diplomas in Europe (European Center) for Higher Education (E.P.E.S. 1989) (σελ. 1-4).".
Από την έκδοση της ΟΥΝΕΣΚΟ, στην οποία γίνεται αναφορά στην πιο πάνω επιστολή, και η οποία τέθηκε ενώπιον της ΕΔΥ, είναι σαφές ότι ο πρώτος τίτλος σπουδών που εκδίδεται από πανεπιστήμια της τότε Σοβιετικής Ένωσης είναι το M.Sc. και δεν εμφανίζεται πουθενά ο τίτλος του B.Sc.
Η ΕΔΥ κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 21/4/93, αποφάσισε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τα απαραίτητα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας. Το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά έχει ως εξής:
"Αναφορικά με τα προσόντα της ΛΕΩΝΙΔΟΥ Δέσπως, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έκρινε ότι αυτή διαθέτει τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα, γιατί κατέχει τίτλο "B.Sc. in Psychology" και "M.Sc. in Psychology" και από την έρευνα που έγινε διαπιστώθηκε ότι η μεταπτυχιακή εκπαίδευση της είναι στον κλάδο της κλινικής ψυχολογίας. Η Λεωνίδου έχει όλα τα απαιτούμενα προσόντα και κατά την άποψη της Επιτροπής δεν έπρεπε να είχε αποκλειστεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.".
Το θέμα της υπόστασης των διπλωμάτων που εκδίδονται από Πανεπιστήμια της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, όπως και άλλων χωρών μετά από πενταετή κύκλο σπουδών και τα οποία τα ίδια τα πανεπιστήμια που τα εκδίδουν χαρακτηρίζουν ως ισοδύναμα του M.Sc. που εκδίδεται από τα Αγγλικά Πανεπιστήμια, απασχόλησε το Δικαστήριο σε σειρά υποθέσεων. Σχετικές είναι και οι υποθέσεις: Μιχαηλίδης και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 442, Ρένος Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376, Χαραλαμπίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3728.
Στην πρώτη από αυτές λέχθηκαν, τα ακόλουθα:
"Η παραπάνω κρίση της Τμηματικής Επιτροπής καθώς και της Επιτροπής ότι το Δίπλωμα του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου, που διαθέτει ο αιτητής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως "μεταπτυχιακόν προσόν", γιατί είναι πρώτο δίπλωμα, άσχετα βέβαια με τα έτη φοιτήσεως, και όσο άδικο και αν φαίνεται σε σχέση με σπουδές σε άλλα πανεπιστήμια που αποκτούν στα ίδια χρόνια και τα δύο διπλώματα, είναι ορθή και βέβαια λογικά εφικτή, δεδομένου ότι για να θεωρείται κάποιο δίπλωμα ως "μεταπτυχιακόν" πρέπει να αποκτηθεί μετά το πρώτο ή βασικό δίπλωμα, πράγμα που δεν συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση.
Αναφορά για το θέμα αυτό μπορεί να γίνει στις πρόσφατες αποφάσεις στις υποθέσεις Κλεάνθους ν. Της Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 250 και Δημητρίου ν. Της Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1426. Και στις δύο υποθέσεις αποφασίστηκε ότι δίπλωμα που αποκτάται μετά από πενταετή κύκλο σπουδών, έστω και αν οι χώρες που το δίνουν το θεωρούν ισοδύναμο με το M.Sc, είναι το πρώτο και βασικό δίπλωμα και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπτυχιακό προσόν.".
Στην υπόθεση Αργυρίδης (πιο πάνω), λέχθηκαν επίσης τα ακόλουθα:
"Εξετάσαμε με προσοχή τα όσα ειπώθηκαν από όλες τις πλευρές, καθώς και το υλικό που τέθηκε ενώπιον μας. Ειδικότερα, από το πιστοποιητικό ημερ. 26.12.85, που είναι και βάση επεξήγησης του διπλώματος του ενδιαφερόμενου μέρους, εξετάσαμε κατά πόσο τεκμηριώνεται η ύπαρξη μεταπτυχιακού προσόντος, που θεωρείται πλεονέκτημα.
Όπως είναι διατυπωμένη η επιστολή αυτή, πραγματεύεται την αντιστοιχία των προσόντων και δεν διευκρινίζει ότι τα βασικά προσόντα αποκτούνται στα πρώτα τρία χρόνια και όταν διακόψει ο φοιτητής σε αυτό το στάδιο τις σπουδές του, απονέμεται σε αυτόν δίπλωμα και μετά, αν επιθυμεί, μπορεί να προχωρήσει για να αποκτήσει το πρόσθετο προσόν του MSc. Εξάλλου, είναι η αξιολόγηση του ιδίου του Πανεπιστημίου και όχι της Επιτροπής μετά από έρευνα.".
Και στην τελευταία από τις προαναφερθείσες υποθέσεις (Χαραλαμπίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας) τα εξής:
"Η ΕΔΥ δε διεξήγαγε οποιαδήποτε άλλη έρευνα με σκοπό να διευκρινιστεί κατά πόσο το Πανεπιστήμιο θα εξέδιδε στην κα Ακκελίδου δίπλωμα Bachelor of Science in Chemistry, αν μετά τα τρία πρώτα χρόνια των σπουδών της, επέλεγε να μην προχωρήσει στα επόμενα δύο χρόνια σπουδών για την απόκτηση του τίτλου Master of Science in Chemistry που κατέχει σήμερα. Στην παράλειψη αυτή της ΕΔΥ, που έχει ως επακόλουθο να παραμείνει, πράγματι, αδιευκρίνιστο και ασαφές το ποιοτικό περιεχόμενο του Πανεπιστημιακού διπλώματος της κας Ακκελίδου, μέχρι σήμερα, επικεντρώνεται το επιχείρημα των Αιτητών ότι η έρευνα που διεξήγαγε η ΕΔΥ επί του προκειμένου ήταν ανεπαρκής, με αποτέλεσμα να προβεί αυθαίρετα στο επίδικο εύρημα της.".
Επανερχόμενος στην παρούσα υπόθεση και με βάση τα στοιχεία τα οποία εξέθεσα λίγο πιο πριν, βρίσκω ότι η ΕΔΥ, έχοντας υπόψη τόσο τη νομολογία όσο και τις περιπτώσεις που αντιμετώπισε η ίδια στο παρελθόν αναφορικά με το θέμα, όπως και τα αντικρουόμενα στοιχεία που είχε ενώπιον της (αρχική αίτηση του ενδιαφερόμενου μέρους, μεταγενέστερα πιστοποιητικά, έκδοση ΟΥΝΕΣΚΟ), όφειλε να προβεί σε ενδελεχή έρευνα αναφορικά με τις συνθήκες έκδοσης των πιστοποιητικών που επισυνάφθηκαν στην επιστολή του ενδιαφερόμενου μέρους ή/και σε οποιαδήποτε άλλη νενομισμένη έρευνα.
Από το απόσπασμα των πρακτικών το οποίο παρατέθηκε πιο πάνω δε φαίνεται να προέβηκε σε καμιά έρευνα η ΕΔΥ αλλά απλά θεώρησε ως δεδομένη την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος, του τίτλου B.Sc.
Εδώ αισθάνομαι ότι πρέπει να παρατηρήσω και να τονίσω ότι επιβάλλεται όπως το θέμα της αξιολόγησης των διπλωμάτων που εκδίδονται από διάφορα πανεπιστήμια ή άλλες σχολές, τύχουν της δέουσας αξιολόγησης και κατάταξης από τα αρμόδια όργανα προς αποφυγή περαιτέρω ταλαιπωριών των πολιτών.
Με βάση όλα τα πιο πάνω κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους Λεωνίδου πρέπει ν' ακυρωθεί.
Αναφορικά με τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους Σισμάνη, η θέση των αιτητριών είναι ότι τα προσόντα της δεν ικανοποιούν τις απαιτήσεις της παραγράφου 3(1 )(β) του σχεδίου υπηρεσίας γιατί το μεταπτυχιακό προσόν της ήταν στην εκπαίδευση (M.Sc. in Education), και όχι στην Εκπαιδευτική ή Σχολική ή Κλινική Ψυχολογία, όπως απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης.
Στην περίπτωση αυτή δε θα συμφωνήσω με τη θέση του δικηγόρου των αιτητριών. Αν και ο τίτλος που απενεμήθη στο ενδιαφερόμενο μέρος περιγράφεται γενικά ως M.Sc. in Education, από την ανάλυση των θεμάτων που παρακολούθησε το ενδιαφερόμενο μέρος κατά τη διάρκεια του διετούς κύκλου σπουδών της προς απόκτηση του πιο πάνω τίτλου, βρίσκω ότι η ΕΔΥ θεωρώντας το ενδιαφερόμενο μέρος ως κατέχουσα το προσόν αυτό, δεν υπερέβηκε τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται.
Άλλος ισχυρισμός του δικηγόρου των αιτητριών, με τον οποίο θ' ασχοληθώ στη συνέχεια, είναι ότι η ΕΔΥ παρέλειψε να αιτιολογήσει την κρίση της αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της, σ' αντίθεση με τις πρόνοιες του άρθρου 33(14) του Νόμου.
Το άρθρο 33(14) του Νόμου, προνοεί τα ακόλουθα:
"(14) Η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά της καθεμιάς Επιτροπής και αιτιολογείται.".
("Επιτροπή", σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου, σημαίνει την ΕΔΥ)
Το σχετικό μέρος των πρακτικών της ΕΔΥ, από τη συνεδρίαση της ημερομηνίας 28/6/93, έχει ως εξής:
"Στη συνέχεια η Επιτροπή, υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του εκπροσώπου του Γενικού Διευθυντή, αξιολόγησε και η ίδια την απόδοση των υποψηφίων, αφού έλαβε υπόψη το επίπεδο ορθότητας και επάρκειας των απαντήσεων τους, την ανάλυση, επιχειρηματολογία και αιτιολόγηση των θέσεων που οι υποψήφιοι υποστήριξαν, την έκφραση, καθώς και την προσωπικότητα τους.
Η κρίση της Επιτροπής, όσον αφορά την απόδοση του κάθε υποψηφίου στην προφορική εξέταση, έχει ως εξής:
1. Ελισσαίου-Παντζαρή Μαρίλια: Πάρα πολύ καλή.
...............
..............
4. Λεωνίδου Δέσπω: Εξαίρετη.
5. Παντελή Ευανθία: Σχεδόν πολύ καλή.
6. Σισμάνη Ερνεστίνα: Πάρα πολύ καλή.
....................................................................''
Παρόμοιο θέμα έτυχε εξέτασης στην υπόθεση Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2892, όπου αποφάσισα ότι η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (σ' εκείνη την περίπτωση), αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της, δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Το λεκτικό των πρακτικών και στις δύο περιπτώσεις είναι παρόμοιο. Η απαίτηση του Νόμου είναι επίσης η ίδια και στις δύο περιπτώσεις. Η πιο πάνω απόφαση επικυρώθηκε από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου (βλέπε: Δημοκρατία ν. Χατζήγεωργίου, (1994) 3 Α.Α.Δ. 574. Από την απόφαση της Ολομέλειας παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα:
"Ο Νόμος επιβάλλει ρητά την υποχρέωση της δέουσας αιτιολόγησης της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας. Η ρητή απαίτηση του άρθρου 34(6) για αιτιολόγηση δεν αποσκοπεί μόνο στην πλήρη διαφάνεια που πρέπει να υπάρχει ακόμα και στο στάδιο κάθε προπαρασκευαστικής πράξης αλλά καθιστά την αιτιολογία ουσιώδη τύπο της πράξης. Σε μια τέτοια περίπτωση, η αιτιολογία πρέπει να εμφαίνεται ρητά στο σώμα της διοικητικής πράξης σαν συστατικό της στοιχείο, ενώ η παράλειψη αναφοράς της αιτιολογίας στο ίδιο το έγγραφο της πρότασης καθιστά την πρόταση ελλειπή ως προς τον τύπο της (βλ. Τζιακούρη ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3946).
Ένας από τους προφανείς λόγους για την ανάγκη αιτιολόγησης είναι και η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της απόφασης. Είναι φανερό ότι αν δεν υπάρχει αιτιολόγηση, το Δικαστήριο αδυνατεί να ελέγξει αν η απόφαση είναι εύλογα επιτρεπτή. Απλή αναφορά που καταλήγει σε κοινοτυπία δεν αποτελεί αιτιολογία ενώ η απλή απαρίθμηση των κριτηρίων που λήφθηκαν υπ'όψιν δεν παρέχει καμιά πληροφορία για τα δεδομένα που οδήγησαν στη διαμόρφωση της απόφασης και δεν επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο. Για να είναι νοητός ο έλεγχος θα πρέπει η πραγματική βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η απόφαση να είναι γνωστή. Η ανυπαρξία οποιωνδήποτε στοιχείων μέσα στο έγγραφο της απόφασης της αρμόδιας αρχής την καθιστά αναιτιολόγητη και κατά συνέπεια την απόφαση ακυρώσιμη.".
(Βλέπε επίσης την υπόθεση Πετρίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2728, όπου ένας από τους λόγους για τους οποίους ακυρώθηκε η απόφαση της ΕΔΥ ήταν ο ίδιος).
Με βάση τα πιο πάνω βρίσκω ότι η κρίση της ΕΔΥ αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση είναι αναιτιολόγητη. Η γενική αναφορά στα κριτήρια τα οποία έλαβε υπόψη η ΕΔΥ για την αξιολόγηση των υποψηφίων δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία. Γι' αυτό η επίδικη απόφαση πρέπει ν' ακυρωθεί και για το λόγο αυτό.
Παρά την πιο πάνω κατάληξη μου και την ακύρωση της επίδικης απόφασης θα εξετάσω τους βασικότερους από τους εναπομείναντες ισχυρισμούς των αιτητριών.
Οι αιτήτριες ισχυρίστηκαν ότι η παρουσία του κ. Φυλακτού, Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης, ως εκπροσώπου του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας κατά τη διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, ήταν παράνομη. Ο δικηγόρος τους υποστήριξε ότι η ΕΔΥ μπορούσε σύμφωνα με το Νόμο να καλέσει στην παρούσα περίπτωση το Γενικό Διευθυντή και όχι εκπρόσωπο του για να τη βοηθήσει στη διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης (άρθρο 33(10)). Δεν μπορούσε όμως ούτε ο Γενικός Διευθυντής ούτε ο εκπρόσωπος του να λάβει ενεργό μέρος στη διαδικασία αξιολογώντας την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, έργο που σύμφωνα με το Νόμο εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΔΥ (άρθρο 33(14)).
Το άρθρο 33(10) του Νόμου έχει ως ακολούθως:
"(10) Η Επιτροπή πριν κάμει την τελική επιλογή, καλεί σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους που περιλαμβάνονται στον τελικό κατάλογο. Κατά την προφορική εξέταση των υποψηφίων η Επιτροπή μπορεί να βοηθείται από λειτουργό ή λειτουργούς που λόγω των ειδικών τους γνώσεων είναι σε θέση να βοηθήσουν.".
Το κείμενο του άρθρου 33(14) παρατέθηκε λίγο πιο πάνω και δεν θα το επαναλάβω.
Το πρώτο που παρατηρώ είναι ότι ο Νόμος (άρθρο 33(10)) δεν απαιτεί την παρουσία συγκεκριμένου ατόμου (του Γενικού Διευθυντή ή του Διευθυντή) κατά τη διενέργεια της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων. Επομένως, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παράνομη παρουσία του κ. Φυλακτού. Ούτε και έχει καμιά σημασία το γεγονός ότι η ΕΔΥ αρχικά αποφάσισε να καλέσει το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και όχι τον κ. Φυλακτού (βλέπε πρακτικά ημερομηνίας 21/4/93), εφόσον η παρουσία του κ. Φυλακτού έγινε αποδεκτή από την ΕΔΥ.
Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και εκεί όπου ο νόμος απαιτεί την παρουσία του Προϊσταμένου του Τμήματος, η παρουσία εκπροσώπου του αντί του ιδίου, σε περιπτώσεις όπου ο ίδιος κωλύεται, κρίθηκε νόμιμη (Καμένος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 404, όπου υιοθετήθηκε απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Piperi and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1306,1313).
Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού, το ότι δηλαδή ο Γενικός Διευθυντής ή ο εκπρόσωπος του δεν είχαν εξουσία αξιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ, εξουσία η οποία ανήκει αποκλειστικά στην ΕΔΥ, παραπέμπω στην πρόσφατη απόφαση μου στην υπόθεση Ονούφριου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 2465, όπου ηγέρθη ο ίδιος ισχυρισμός, και την οποία υιοθετώ. Θα παραθέσω εδώ μόνο το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Thalassinos v. Republic (1974) 3 C.L.R. 290, από τη σελίδα 293:
"Also, we cannot agree with counsel for the appellant that the Director-General was not entitled to express at the meeting of the Commission his own views about the candidates.......we do not regard that by acting in this way he has usurped any of the functions of the Commission; so we are in full agreement with the learned trial Judge on this point.".
(Βλέπε επίσης Καμένος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω)).
Στην υπόθεση Ιωάννου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου είπε τα ακόλουθα:
"Η εκτίμηση του Διευθυντή του Τμήματος για την απόδοση των υποψηφίων, δεν αποτελεί παράγοντα επιλογής, αλλά παράγοντα για τη μόρφωση κρίσης της Επιτροπής για την απόδοση των υποψηφίων (Βλ. Μάριος Δρουσιώτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (1989) 3 Α.Α.Δ. 519)."
Με βάση τα πιο πάνω, οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί των αιτητριών πρέπει ν' απορριφθούν.
Η αιτήτρια στην προσφυγή 867/93, ισχυρίστηκε ότι λανθασμένα η ΕΔΥ, χωρίς έρευνα και αιτιολογία και αντίθετα με την κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, έκρινε ότι η αιτήτρια δεν κατείχε το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας.
Η παράγραφος 3(4) του σχεδίου υπηρεσίας προνοεί ότι:
"Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία θα αποτελεί πλεονέκτημα.".
Είναι η θέση της ότι τα σχέδια υπηρεσίας της θέσης που κατέχει (Λειτουργός Ευημερίας 3ης Τάξης), παρουσιάζουν κοινά στοιχεία με το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης, οι δε Λειτουργοί Ευημερίας βρίσκονται σε άμεση επαφή με τους Λειτουργούς του Υπουργείου Παιδείας, όπως και με παιδιά που παρουσιάζουν προβλήματα στο σχολείο ή την οικογένεια τους.
Η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας είναι έργο που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της ΕΔΥ. Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμπεριέλαβε την αιτήτρια ανάμεσα στους κατέχοντες το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας. Η γνώμη όμως της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν δεσμεύει την ΕΔΥ, ούτε την απαλλάσσει από την υποχρέωση της να ερμηνεύσει και εφαρμόσει η ίδια τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας.
Όπως φαίνεται από τα στοιχεία του φακέλου της, η αιτήτρια κατέχει, από 16/12/91, τη θέση Λειτουργού Ευημερίας 3ης Τάξης. Τα καθήκοντα που εκτελούσε η αιτήτρια περιγράφονται στο φάκελο της που βρισκόταν ενώπιον της ΕΔΥ. Ενώπιον μου τέθηκαν επίσης και τα σχέδια υπηρεσίας των δύο θέσεων. Από τα στοιχεία αυτά βρίσκω ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό στην ΕΔΥ να καταλήξει στο συμπέρασμα της ότι η αιτήτρια δεν κατείχε το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας και δεν ήταν απαραίτητη οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα.
Ο ισχυρισμός αυτός της αιτήτριας απορρίπτεται. Δεν θεωρώ απαραίτητο να ασχοληθώ με τους εναπομείναντες ισχυρισμούς των αιτητριών.
Ως αποτέλεσμα οι παρούσες προσφυγές επιτυγχάνουν και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω.
Καμιά διαταγή για έξοδα.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν χωρίς έξοδα.