ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:C189
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 131/2014
10 Μαϊου, 2021
[Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ,
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. XXX ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Μ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ
2. XXX ΤΑΝΟΥ
3. XXX XXX ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ
Εφεσείοντες/Αιτητές
ΚΑΙ
1. ΑΡΧΗ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
Εφεσίβλητοι/Καθ'ων η αίτηση
............
Φ. Καμένος για Μαρκίδης, Μαρκίδης & Σία ΔΕΠΕ και Α. Σωτηρίου για Α. Σωτηρίου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους εφεσείοντες
Στ. Μαξιούτη (κα) για Τ. Παπαδόπουλο και Συνεργάτες ΔΕΠΕ για την εφεσίβλητη 1
Θ. Χατζηλούκας για Γενικό Εισαγγελέα για την εφεσίβλητη 2
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δ. Σωκράτους, Δ.
....
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ: Η Κυπριακή Δημοκρατία (εφεσίβλητη 2) απαλλοτρίωσε δυνάμει σχετικού διατάγματος ημερ. 20 Φεβρουαρίου 1969, το ακίνητο υπ' αρ. τεμ. 4X0, Φ/Σχ. ΧL1/4X.X.XX1, τμήμα D, στην ενορία XXX στη Λάρνακα, ιδιοκτησίας του Γ.Μ. Νικολαϊδη, για σκοπούς λιμενικής ανάπτυξης και δημιουργίας λιμανιού στη Λάρνακα.
Οι εφεσείοντες 2 και 3 ως κληρονόμοι του αποβιώσαντα Γ.M. Νικολαϊδη, διεκδίκησαν με επιστολή τους ημερ. 6/4/2009 την επιστροφή του ακινήτου, ισχυριζόμενοι ότι ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε από την αρμόδια αρχή, κατέστη ανέφικτος.
Η Αρχή Λιμένων Κύπρου (εφεσίβλητη 1) προς την οποία η εφεσίβλητη 2 μεταβίβασε την ιδιοκτησία του λιμανιού, απέρριψε το αίτημα με επιστολή της ημερ. 22/6/2009 επισημαίνοντας ότι:
«Η αναφερόμενη ακίνητη ιδιοκτησία την οποία ζητούν οι πελάτες σας και μοναδικοί κληρονόμοι του τότε ιδιοκτήτη μ. Γ.Μ. Νικολαϊδη να τους επιστραφεί με την δικαιολογία ότι δεν κατέστει εφικτός ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε, έχει απαλλοτριωθεί από την Αρμόδια Απαλλοτριούσα Αρχή για σκοπούς λιμενικής ανάπτυξης και έχει ενταχθεί στο χώρο του λιμανιού της Λάρνακας, του οποίου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος. Η εν λόγω ιδιοκτησία βρίσκεται μέσα στον μόνιμο περιφραγμένο χερσαίο χώρο του λιμανιού της Λάρνακας και αποτελεί αναγκαία και απαραίτητη ιδιοκτησία για τις ανάγκες και τη λειτουργία του λιμανιού της Λάρνακας. Συγκεκριμένα χρησιμοποιείται κατά καιρούς από την ΑΛΚ όταν παρουσιαστεί ανάγκη για την ορθή λειτουργία του χερσαίου λιμενικού χώρου.»
Εναντίον της αρνητικής απόφασης των εφεσιβλήτων, οι εφεσείοντες άσκησαν προσφυγή με την οποία επιδίωκαν την επιστροφή του ακινήτου σε αυτούς, και ανάκληση του διατάγματος απαλλοτρίωσης καθ' ότι το ακίνητο δεν χρησιμοποιήθηκε και ούτε χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και/ή αυτός κατέστη ανέφικτος.
Προέβαλαν με την προσφυγή, ότι οι καθ' ων η αίτηση 1 έχουν μεν προβεί και έχουν κατασκευάσει το λιμάνι της Λάρνακας, όμως το ακίνητο δεν χρησιμοποιήθηκε για τα κατασκευαστικά έργα του λιμανιού και έκτοτε μέχρι και σήμερα βρίσκεται σε αχρησία και σε απόσταση ενός περίπου χιλιομέτρου από το λιμάνι. Περαιτέρω το ακίνητο βρίσκεται μεν στον ευρύτερο περιφραγμένο χώρο του λιμένος της Λάρνακας αλλά εκτός του χώρου λειτουργίας και αξιοποίησης του λιμένος. Τέλος αποτελεί χώρο αναξιοποίητο και απροσπέλαστο (με τροχοφόρο) αφού περικλείεται από τα δυτικά με ψηλό περιτοίχισμα και από τα ανατολικά από αντιπλημμυρικό κανάλι, και έχουν εντός του ακινήτου φυτρώσει καλάμια και άγρια χόρτα.
Η θέση των εφεσιβλήτων ήταν ότι η επίδικη ακίνητη ιδιοκτησία, όπως και το σύνολο της ακίνητης ιδιοκτησίας που απαλλοτριώθηκε, αποτέλεσε έκτοτε μέρος της λιμενικής περιοχής Λάρνακας και βρίσκεται εντός του ευρύτερου περιφραγμένου χερσαίου χώρου του λιμανιού. Η εν λόγω ιδιοκτησία χρησιμοποιείτο από τους εφεσίβλητους, ως ανοικτός χώρος του λιμανιού Λάρνακας καθώς και ως επικουρικοί χώροι (back up area). Περαιτέρω αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του λιμανιού, αφού έχει εξ αρχής ενταχθεί στο χώρο του και ότι αποτελεί αναγκαία και απαραίτητη ιδιοκτησία για τις ανάγκες και τις λειτουργίες του λιμανιού.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού έκανε αναφορά στο σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε το ακίνητο, καθώς και τα υπόλοιπα ακίνητα στην ίδια περιοχή, κατέληξε ως ακολούθως, απορρίπτοντας κατ' ακολουθία την προσφυγή.
«..καταφαίνεται από το περιεχόμενο του φακέλου και ιδιαιτέρως από την έκθεση του Ανώτερου Τεχνικού, Πολιτικού Μηχανικού των καθ΄ων η αίτηση 1 ότι, το συγκεκριμένο ακίνητο βρίσκεται εντός τους περιφραγμένου χώρου του λιμανιού. Το ακίνητο είναι μέρος του μη ασφαλτοστρωμένου χερσαίου χώρου του λιμανιού, συγκεκριμένα, το εν λόγω ακίνητο χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή μόνιμης περίφραξης, που έγινε το 1992 και επίσης τα έτη 1996 και 1997 χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του ανοικτού αυλακιού ομβρίων του νοτίου μόλου. Χρησιμοποιείται δε από το 1998 μέχρι και σήμερα ως χώρος προσέγγισης μηχανημάτων προς το επενδυμένο ανοικτό αυλάκι. Όπως έχω ήδη σημειώσει υπάρχει περίφραξη με ψηλό τοίχο και το εν λόγω ακίνητο ευρίσκεται εντός του περιφραγμένου χώρου του λιμανιού.
Τούτων δοθέντων το ερώτημα δεν είναι κατά πόσο το συγκεκριμένο ακίνητο χρησιμοποιήθηκε, όπως προσδιορίστηκε στη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, για την κατασκευή του λιμανιού, αλλά όπως επιβεβαιώθηκε στην υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166, κατά πόσο:
«Η παραπομπή στο εφικτά του υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης αποκαθιστά την ορθή διατύπωση του συνταγματικού κριτηρίου η οποία συναρτά την εφαρμογή του ΄Αρθρου 23.5 προς διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιεί το κτήμα το οποίο απαλλοτριώθηκε και έτσι να καθιστά συνεχώς και βεβαίως όχι μόνο μέσα στην περίοδο των τριών ετών από την απαλλοτρίωση εφικτά πραγματοποιήσιμο το σκοπό αυτό».
Με την κρινόμενη έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης, η οποία πλήττεται με εννέα λόγους έφεσης, εκ των οποίων ο όγδοος είχε αποσυρθεί από τους αιτητές, με την καταχώρηση του περιγράμματος αγόρευσης. Κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης αποσύρθηκαν επίσης και οι λόγοι έφεσης πέντε και εννέα, οι οποίοι αμφισβητούσαν την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστή να μην επιτρέψει προσαγωγή μαρτυρίας καθώς και την κρίση του ότι ήταν δεόντως αιτιολογημένη η απόφαση της εφεσίβλητης 1 για τη μη επιστροφή του επίδικου τεμαχίου. Οι εναπομείναντες λόγοι έφεσης έχουν ως κοινή συνισταμένη τη θέση ότι ο πρωτόδικος Δικαστής αξιολόγησε λανθασμένα τα ενώπιον του στοιχεία και γεγονότα για να καταλήξει ότι ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση του επίδικου ακινήτου δεν είχε εγκαταλειφθεί και ότι η επίτευξη του ήταν εφικτή.
Αποτελεί επίσης προέκταση των βασικών εισηγήσεων των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αντικρύσει στην ορθή τους διάσταση τα αντικειμενικά δεδομένα τα οποία αφορούσαν τις ενέργειες των εφεσιβλήτων προς υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Προβάλλεται κατ' ακολουθίαν η θέση ότι δεν ερμηνεύθηκε oρθά η απόφαση Ευθυμιάδης (ανωτέρω).
Πριν ή γίνει ενασχόληση με τα ιδιαίτερα επίδικα θέματα κρίνεται ορθό να παρατεθεί η νομική πτυχή η οποία περιβάλλει το κρινόμενο ζήτημα και η καταγραφή των βασικών δεδομένων που αφορούν την υπόθεση.
Tο δικαίωμα της ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται από το ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος. Η παράγραφος 5 του υπό αναφορά ΄Αρθρου διαλαμβάνει:
«23.5. Οιαδήποτε ακίνητος ιδιοκτησία, ή δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας απαλλοτριωθείσα αναγκαστικώς θα χρησιμοποιηθή αποκλειστικώς προς τον δι΄ ον απηλλοτριώθη σκοπόν. Εάν εντός τριών ετών από της απαλλοτριώσεως δεν καταστή εφικτός ο τοιούτος σκοπός, η απαλλοτριώσασα αρχή, ευθύς μετά την εκπνοήν της ρηθείσης προθεσμίας των τριών ετών υποχρεούται να προσφέρη την ιδιοκτησίαν επί καταβολή της τιμής κτήσεως εις το πρόσωπον παρ΄ ου απηλλοτρίωσεν αυτήν. Το πρόσωπον τούτο δικαιούται εντός τριών μηνών από της λήψεως της προσφοράς να γνωστοποιήση την αποδοχήν ή μη ταύτης. Εφ΄ όσον δε γνωστοποιήση ότι αποδέχεται την προσφοράν, η ιδιοκτησία επιστρέφεται ευθύς άμα αποδοθή παρά του προσώπου το τίμημα εντός περαιτέρω προθεσμίας τριών μηνών από της τοιαύτης αποδοχής.»
Το άρθρο 15(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, Ν. 15/62, οι πρόνοιες του οποίου δομούνται στη βάση της πιο πάνω συνταγματικής επιταγής, επαναλαμβάνει την πάρα πάνω απορρέουσα εκ του Συντάγματος υποχρέωση και ρυθμίζει λεπτομερώς τις εκατέρωθεν ευθύνες και δικαιώματα. Σύμφωνα με το προαναφερθέν Άρθρο 15(1):
«15.-(1) Οσάκις ακίvητoς ιδιoκτησία απηλλoτριώθη μετά τηv έvαρξιv της ισχύoς τoυ Συvτάγματoς, και εvτός τριώv ετώv, από της ημερoμηvίας καθ' ηv η ιδιoκτησία περιήλθεv εις τηv απαλλoτριoύσαv αρχήv, δεv επετεύχθη o σκoπός δι' ov εγέvετo η απαλλoτρίωσις ή η επίτευξις τoυ τoιoύτoυ σκoπoύ εγκατελείφθη υπό της απαλλoτριoύσης αρχής, ή τo όλov ή μέρoς της τoιαύτης ιδιoκτησίας απεδείχθη ότι υπερβαίvει τας πραγματικάς αvάγκας της απαλλoτριoύσης αρχής, θα εφαρμόζωvται αι ακόλoυθoι διατάξεις, ήτoι-..
Παρεμβάλλουμε ότι η όλη προσέγγιση του ευπαίδευτου συνήγορου των Εφεσειόντων εδράζεται στην προσπάθεια απόδειξης ότι η απαλλοτριωθείσα επίδικη ιδιοκτησία υπερβαίνει τις πραγματικές ανάγκες της Απαλλοτριούσης Αρχής.
Στην Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 166, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπέδειξε, όπως επαναλαμβάνεται και στη Μορίτση κα ν. Δημοκρατίας (2012) 3 ΑΑΔ 420, 425, ότι:
«...Αν και η νομιμότητα της απαλλοτρίωσης εξυπακούει το εξ υπαρχής εφικτό πραγματοποίησης του σκοπού της, εν τούτοις παρέχεται στη διοίκηση τριετής περίοδος ώστε εμπράκτως πλέον, έχοντας τώρα νόμιμη εξουσία επί του κτήματος, να προβεί σε εκείνες τις ενέργειες που εύλογα και αναλόγως του έργου ακολουθούν προς πραγμάτωσή του.
Και έτσι όμως, η έννοια του εφικτού να πραγματοποιηθεί έχει αναφορά όχι προς τις υποκειμενικές προθέσεις ή επιθυμίες της διοίκησης αλλά προς τα αντικειμενικά δεδομένα του πράγματος που αφορούν τις ενέργειες της διοίκησης προς υλοποίηση του έργου. Σε ορισμένη νομολογία που ακολούθησε την Kaniklides παρατηρείται μια τάση διαφοροποίησης της ορολογίας του κριτηρίου, με ενδεχόμενες ανάλογες προεκτάσεις ως προς το τι πρέπει να καταδειχθεί για να ισχύει το Άρθρο 23.5, σε αναφορές στο κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει εγκαταλειφθεί ή δεν έχει καταστεί ανέφικτος. Αν οι αναφορές αυτές επεδίωκαν να διαφοροποιήσουν το κριτήριο του εφικτά πραγματοποιήσιμου και να το συναρτήσουν προς την υποκειμενική διάθεση της διοίκησης να συνεχίζει να επιθυμεί και να ενδιαφέρεται για την πραγμάτωση του έργου στο μέλλον χωρίς όμως συγχρόνως να έχει ήδη εμπράκτως προβεί στις ενέργειες εκείνες που κρίνονται εύλογα αναγκαίες προς πραγμάτωση του, θα λέγαμε ευθέως ότι αφίστανται του συνταγματικού κριτηρίου εφ' όσον θα παρείχαν στη διοίκηση εσαεί δικαίωμα να κρατά το κτήμα χωρίς να πραγματώνει το σκοπό της κτήσης του και έτσι θα εξουδετέρωναν την επιδίωξη του άρθρου 23.5 να θέσει χρονικό όριο στην ετοιμότητα και ικανότητα της διοίκησης να υλοποιήσει το έργο για το οποίο ακριβώς έγινε η απαλλοτρίωση.»
Στην προαναφερθείσα απόφαση, πέραν των όσων ανωτέρω καταγράφηκαν, τονίστηκε ότι στις περιπτώσεις, όπου η διοίκηση αρνείται να επιστρέψει το απαλλοτριωθέν ακίνητο, ο αιτητής έχει υποχρέωση να αποδείξει ότι η διοίκηση παρέλειψε να προβεί σε εκείνες τις ενέργειες που θα ήταν ευλόγως αναγκαίες για την υλοποίηση του έργου. Το κατά πόσο ο σκοπός θα καταστεί εφικτό να πραγματοποιηθεί, είναι ζήτημα που θα κριθεί με αναφορά σε όλα τα αντικειμενικά δεδομένα όπως είχαν διαμορφωθεί αφού δημοσιεύτηκε η γνωστοποίηση αλλά και εκείνων που ακολούθησαν την απαλλοτρίωση.
Ο δικαστικός λόγος της Ευθυμιάδης (ανωτέρω), ακολουθήθηκε από το σύνολο των μεταγενέστερων σχετικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπως στην XXX Νικολούδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε, 133/2010 ημερ. 13/5/2015, XXX Νικολάου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 152/2011 ημερ. 2/2/2018, ECLI:CY:AD:2018:C52 και XXX Τσιάρτα κ.α. ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Α.Ε. 87/13 και 93/13 ημερ. 7/5/2020.
Στην Νικολούδης (ανωτέρω) αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Η νομολογία στο θέμα των απαλλοτριώσεων και της εκ των υστέρων επιδίωξης επιστροφής απαλλοτριωθέντος τεμαχίου γης, έχει αποκρυσταλλωθεί ιδιαίτερα μετά την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Estates Ltd v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166. Η απόφαση αυτή έχει ερμηνεύσει τη συνταγματική διάταξη του Άρθρου 23.5 ως προς την έννοια του εφικτά υλοποιήσιμου του σκοπού της απαλλοτρίωσης, συναρτώντας την υποχρέωση της διοίκησης να επιστρέψει ακίνητη ιδιοκτησία που δεν χρησιμοποιείται, όχι μόνο εντός των τριών ετών που καθορίζει η εν λόγω πρόνοια, αλλά και σε οποιονδήποτε μεταγενέστερο χρόνο εφόσον η υποχρέωση της Δημοκρατίας είναι εν προκειμένω διαρκής, (δέστε και XXX XXX Γεωργιάδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 202/2010, ημερ. 9.3.2015). Περαιτέρω, έχει αποσαφηνιστεί ότι οι σκοποί που αναφέρονται στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης συνεξετάζονται με το περιεχόμενο της μελέτης ή σχεδίου που αποτελούν προϋπόθεση για την έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης. Η διοίκηση δεν προχωρά σε απαλλοτρίωση πριν να εξετάσει τα σχέδια που δείχνουν τη φύση, την έκταση και τις ανάγκες του έργου για το οποίο και γίνεται η απαλλοτρίωση. Ταυτόχρονα, η απαλλοτριούσα αρχή οφείλει να εξετάζει και τις δυνατότητες πραγμάτωσης του σκοπού της απαλλοτρίωσης και είναι υπό αυτό το δεδομένο που καθίσταται αναγκαία η ετοιμασία προηγούμενης ολοκληρωμένης σχετικής μελέτης, (δέστε σχετικά Glyki v. Municipal Corporation of Famagusta (1967) 3 C.L.R. 677, Σπύρου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Κάτω Πολεμιδιών (1998) 3 Α.Α.Δ. 307, Καραολή ν. Υπουργείου Εσωτερικών (2004) 3 Α.Α.Δ. 76 και Χωματένος ν. Δήμου Ιδαλίου (2009) 3 Α.Α.Δ. 13).
Όντως η επιλογή της γης, η προώθηση της απαλλοτρίωσης και η κρίση της αρμοδίας αρχής σε σχέση με την όλη αναγκαιότητα του επιδιωκόμενου έργου, αποτελούν ζητήματα κατ΄ εξοχήν διοικητικής φύσεως και ταυτόχρονα τεχνικά θέματα, στα οποία το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, (XXX Πιερίδη ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 543). Το ανέλεγκτο όμως των τεχνικών ζητημάτων δεν απαλλάσσει τη διοίκηση και ιδιαίτερα την απαλλοτριούσα αρχή από την υποχρέωση της να έχει εκπονήσει ολοκληρωμένη μελέτη αναφορικά με το σκοπό της απαλλοτρίωσης πριν τη λήψη της τελικής απόφασης και τη δημοσίευση στη συνέχεια της γνωστοποίησης και του διατάγματος απαλλοτρίωσης που συναποτελούν τη σύνθετη πράξη του όλου εγχειρήματος, (Σταυρίδη ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 303 και Λουκά ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 413).»
Στην XXX Νικολάου (ανωτέρω) τονίστηκε επιπρόσθετα η αρχή που έθεσε διαχρονικά η νομολογία του ΕΔΑΔ ότι κάθε μέτρο επέμβασης στο δικαίωμα για σεβασμό της περιουσίας, πρέπει να τηρεί δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του γενικού συμφέροντος της κοινότητας και στις επιταγές της προστασίας των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (Strrog και Lonnroth κατά της Σουηδίας, 23.9.1982, serie A. No. 52, σ. 26, παρα. 69).
Τελικά, η ορθή ερμηνεία ως προς το εύρος του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος, πρέπει να συνάδει και να ταυτίζεται με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ιδιοκτησίας, γι' αυτό και η Απαλλοτριούσα Αρχή δεσμεύεται από το ίδιο το Σύνταγμα προς λήψη ουσιαστικών μέτρων στο να καθιστούν το σκοπό της απαλλοτρίωσης υλοποιήσιμο εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος (Συμεωνίδη ν. Δημοκρατίας (2004) 4 ΑΑΔ 824, η οποία επιδοκιμάστηκε στην Ευθυμιάδης (ανωτέρω).
Κάθε υπόθεση καλύπτεται βεβαίως από τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και είναι υπό το φως αυτών των ξεχωριστών δεδομένων που θα πρέπει να αντικρίζεται και να αντιμετωπίζεται. Ζητούμενο σε κάθε περίπτωση είναι η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο είναι εφικτά πραγματοποιήσιμος ο σκοπός της απαλλοτρίωσης, το οποίο στη πράξη σημαίνει ότι η διοίκηση δεν πρέπει να πράττει σε βαθμό που να αποστερεί την ακίνητη ιδιοκτησία του πολίτη χωρίς αποχρώντα και ουσιαστικό λόγο. (Θεοφάνους κ.α. ν. Δημοκρατίας (2012) 3 ΑΑΔ 53).
Στην κρινόμενη περίπτωση, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εξειδικεύεται στη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης ως ακολούθως:
«...είναι αναγκαία διά τον ακόλουθον σκοπόν δημοσίας ωφελείας, ήτοι δια την Λιμενικήν Ανάπτυξιν της Επαρχίας Λάρνακος και ή απαλλοτρίωσις αυτής επιβάλλεται διά τους ακολούθους λόγους, ήτοι διά την κατασκευήν Λιμένος εις Λάρνακα.»
Το επίδικο ακίνητο εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο δημιουργίας λιμένος. Προκύπτει δε, μέσα από το διοικητικό φάκελο και το σχέδιο που ετοιμάστηκε ότι, εντασσόταν στον ευρύτερο λειτουργικό χώρο του λιμανιού προς κάλυψη των εγγενών αναγκών του.
Οι εφεσείοντες προβάλλουν περαιτέρω ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι είναι βοηθητική επί του θέματος η απόφαση Σοφοκλέους κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου αρ. υποθ. 1282/2007 ημερ. 10/5/2010, διότι αφ' ενός η απαλλοτρίωση σε εκείνη την περίπτωση έγινε με σκοπό την «επέκταση των χερσαίων χώρων του λιμένος Λάρνακας ή/και τη δημιουργία πρόσθετων ή/και νέων λιμενικών εγκαταστάσεων ή και διευκολύνσεων» και αφ' ετέρου η εν λόγω απόφαση εφεσιβλήθηκε και εκκρεμεί η Α.Ε. 89/2010.
Επί των ανωτέρω, σημειώνονται τα ακόλουθα. Ήδη έχει εκδοθεί απόφαση στην Α.Ε. 89/10 ημερ. 21/7/16, ECLI:CY:AD:2016:C375, η οποία επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, στην οποία υπογραμμίστηκαν τα ακόλουθα:
"Στην παρούσα υπόθεση, οι εφεσείουσες προσπάθησαν, μέσω του ευπαίδευτου συνηγόρου τους, να καταδείξουν, στη βάση διαφόρων αναφορών, τις οποίες σημειώνουν στην αιτιολογία των λόγων έφεσης, ότι, για να καθίστατο εφικτός ο σκοπός της απαλλοτρίωσης, η εφεσίβλητη έπρεπε να είχε προβεί σε κατασκευαστικά έργα και ότι η ίδια ουδέν έπραξε στο συγκεκριμένο αυτό τομέα. Με την τοποθέτησή τους, όμως, ανωτέρω, οι εφεσείουσες παραγνωρίζουν ότι ένας βασικός σκοπός, για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση των υπό αναφορά τεμαχίων τους, ο οποίος δεν έχει αμφισβητηθεί, ήταν η επέκταση «του χερσαίου χώρου του λιμένος Λάρνακος» και, διαζευκτικά, η δημιουργία «προσθέτων ή/και νέων λιμενικών εγκαταστάσεων ή/και διευκολύνσεων». Πρόκειται για σκοπό, ο οποίος, στη διατύπωση της Γνωστοποίησης, σαφώς καθορίζεται ως ανεξάρτητος των υπολοίπων εξαγγελθέντων σκοπών, κάτι το οποίο, ακριβώς, διαπιστώνεται από τη χρήση των συνδέσμων «ή/και», κατά την παράθεση του συνόλου αυτών.»
Κρίθηκε επίσης στην ίδια απόφαση με παραπομπή στην Ευθυμιάδης, ανωτέρω, ότι το εφικτό υλοποιήσιμο του σκοπού μιας απαλλοτρίωσης, ουσιαστικά, αναφέρεται στη δυνατότητα που υπάρχει για πραγματοποίηση του. Κρίνεται δε στη βάση αντικειμενικών δεδομένων και ο έλεγχος γι' αυτό επεκτείνεται πέραν της περιόδου των τριών χρόνων.
Κατά παρόμοιο τρόπο και στην παρούσα περίπτωση, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η λιμενική ανάπτυξη και όχι μόνον η κατασκευή λιμανιού στη Λάρνακα. Καταλήγουμε δε τονίζοντας ότι με την ένταξη των τεμαχίων των εφεσειόντων στον περιφραγμένο χώρο του λιμανιού, ο σκοπός έχει όντως υλοποιηθεί, δημιουργώντας συγχρόνως, τις προοπτικές για την υλοποίηση και των υπολοίπων σκοπών που αναφέρονταν στη Γνωστοποίηση, αναλόγως των αναγκών των εργασιών του λιμανιού.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το ακίνητο βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του χερσαίου λιμενικού χώρου, όπως λέχθηκε εντός της μόνιμης περίφραξης του και αποτελεί μέρος του μη ασφαλτοστρωμένου χερσαίου λιμενικού χώρου. Χρησιμοποιείται από την εφεσίβλητη 1 για την ορθή λειτουργία του χερσαίου λιμενικού χώρου περιλαμβανομένης της εναπόθεσης εμπορευμάτων, τη διακίνηση προσωπικού υπεύθυνου για την ασφάλεια του λιμένα και την κατασκευή και καθαρισμό του αυλακιού ομβρίων υδάτων.
Τούτων δοθέντων είναι ορθή η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης και η επιδιωκόμενη χρήση δεν μπορούν παρά να έχουν ένα διασταλτικό και όχι περιοριστικό ερμηνευτικό χαρακτήρα. Ένα μεγαλεπίβολο έργο, όπως το λιμάνι, δεν μπορεί να εξετάζεται μόνο αναφορικά με την ύπαρξη λιμενοβραχίονος αλλά στην ευρύτερη δυνατή χρήση των απαλλοτριωθέντων ακινήτων, είτε πρωτεύουσα είτε δευτερεύουσα.
Η λειτουργία του λιμανιού δεν περιορίζεται στο χώρο των κτιριακών εγκαταστάσεων αλλά επεκτείνεται και καλύπτει και χώρο που επικουρικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί όταν προκύψει συγκεκριμένη ανάγκη που συναρτάται με την κατασκευή και χρήση του λιμανιού (back up area). Είναι απόλυτα ορθή η σχετική θέση του συνηγόρου της εφεσίβλητης 1 και αναδύεται τόσο μέσα από τις αποφάσεις που ανωτέρω σημειώθηκαν όσο και παλαιότερες οι οποίες πραγματεύθηκαν ακριβώς το ίδιο θέμα, δηλαδή την άρνηση για επιστροφή ακινήτου που είχε απαλλοτριωθεί και βρισκόταν εντός του χερσαίου χώρου του λιμανιού της Λάρνακας (δέστε Cyprus Tannery Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας και Αρχή Λιμένων Κύπρου (1985) 3 C.L.R. 572, Georgios Lordos and Sons Ltd and Others v. The Minister of Communications and Works (1986) 3 C.L.R. 21. Σχετική επίσης για την υπόθεση είναι η απόφαση Τσιολή ν. Επάρχου Λευκωσίας (2007) 3 ΑΑΔ 522, στην οποία επίσης κρίθηκε πως ο σκοπός κατέστη εφικτός, παρά τη μη χρήση του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, αλλά επειδή αυτό εντασσόταν στον ευρύτερο χώρο του πάρκου στο χωριό Πλατανιστάσα.
Συνεπώς θεωρούμε ότι η ένταξη του επίδικου ακινήτου στον περιφραγμένο χώρο του λιμανιού θα μπορούσε από μόνη της να καταστήσει εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις όπου το απαλλοτριωθέν ακίνητο βρισκόταν σε μακρινή απόσταση από τη γενικότερη ανάπτυξη δεν είχε χρησιμοποιηθεί για κανένα σκοπό και δεν ήταν ενταγμένο στο περιφραγμένο χώρο (Κυρισάββας κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 52/2014 ημερ. 2/7/2020), ECLI:CY:AD:2020:C213. Δεδομένου πως τέτοιο έργο, όπως η κατασκευή λιμανιού ή αεροδρομίου, λόγω της φύσης και της έκτασης του έργου, απαιτεί σημαντικές εκτάσεις γης, ικανές να ανταποκριθούν τόσο στη δημιουργία αυτού τούτου του έργου όσο και των διευκολύνσεων αυτού, κρίνεται ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν κατέστη ανέφικτος και οι λόγοι έφεσης αποτυγχάνουν.
Συνακόλουθα η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα (πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει) ήτοι ποσό €1.500 υπέρ ενός εκάστου των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.
Α. Λιάτσος, Δ.
Γ. Γιασεμής, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Ν. Σάντης, Δ.
/Κας