ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:C10
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 202/2012)
17 Ιανουαρίου 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΓΙΑΣΕΜΗ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ODESSA HOTELS LTD,
Εφεσείουσα/Αιτήτρια
ν.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ,
Εφεσίβλητου/Καθ'ου η αίτηση
___________________________
Στ. Μαξούτη (κα) για ΤΑΣΣΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.
Ρ. Ιάσονος (κα) για CHRYSSES DEMETRIADES & CO LLC, για τον Εφεσίβλητο.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα εταιρεία διαχειρίζεται ξενοδοχειακή μονάδα στο Δήμο Παραλιμνίου, η οποία έχει ανεγερθεί σε τέσσερα ακίνητα.
Ο εφεσίβλητος, με βάση απόφαση που λήφθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2008, αποφάσισε όπως τα επιβληθέντα τέλη αποχετεύσεως και τέλος χρήσης του συστήματος, για το έτος 2008, παραμείνουν στα ίδια επίπεδα με το έτος 2009.
Με σχετική γνωστοποίηση ημερ. 11 Δεκεμβρίου 2009, καθορίστηκαν, για την κατηγορία Α΄(α), που περιλαμβάνει ξενοδοχεία στην τουριστική περιοχή, τέλος 8ο/οο επί της εκτιμημένης αξίας του ακινήτου, όπως αυτή είναι καταχωρημένη στα κτηματολογικά βιβλία. Για την κατηγορία Β΄(α), ξενοδοχεία σε οικιστική περιοχή, τέλος 6ο/οο. Περαιτέρω, προσδιορίστηκε ότι για την κατηγορία Γ΄(α), «χωράφι», το τέλος θα είναι 1,75ο/οο.
Στην εφεσείουσα επιβλήθηκε τέλος ύψους €44.027,25, το οποίο αντιστοιχεί με ποσοστό 6ο/οο και 8ο/οο επί της αξίας των τεμαχίων της.
Η εφεσείουσα με την προσφυγή της αμφισβήτησε τη βάση υπολογισμού του τέλους, για τα ακίνητα της, που έπρεπε, όπως εισηγήθηκε, να γίνει στη βάση «της εκτιμημένης αξίας τους όπως αυτή (ήταν) καταχωρημένη στα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Αμμοχώστου», δηλαδή, ως χωράφια με συντελεστή 1,75ο/οο.
Στην αίτηση της υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι υπήρξε παραβίαση των διατάξεων του περί Αποχετευτικών Συστημάτων Νόμου του 1971, (Ν. 1/71) και των βάσει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών, ιδίως των περί Αποχετεύσεων Παραλιμνίου Κανονισμών του 1992 (Κ.Δ.Π 261/92), (νομικός λόγος 1), με ιδιαίτερη αναφορά στο νομικό λόγο 2 σε παραβίαση του Κ. 32 των εν λόγω Κανονισμών, όπως αυτοί έχουν τροποποιηθεί.
Ο αδελφός Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής, έκρινε ότι η δικογραφημένη θέση της εφεσείουσας, στην αγόρευση της συνηγόρου της, για παραβίαση των προνοιών της Κ.Δ.Π. 408/2009, δεν αναφερόταν ως μέρος της νομικής βάσης της προσφυγής.
Παραπέμπουμε στο πιο κάτω απόσπασμα της απόφασης:
″Εισηγείται η Αιτήτρια ότι υπήρξε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προνοιών της ΚΔΠ 408/2009. Αδυνατώ να εξετάσω και δεν θα εξετάσω την εισήγηση αυτή αφού ουδόλως καλύπτεται από τα νομικά σημεία της προσφυγής, τα οποία παραπέμπουν, αφ΄ ενός γενικά στο Ν. 1/1971 και την ΚΔΠ 261/1992 όπως αυτή τροποποιήθηκε και ειδικά στον κανονισμό 32 της ΚΔΠ 261/1992 όπως αυτός τροποποιήθηκε με την ΚΔΠ 202/1993 και ΚΔΠ 200/2004, και αφ΄ ετέρου σε διάφορα άρθρα του Ν. 158(Ι)/1999."
Περαιτέρω, εδραζόμενο στο πιο πάνω σκεπτικό, απέρριψε και τους άλλους λόγους ακυρώσεως που αφορούσαν κατάχρηση εξουσίας, παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, πλάνης, έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Σχετικά με τον προβληθέντα λόγο ακυρώσεως για μη τήρηση άρτιων πρακτικών, το Δικαστήριο κατέληξε, ότι και πάλι δεν θα μπορούσε να εξετασθεί καθότι, στη βάση του άρθρου 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), «. θέμα μη άρτιας τήρησης πρακτικών ουδόλως προκύπτει από τα νομικά σημεία και τα γεγονότα της προσφυγής. Το ίδιο ισχύει για παράλληλη εισήγηση για παράνομη σύνθεση του Συμβουλίου ως εκ του ότι δεν υπήρχαν πρακτικά που να αποκαλύπτουν με ποία σύνθεση το Συμβούλιο είχε συνεδριάσει».
Η εφεσείουσα, στο πλαίσιο της έφεσης, εισηγείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε και απέρριψε την εισήγηση περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των προνοιών της Κ.Δ.Π. 408/2009, δεδομένου ότι αυτή εκδόθηκε δυνάμει του Κανονισμού 32. Επίσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε, αυτεπαγγέλτως, να εξετάσει το θέμα της δικογράφησης των νομικών ισχυρισμών και τέλος ότι δεν της δόθηκε το δικαίωμα να ακουστεί κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και της δίκαιης δίκης.
Υπήρξε εισήγηση από την ευπαίδευτη συνήγορο της εφεσείουσας ότι η Κ.Δ.Π. 408/2009 εκδόθηκε δυνάμει του Νόμου 1/71 και του Κανονισμού 32 των Κανονισμών Κ.Δ.Π. 261/92, που καλύπτονται πλήρως, ως νομική βάση, από τις παραγράφους 1 και 2 της προσφυγής. Περαιτέρω, πρόσθεσε, στην παράγραφο 2 Α των γεγονότων δικογραφείται πλήρως ο ισχυρισμός περί εσφαλμένης εφαρμογής των προνοιών της Κ.Δ.Π. 408/2009. Εφόσον, όπως προβλήθηκε, ο ευρύτερος λόγος της πλάνης ήταν δικογραφημένος, και υπήρχε καταγραμμένος ισχυρισμός για πεπλανημένη ερμηνεία και λανθασμένη εφαρμογή διατάξεων που εκδόθηκαν δυνάμει του Νόμου 1/71, το Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει τον εν λόγω ισχυρισμό. Τέλος, η εφεσείουσα παραπονείται ότι το Δικαστήριο όφειλε να της δώσει την ευκαιρία να ακουστεί επί του προκειμένου, δεδομένου ότι τέτοιο ζήτημα δεν είχε εγερθεί, κατά το στάδιο της ακρόασης της προσφυγής.
Στις παραγράφους 1 και 2 των νομικών σημείων της προσφυγής αναφέρεται ότι:
″1. Το καθ΄ου η αίτηση έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση και/ή πράξη κα/ή οποιαδήποτε ενέργεια ενδιάμεση και/ή προπαρασκευαστική αυτής κατά παράβαση των διατάξεων του περί Αποχετευτικών Συστημάτων του 1971 (όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα), και των βάσει τούτου εκδοθέντων Κανονισμών, ιδίως των περί Αποχετεύσεων Παραλιμνίου Κανονισμών του 1992, Κ.Δ.Π. 261/92 (όπως αυτοί τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα).
2. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη, αφού, μεταξύ άλλων εκδόθηκε κατά παράβαση και/ή χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις του Κανονισμού 32 των περί Αποχετεύσεων Παραλιμνίου Κανονισμών του 1992, Κ.Δ.Π. 261/92, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τις Κ.Δ.Π. 202/93 και Κ.Δ.Π. 200/04.″
Στην παράγραφο 2 Α των γεγονότων, αναλύεται η μεθοδολογία υπολογισμού των τελών αποχέτευσης.
O Κανονισμός 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 1962, προβλέπει ότι στην αίτηση πρέπει να αναγράφονται οι νομικοί λόγοι και τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται.
Η απλή επίκληση παραβίασης κάποιας αρχής ή διάταξης, ιδιαίτερα όταν αυτή είναι συνταγματικής φύσεως, αόριστα και χωρίς συγκεκριμένες θέσεις, δεν είναι, σύμφωνα με τη νομολογία, αρκετή. Μόνο στοιχειοθετημένοι λόγοι ακύρωσης μπορεί να παράσχουν έρεισμα στο αίτημα για την ακύρωση της διοικητικής απόφασης που προσβάλλεται. (Βλ. Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56).
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, αναφέρεται:
"Ο Κανονισμός 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του 1962, θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο, δια των εγγράφων προτάσεών του «να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως». Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση των λόγων ακύρωσης από το δικαστήριο (βλ. Ζωμενή-Παντελίδου ν. ΑΗΚ, Υπόθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.7.2007). Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική βάση των λόγων, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Σε διαφορετική περίπτωση, θα παρεχόταν η ευχέρεια για τη συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης (βλ. Ανθούση ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709)".
Η ανάγκη για εξειδίκευση των λόγων ακυρώσεως συζητήθηκε επίσης στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 135, όπου τονίστηκε ότι:
"Η έννοια του νομικού σημείου είναι αδιαχώριστη από τον επακριβή προσδιορισμό του. Αλλιώς θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί γενικά τα όσα διαλαμβάνονται στο Άρθρο 146 του Συντάγματος ως λόγοι ακυρότητας, ήτοι, ότι η απόφαση "είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή τον νόμον ή εγένετο καθ΄ υπέρβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας ... ...". Η ανάγκη για εξειδίκευση υπογραμμίζεται άλλωστε από την απαίτηση του κανονισμού για πλήρη αιτιολόγηση. Το τί βέβαια αποτελεί ικανοποιητική εξειδίκευση συνδέεται και με τη φύση του τιθέμενου ζητήματος."
Θεωρούμε ότι η, επί του προκειμένου, κρίση του Δικαστηρίου για έλλειψη αναφοράς, σε κατά παράβαση, των προνοιών της Κ.Δ.Π. 408/2009, εφαρμογή, στα νομικά σημεία της προσφυγής είναι εσφαλμένη.
Στον Κανονισμό 32 των περί Αποχετεύσεων Παραλιμνίου Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 261/92, προβλέπεται:
"Κάθε ιδιοκτήτης ή κάτοχος υποστατικού το οποίο βρίσκεται μέσα στην περιοχή η οποία θα εξυπηρετηθεί ή μπορεί να εξυπηρετηθεί από το σύστημα αποχέτευσης λυμάτων του Συμβουλίου το οποίο θα κατασκευαστεί σύμφωνα με τα σχέδια τα οποία έχουν κατατεθεί στο Γραφείο του Συμβουλίου, πρέπει να καταβάλλει ετήσιο τέλος το οποίο καθορίζει το Συμβούλιο και περιλαμβάνεται στο Παράρτημα 1 των παρόντων Κανονισμών και το οποίο δε θα υπερβαίνει ποσό το οποίο θα υπολογίζεται με βάση την εκτιμημένη αξία του ακινήτου όπως αυτή είναι εγγεγραμμένη ή καταχωρημένη στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Αμμοχώστου, κατά τρόπο ο οποίος εκάστοτε θα καθορίζεται από το Συμβούλιο."
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω και ιδιαιτέρως την αναφορά στο Ν. 1/71, που αποτελεί το δικαιοδοτικό υπόβαθρο έκδοσης των Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 261/92, και δη τον Κανονισμό 32, στον οποίο καθορίζεται η βάση υπολογισμού του επιβαλλόμενου τέλους, της παράθεσης του παραπόνου για εσφαλμένη εφαρμογή των προνοιών των εκδοθέντων Κανονισμών, που εξειδικεύονται στα γεγονότα της παρ. 2 Α των γεγονότων της προσφυγής, θεωρούμε ότι η μη αναφορά στην Κ.Δ.Π. 408/2009, που τροποποιεί την Κ.Δ.Π. 261/92, δεν επηρεάζει την ορθότητα της δικογράφησης και η πρωτόδικη κρίση επί του προκειμένου είναι εσφαλμένη.
Επί του προκειμένου, σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 Α.Α.Δ. 257:
".οι λόγοι ακύρωσης μιας διοικητικής πράξης που προβάλλονται στην προσφυγή δεν πρέπει να ερμηνεύονται μέσα στα δικά τους στενά πλαίσια."
Δεδομένου ότι έχουμε αποφασίσει ότι η επίκληση της Κ.Δ.Π. 408/2009 καλυπτόταν από τους νομικούς λόγους και ειδικά από την αναφορά σε εσφαλμένη εφαρμογή του Κανονισμού 32, ομοίως καλύπτονται και οι λόγοι ακυρώσεως που αφορούν κατάχρηση εξουσίας, παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, πλάνη, έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, καθότι απορρίφθησαν επί του ιδίου σκεπτικού.
Το θέμα της μη τήρησης άρτιων πρακτικών κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και παράνομης σύνθεσης, που επίσης κρίθηκαν ότι δεν έχουν δεόντως δικογραφηθεί, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
Στην παρ. 9 των νομικών λόγων της προσφυγής γίνεται αναφορά σε «μη νόμιμα συγκροτημένων και/ή συντεθειμένων διοικητικών οργάνων κατά παράβαση των άρθρων 15, 17, 20-25 των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 1989 (Ν. 158(Ι)/99)». Συνεπώς, υπάρχει και επ' αυτών των θεμάτων δικογράφηση.
Με γνώμονα τα πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει. Έξοδα €3.000 επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσιβλήτου.
Με βάση όμως, τις πρόνοιες του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου του 2015, Ν. 131(Ι)/2015, το Ανώτατο Δικαστήριο στερείται πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας επί των προσφυγών, όπως ίσχυε προηγουμένως πριν την 8η Τροποποίηση του Συντάγματος (βλ. Ν. 130(Ι)/2015). Επίσης, το θέμα αποφασίστηκε προσφάτως και στην υπόθεση Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Α.Ε. 95/2012, ημερ. 6 Ιουλίου 2018, ECLI:CY:AD:2018:C344.
Ως εκ τούτου, η υπόθεση παραπέμπεται στο Διοικητικό Δικαστήριο προς εκδίκαση, κατά προτεραιότητα.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΔΓ