ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:C320
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 140 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
28 Ιουνίου, 2018
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
_ _ _ _ _ _
Μεταξύ:
Αιτητή
και
Καθ΄ης η Αίτηση
Γνωμάτευση κατά πόσον «ο περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Νόμος του 2017» είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 54, 61, 80.2 και 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας και την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών από την οποία διαπνέεται το Σύνταγμα της Δημοκρατίας.
Ε. Νεοφύτου (κα) με Ι. Μιχαήλ (κα) (ασκούμενη), για τον Αιτητή, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
Α. Αιμιλιανίδης, για την Καθ' ης η Αίτηση Βουλή των Αντιπροσώπων.
_ _ _ _ _ _
Η γνωμάτευση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Νικολάτο, Π.
_ _ _ _ _ _
ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με την παρούσα Αναφορά ζητείται, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας-Αιτητή, γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά πόσον ο περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Νόμος του 2017 (ο Νόμος) είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 54, 61, 80.2 και 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας, καθώς και την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, η οποία είναι διάχυτη στο Σύνταγμα της Δημοκρατίας.
Με το Νόμο, προστίθεται στον περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμο, Κεφ. 224 (ο βασικός Νόμος), νέο άρθρο υπ' αριθμό 75Α, το οποίο προνοεί τα εξής:
«75Α. Οποιαδήποτε απόφαση, ειδοποίηση ή κοινοποίηση οποιασδήποτε Αρχής δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου καθώς και οποιοδήποτε διάταγμα ή απόφαση Δικαστηρίου αναφορικά με οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία, που ενδέχεται να επηρεάσουν ουσιωδώς την αξία οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας, γνωστοποιούνται από την οικεία αρχή στον ιδιοκτήτη της ακίνητης ιδιοκτησίας με την αποστολή σε αυτόν σχετικής γραπτής ειδοποίησης».
O Αιτητής εισηγείται ότι ο Νόμος είναι ασύμβατος με το άρθρο 54 του Συντάγματος, το οποίο προνοεί ότι, την Εκτελεστική Εξουσία, γενικά, ασκεί το Υπουργικό Συμβούλιο, επί παντός θέματος, πλην εκείνων που διαφυλάσσονται υπέρ του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, καθώς και των Κοινοτικών Συνελεύσεων. Συγκεκριμένα, το εδάφιο 'δ' του Άρθρου 54 ρητώς προνοεί ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ασκεί Εκτελεστική Εξουσία, μεταξύ άλλων, αναφορικά με το συντονισμό και την εποπτεία πασών των Δημοσίων Υπηρεσιών.
Είναι η θέση του Αιτητή ότι, το νέο άρθρο 75Α του Νόμου συνιστά παρέμβαση της Νομοθετικής Εξουσίας στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του Υπουργικού Συμβουλίου και υφαρπαγή της αρμοδιότητας του Υπουργικού Συμβουλίου να αποφασίζει για την ενημέρωση των πολιτών, συντονίζοντας τις αρμόδιες Δημόσιες Υπηρεσίες, ανάλογα.
Κατά τον Αιτητή, με το Νόμο, παραβιάζεται και το Άρθρο 61 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι, η Νομοθετική Εξουσία της Δημοκρατίας ασκείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων εν παντί θέματι, εξαιρουμένων των θεμάτων εκείνων, τα οποία ρητώς υπάγονται, κατά το Σύνταγμα, στην αρμοδιότητα των Κοινοτικών Συνελεύσεων. Επιπρόσθετα, εισηγείται ότι, σύμφωνα με την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, που είναι διάχυτη στο Σύνταγμα της Δημοκρατίας, στην προκείμενη περίπτωση, η Νομοθετική Εξουσία υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητας της, δυνάμει του Άρθρου 61, νομοθετώντας στον τομέα αποκλειστικής αρμοδιότητας της Εκτελεστικής Εξουσίας και, συγκεκριμένα, του Υπουργικού Συμβουλίου, κατά την άσκηση των διοικητικών του αρμοδιοτήτων.
Σύμφωνα με τον Αιτητή, επίσης, ο Νόμος παραβιάζει και το Άρθρο 80.2 του Συντάγματος, δυνάμει του οποίου καμιά πρόταση νόμου, συνεπαγόμενη αύξηση των δαπανών που προβλέπονται από τον προϋπολογισμό, μπορεί να υποβληθεί από βουλευτή. Στην προκείμενη περίπτωση, η πρόταση νόμου συνεπάγεται αύξηση των, υπό του Προϋπολογισμού, προβλεπομένων εξόδων.
Εν όψει των προαναφερθέντων, ο Αιτητής εισηγείται ότι, παραβιάζεται και το Άρθρον 179 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει τη θέσπιση οποιουδήποτε Νόμου, που είναι αντίθετος με οποιανδήποτε διάταξη του Συντάγματος ή οποιανδήποτε υποχρέωση που επιβάλλεται στη Δημοκρατία, ως αποτέλεσμα της συμμετοχής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Είναι, επομένως, η γενική θέση του Αιτητή, ότι ο Νόμος αφαιρεί από την Εκτελεστική Εξουσία την αποκλειστική αρμοδιότητα να ασκεί τη γενική διεύθυνση και τον έλεγχο της διακυβέρνησης της Χώρας, καθώς και το συντονισμό και την εποπτεία όλων των Δημόσιων Υπηρεσιών.
Αντίθετη είναι η θέση της Καθ' ης η Αίτηση, η οποία εισηγήθηκε ότι, η Βουλή ενήργησε μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της, δυνάμει του Άρθρου 61 του Συντάγματος, ότι ο Νόμος δεν καταστρατηγεί οποιοδήποτε από τα προαναφερόμενα Άρθρα του Συντάγματος, ότι ούτε η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών παραβιάζεται αλλά ούτε και επιβαρύνονται οι δαπάνες που προνοούνται από τον Προϋπολογισμό, κατά τρόπο παράνομο, εφόσον, σύμφωνα με αυθεντίες στις οποίες αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Καθ' ης η Αίτηση, το διοικητικό κόστος της εφαρμογής των Νόμων το επιβαρύνεται, γενικά, η Εκτελεστική Εξουσία. Εκείνο που απαγορεύεται από την επιφύλαξη του Άρθρου 80.2 του Συντάγματος, είναι η αύξηση των δαπανών και όχι το διοικητικό κόστος, το οποίο (κατ' ανάγκη) συνεπάγεται η εφαρμογή ενός Νόμου.
Είναι, δηλαδή, η θέση της Καθ' ης η Αίτηση ότι, με το Νόμο θεσπίζεται ένας γενικός και απρόσωπος κανόνας δικαίου, με τον οποίο καθιερώνονται τα πλαίσια των νομικών υποχρεώσεων των επηρεαζομένων, και επαφίεται στην Εκτελεστική Εξουσία και στη Διοίκηση να μεριμνήσουν για την εκτέλεση του Νόμου, την άσκηση της Διοικητικής λειτουργίας και την έκδοση των απαραίτητων διοικητικών πράξεων, οι οποίες, βέβαια, υπόκεινται σε Δικαστικόν Έλεγχο.
Εξετάσαμε με προσοχή τις θέσεις των δύο πλευρών, υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο της Καθ' ης η Αίτηση, ότι τα δύο ουσιαστικά θέματα που εγείρονται προς απόφανση είναι:
Α. Το κατά πόσον η Βουλή νομοθέτησε εκτός του πλαισίου της αρμοδιότητας της και εντός του πλαισίου της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Εκτελεστικής Εξουσίας και
Β. Το κατά πόσον με το Νόμο παραβιάζεται η επιφύλαξη του Άρθρου 80.2 του Συντάγματος, η οποία απαγορεύει την αύξηση των δαπανών που προβλέπονται από τον Προϋπολογισμό, με προτάσεις Νόμου που υποβάλλονται από βουλευτές, όπως στην προκείμενη περίπτωση.
Στην Αναφορά 3/85, Πρόεδρος της Δημοκρατίας v Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3 CLR 2137, εξετάστηκε η σχέση μεταξύ των Άρθρων 54, 58 και 61 του Συντάγματος και επισημάνθηκε ότι, το Άρθρο 54 εναποθέτει την άσκηση εκτελεστικής και διοικητικής δικαιοδοσίας, αποκλειστικά, στο Υπουργικό Συμβούλιο και του παρέχει αρμοδιότητα για άσκηση Εκτελεστικής Εξουσίας «επί παντός θέματος». Από την άλλη, η θέσπιση κανόνων δικαίου και ο προσδιορισμός των πλαισίων διακυβέρνησης της χώρας, αποτελούν αποκλειστικήν αρμοδιότητα της Νομοθετικής Εξουσίας. Έστω και αν η Βουλή νομοθετεί για θέματα που ενδιαφέρουν μικρό αριθμό προσώπων, το περιεχόμενο της Νομοθεσίας δεν μπορεί να είναι άλλο από τη θέσπιση κανόνων δικαίου. Εάν αφορούν κυβερνητικό τμήμα ή δραστηριότητα, μπορεί να πάρουν τη μορφή προσδιορισμού των αρχών, βάσει των οποίων θα ασκείται διοίκηση. Δεν μπορούν όμως να έχουν ως αντικείμενο την άσκηση διοίκησης, η οποία αποτελεί αποκλειστικήν αρμοδιότητα της Εκτελεστικής Εξουσίας. Η εκτέλεση των Νόμων, εμπίπτει αποκλειστικά στη δικαιοδοσία της Εκτελεστικής Εξουσίας.
Αφού εξετάσαμε το Άρθρο 75Α, το οποίο εισάγεται με το Νόμο, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι καμιά πρόνοια του Άρθρου αυτού δεν καταστρατηγεί οποιονδήποτε από τα προαναφερόμενα Άρθρα του Συντάγματος ή την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών. Το συγκεκριμένο Άρθρο εισάγει μια γενική και απρόσωπη υποχρέωση που επιβάλλει στην οικεία Αρχή, να γνωστοποιεί στον ιδιοκτήτη ακίνητης ιδιοκτησίας, οποιαδήποτε διατάγματα, αποφάσεις κτλ «ενδέχεται να επηρεάσουν ουσιωδώς την αξία» της ακίνητης περιουσίας του. Το ζήτημα του τι ενδέχεται να επηρεάσει ουσιωδώς την αξία μιας ακίνητης ιδιοκτησίας, επαφίεται, εξ ολοκλήρου, στη διακριτικήν ευχέρεια της οικείας Αρχής.
Κατά την κρίση μας, η Βουλή δεν ξεπέρασε τα όρια της συνταγματικής της αρμοδιότητας, δυνάμει του Άρθρου 61 του Συντάγματος και δεν υπεισήλθε στον τομέα της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Εκτελεστικής Εξουσίας, δυνάμει του Άρθρου 54 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε ούτε και παραβίαση της αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών.
Απομένει το ζήτημα του Άρθρου 80.2 του Συντάγματος. Είναι θεμελιωμένο ότι, η επιτήρηση της εφαρμογής του Νόμου, είναι ευθύνη των αρμοδίων κυβερνητικών Αρχών. Όταν ένας Νόμος δεν προβλέπει αύξηση των δαπανών του Προϋπολογισμού, αλλά με αυτόν θα επιβαρυνθούν κάποιες Κρατικές Υπηρεσίες και θα υπάρχει κάποιο συνεπαγόμενο διοικητικό κόστος, αυτό δεν παραβιάζει το Άρθρο 80.2 του Συντάγματος, αλλά είναι επιτρεπτή επίπτωση, της θέσπισης του Νόμου, στις χρηματικές υποχρεώσεις του Κράτους (Δέστε: Πρέδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 462).
Ενόψει των προαναφερομένων, γνωματεύουμε ότι ο Νόμος δεν είναι αντισυνταγματικός, ως παραβιάζων οποιαδήποτε από τα προαναφερόμενα Άρθρα του Συντάγματος ή την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, όπως ετέθη.
Η παρούσα Γνωμάτευση κοινοποιείται, σύμφωνα με το Άρθρο 140.2 του Συντάγματος, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Μ. Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΜΣ