ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Μιχαηλίδου, Δέσπω Λιάτσος, Αντώνης Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Δ. Εργατούδη (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσείοντες. για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-01-10 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α. ν. ΘΩΜΑ ΚΟΣΙΑΡΗ κ.α., Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 193/2012, 10/1/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:C1

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 193/2012)

(Υποθέσεις Αρ. 1653/09 και 1674/09)

 

10 Ιανουαρίου 2018

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΛΙΑΤΣΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

        ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

        1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

            ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,

        3. ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,

Εφεσείοντες/Καθ΄ ων η αίτηση

-         ΚΑΙ  -

                                ΘΩΜΑ ΚΟΣΙΑΡΗ,

ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΤΟΜΑΖΟΥ,

Εφεσιβλήτων/Αιτητών

---------------------------------------

Δ. Εργατούδη (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα,

για τους Εφεσείοντες.

Γ. Παπαδόπουλος για Μ. Ηλιάδη και Συνεργάτες ΔΕΠΕ,

για τους Εφεσίβλητους.

----------------------------------------

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Στις 10.1.2018 δόθηκε από την έδρα σε συντομία απόφαση με την οποία έγινε αποδεκτή η έφεση με τα αναγκαία έξοδα με ακύρωση της πρωτόδικης κρίσης.  Ακολουθεί τώρα εκτενέστερο κείμενο.

 

        Η πρωτόδικη προσφυγή του εφεσίβλητου Θ. Κοσιάρη επιδίωκε την ακύρωση της απόφασης αγνώστου ημερομηνίας των εφεσειόντων-καθ΄ ων η αίτηση, να μην περιλάβουν και ή να αποκλείσουν τον αιτητή από τον κατάλογο των Τεχνικών κλίμακα Α2, Α5, Α7(ii) στο Υπουργείο Άμυνας που κατείχαν προσόν τουλάχιστον τριετούς μεταλυκειακού κύκλου σπουδών με σκοπό την αναβάθμιση των κλιμάκων των θέσεων τους, με αποτέλεσμα ο αιτητής-εφεσίβλητος να μην περιληφθεί στις 57  θέσεις Τεχνικού στις κλίμακες που καταγράφηκαν προηγουμένως που μετονομάσθηκαν σε θέση Τεχνικού Μηχανικού, κλίμακα Α5 (2η βαθμίδα), Α7 και Α8(i), με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο (Αρ.4) του 2009.  Ζητείτο επίσης ότι η παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας των εφεσειόντων να προωθήσουν αναβάθμιση της θέσης του αιτητή ως άλλοι 57 συνάδελφοι του Τεχνικοί, ήταν παράνομη και άκυρη.  Όπως επίσης ήταν άκυρη και η παράλειψη να προβούν οι εφεσείοντες σε εφαρμογή της μετονομασίας και αναβάθμισης των μισθολογικών κλιμάκων της θέσης του αιτητή ώστε από Τεχνικός, να καταστεί Τεχνικός Μηχανικός.

 

        Η πιο πάνω προσφυγή η υπ΄ αρ. 1653/2009, συνεκδικάστηκε με την παρόμοια υπόθεση 1674/2009 του Στ. Τουμάζου, λόγω κοινών νομικών και πραγματικών δεδομένων.  Οι εφεσείοντες ήγειραν προδικαστική ένσταση στην προώθηση των προσφυγών στο ότι οι προσφυγές δεν προσέβαλλαν εκτελεστή διοικητική πράξη στο πλαίσιο του Άρθρου 146 του Συντάγματος.  Στο πλαίσιο της  συζήτησης της έφεσης ήγειραν και το ζήτημα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την προϋπόθεση του παραδεκτού των προσφυγών, ζήτημα δημοσίας τάξεως που μπορούσε να κριθεί και από την Ολομέλεια, με δεδομένο ότι οι προσφυγές καταχωρήθηκαν στις 9.12.2009, ενώ η αναβάθμιση έγινε με το Νόμο αρ. 53(ΙΙ)/2009, ο οποίος δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 17.7.2009. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τις προσφυγές και εξέδωσε απόφαση ως η παράγραφος Α του αιτητικού πλέον έξοδα, απορρίπτοντας, κατά το σκεπτικό του, την εγερθείσα προδικαστική ένσταση ότι με τις προσφυγές δεν προσβάλλετο εκτελεστή διοικητική πράξη.  Θεώρησε ότι η προδικαστική αυτή ένσταση ήταν αβάσιμη εφόσον επίδικο ζήτημα αποτελούσε η μη μισθολογική αναβάθμιση των εφεσιβλήτων κατά παρόμοιο τρόπο ως έγινε με τους συναδέλφους τους, στη νέα κλίμακα Τεχνικού Μηχανικού.  Μέχρι τη δημοσίευση, σύμφωνα με το Δικαστήριο, του περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμου αρ. 53(ΙΙ)/2009, οι εφεσίβλητοι αιτητές και οι συνάδελφοι τους, βρίσκονταν στην ίδια θέση Τεχνικού  υπό το καθεστώς του ιδίου σχεδίου υπηρεσίας.  Συνεπώς εάν δεν υπήρχε η διοικητική λήψη απόφασης αναφορικά με την ερμηνεία του ποιοί κατείχαν και ποιοί όχι το προσόν του τριετούς μεταλυκειακού κύκλου σπουδών, όλοι θα ήσαν ισόβαθμοι.  Κατά συνέπεια, η ερμηνεία και εφαρμογή του πιο πάνω Νόμου από τη διοίκηση παρήγαγε έννομα αποτελέσματα, τα οποία έθεσαν τους εφεσίβλητους σε μειονεκτικότερη θέση έναντι των συναδέλφων τους και επηρέαζε αρνητικά την επαγγελματική τους ανέλιξη. 

 

        Σύμφωνα με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο, 57 θέσεις, οι κάτοχοι των οποίων κατά τις 24.2.2009 κατείχαν προσόν τουλάχιστον τριετούς μεταλυκειακού κύκλου σπουδών, μετονομάσθηκαν σε Τεχνικό Μηχανικό Α7 και Α8(i).  Για τη θέση Τεχνικού (Α2-Α5), απαιτείτο «πτυχίο του ΑΤΙ ή άλλο ισότιμο προσόν ή απολυτήριο Τεχνικής Σχολής και τρία χρόνια πείρα».  Για τη θέση του Τεχνικού Μηχανικού στην οποία αναβαθμίστηκαν 57 άτομα, απαιτείτο «δίπλωμα αναγνωρισμένης ανώτερης σχολής τριετούς μεταλυκειακού κύκλου σπουδών στην Πολιτική Μηχανική, Αρχιτεκτονική ..», κλπ.  Το δίπλωμα του εφεσίβλητου Θωμά Κοσιάρη ήταν τριετούς μεταλυκειακού κύκλου σπουδών και αποκτήθηκε από την ανωτέρα σχολή «ΑΤΟΜ», αναγνωρισμένη από το Ελληνικό κράτος.  Ο εφεσίβλητος Στυλιανός Τομάζος είχε δίπλωμα Ραδιοτηλεγραφητή Β τάξης με διετή σπουδή και ένα έτος πρακτικής εξάσκησης και στη συνέχεια εξασφάλισε δίπλωμα Ραδιοτηλεγραφητή Α τάξης, μετά από άλλε πέντε χρόνια εκπαίδευσης και πρόσθετες εξετάσεις.  Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η κατοχή των προσόντων για σκοπούς αναβάθμισης τεκμαιρόταν ήδη λόγω προηγούμενου διορισμού τους, και, επομένως,  εύλογα οι εφεσίβλητοι ανέμεναν να εγκριθεί το αίτημα τους για αναγνώριση των προσόντων τους με ανάλογη μισθολογική αναβάθμιση.

 

        Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά την ορθότητα της απόφασης του πρωτοδίκου Δικαστηρίου να απορρίψει την προδικαστική ένσταση περί μη εκτελεστής διοικητικής πράξης.  Ο λόγος είναι βάσιμος διότι κατά πάγια νομολογία, η δημιουργία, η μετονομασία ή η αναβάθμιση θέσεων στη δημόσια υπηρεσία αφορά πρωτίστως και παραπέμπει στον νομοθέτη.  Η παραγωγή νόμου δεν εμπίπτει και δεν σχετίζεται με εκτελεστή διοικητική πράξη από συγκεκριμένο διοικητικό όργανο.  Εναπόκειται στη Βουλή των Αντιπροσώπων να διαμορφώσει το οργανόγραμμα των διαφόρων θέσεων στη βάση  βεβαίως των προτάσεων της εκτελεστικής εξουσίας, ψηφίζοντας και τον αναγκαίο προϋπολογισμό.

 

 Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να διευρύνει ή να αναπληρώσει οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση που γίνεται στο πλαίσιο ψήφισης προϋπολογισμού, διότι δεν μπορεί να αναμορφώσει ή να συμπληρώσει τη νομοθεσία, έργο που εκπίπτει της αρμοδιότητας του, (Dias United Publishing Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550 και Sigma Radio TV Ltd v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 268).  Στις υποθέσεις Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 267 και Βρούντου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 78, τονίστηκε η αποκλειστική δικαιοδοσία του νομοθετικού σώματος να ψηφίζει τα νομοθετήματα εκείνα τα οποία επιθυμεί μαζί και με τα αναγκαία κονδύλια για την εφαρμογή τους.  Στην Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 756, λέχθηκε ότι δεν ρυθμίζεται από το Δικαστήριο το πλαίσιο που αφορά τη γενικότερη κοινωνική και οικονομική πολιτική της πολιτείας.  Ο ρόλος του Δικαστηρίου περιορίζεται να κρίνει με βάση την υφιστάμενη νομοθεσία, τη νομιμότητα μιας απόφασης. 

 

        Η μετονομασία θέσεων προερχόμενη από νομοθετική ρύθμιση δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο αναθεωρητικού ελέγχου διότι είναι γενικού περιεχομένου, απευθυνόμενη προς τους επηρεαζόμενους με γενικότητα και δεν εξατομικεύει αναφορά σε πρόσωπα.  Όπως και στις κανονιστικές διοικητικές πράξεις, τίθεται ένα γενικό πλαίσιο που δεν δημιουργεί  από μόνο του ατομικές διοικητικές πράξεις, (Αλέκτωρ Φαρμακευτική Λτδ ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 250). 

 

        Δεν εναπόκειτο στους εφεσείοντες να προωθήσουν οτιδήποτε προς αναβάθμιση και της θέσης που κατείχαν οι εφεσίβλητοι ως ζητείτο με τις προσφυγές.  Τέτοια θετική ενέργεια δεν επιβαλλόταν ούτε από τον επίδικο περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο, ούτε από τις γενικές αρχές δικαίου, (Γρηγορίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 733).  Και βεβαίως, η πρωταρχική θεραπεία περί αποκλεισμού των εφεσιβλήτων από τις νέες θέσεις προϋπόθετε διοικητική απόφαση που εδώ δεν παρήχθηκε.  Οι εφεσείοντες ενήργησαν στη βάση νομοθετικής επιταγής.  Στην ουσία οι εφεσίβλητοι επιδίωξαν την εφαρμογή της νέας νομοθετικής ρύθμισης και για τα πρόσωπα τους, ανεξαρτήτως προσόντων.

 

        Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με  έξοδα   τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄ έφεση υπέρ  της  εφεσείουσας  Δημοκρατίας  και  εναντίον   των εφεσιβλήτων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

                                                Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο