ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:C310
(2016) 3 ΑΑΔ 240
28 Ιουνίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Θ. ΤΑΛΙΑΔΩΡΟΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 120/2010)
Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας — Σχέδιο Υπηρεσίας — Ερμηνεία και εφαρμογή — Καθήκον και υποχρέωση της Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας — Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο αν η έρευνα δεν ήταν υπό τις περιστάσεις η δέουσα.
Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ― Αρμοδιότητες ― Κατά πόσο οφείλει η ίδια η Επιτροπή να αποτείνεται στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. στο πλαίσιο έρευνας προσόντων συγκεκριμένου αιτητή, ο οποίος παραλείπει να εξασφαλίσει πιστοποίηση των προσόντων του από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ― Η έρευνα της Ε.Ε.Υ. στην κριθείσα περίπτωση θεωρήθηκε πλήρης.
Ο εφεσείων, επεδίωξε με την Έφεσή του να ανατρέψει την πρωτόδικη απόφαση, την οποία εξέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο και με την εν λόγω απόφαση, επικυρώθηκε, ως νομικά ορθή, η απόφαση την οποία είχε λάβει η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας στις 17.6.2008, στο πλαίσιο επανεξέτασης πλήρωσης της θέσης Επιθεωρητή Α΄ (Μέση Τεχνική Εκπαίδευση) για την Ηλεκτρολογία στην οποία είχε προαχθεί, αναδρομικά, από τις 6.6.2005, το ενδιαφερόμενο μέρος.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Με τους δύο πρώτους λόγους έφεσης, προβάλλεται, ουσιαστικά, η θέση ότι το Δικαστήριο έσφαλε στην κατάληξή του, ανωτέρω, αφού αποδέχτηκε ως ικανοποιητική, χωρίς επαρκή έρευνα, την κατάληξη της Επιτροπής και, δη, ότι τα πτυχία των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ινστιτούτων διακρίνονται, σαφώς, από τα πτυχία των Πανεπιστημίων, βασιζόμενη προς τούτο, στις αναφορές, σχετικά, της αρμόδιας Διεύθυνσης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων της Ελλάδας. Να σημειωθεί πως τα γεγονότα που προέκυψαν από την προαναφερθείσα έρευνα της Επιτροπής αποτελούν κοινό έδαφος μεταξύ των δύο πλευρών, όμως, η κάθε μια έδωσε σε αυτά τη δική της ερμηνεία. Η Επιτροπή βασίστηκε, ιδιαίτερα, στο πώς η πλέον αρμόδια αρχή της Ελλάδας ερμηνεύει τη σχετική νομοθεσία της χώρας της και εφαρμόζει τις πρόνοιές της όσον αφορά την αξιολόγηση και την κατάταξη, συγκριτικά, μεταξύ τους, των πτυχίων των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών της Ιδρυμάτων Πανεπιστημιακού τομέα και Τεχνολογικού τομέα.
Κατ' αρχάς, η ευθύνη για τη διερεύνηση όλων των σχετικών με το υπό κρίση θέμα γεγονότων βαρύνει την αρμόδια διοικητική αρχή, εν προκειμένω, την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας. Άλλωστε, αυτή έχει και την ευθύνη ερμηνείας του ισχύοντος, σε κάθε περίπτωση, σχεδίου υπηρεσίας. Το δε καθήκον του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου είναι να εξετάζει κατά πόσο η έρευνα της αρμόδιας αρχής είναι, υπό τις δοσμένες περιστάσεις, η δέουσα.
Η τοποθέτηση της αρμόδιας Ελληνικής Αρχής είναι, όντως, σαφής ως προς τη διάκριση την οποία καθιερώνει η οικεία νομοθεσία μεταξύ των πτυχίων των Πανεπιστημίων και των πτυχίων των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Μάλιστα, η διάκριση αυτή, όπως εξηγείται, λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη στο δημοσιοϋπαλληλικό τομέα, ανάλογα με την απαίτηση των σχετικών σχεδίων υπηρεσίας. Η πρόνοια του Άρθρου 14Α(1) του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου του 1996, (Ν. 68(Ι)/1996), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, που προβλέπει ότι οι τίτλοι σπουδών των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της Ελλάδας, που εκδόθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του υπ' αρ. 2916 Νόμου της Ελληνικής Δημοκρατίας, τυγχάνουν της ίδιας αναγνώρισης εδώ, όπως και στην Ελλάδα, ουδόλως διαφοροποιεί την πιο πάνω διαπιστωθείσα κατάσταση πραγμάτων. Με δεδομένη, λοιπόν, την κατάληξη αυτή, διαπιστώνεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι ορθή.
Παρεμπιπτόντως, το εκδικάσαν Δικαστήριο, στην απόφασή του, αναφέρθηκε και στην υποχρέωση που αναγνωρίζει η νομολογία σε αιτητή, ο οποίος βρίσκεται στη θέση του εφεσείοντος, να προσκομίζει ο ίδιος στην Επιτροπή πιστοποιητικό του Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών, αναφορικά με το επίπεδο του πτυχίου του, ώστε να καθίσταται και άμεσα ευχερής η σύγκρισή του, από την Επιτροπή, με τις σχετικές απαιτήσεις του ισχύοντος σχεδίου υπηρεσίας. Με τον τρίτο και τελευταίο λόγο έφεσης, ο εφεσείων επικρίνει τη διαπίστωση, ανωτέρω, του Δικαστηρίου, χωρίς, όμως, και να επιδιώκει τη διάκριση της παρούσας υπόθεσης από την εν λόγω νομολογία. Επομένως, και ο λόγος αυτός κρίθηκε ανεδαφικός.
H έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517,
Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120,
Κωνσταντίνος Θ. Ταλιαδώρου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 946/2005 κ.ά., ημερ. 31.1.2008,
Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100.
Έφεση.
Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ναθαναήλ, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1419/2008) ημερ. 30/6/2010.
Π. Σιακαλλής, για Κούσιο Κορφιώτη, Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα - Αιτητή.
Ρ. Παπαέτη-Χατζηκώστα (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη - Καθ' ης η Αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, με τρεις λόγους έφεσης, επιχειρεί να ελέγξει την ορθότητα πρωτόδικης απόφασης, την οποία εξέδωσε Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά την άσκηση αναθεωρητικής δικαιοδοσίας δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Με την εν λόγω απόφαση, επικυρώθηκε, ως νομικά ορθή, η απόφαση την οποία είχε λάβει η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας στις 17.6.2008*, στο πλαίσιο επανεξέτασης πλήρωσης της θέσης Επιθεωρητή Α΄ (Μέση Τεχνική Εκπαίδευση) για την Ηλεκτρολογία∙ είχε προαχθεί σε αυτήν, αναδρομικά, από τις 6.6.2005, ο Γεώργιος Νικολαΐδης, ενδιαφερόμενο μέρος.
Σύντομη αναδρομή στα γεγονότα θα είναι, οπωσδήποτε διαφωτιστική, για καλύτερη αντίληψη αυτών που προηγήθηκαν της προαναφερθείσας απόφασης της Επιτροπής. Κατ' αρχάς, να αναφερθεί ότι ο εφεσείων, Κωνσταντίνος Ταλιαδώρος, κατείχε από το Σεπτέμβριο του 2002 τη θέση Διευθυντή Σχολείων Μέσης Τεχνικής Εκπαίδευσης. Κατά το 2005, υπέβαλε αίτηση για προαγωγή στην υπό αναφορά θέση Επιθεωρητή, η οποία είχε δημοσιευθεί, την περίοδο εκείνη, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Σύμφωνα με την παράγραφο 3(1) του ισχύοντος σχεδίου υπηρεσίας της εν λόγω θέσης, απαιτείτο, μεταξύ άλλων, από αιτητή «Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στο θέμα της ειδικότητάς του, που να δίνει σ' αυτόν δικαίωμα διορισμού/κατάταξης στη θέση καθηγητή/εκπαιδευτή στις κλίμακες Α8-Α10».
Η αίτηση, τότε, του εφεσείοντος για προαγωγή στην πιο πάνω θέση εξετάστηκε αρμοδίως, όμως, ο ίδιος δεν περιλήφθηκε στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων. Συγκεκριμένα, η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν τον περιέλαβε στον κατάλογο των υποψηφίων που σύστησε, με το αιτιολογικό ότι αυτός δεν κατείχε πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν, ως η απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας. Η Επιτροπή δε απέρριψε την ένστασή του κατά της νομιμότητας του καταλόγου της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με αποτέλεσμα τον οριστικό αποκλεισμό του από τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων. Όταν, στη συνέχεια, η Επιτροπή προήγαγε στην εν λόγω θέση το ενδιαφερόμενο μέρος, ο εφεσείων πρόσβαλε τη σχετική απόφασή της με την προσφυγή αρ. 946/2005 και πέτυχε την ακύρωσή της· κρίθηκε ότι αυτή δεν ήταν αποτέλεσμα επαρκούς έρευνας**.
Στις 17.6.2008, η Επιτροπή προέβη σε επανεξέταση, προς το σκοπό πλήρωσης της προαναφερθείσας θέσης. Προηγουμένως, επειδή ένας από τους λόγους ακύρωσης της απόφασής της από το Ανώτατο Δικαστήριο ήταν η έλλειψη δέουσας έρευνας ως προς το εάν ο εφεσείων κατείχε το απαιτούμενο προσόν της παραγράφου 3(1) του σχεδίου υπηρεσίας, μερίμνησε για τη συλλογή πληροφοριών σε σχέση με το επίπεδο του πτυχίου του. Συγκεκριμένα, με επιστολή της ημερομηνίας 26.2.2008, αποτάθηκε στην αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων της Ελλάδας*. Με αυτήν, ζήτησε να πληροφορηθεί «... κατά πόσον η Ελληνική Δημοκρατία αναγνωρίζει τα πτυχία που αποκτήθηκαν από τη Σιβιτανίδειο Δημόσια Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων ως πτυχία πανεπιστημίου ή ανώτατης σχολής ισοδύναμης με πανεπιστήμιο». Η απάντηση που έλαβε, ημερομηνίας 8.5.2008**, μέσω της Πρεσβείας της Ελλάδας στην Κύπρο, αφού εξηγούσε τη συνδρομή των σχετικών νομοθεσιών, κατέληγε ως εξής:-
«Από τα παραπάνω εκτεθέντα καθίσταται σαφές ότι τα πτυχία των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και τα ισότιμα προς αυτά διακρίνονται σαφώς από τα πτυχία των Πανεπιστημίων. Άλλωστε η ελληνική νομοθεσία τόσο στον προϊσχύσαντα όσο και στον ισχύοντα Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων διακρίνει τους τίτλους αυτούς, ως προσόν διορισμού των δημοσίων υπαλλήλων, απαιτώντας για μεν τις θέσεις κατηγορίας ΠΕ (Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης) τίτλους σπουδών τμημάτων ή σχολών πανεπιστημιακού τομέα ανώτατης και ισοτιμούς εκπαίδευσης, για δε τις θέσεις ΤΕ (Τεχνολογικής Εκπαίδευσης) τίτλους σπουδών τμημάτων ή σχολών τεχνολογικού τομέα ανώτατης εκπαίδευσης και ισότιμους.»
Κατά το αρχικό στάδιο της επανεξέτασης, η Επιτροπή υιοθέτησε, στο σύνολό της, την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής που της είχε διαβιβαστεί κατά τον ουσιώδη χρόνο και τις δικές της αποφάσεις σε σχέση με τη νομιμότητα του καταλόγου των υποψηφίων που συστήνονταν για προαγωγή, οι οποίες απέκλειαν από αυτόν τον εφεσείοντα. Αξιολογώντας δε, στο πλαίσιο αυτό, και το προϊόν της έρευνάς της, ανωτέρω, αποφάσισε ότι ορθά η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν περιέλαβε τον εφεσείοντα στον εν λόγω κατάλογο. Στη συνέχεια, ακολουθώντας τη νεομισμένη διαδικασία, προέβη, στις 17.6.2008, στην προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση, ανωτέρω. Ο εφεσείων πρόσβαλε την πιο πάνω απόφαση με την προσφυγή αρ. 1419/2008, η οποία απορρίφθηκε πρωτόδικα, με αποτέλεσμα την καταχώριση της παρούσας έφεσης.
Στο στάδιο αυτό, να σημειωθεί πως, σε σύντομο χρόνο μετά την πιο πάνω απόφαση της Επιτροπής, η ίδια θέση Επιθεωρητή Α΄ προκηρύχθηκε για πλήρωση, ενόψει της αφυπηρέτησης του κατόχου της, κ. Γεώργιου Νικολαΐδη. Ο εφεσείων επέδειξε ενδιαφέρον και τούτην τη φορά, δεν περιλήφθηκε, όμως, και πάλι, στον κατάλογο των υποψηφίων που η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε. Η ένστασή του, σχετικά, δεν έγινε δεκτή από την Επιτροπή, για τον ίδιο, ακριβώς, λόγο που θεωρήθηκε ότι αυτός δεν κατείχε το προσόν της παραγράφου 3(1) του σχεδίου υπηρεσίας, ζήτημα το οποίο υπήρξε αντικείμενο εξέτασης στην προσφυγή αρ. 1419/2008. Όταν, στη συνέχεια, η Επιτροπή προήγαγε στην εν λόγω θέση κάποιον τρίτο, ο εφεσείων καταχώρισε την προσφυγή 1420/2008∙ κρίθηκε και αυτή στη βάση του σκεπτικού της εφεσιβαλλόμενης απόφασης και, ως αποτέλεσμα, απορρίφθηκε. Η σχετική απόφαση έχει προσβληθεί με την Αναθεωρητική Έφεση 11/2011. Δηλώθηκε δε, από τα μέρη, ότι θα ακολουθήσει και αυτή το αποτέλεσμα της παρούσας έφεσης. Άλλωστε, όπως διαπιστώνεται από τις πρωτόδικες αποφάσεις, το αντικείμενό τους είναι ακριβώς το ίδιο· αφορούν και οι δύο το ακαδημαϊκό επίπεδο του πτυχίου που κατέχει ο εφεσείων, σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις της παραγράφου 3(1) του προαναφερθέντος σχεδίου υπηρεσίας.
Ο ευπαίδευτος Δικαστής που εκδίκασε πρωτόδικα την προσφυγή 1419/2008, ουσιαστικά, είχε να εξετάσει την εισήγηση εκ μέρους του εφεσείοντος ότι η Επιτροπή δεν ερεύνησε επαρκώς το θέμα του επιπέδου του πτυχίου του για να καταλήξει στον αποκλεισμό του από τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων, με αποτέλεσμα η απόφασή της για προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στην υπό αναφορά θέση να αποτελεί πλάνη περί τα πράγματα. Ακριβώς αντίθετη ήταν η εισήγηση εκ μέρους της Επιτροπής. Στο επίκεντρο της επιχειρηματολογίας των δύο πλευρών, ήταν, βασικά, η ερμηνεία των πληροφοριών που είχαν προέλθει από την έρευνα που είχε διεξαγάγει η Επιτροπή, όπως εξηγείται πιο πάνω. Η εκτίμηση, σχετικά, του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, υπό το φως και των καθιερωθεισών νομολογιακά αρχών, ήταν πως η έρευνα της Επιτροπής, υπό τις περιστάσεις που αυτή είχε ενώπιόν της, ήταν η δέουσα.
Με τους δύο πρώτους λόγους έφεσης, προβάλλεται, ουσιαστικά, η θέση ότι το Δικαστήριο έσφαλε στην κατάληξή του, ανωτέρω, αφού αποδέχτηκε ως ικανοποιητική, χωρίς επαρκή έρευνα, την κατάληξη της Επιτροπής και, δη, ότι τα πτυχία των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ινστιτούτων (Τ.Ε.Ι) διακρίνονται, σαφώς, από τα πτυχία των Πανεπιστημίων, βασιζόμενη προς τούτο, στις αναφορές, σχετικά, της αρμόδιας Διεύθυνσης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων της Ελλάδας. Να σημειωθεί πως τα γεγονότα που προέκυψαν από την προαναφερθείσα έρευνα της Επιτροπής αποτελούν κοινό έδαφος μεταξύ των δύο πλευρών, όμως, η κάθε μια έδωσε σε αυτά τη δική της ερμηνεία. Η Επιτροπή βασίστηκε, ιδιαίτερα, στο πώς η πλέον αρμόδια αρχή της Ελλάδας ερμηνεύει τη σχετική νομοθεσία της χώρας της και εφαρμόζει τις πρόνοιές της όσον αφορά την αξιολόγηση και την κατάταξη, συγκριτικά, μεταξύ τους, των πτυχίων των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών της Ιδρυμάτων Πανεπιστημιακού τομέα και Τεχνολογικού τομέα.
Με δεδομένες τις πιο πάνω παρατηρήσεις, να λεχθεί, κατ' αρχάς, πως η ευθύνη για τη διερεύνηση όλων των σχετικών με ένα υπό κρίση θέμα γεγονότων βαρύνει την αρμόδια διοικητική αρχή, εν προκειμένω, την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας. Άλλωστε, αυτή έχει και την ευθύνη ερμηνείας του ισχύοντος, σε κάθε περίπτωση, σχεδίου υπηρεσίας, (βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517). Το δε καθήκον του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου είναι να εξετάζει κατά πόσο η έρευνα της αρμόδιας αρχής είναι, υπό τις δοσμένες περιστάσεις, η δέουσα. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, στη σελίδα 127:-
«Η έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση του συνόλου των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. ... Αντικείμενο του αναθεωρητικού ελέγχου είναι το κατά πόσο η έρευνα που διενεργήθηκε ήταν η δέουσα και η επιβαλλόμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και ότι στη λήψη της απόφασης λήφθηκαν υπόψη όλοι οι σχετικοί με το αντικείμενο της έρευνας παράγοντες.»
Ο ευπαίδευτος Δικαστής κινήθηκε στο πλαίσιο αυτό και κατέληξε ότι η έρευνα ήταν η δέουσα. Η τοποθέτηση της αρμόδιας Ελληνικής Αρχής είναι, όντως, σαφής ως προς τη διάκριση την οποία καθιερώνει η οικεία νομοθεσία μεταξύ των πτυχίων των Πανεπιστημίων και των πτυχίων των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Μάλιστα, η διάκριση αυτή, όπως εξηγείται, λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη στο δημοσιοϋπαλληλικό τομέα, ανάλογα με την απαίτηση των σχετικών σχεδίων υπηρεσίας. Η πρόνοια του Άρθρου 14Α(1) του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου του 1996, (Ν. 68(Ι)/1996), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, που προβλέπει ότι οι τίτλοι σπουδών των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Τ.Ε.Ι.) της Ελλάδας, που εκδόθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του υπ' αρ. 2916 Νόμου της Ελληνικής Δημοκρατίας*, τυγχάνουν της ίδιας αναγνώρισης εδώ, όπως και στην Ελλάδα, ουδόλως διαφοροποιεί την πιο πάνω διαπιστωθείσα κατάσταση πραγμάτων. Με δεδομένη, λοιπόν, την κατάληξη αυτή, διαπιστώνεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι ορθή.
Παρεμπιπτόντως, το εκδικάσαν Δικαστήριο, στην απόφασή του, αναφέρθηκε και στην υποχρέωση που αναγνωρίζει η νομολογία** σε αιτητή, ο οποίος βρίσκεται στη θέση του εφεσείοντος, να προσκομίζει ο ίδιος στην Επιτροπή πιστοποιητικό του Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών, ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., αναφορικά με το επίπεδο του πτυχίου του, ώστε να καθίσταται και άμεσα ευχερής η σύγκρισή του, από την Επιτροπή, με τις σχετικές απαιτήσεις του ισχύοντος σχεδίου υπηρεσίας. Με τον τρίτο και τελευταίο λόγο έφεσης, ο εφεσείων επικρίνει τη διαπίστωση, ανωτέρω, του Δικαστηρίου, χωρίς, όμως, και να επιδιώκει τη διάκριση της παρούσας υπόθεσης από την εν λόγω νομολογία. Επομένως, και ο λόγος αυτός κρίνεται ανεδαφικός.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται, με €2.000,00 έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ των εφεσιβλήτων.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.