ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D443
(2015) 3 ΑΑΔ 333
23 Ιουνίου, 2015
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΩΣ ΑΣΚΟΥΝ ΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ
153.8 (1) (2) (3) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ,
ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Μέλη]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 112.4 ΚΑΙ 153.7 (4)
ΚΑΙ 153.8 (1) (2) (β) (3) ΚΑΙ (4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ΑIτηση του ΓενικοY ΕισαγγελEα τηΣ ΔημοκρατΙΑΣ για ΑΠΟλυση του ΒοηθοΥ ΓενικοΥ ΕισαγγελΕωΣ τηΣ
ΔημοκρατΙΑΣ δια ΑνΑρμοστη ΣυμΠεριφορΑ (Αρ. 5).
(Αίτηση Αρ. 1/2015)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρα 112 και 153 του Συντάγματος σε συνδυασμό ― Αίτηση για απόλυση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας ― Ειδικά η αίτηση εξαίρεσης του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου από την σύνθεση του δικάζοντος την Αίτηση Συμβουλίου, λόγω μακρόχρονης στενής φιλίας με τον Αιτητή, Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφασης του Συμβουλίου διαβάζεται ως σύνολο.]
Τα Μέλη του Συμβουλίου εξέδωσαν χωριστή απόφαση, με την οποία συμφώνησαν με τον Πρόεδρο στην απόρριψη του αιτήματος εξαίρεσής του.
Η αίτηση εξαίρεσης του Προέδρου του Συμβουλίου απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1990) 3 Α.Α.Δ. 69,
Typye ν. Αστυνομίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 279,
Φυλακτού ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 565,
Barry Evangeli (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1443.
Αίτηση - Ενδιάμεση Αίτηση.
Αίτηση Εξαίρεσης του Προέδρου του Συμβουλίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα πλαίσια της Αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για Απόλυση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας δια Ανάρμοστη Συμπεριφορά.
Γ. Τριανταφυλλίδης, Χρ. Κληρίδης και Αχ. Αιμιλιανίδης, για τον Αιτητή.
Χρ. Πουργουρίδης και Ε. Πουργουρίδης, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Μ.: Η απόφαση των Μελών του Συμβουλίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Κατά την έκτη πλέον δικάσιμο και στα αρχικά στάδια της αντεξέτασης του πρώτου από τους δύο μάρτυρες που προτίθεται να παρουσιάσει η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα, που είναι ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του καθ' ου η αίτηση Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα υπέβαλε ερωτήσεις αναφορικά με τις σχέσεις και τη φιλία του Γενικού Εισαγγελέα με τον Πρόεδρο του Συμβουλίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Εξήγησε ότι το έπραττε για να θέσει το σχετικό υπόβαθρο για αίτημα εξαίρεσης του τελευταίου από τη διαδικασία, οπότε και του υποδείχθηκε ότι εάν αυτός είναι ο σκοπός, μπορούσε να προχωρήσει προς αυτή την κατεύθυνση, παρά στα πλαίσια αντεξέτασης, πράγμα το οποίο έπραξε.
Ζήτησε την εξαίρεση του Προέδρου επικαλούμενος δηλώσεις του τελευταίου σε τηλεοπτικό σταθμό, στις οποίες αναφέρθηκε στην μακρόχρονη φιλία του, από τα φοιτητικά τους χρόνια, με τον Γενικό Εισαγγελέα και εκφράστηκε κατά τρόπο θετικό για το πρόσωπό του. Ανέφερε ότι τέτοιες περιστάσεις δημιουργούν εξ αντικειμένου κίνδυνο προκατάληψης, διευκρινίζοντας πάντως ότι δεν εισηγείται πως πρόκειται για περίπτωση υποκειμενικής προκατάληψης. Παρέπεμψε σε σχετική νομολογία περί των κριτηρίων επί των οποίων μπορεί να τεθεί ζήτημα προκατάληψης Δικαστή.
Εισηγήθηκε, ειδικότερα, ότι το Συμβούλιο θα κληθεί εν προκειμένω να λάβει καθοριστικές αποφάσεις για το ζήτημα της αξιοπιστίας του Γενικού Εισαγγελέα επί θεμάτων που είναι ουσιώδη για την υπόθεση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. Αλλά, και γενικότερα, έγινε εισήγηση ότι το Συμβούλιο θα κληθεί στο τέλος να αποφασίσει επί της συνδρομής ή μη εκείνων των στοιχείων που συνθέτουν ανάρμοστη συμπεριφορά, κάτι που δεν συνιστά αυτόματη απόφαση, αλλά προϋποθέτει νοητική διεργασία διακριτικής φύσεως. Έχοντας τέτοια σημαντικά θέματα να κρίνει το Συμβούλιο και τέτοιο ρόλο να διαδραματίσει, δεν μπορεί να προεδρεύει τούτου ο κ. Μ.Μ. Νικολάτος εκπέμποντας έξω, προς τον κόσμο, έστω φαινομενικά, εικόνα έλλειψης αμεροληψίας αναφορικά με τον φίλο του.
Τόνισε δε, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, ότι, εν προκειμένω, μπορεί μεν η αίτηση να προέρχεται από τον Γενικό Εισαγγελέα ως θεσμό, αλλά, στην πραγματικότητα, όπως προκύπτει από τη δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα που αποτέλεσε μέρος της κύριας εξέτασής του και επί της οποίας αντεξετάζεται, είναι και προσωπικά παραπονούμενος.
Καλέσαμε και την άλλη πλευρά να τοποθετηθεί. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Γενικού Εισαγγελέα εισηγήθηκε ότι η αίτηση προέρχεται αποκλειστικά και μόνο κατά τρόπο θεσμικό και καθηκόντως από τον Γενικό Εισαγγελέα. Εισηγήθηκε περαιτέρω ότι, ως εκ της ιδιαίτερης φύσεως της διαδικασίας, κριτήριο εν προκειμένω δεν είναι «ο κόσμος», θέτοντας το ερώτημα ως προς το ποία είναι η θέση του ιδίου του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα και αν ο ίδιος αισθάνεται ότι δεν θα τύχει δίκαιης κρίσης. Αναφέρθηκε περιπλέον, στον καθυστερημένο χρόνο που ηγέρθη το θέμα, προβάλλοντας τη θέση ότι η όλη προσπάθεια εντάσσεται σε έκδηλη πλέον παρελκυστική τακτική. Τέλος, διαφώνησε ότι θα πρόκειται εν τέλει για ζήτημα άσκησης ευχέρειας, εισηγούμενος ότι θα πρόκειται για εφαρμογή του νόμου επί διαπιστωμένων γεγονότων.
Ο άμεσα ενδιαφερόμενος Πρόεδρος του Συμβουλίου έχει δηλώσει ότι δεν αισθάνεται να υφίσταται κώλυμα καθ' οιονδήποτε τρόπο ως εκ της μακρόχρονης σχέσης και φιλίας του με τον Γενικό Εισαγγελέα, στην οποία αναφέρθηκε, όπως αναφέρθηκε και στη σχέση φιλίας που διατηρεί με τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα. Συμφωνούμε με την θεώρηση του.
Η προσωπική φιλία με διάδικο, ως λόγος εξαίρεσης Δικαστή, εξετάστηκε στην υπόθεση Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1990) 3 Α.Α.Δ. 69. Κρίνουμε, όμως, ότι το ζήτημα, εν προκειμένω, θα πρέπει να θεωρηθεί μέσα από την «ολοκληρωμένη κατανόηση του τρόπου λειτουργίας» της συγκεκριμένης διαδικασίας, κριτήριο στο οποίο αναφέρθηκε, ως κατωτέρω, η υπόθεση Typye ν. Αστυνομίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 279.
Συνεπώς, θα πρέπει, κατά κύριο λόγο, να ληφθεί υπόψιν η ιδιαιτερότητα της διαδικασίας η οποία προβλέπει ένα μηχανισμό εκδίκασης από τον Πρόεδρο και τα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πρώτα απ' όλα των Μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Προέδρου τούτου. Αυτό είναι το βασικό πλαίσιο λειτουργίας του Συμβουλίου, εφόσον κατά τα λοιπά, η δικαιοδοσία του εκτείνεται σε περιορισμένο αριθμό κρατικών αξιωματούχων (Γενικός Εισαγγελέας και Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα, Γενικός Ελεγκτής και Βοηθός Γενικού Ελεγκτή, Διοικητής Κεντρικής Τράπεζας, Μέλη Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας). Είναι, συνεπώς, εξ ορισμού, που καλούνται καθηκόντως τα πρόσωπα που απαρτίζουν το Συμβούλιο να εκδικάσουν, με ζητούμενο την απόλυσή του, ένα συνάδελφό τους ευρισκόμενο στην κορυφή της δικαστικής πυραμίδας.
Αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα σε βαθμίδες φιλίας ώστε να διακρίνει τη φιλική σχέση μεταξύ του Προέδρου του Συμβουλίου και του Γενικού Εισαγγελέα αφενός και του Προέδρου του Συμβουλίου και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα αφετέρου, λέγοντας ότι υπάρχουν φιλίες τέτοιες που ανυπερθέτως επηρεάζουν τις σχέσεις των ανθρώπων. Όμως η δικαστική ιδιότητα από μόνη της δημιουργεί τέτοιες σχέσεις ώστε παραδοσιακά οι Δικαστές να αναφέρονται μεταξύ τους ως «αδελφοί Δικαστές». Οι «αδελφοί Δικαστές» όμως, όταν τους το επιβάλει το καθήκον και ιδιαιτέρως το συνταγματικό τους καθήκον, ασφαλώς και θα κρίνουν δικαστικά ως μέλη του Συμβουλίου τον «αδελφό Δικαστή», συνάδελφό τους.
Κατά τη νομολογία κριτήριο δεν είναι «ο κόσμος», αλλά ο αντικειμενικός παρατηρητής ο οποίος «δεν είναι ασφαλώς ο τυχαίος απληροφόρητος άνθρωπος που θα μπορούσε να σχηματίσει μια βεβιασμένη εντύπωση παρασυρόμενος από την υποκειμενική του μονομερή και αποσπασματική αντίληψη, αλλά εκείνος ο οποίος με ολοκληρωμένη πληροφόρηση και κατανόηση του τρόπου λειτουργίας των διαδικασιών στα πλαίσια τους μπορεί έτσι να καταλήξει σε μια αντάξια της αντικειμενικότητάς του άποψη ως προς το ζητούμενο». (Η υπογράμμιση δική μας) (Typye ν. Αστυνομίας, ανωτ.).
Είναι σ' αυτή την ολοκληρωμένη πληροφόρηση και την κατανόηση του τρόπου λειτουργίας της συγκεκριμένης διαδικασίας στα πλαίσια της που, ως άνω, επικεντρωνόμαστε, μιας διαδικασίας που το Σύνταγμα όρισε να αφορά ως κριτές και κρινόμενους κατά πρώτο λόγο τους ίδιους τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου μεταξύ τους, με κατ' ανάγκην δεδομένες τις στενές μεταξύ τους σχέσεις, οι οποίες, όπως είναι φυσικά ανθρώπινο, μπορεί να εξελίσσονται σε φιλικές σχέσεις στην πορεία των χρόνων. Εάν αυτό, αποτελούσε λόγο εξαίρεσης σ' αυτή την όλως ιδιαίτερη και τόσο δύσκολη για όλους διαδικασία, θα ετίθετο, ενδεχομένως, στην πράξη, θέμα δυσλειτουργίας και αναποτελεσματικότητας του Συμβουλίου ή και κίνδυνος εξουδετέρωσης, εν τέλει, της προβλεπόμενης εκ του Συντάγματος διαδικασίας για εκδίκαση των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου από τα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σημειώνουμε ότι υπάρχει, ως προς τούτο, κάποια αναλογία με την υπόθεση Φυλακτού ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 565, στην οποία οι Δικαστές κλήθηκαν να εκδικάσουν υποθέσεις που αφορούσαν κατά τρόπο άμεσο και δικά τους συμφέροντα και διατυπώθηκε η παρατήρηση ότι δεν υπήρχε εναλλακτική λύση ενόψει των προνοιών του Συντάγματος για τις σχετικές διαδικασίες.
Έχοντας όλα αυτά υπόψιν κατά νου, παραπέμπουμε πλέον στην υπόθεση Barry Evangeli (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1443, όπου θεωρήθηκε ότι η αποδοχή αιτήματος για εξαίρεση χωρίς καλό λόγο θα ισοδυναμούσε με παραίτηση εκτέλεσης καθήκοντος και ταυτόχρονη αναγνώριση στο διάδικο του δικαιώματος επιλογής Δικαστή, κάτι που χαρακτηρίστηκε ως συνέπεια ολέθρια για το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης.
Πρόκειται, συνεπώς, για εκείνες τις περιπτώσεις που αποκτά ιδιαίτερη σημασία η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τους Δικαστές και ιδιαίτερα εκείνους με πολύχρονη εμπειρία, να διαχωρίζουν ο,τιδήποτε αφορά τον προσωπικό τους κόσμο και την προσωπική τους ευαισθησία από την ανάγκη να εκτελέσουν το καθήκον τους.
Λαμβάνουμε περαιτέρω υπόψιν ότι, όπως επισημάνθηκε και στην προαναφερθείσα υπόθεση Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου, δεν αμφισβητήθηκε η ακεραιότητα του δικαστικού χαρακτήρα του κ. Νικολάτου, όπως και το γεγονός ότι ο κ. Νικολάτος αποτελεί ένα από τα δώδεκα Μέλη ενός συλλογικού οργάνου.
Περαιτέρω, ο Γενικός Εισαγγελέας δεν βρίσκεται ενώπιον μας ως πρoσωπο, αλλά υπό τη θεσμική του ιδιότητα, χωρίς αυτό, βεβαίως, να σημαίνει ότι η κρίση της αξιοπιστίας του δεν θα γίνει με τον ίδιο τρόπο που κρίνεται η αξιοπιστία οποιουδήποτε μάρτυρα.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, συμφωνούμε με τη θεώρηση του ενδιαφερομένου Προέδρου του Συμβουλίου, να μην εξαιρεθεί, και απορρίπτουμε το αίτημα εξαίρεσής του.
Η αίτηση εξαίρεσης του Προέδρου του Συμβουλίου απορρίπτεται.