ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 3 ΑΑΔ 7

1 Φεβρουαρίου, 2013

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ,

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 123/2009)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Αντικείμενο ― Ο περιορισμός της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μόνο επί εκτελεστών διοικητικών πράξεων ― Αποφάσεις οργάνων που ανήκουν στη σφαίρα της πολιτικής ή της δικαστικής εξουσίας, δεν υπόκεινται σε αναθεωρητικό έλεγχο ― Ειδικά οι εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας επί ποινικών διώξεων ― Η πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η εφαρμογή της στα επίδικα γεγονότα.

Δεδικασμένο ― Η απόλυτη ισχύς του στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.

Ο εφεσείων επεδίωξε με την έφεση, το επανάνοιγμα υπόθεσής του, η οποία είχε κριθεί τελεσίδικη και εν πάση περιπτώσει δεν μπορούσε να υπαχθεί στην εμβέλεια του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέθεσε το ιστορικό, καθώς και αυτούσια τη θεραπεία που επιδιωκόταν με την προσφυγή ενόψει της ιδιομορφίας της, αποδέχθηκε ως ορθή την προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας, ότι ο εφεσείων κωλυόταν από το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε με την απόφαση της Ολομέλειας στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 32/2006, να επαναφέρει το ίδιο ζήτημα, εν πάση δε περιπτώσει η επιδιωκόμενη θεραπεία, δηλαδή, το επανάνοιγμα της αγωγής υπ' αρ. 7439/1985, δεν ενέπιπτε στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

Η έφεση είναι χωρίς οποιοδήποτε έρεισμα. Η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου οριοθετείται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος και είναι συγκεκριμένη. Η εμβέλεια του Άρθρου 146, έχει τεθεί κατ' επανάληψη υπό το πρίσμα της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου από την εγκαθίδρυση της ανεξαρτησίας. Στόχος της δικαιοδοσίας αυτής είναι ο έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων ή παραλείψεων των διοικητικών οργάνων του κράτους, των τοπικών αρχών και οποιουδήποτε άλλου φορέα εξουσίας, με την προϋπόθεση ότι ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία. Σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει καθιερώσει με σαφήνεια ότι αποφάσεις οργάνων που ανήκουν στη σφαίρα της πολιτικής ή της δικαστικής εξουσίας δεν υπόκεινται σε αναθεωρητικό έλεγχο.

Η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα να ασκήσει ή να μην ασκήσει ποινική δίωξη εναντίον οποιουδήποτε προσώπου εντός της Δημοκρατίας, δεν ελέγχεται δικαστικά, ούτε με προνομιακά εντάλματα της φύσης certiorari ή mandamus. Ο Γενικός Εισαγγελέας έχει το αποκλειστικό και μη ελεγχόμενο προνόμιο δυνάμει του Άρθρου 113 του Συντάγματος, να αποφασίζει εάν θα προχωρήσει σε ποινική δίωξη, αν θα την αναστείλει ή θα την διακόψει.

Γενικώς, πράξεις δικαστικής ή οιωνεί δικαστικής φύσεως, δεν υπόκεινται στην εμβέλεια του Άρθρου 146. Τα ίδια ισχύουν και για την επαναφορά ή επανεξέταση, όπως την ονομάζει ο εφεσείων, της πολιτικής αγωγής, η οποία έχει προ πολλού λήξει τελεσίδικα, σφραγισθείσας αυτής της τελεσιδικίας με την απόφαση του Εφετείου που της επιλήφθηκε. Ισχύει απόλυτα το δεδικασμένο, διαφορετικά, οι αντιδικίες των διαδίκων ουδέποτε θα τελεσφορούσαν. Σαφώς και η επιδιωχθείσα εδώ θεραπεία πρωτοδίκως ουδόλως αφορά την αναθεωρητική δικαιοδοσία και δεν υπάρχει καν εκτελεστή πράξη για να τύχει εξέτασης. Απαραδέκτως λοιπόν ηγέρθηκε η προσφυγή πρωτοδίκως και η προώθηση της έφεσης δεν είναι δυνατόν να αλλάξει τα δεδομένα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222,

Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1995,

Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 403,

Kyriakides v. Republic 1 R.S.C.C. 66,

Xenofontos v. Republic 2 R.S.C.C. 89,

Kaya (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1887,

Ιωαννίδη, συζύγου και παιδιών του Αποβιώσαντος Πλοιάρχου Ανδρέα Ιωαννίδη κ.ά., Αιτήσεις υπ' Αρ. 1/2012, 2/2012 και 3/2012, ημερ. 29/6/2012,

Καρατσής ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 220,

Kourris v. The Supreme Council of Judicature (1972) 3 C.L.R. 390,

Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339,

Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 226.

Έφεση.

Έφεση από τον Εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), (Υπόθεση Αρ.            1843/08), ημερ. 29/6/2009.

Ο Εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.

Ε. Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το ιστορικό της έφεσης παραπέμπει σε πολιτική αγωγή που ο εφεσείων είχε καταχωρήσει τον Αύγουστο του 1985, (οι λεπτομέρειες δεν ενδιαφέρουν για το υπό εξέταση θέμα), κατά της Τράπεζας Κύπρου Λτδ, η οποία τότε τον εργοδοτούσε. Η εκδίκαση της υπόθεσης καθυστέρησε, μεταξύ άλλων, γιατί στα πλαίσια της διαδικασίας είχε καταχωρηθεί αίτηση για αποκάλυψη εγγράφων, η δε εναγομένη τράπεζα διατάχθηκε να προβεί σε σχετική αποκάλυψη. Λόγω του ότι, κατά τον εφεσείοντα και τότε ενάγοντα, η τράπεζα δεν είχε συμμορφωθεί πλήρως με το εν λόγω διάταγμα, ο εφεσείων καταχώρησε ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον της τράπεζας και τριών διοικητικών συμβούλων αυτής, με έρεισμα την κατ' ισχυρισμόν μεταξύ τους συνωμοσία για καταστροφή ή εξαφάνιση εγγράφων που σχετίζονταν με την εκκρεμούσα τότε αγωγή.

Οι διοικητικοί σύμβουλοι απηλλάγησαν με την καταχώρηση αναστολής ποινικής δίωξης από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο οποίος, δυνάμει του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 154(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, έκρινε ότι ήταν ορθό να επέμβει και να διακόψει την ποινική διαδικασία, αποδεχόμενο την προς τούτο εισήγηση των δικηγόρων των εν λόγω διοικητικών συμβούλων. 

Η αγωγή εν τέλει εκδικάστηκε, εκδόθηκε απόφαση εναντίον του εφεσείοντος, ο οποίος αφού την εφεσίβαλε πέτυχε την έκδοση διατάγματος επανεκδίκασης διότι του αποστερήθηκε η ευκαιρία να υποβάλει τελική αγόρευση, (δέστε Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222). Ακολούθησε νέα δίκη επί της οποίας εκδόθηκε απόφαση και πάλι απορριπτική της αγωγής, η οποία και πάλι εφεσιβλήθηκε, με αποτέλεσμα όμως, αυτή τη φορά, την απόρριψη της έφεσης και την επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης.  Σχετική είναι η υπόθεση Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1995, στην οποία περιέχεται με επάρκεια το όλο ιστορικό (μέχρι τότε), της αντιδικίας του εφεσείοντος με την Τράπεζα Κύπρου Λτδ, τόσο στην αστική, όσο και στην ποινική δικαιοδοσία, καθώς και οι λόγοι για τους οποίους υπήρξε καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης.

Ο εφεσείων παρά την απόρριψη της έφεσης του, (κατά την οποία ο εφεσείων αντιμετωπίστηκε με κάθε δυνατή επιείκεια και κατανόηση, ως το ίδιο το Εφετείο κατέγραψε στη σελ. 2002), δεν ικανοποιήθηκε και ζήτησε από το Γενικό Εισαγγελέα την έγκριση του προς κατάθεση νέας ιδιωτικής ποινικής δίωξης, (η οποία είχε στο μεταξύ απορριφθεί και για την Τράπεζα Κύπρου Λτδ), εναντίον των ιδίων κατηγορουμένων και για το αυτό ποινικό αδίκημα ως και η προηγούμενη ποινική υπόθεση. Η Νομική Υπηρεσία πληροφόρησε σε κάποιο στάδιο τον εφεσείοντα ότι η ποινική υπόθεση έτυχε από αυτήν του αρμοδίου χειρισμού από το 1997 και θεωρείτο επομένως λήξασα. Ο εφεσείων έθεσε θέμα ότι η υπόθεση του δεν είχε τύχει υπεύθυνου χειρισμού και ζήτησε επανακατάθεση της ιδιωτικής ποινικής δίωξης. Με νέα επιστολή της, η Νομική Υπηρεσία πληροφόρησε τον εφεσείοντα ότι οι χειρισμοί που έγιναν ήσαν τελεσίδικοι.

Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων, ο εφεσείων καταχώρησε την Προσφυγή υπ' Αρ. 202/2005, η οποία απερρίφθη ως απαράδεκτη, η ασκηθείσα δε επ' αυτής της απόφασης Αναθεωρητική Έφεση με Αρ. 32/2006, απερρίφθη ομοφώνως στις 2.10.2008, (σχετική η απόφαση της Ολομέλειας στη Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 403). Παρά ταύτα, ο εφεσείων με νέες επιστολές του ζήτησε εκ νέου το επανάνοιγμα της πολιτικής αγωγής του και εμμέσως της ιδιωτικής ποινικής δίωξης. Αυτές οι επιστολές και το περιεχόμενο τους αποτέλεσαν το έρεισμα της προσφυγής που κατατέθηκε από τον εφεσείοντα με αριθμό 1843/2008, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε με απόφαση του ημερ. 29.6.2009.

Το Δικαστήριο, αφού παρέθεσε το πιο πάνω ιστορικό, καθώς και αυτούσια τη θεραπεία που επιδιωκόταν με την προσφυγή ενόψει της ιδιομορφίας της, αποδέχθηκε ως ορθή την προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας ότι ο εφεσείων κωλυόταν από το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε με την απόφαση της Ολομέλειας στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 32/2006, να επαναφέρει το ίδιο ζήτημα, εν πάση δε περιπτώσει η επιδιωκόμενη θεραπεία, δηλαδή, το επανάνοιγμα της αγωγής υπ' αρ. 7439/1985, δεν ενέπιπτε στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

Ο εφεσείων, χειριζόμενος την έφεση του προσωπικώς, όπως έπραξε και πρωτοδίκως, επιδιώκει τώρα την ανατροπή της πιο πάνω πρωτόδικης απόφασης. Τόσο στο περίγραμμα του, όσο και στην ενώπιον της Ολομέλειας αγόρευση του, ο εφεσείων παραπονείται γενικώς για την όλη λανθασμένη, κατ' ισχυρισμόν, στάση τόσο της δικαστικής εξουσίας, όσο και της Νομικής Υπηρεσίας, οι οποίες παρά την πάροδο 27 συναπτών ετών δεν κατάφεραν να διαγνώσουν ορθά και εντός ευλόγου χρόνου την όλη υπόθεση και να αποδώσουν δικαιοσύνη με την επανεξέταση της υπόθεσης και όχι, ως λανθασμένα αντελήφθη το πρωτόδικο Δικαστήριο, το επανάνοιγμα της. 

Αφού αναφέρεται σε σωρεία κατά την άποψη του παρανομιών της δικαστικής εξουσίας και της Νομικής Υπηρεσίας, εισηγείται ότι υπήρξε αδιαμφισβήτητα παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας, ενώ αναφέρεται και σε παραδοχή μέσα από τις εκδοθείσες κατά καιρούς στην πορεία της υπόθεσης του αποφάσεις, για ευθύνη του Δικαστηρίου για την εξαιρετικά μεγάλη καθυστέρηση στη διάγνωση των δικαιωμάτων του. Ο εφεσείων, αφού τονίζει ότι δεν επιδιώκει επανάνοιγμα, που θα σήμαινε προσκόμιση νέας μαρτυρίας, αλλά μόνο επανεξέταση, διότι ουδέποτε έκλεισε ορθά η υπόθεση του, εισηγείται ότι ούτε δεδικασμένο έχει δημιουργηθεί, ούτε η πράξη του Γενικού Εισαγγελέως, με την καταχώρηση του nolle prosequi, είναι ανέλεγκτη. Αντίθετα, το Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος δύναται να ελέγξει τις αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέως, που δήθεν λαμβάνονται προς το δημόσιο συμφέρον.

Η εφεσίβλητη Δημοκρατία εισηγείται την απόρριψη της έφεσης υπό το φως του γεγονότος ότι η περίπτωση δεν μπορεί να τύχει εξέτασης δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αναφέροντας προς τούτο σχετική νομολογία, ως προς το ότι δικαστικές πράξεις ή πράξεις οργάνων που είναι συνδεδεμένες με την άσκηση δικαστικών εξουσιών, δεν είναι αναθεωρήσιμες δυνάμει του Άρθρου 146.  Με κανένα τρόπο, κατά την εισήγηση, δεν θα μπορούσε να επιτύχει η έφεση, ιδιαιτέρως υπό το φως του ότι οι αιτιάσεις του εφεσείοντος είναι γενικές, ασαφείς και αόριστες, χωρίς ουσία, επιδιώκοντας την επανεξέταση και επανακατάθεση ουσιαστικά της ιδιωτικής ποινικής δίωξης, ζήτημα που καθόλου δεν εμπίπτει στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η έφεση, κρίνεται, είναι χωρίς οποιοδήποτε έρεισμα. Η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου οριοθετείται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος και είναι συγκεκριμένη. Η εμβέλεια του Άρθρου 146, έχει τεθεί κατ' επανάληψη υπό το πρίσμα της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου από την εγκαθίδρυση της ανεξαρτησίας. Στόχος της δικαιοδοσίας αυτής είναι ο έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων ή παραλείψεων των διοικητικών οργάνων του κράτους, των τοπικών αρχών και οποιουδήποτε άλλου φορέα εξουσίας με την προϋπόθεση ότι ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία. Σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει καθιερώσει με σαφήνεια ότι αποφάσεις οργάνων που ανήκουν στη σφαίρα της πολιτικής ή της δικαστικής εξουσίας δεν υπόκεινται σε αναθεωρητικό έλεγχο. Αρχής γενομένης από την Kyriakides v. Republic 1 R.S.C.C. 66, ακολουθούμενης από την Xenofontos v. Republic 2 R.S.C.C. 89, οι πράξεις οργάνων που δεν ασκούν διοικητική εξουσία, δεν ελέγχονται δυνάμει του Άρθρου 146. Υιοθετείται το πιο κάτω απόσπασμα της Ολομέλειας από τη Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω -, σ' ό,τι αφορά το παράπονο του εφεσείοντος που σχετίζεται με την άρνηση του Γενικού Εισαγγελέα να εγκρίνει την επανακαταχώρηση νέας ιδιωτικής ποινικής δίωξης:

«Κρίνουμε ότι, με βάση τη νομολογία, η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Ο Γενικός Εισαγγελέας, στην άσκηση των εξουσιών του σχετικά με ποινικές διώξεις, δεν είναι διοικητικό όργανο και δεν ασκεί διοικητική λειτουργία. Οι αποφάσεις του στον τομέα αυτό συνδέονται άρρηκτα με την δικαστική διαδικασία και ως εκ τούτου εκφεύγουν του ακυρωτικού ελέγχου του Ανώτατου Δικαστηρίου, με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.»

Με σταθερότητα η νομολογία έχει επαναλάβει την ίδια θέση.  Στην Αίτηση της Kaya (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1887, η Ολομέλεια επανέλαβε, απορρίπτοντας σχετική έφεση, ότι η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα να ασκήσει ή να μην ασκήσει ποινική δίωξη εναντίον οποιουδήποτε προσώπου εντός της Δημοκρατίας, δεν ελέγχεται δικαστικά, ούτε με προνομιακά εντάλματα της φύσης certiorari ή mandamus. Εντελώς πρόσφατα, η Πλήρης Ολομέλεια στις υποθέσεις Αναφορικά με την Αίτηση της Ιωαννίδη, συζύγου και παιδιών του Αποβιώσαντος Πλοιάρχου Ανδρέα Ιωαννίδη κ.ά., Αιτήσεις υπ' Αρ. 1/2012, 2/2012 και 3/2012, ημερ. 29/6/2012, επανέλαβε στα πλαίσια εξέτασης κατά πόσον είχε δημιουργηθεί «διαφορά» στην έννοια του Άρθρου 149(β) του Συντάγματος, ότι ο Γενικός Εισαγγελέας έχει το αποκλειστικό και μη ελεγχόμενο προνόμιο δυνάμει του Άρθρου 113 του Συντάγματος, να αποφασίζει εάν θα προχωρήσει σε ποινική δίωξη, αν θα την αναστείλει ή θα τη διακόψει κλπ και ότι «.. δεν υπάρχει δυνατότητα καταχώρησης ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης, εάν ο Γενικός Εισαγγελέας με βάση τις ευρείες του εξουσίες, κρίνει ότι δεν θα έπρεπε να ασκήσει ποινική δίωξη ....».

Γενικώς, πράξεις δικαστικής ή οιωνεί δικαστικής φύσεως δεν υπόκεινται στην εμβέλεια του Άρθρου 146. Οι δικαστικοί διορισμοί, για παράδειγμα, από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, δεν εμπίπτουν στον έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 146, (δέστε Καρατσής ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 220 και Kourris v. The Supreme Council of Judicature (1972) 3 C.L.R. 390).

Τα ίδια ισχύουν και για την επαναφορά ή επανεξέταση, όπως την ονομάζει ο εφεσείων, της πολιτικής αγωγής, η οποία έχει προ πολλού λήξει τελεσίδικα, σφραγισθείσας αυτής της τελεσιδικίας με την απόφαση του Εφετείου που της επιλήφθηκε, όπως ήδη αναφέρθηκε. Ισχύει απόλυτα το δεδικασμένο, διαφορετικά, οι αντιδικίες των διαδίκων ουδέποτε θα τελεσφορούσαν. Μπορεί εδώ να μνημονευθεί η κρίση της Ολομέλειας (επτά Δικαστές), στην Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339, όπου η αίτηση αφορούσε παρομοίως την επαναφορά έφεσης, που επιδοκιμάστηκε από την Πλήρη Ολομέλεια στη μεταγενέστερη Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 226, ότι:

«Αποδοχή του αιτήματος του αιτητή, θα συνεπαγόταν την αναγνώριση, έξω από τα πλαίσια του νόμου, τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, θεσμού άγνωστου στο νόμο. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση μας στην Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω): σελ. 56 ....»

Σαφώς και η επιδιωχθείσα εδώ θεραπεία πρωτοδίκως ουδόλως αφορά την αναθεωρητική δικαιοδοσία και δεν υπάρχει καν εκτελεστή πράξη για να τύχει εξέτασης. Απαραδέκτως λοιπόν ηγέρθηκε η προσφυγή πρωτοδίκως και η προώθηση της έφεσης δεν είναι δυνατόν να αλλάξει τα δεδομένα.

Εν κατακλείδι, θα ήταν πρέπον να υποδειχθεί ότι η επιμονή και εμμονή του εφεσείοντος να προωθεί για χρόνια ολόκληρα τα ίδια ζητήματα στην απουσία οποιουδήποτε αναγνωρισμένου νομικού υπόβαθρου, έχουν, χωρίς αμφιβολία, κατά κύριο λόγο προσμετρήσει στην επιμήκυνση της ταλαιπωρίας του ιδίου για την οποία και παραπονείται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ της εφεσίβλητης Δημοκρατίας, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο