ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 3 ΑΑΔ 539
3 Δεκεμβρίου, 2010
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. VLADIMIR DOLIDZE,
2. NATALIA TARASSOVA,
Εφεσείοντες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 13/2008)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Αναρμοδιότητα ― Περιστάσεις της στοιχειοθέτησής της στην κριθείσα περίπτωση.
Αλλοδαποί ― Άδεια παραμονής ― Εκχώρηση της εξουσίας χορήγησής της δυνάμει του Άρθρου 4 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 ― Η ύπαρξη εκχώρησης δεν στοιχειοθετήθηκε επαρκώς στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.
Διοικητική Πράξη ― Αιτιολογία ― Η χωρίς άλλο αποδοχή εισήγησης άλλου οργάνου δίδει την εντύπωση επισφράγησης της εισήγησης (rubber stamping), χωρίς έτσι να παρέχεται η δυνατότητα ανίχνευσης της κρίσης του οργάνου και της αιτιολογίας που έπρεπε να τη συνοδεύει, ώστε να καθίσταται ευχερής ο δικαστικός έλεγχος.
Οι εφεσείοντες αξίωσαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή τους κατά της μη ανανέωσης της άδειας παραμονής τους στη Δημοκρατία.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Το θέμα της αρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου, που ήγειραν οι εφεσείοντες, έπρεπε να είχε εξεταστεί πρωτοδίκως. Αν κατά την εξέταση προέκυπτε ανάγκη για περισσότερες λεπτομέρειες ή διευκρινίσεις, μπορούσε αυτές να ζητηθούν στην πορεία.
Είναι γεγονός ότι με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 4 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, ως έχει τροποποιηθεί, παρέχεται στο Διευθυντή δικαίωμα εκχώρησης των εξουσιών που του παρέχει ο νόμος και οι σχετικοί κανονισμοί σε οποιοδήποτε υπάλληλο του γραφείου του. Εδώ οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να αποδείξουν την ύπαρξη της σχετικής εξουσιοδότησης. Οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να αποδείξουν την αρμοδιότητα του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση.
2. Πέρα όμως από το θέμα της αναρμοδιότητας του οργάνου, η σημασία του οποίου είναι καταλυτική στην έκβαση της έφεσης, προδιαγράφοντας την επιτυχία της, υπογραμμίζεται και η έλλειψη αιτιολογίας η οποία χαρακτηρίζει την προσβαλλόμενη απόφαση. Η χωρίς άλλο αποδοχή της εισήγησης του κλιμακίου της ΥΑ&Μ, δίδει την εντύπωση επισφράγισης της εισήγησης (rubber stamping), χωρίς έτσι να παρέχεται η δυνατότητα ανίχνευσης της κρίσης του οργάνου και της αιτιολογίας που έπρεπε να τη συνοδεύει ώστε να καθίσταται ευχερής ο δικαστικός έλεγχος.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Χατζηχαμπής, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 2363/06), ημερ. 18/12/07.
Α. Καρεκλάς, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Χατζηχάννα, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι σύζυγοι, Ρώσοι πολίτες. Ήλθαν στην Κύπρο για πρώτη φορά στις 20.11.1999 με προσωρινή άδεια παραμονής ως επισκέπτες. Την 1.12.1999 υπέβαλαν αίτηση για παράταση της άδειας τους η οποία εγκρίθηκε. Η άδεια παραμονής τους έληγε στις 20.11.2000 και από τότε εξασφάλισαν και άλλες άδειες προσωρινής παραμονής με τελευταία εκείνη που έληγε στις 11.9.2007. Προτού λήξει η εν λόγω άδεια, οι εφεσείοντες υπέβαλαν στις 24.3.2006 αίτηση για άδεια παραμονής χωρίς χρονικό περιορισμό ως επισκέπτες με τόπο διαμονής την ιδιόκτητη κατοικία τους στην Πάφο. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με την πιο κάτω αιτιολογία η οποία, υπό μορφή πληροφόρησης του διοικητή της ΥΑ&Μ από το κλιμάκιο Πάφου, αποτέλεσε προφανώς τη βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η απόφαση για την απόρριψη της αίτησης.
«Οι αλλοδαποί κάτοχοι του παρόντος φακέλου παρουσιάστηκαν στην ΥΑ&Μ Πάφου όπου μου προσκόμισαν έντυπα Ερ. (135-137) που δείχνουν την κίνηση των κοινών τους λογαριασμών στην Ελληνική Τράπεζα με τελευταίο υπόλοιπο 1806 δολάρια. Και οι δύο ανάφεραν ότι εργάζονται μέσω Internet για εταιρεία της Ρωσσίας χρησιμοποιώντας το σύστημα Money Gram για μεταφορά χρημάτων, πράγματα τα οποία ανάφεραν και στο σημ. (27).
Συνεχίζουν να διαμένουν στην ιδιόκτητη κατοικία τους στη διεύθυνση Τεγέως 1 Νικολέττα Court Apt. 1. Όπως ανάφερε ο σύζυγος αλλοδαπός κάτοχος του παρόντος φακέλου και όπως πιστοποιήθηκε μέσω τηλεφωνικής επικοινωνίας του Αστ. 2465 με την εταιρεία ARMONIA LTD ΤΗΛ. 26880205 - Αιμίλιος Θεοδούλου από το ποσό των 19300 λιρών που άξιζε η κατοικία τους αυτοί πλήρωσαν μέχρι σήμερα 15000 λίρες Κύπρου.
Ενόψει των πιο πάνω και ειδικότερα των ανεπαρκών πόρων συντήρησης τους, η παραμονή τους στην Κύπρο δεν δικαιολογείται και εισήγηση του κλιμακίου μας είναι όπως κληθούν να αναχωρήσουν.»
Οι εφεσείοντες με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο ζήτησαν την ακύρωση της απόφασης με την οποία οι εφεσίβλητοι απέρριψαν την αίτησή τους. Η προσφυγή απορρίφθηκε και με την παρούσα έφεση, επιδιώκεται ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης.
Ο πρώτος λόγος της έφεσης αναφέρεται στο θέμα της αναρμοδιότητας του διοικητικού οργάνου που εξέδωσε την απόφαση. Οι εφεσείοντες λέγουν ότι το συγκεκριμένο θέμα, αν και είχε εγερθεί στην προσφυγή τους και αναπτύχθηκε με τη δέουσα επάρκεια, το δικαστήριο λανθασμένα διαπίστωσε το αντίθετο. Υποβάλλουν συναφώς ότι «η παράλειψη του εντ. Δικαστή να εξετάσει ή να λάβει υπόψη ή να ερευνήσει το γεγονός ότι το διοικητικό όργανο που έλαβε την απόφαση δεν είχε αρμοδιότητα και πουθενά στους διοικητικούς φακέλους δεν αποδεικνύεται ότι το όργανο το οποίο εξέδωσε την απόφαση είχε νόμιμη υπόσταση και αρμοδιότητα να εκδώσει την απόφασή του» συνιστά λανθασμένη εκτίμηση και βάσιμο λόγο παραμερισμού της πρωτόδικης απόφασης.
Το θέμα της αναρμοδιότητας του οργάνου φαίνεται ότι εγείρεται ακροθιγώς στο δικόγραφο της προσφυγής, νομικό σημείο αρ. 25, ως εξής:
«25. Η προσβαλλόμενη απόφαση των καθ' ων η αίτησις λήφθηκε κατά διαδικασία που προηγήθηκε και που πάσχει νομικά γιατί στηρίχθηκε σε γεγονότα και/ή ενέργειες που προήλθαν από άλλα όργανα που δεν ήσαν αρμόδια και/ή επιβλήθηκαν ως δέσμια ενέργεια και/ή άλλως πως. Η σύνθεση του διοικητικού οργάνου δεν ήταν νόμιμη και/ή ήταν αντίθετη με τους σχετικούς νόμους και κανονισμούς, η δε απόφαση του πάσχει νομικά.»
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα στις γραπτές αγορεύσεις του κατά την πρωτόδικη διαδικασία πραγματεύθηκε το θέμα ως ακολούθως:
«10. Η διοικητική απόφαση και/ή πράξη των καθ΄ ων η αίτησις ημερομηνίας 19/09/2006 ελήφθη από όργανο χωρίς νόμιμη υπόσταση και κατά συνέπεια είναι άκυρη κατά παράβαση του Άρθρου 15 Ν. 158(Ι)/99.
11. Δεν αποδεικνύεται στον διοικητικό φάκελο ότι το διοικητικό όργανο που εξέδωσε την πράξη είναι αρμόδιο καθ΄ ύλην κατά τόπον και κατά χρόνο και είναι η θέση του αιτητή ότι το όργανο δεν είναι αρμόδιο, κατά παράβαση του Άρθρου 17 (1)(2)(3)(4)(5)(6) του Ν. 158(Ι)/99 και του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105 και ως τροποποιήθη Άρθρα 4, 5. Κατά συνέπεια η πράξη αυτή του οργάνου δεν μπορεί να θεραπευθεί και/ή είναι παράνομη και/ή επισύρει ακυρότητα.»
..........................
«2. Όσον αφορά την αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου το οποίο εξέδωσε την επίδικη πράξη - απόφαση οι αιτητές εμμένουν στην θέση τους ότι πάσχει νομικά ήτοι έχει αναρμοδιότητα. Πουθενά δεν αποδεικνύεται μέσα στους διοικητικούς φακέλους ότι το όργανο το οποίο εξέδωσε την απόφαση είχε νόμιμη υπόσταση και αρμοδιότητα να εκδώσει την απόφασή του. Δεν υπάρχει κανένα πρακτικό που να αναφέρει οποιαδήποτε νόμιμη εκχώρηση αρμοδιότητας στο πρόσωπο που υπογράφει την επιστολή προς τους αιτητές ημερομηνίας 19/09/2006. Ούτε υπάρχει οποιονδήποτε πρακτικό που να αποδεικνύει ότι η διαδικασία εξέτασης και λήψης απόφασης έγινε νομίμως και αρμοδίως από το πρόσωπο το οποίο υπόγραψε και απέστειλε την επιστολή προς τους αιτητές. Οι καθ΄ ων η αίτησις οι οποίοι έχουν το βάρος της απόδειξης να αποδείξουν την νόμιμη υπόσταση του οργάνου απέτυχαν να το πράξουν. Υπάρχει παρανομία και κακοδικία και η απόφαση των καθ' ων η αίτησις επισύρει ακυρότητα. Εν πάση περιπτώσει το ζήτημα είναι δημοσίας τάξης και μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.»
Η θέση της δικηγόρου των εφεσιβλήτων ήταν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αρμόδιο όργανο, σύμφωνα με τις εξουσίες που του παρέχονται από τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο Κεφ. 105 και τους σχετικούς Κανονισμούς. Ο τρόπος με τον οποίο διατυπώθηκε αυτή η θέση της δικηγόρου στη γραπτή αγόρευσή της, παρατίθεται στη συνέχεια:
«3.1 Είναι ο ισχυρισμός των αιτητών ότι η απόφαση ημερομηνίας 19.9.2006 ελήφθη από όργανο χωρίς νόμιμη υπόσταση κατά παράβαση του Ν. 158(Ι)/99.
Ο πιο πάνω ισχυρισμός των αιτητών είναι πλήρως ανεδαφικός. Η επιστολή ημερομηνίας 19.9.06 (Παράρτημα 8 της Ενστασης) λήφθηκε από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης σύμφωνα με το Άρθρο 4 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, ως έχει τροποποιηθεί.
Το Άρθρο 4 του πιο πάνω Νόμου προβλέπει ότι:
«4.-(1) Ο Διοικητικός Γραμματέας είναι ο Διευθυντής για τη Δημοκρατία αλλά δύναται να εκχωρεί την εκτέλεση όλων ή οποιωνδήποτε καθηκόντων του και την άσκηση όλων ή οποιωνδήποτε εξουσιών που χορηγήθηκαν σ΄ αυτόν βάσει του Νόμου αυτού ή οποιωνδήποτε Κανονισμών δυνάμει αυτού σε οποιονδήποτε άλλο υπάλληλο του γραφείου του.»
Στο Άρθρο 2 ορίζεται ως «Διευθυντής» ο Διευθυντής του Τμήματος και ως «Τμήμα» το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, η δημιουργία του οποίου προνοείται από τον περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμο.
Είναι η θέση μας ότι η απόφαση λήφθηκε από αρμόδιο όργανο, σύμφωνα με τις εξουσίες που του παρέχονται από τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, Κεφ. 105, ως έχει τροποποιηθεί και τους περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμούς. Η απόφαση λήφθηκε από το Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και η επιστολή υπογράφεται από νόμιμα εξουσιοδοτημένο λειτουργό του πιο πάνω Τμήματος. Επομένως, η απόφαση είναι σύμφωνα με το Νόμο 158(Ι)/99 και ο ισχυρισμός των αιτητών θα πρέπει να απορριφθεί ως αβασιμος.»
Ο ευπαίδευτος αδελφός μας Δικαστής αντιμετώπισε το ζήτημα με τον εξής τρόπο:
«Οι αιτητές εγείρουν θέμα αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου. Τέτοιο θέμα όμως δεν εγείρεται στην προσφυγή - οι γενικές και στερεότυπες αναφορές στα νομικά σημεία δεν είναι επαρκείς, εις δε τα γεγονότα ουδεμία αναφορά γίνεται - ώστε το θέμα να μην μπορεί να εξεταστεί, ούτε θα το εξέταζα αυτεπαγγέλτως, εν πάση δε περιπτώσει η εισήγηση δεν αναπτύσσεται επαρκώς.»
Έχουμε την άποψη πως, με βάση τα στοιχεία που μόλις παραθέσαμε, το θέμα της αρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου που ήγειραν οι εφεσείοντες έπρεπε να είχε εξεταστεί πρωτοδίκως. Αν κατά την εξέταση προέκυπτε ανάγκη για περισσότερες λεπτομέρειες ή διευκρινίσεις, μπορούσε αυτές να ζητηθούν στην πορεία.
Προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στις 19.9.2006 από κάποια κυρία Α. Στρατουρά η οποία, κάτω από τη σημείωση του διοικητή της ΥΑ & Μ, έγραψε, «Η αίτηση απορρίπτεται. Να κληθούν να αναχωρήσουν.». Η κα Στρατουρά απέστειλε εκ μέρους του διευθυντή την επιστολή ημερ. 19.9.2006 με την οποία κοινοποιήθηκε η απόφαση στους αιτητές.
Σαφώς, η εν λόγω απόφαση δεν λήφθηκε από τον ίδιο τον Διευθυντή. Ωστόσο, οι εφεσίβλητοι έθεσαν για πρώτη φορά ενώπιόν μας κατά την ακρόαση της έφεσης, «ονομαστικό κατάλογο του προσωπικού του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης με τους τίτλους των θέσεων κατά Τομέα/Κλάδο και την κατανομή καθηκόντων». Σύμφωνα με τον εν λόγω κατάλογο ημερ. 10.9.2002, η κα Στρατουρά κατείχε θέση Β. Γραμματειακού Λειτουργού Α7 στον κλάδο «Επισκέπτες» με καθήκοντα «Χειρισμός αιτήσεων για παραχώρηση εισόδου και για παράταση αδειών παραμονής». Η ευπαίδευτη δικηγόρος των εφεσιβλήτων, έθεσε επίσης ενώπιόν μας βεβαίωση της Διευθύντριας ημερ. 28.5.2009 σύμφωνα με την οποία η κα Στρατουρά «... ήταν και είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη από εμένα να ενεργεί εκ μέρους μου και για λογαριασμό μου σε σχέση με αιτήσεις αλλοδαπών για έκδοση/ανανέωση αδειών παραμονής με το καθεστώς του επισκέπτη στη Δημοκρατία».
Ο προσδιορισμός των καθηκόντων της κας Στρατουρά με βάση τον κατάλογο είναι τόσο γενικός ώστε να δημιουργείται αμφιβολία κατά πόσο περιλαμβάνονται στα εν λόγω καθήκοντα και το καθήκον της εκτίμησης/αξιολόγησης των νομικών και πραγματικών στοιχείων της κάθε υπό εξέταση αίτησης καθώς και το καθήκον της λήψης της τελικής απόφασης. Όμως, είναι γεγονός ότι με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 4 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, ως έχει τροποποιηθεί, παρέχεται στο Διευθυντή δικαίωμα εκχώρησης των εξουσιών που του παρέχει ο νόμος και οι σχετικοί κανονισμοί σε οποιοδήποτε υπάλληλο του γραφείου του. Ο τρόπος με τον οποίο ρυθμίζεται το συγκεκριμένο θέμα είναι τόσο γενικός σε βαθμό που η εκχώρηση μπορεί να επεκταθεί προς οποιοδήποτε υπάλληλο του γραφείου του Διευθυντή. Αυτό βεβαίως δεν είναι το πρόβλημα που παρουσιάζεται στην υπό κρίση υπόθεση. Εδώ οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να αποδείξουν την ύπαρξη της σχετικής εξουσιοδότησης. Με την εκ των υστέρων προαναφερόμενη «βεβαίωση» της Διευθύντριας ημερ. 28.5.2009 δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη εξουσιοδότησης η οποία έπρεπε να υπάρχει κατά τον ουσιώδη χρόνο. Στην εν λόγω βεβαίωση δεν εξειδικεύονται τα καθήκοντα της κας Στρατουρά σε σχέση με τις αιτήσεις αλλοδαπών, αν δηλαδή στα καθήκοντα αυτά συμπεριλαμβάνονται η έρευνα/αξιολόγηση των στοιχείων της κάθε υπό εξέταση υπόθεσης ή ακόμη και η εξουσία λήψης της τελικής απόφασης. Έχουμε την άποψη ότι οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να αποδείξουν την αρμοδιότητα του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, θέμα το οποίο οι εφεσείοντες ήγειραν πρωτοδίκως και ενόψει του αποτελέσματος της προσφυγής, συνέχισαν να προωθούν κατά την έφεση.
Πέρα όμως από το θέμα της αναρμοδιότητας του οργάνου, η σημασία του οποίου είναι καταλυτική στην έκβαση της έφεσης, προδιαγράφοντας την επιτυχία της, σημειώνουμε με συντομία και την έλλειψη αιτιολογίας η οποία χαρακτηρίζει την προσβαλλόμενη απόφαση. Η κα Στρατουρά χωρίς να προβεί η ίδια σε περαιτέρω εξέταση, δέχθηκε την εισήγηση του κλιμακίου Πάφου της ΥΑ&Μ (ανωτέρω) χωρίς να διατυπώσει τη δική της κρίση και άποψη επί του θέματος, καθήκον το οποίο επιβάλλεται από το νόμο. Η χωρίς άλλο αποδοχή της εισήγησης του κλιμακίου της ΥΑ&Μ, δίδει την εντύπωση επισφράγισης της εισήγησης (rubber stamping) χωρίς έτσι να παρέχεται η δυνατότητα ανίχνευσης της κρίσης του οργάνου και της αιτιολογίας που έπρεπε να τη συνοδεύει ώστε να καθίσταται ευχερής ο δικαστικός έλεγχος.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2000, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ των εφεσειόντων.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.