ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 3 ΑΑΔ 429
16 Ιουλίου, 2010
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΝΤΖΙΑΡΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΣΕΩΝ, ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 178/2007)
Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Μεροληψία ― Όροι υπό τους οποίους ισχυρισμός για μεροληψία μέλους του συλλογικού οργάνου είναι δυνατόν να στοιχειοθετηθεί ― Περιστάσεις κάτω από τις οποίες κρίθηκε ότι δεν στοιχειοθετείται μεροληψία στην εξετασθείσα υπόθεση.
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Η ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση είναι η δεύτερη σοβαρότερη μετά την ποινή της απόλυσης σύμφωνα με τον Καν.16 των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών και οι συνέπειες των δύο ποινών δεν είναι ακριβώς ταυτόσημες.
Ο εφεσείων επεδίωξε κατ' έφεση, όπως και πρωτόδικα, την ακύρωση της σε βάρος του πειθαρχικής ποινής, η οποία είχε επικυρωθεί πρωτόδικα.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Τα όργανα της Διοίκησης οφείλουν να παρέχουν εγγύηση αμερόληπτης κρίσης και όταν τα μέλη του συλλογικού οργάνου συνδέονται με δεσμούς ή ιδιάζουσες σχέσεις, προς τα πρόσωπα στα οποία αφορά η κρινόμενη υπόθεση, ή έχουν συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης, δημιουργείται τεκμήριο επηρεασμού τους, το οποίο κλονίζει την πεποίθηση του διοικουμένου για το αδιάβλητο της κρίσης των οργάνων αυτών. Επομένως η συμμετοχή μέλους, για το οποίο υφίσταται ο προαναφερόμενος δεσμός ή σχέση ή συμφέρον, δημιουργεί κακή σύνθεση του συλλογικού οργάνου, με επακόλουθο την ακυρότητα των πράξεών του.
Προκειμένου να κριθεί το κύρος μιας πράξης δεν εξετάζεται μόνο το αν αυτή είναι πραγματικά μεροληπτική. Για να συναχθεί λόγος εξαίρεσης μέλους συλλογικού οργάνου, όμως, θα πρέπει να υφίστανται συγκεκριμένα περιστατικά τα οποία να αποδεικνύουν την ύπαρξη του δεσμού ή της σχέσης ή του συμφέροντος στην έκβαση της υπόθεσης.
Στην προκείμενη περίπτωση το ερώτημα που τίθεται είναι το κατά πόσον, το μέλος του συλλογικού οργάνου, δηλαδή του Συμβουλίου Εφέσεων, κ. Μιχαλάκης Παπαγεωργίου, είχε οποιοδήποτε δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση, προς τα πρόσωπα στα οποία αφορούσε η κρινόμενη υπόθεση, ή συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης, ώστε να δημιουργείται τεκμήριο επηρεασμού του συλλογικού οργάνου. Ο κ. Μ. Παπαγεωργίου όμως δεν είχε οποιοδήποτε δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση με τους διαδίκους και επομένως δεν δημιουργείται οποιοδήποτε τεκμήριο επηρεασμού. Δεν υπάρχει επίσης και οποιοδήποτε στοιχείο που να δημιουργεί υπόνοια ότι ο κ. Μ. Παπαγεωργίου είχε συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης.
2. Η ποινή του εξαναγκασμού της παραίτησης είναι η δεύτερη σοβαρότερη, μετά την ποινή της απόλυσης, σύμφωνα με τον Κανονισμό 16 και οι συνέπειες των δύο ποινών δεν είναι ακριβώς ταυτόσημες.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Τοουλιάς (1989) 1 Α.Α.Δ. 62,
Νικολαΐδης (1997) 1 Α.Α.Δ. 890,
Μιχαηλίδης κ.ά. ν. Σκαμπίλα (2001) 1 Α.Α.Δ 1290.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Γαβριηλίδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 889/06), ημερ. 17/10/07.
Α. Τσάρκατζης για Χρ. Πατσαλίδη, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Στυλιανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο εφεσείων, Λοχίας της Αστυνομίας, διώχθηκε πειθαρχικά για ανάρμοστη και καταπιεστική συμπεριφορά. Μετά από κάποια διαδικασία η οποία ακυρώθηκε, στις 15.6.2005 ο εφεσείων επανακατηγορήθηκε ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής και αφού παραδέχθηκε ενοχή η Πειθαρχική Επιτροπή του επέβαλε τις ποινές του υποβιβασμού και της πειθαρχικής μετάθεσης. Την απόφαση εκείνη εφεσίβαλε, ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων ο αρμόδιος, σύμφωνα με τον Κανονισμό 28(2) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών, Βοηθός Αρχηγός (Διοίκησης), καθότι έκρινε ότι η ποινή που επιβλήθηκε ήταν ανεπαρκής.
Το Συμβούλιο Εφέσεων απαρτιζόταν από τον Αρχηγό Αστυνομίας ως Πρόεδρο, τον Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Μίκη Φλωρέντζο και τον Ανώτερο Αστυνόμο Μιχαλάκη Παπαγεωργίου, ως Μέλη. Μετά από ακρόαση, στις 7.4.2006, το Συμβούλιο Εφέσεων αντικατέστησε τις ποινές που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα, από την Πειθαρχική Επιτροπή, με την ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση.
Με την προσφυγή του ο εφεσείων-αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου Εφέσεων προβάλλοντας, ως λόγους ακυρώσεως, τους εξής:
(α) Η σύνθεση του Συμβουλίου Εφέσεων ήταν κακή για το λόγο ότι μέλος του Συμβουλίου ήταν άτομο που συνδεόταν με συγγένεια δευτέρου βαθμού με άτομο που αφορούσε η κρινόμενη υπόθεση ή είχε συμφέρον στην έκβαση της. Συγκεκριμένα ο Ανώτερος Αστυνόμος Μιχαλάκης Παπαγεωργίου, Μέλος του Συμβουλίου Εφέσεων, ήταν αδελφός του Βοηθού Αρχηγού (Διοίκησης) Γεώργιου Παπαγεωργίου, ο οποίος υπό την ιδιότητα του αρμόδιου Βοηθού Αρχηγού εφεσίβαλε την απόφαση της Πειθαρχικής Επιτροπής.
(β) Η απόφαση του Συμβουλίου Εφέσεων πάσχει δικονομικά καθότι η έφεση που ασκήθηκε δεν πληρούσε τις σχετικές δικονομικές προϋποθέσεις που απαιτεί ο Κανονισμός 28(3)(β) των προαναφερόμενων Κανονισμών.
(γ) Το Συμβούλιο Εφέσεων έσφαλε κρίνοντας ότι η ποινή απόλυσης θεωρείται ως η σοβαρότερη πειθαρχική ποινή ενώ η ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση ως η δεύτερη σοβαρότερη.
Ο ευπαίδευτος αδελφός Δικαστής που επελήφθη της προσφυγής απέρριψε και τους τρεις προτεινόμενους λόγους ακυρώσεως και κατά συνέπεια απέρριψε και την προσφυγή, με έξοδα εις βάρος του αιτητή-εφεσείοντα.
Με την έφεση του ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως λανθασμένη για τους εξής λόγους:
1. Επειδή εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε και/ή εξέλαβε ως δεδομένο ότι ο εφεσείων, κατά τη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων, γνώριζε περί της συγγένειας του Βοηθού Αρχηγού (Διοίκησης) με το μέλος του Συμβουλίου Εφέσεων κ. Μ. Παπαγεωργίου, και δεν το έθεσε με την πρώτη δυνατή ευκαιρία, απεμπολώντας ουσιαστικά το δικαίωμα να το εγείρει μεταγενέστερα.
2. Οι λόγοι έφεσης 2 και 3 αφορούν στο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η σχέση του Αξιωματικού που καταχώρησε την έφεση, με το μέλος του Συμβουλίου Εφέσεων δεν ήταν νομικά μεμπτή και δεν συνιστούσε λόγο ακυρότητας.
3. Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στο συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ορθά έκρινε το Συμβούλιο Εφέσεων ότι η ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση είναι η δεύτερη σοβαρότερη. Κατά τον εφεσείοντα η απόλυση και ο εξαναγκασμός σε παραίτηση είναι εξίσου σοβαρές ποινές.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης θεωρούμε ότι ο ευπαίδευτος αδελφός Δικαστής καθοδηγήθηκε από ορθές αρχές της νομολογίας σύμφωνα με τις οποίες το θέμα της προκατάληψης πρέπει να τίθεται με την πρώτη δυνατή ευκαιρία και σε περίπτωση όπου, ενώ υπάρχει πλήρης γνώση των γεγονότων που θεμελιώνουν το ενδεχόμενο προκατάληψης, ο διάδικος αδρανεί να το εγείρει, το δικαίωμά του θεωρείται ως εγκαταλειφθέν (Δέστε, μεταξύ άλλων: Αναφορικά με την Αίτηση του Χαράλαμπου Τοουλιά (1989) 1 Α.Α.Δ. 62, Αναφορικά με την Αίτηση του Γιάννου Νικολαίδη (1997) 1 Α.Α.Δ. 890 και Μιχαηλίδης κ.ά. ν. Σκαμπίλα (2001) 1 Α.Α.Δ. 1290). Όμως, διαφωνούμε με την προσέγγιση του αδελφού Δικαστή ο οποίος φαίνεται ότι πήρε ως δεδομένο πως ο εφεσείων γνώριζε για την προαναφερόμενη συγγενική σχέση, ευθύς εξαρχής, και δεν έθεσε το ζήτημα με την πρώτη δυνατή ευκαιρία. Ο εφεσείων αρνείται ότι γνώριζε, στα αρχικά στάδια, για την προαναφερόμενη συγγενική σχέση και δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι αυτή του η θέση δεν είναι ορθή.
Η διαφωνία μας, όμως, με την προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με το προαναφερόμενο θέμα δεν έχει οποιαδήποτε σημασία στην έκβαση της έφεσης επειδή, το πρωτόδικο δικαστήριο, εν πάση περιπτώσει, έκρινε ότι δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος ακυρώσεως ένεκα της συγγένειας των δύο προαναφερόμενων αξιωματικών και με το συμπέρασμα αυτό συμφωνούμε. Το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε ότι ο Βοηθός Αρχηγός (Διοίκησης) Γεώργιος Παπαγεωργίου αν και, τεχνικά διάδικος στη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων, δεν θα μπορούσε να λεχθεί ότι είχε οποιοδήποτε συμφέρον στην έκβαση της διαδικασίας, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι ο Ανώτερος Υπαστυνόμος Μιχαλάκης Παπαγεωργίου, λόγω της αδελφικής σχέσης των δύο, εστερείτο των εχεγγύων της αμεροληψίας, στην έφεση.
Σύμφωνα με τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959), τα όργανα της Διοίκησης οφείλουν να παρέχουν εγγύηση αμερόληπτης κρίσης και όταν τα μέλη του συλλογικού οργάνου συνδέονται με δεσμούς ή ιδιάζουσες σχέσεις, προς τα πρόσωπα στα οποία αφορά η κρινόμενη υπόθεση, ή έχουν συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης, δημιουργείται τεκμήριο επηρεασμού τους, το οποίο κλονίζει την πεποίθηση του διοικουμένου για το αδιάβλητο της κρίσης των οργάνων αυτών. Επομένως η συμμετοχή μέλους, για το οποίο υφίσταται ο προαναφερόμενος δεσμός ή σχέση ή συμφέρον, δημιουργεί κακή σύνθεση του συλλογικού οργάνου με επακόλουθο την ακυρότητα των πράξεών του.
Προκειμένου να κριθεί το κύρος μιας πράξης δεν εξετάζεται μόνο το αν αυτή είναι πραγματικά μεροληπτική. Για να συναχθεί λόγος εξαίρεσης μέλους συλλογικού οργάνου, όμως, θα πρέπει να υφίστανται συγκεκριμένα περιστατικά τα οποία να αποδεικνύουν την ύπαρξη του δεσμού ή της σχέσης ή του συμφέροντος στην έκβαση της υπόθεσης.
Στην προκείμενη περίπτωση το ερώτημα που τίθεται είναι το κατά πόσον, το μέλος του συλλογικού οργάνου, δηλαδή του Συμβουλίου Εφέσεων, κ. Μιχαλάκης Παπαγεωργίου, είχε οποιοδήποτε δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση, προς τα πρόσωπα στα οποία αφορούσε η κρινόμενη υπόθεση, ή συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης, ώστε να δημιουργείται τεκμήριο επηρεασμού του συλλογικού οργάνου, κλονίζον την πεποίθηση του διοικουμένου για το αδιάβλητο της κρίσης του. Βρίσκουμε ότι ο κ. Μ. Παπαγεωργίου δεν είχε οποιοδήποτε δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση με τους διαδίκους και επομένως ότι δεν δημιουργείται οποιοδήποτε τεκμήριο επηρεασμού. Κατά την κρίση μας, «τα πρόσωπα στα οποία αφορά η κρινόμενη υπόθεση», είναι οι διάδικοι, και όχι ο αξιωματικός ο οποίος, εκ καθήκοντος, καταχώρησε την έφεση και ο οποίος ήταν αδελφός του κ. Μ. Παπαγεωργίου.
Δεν υπάρχει επίσης και οποιοδήποτε στοιχείο που να δημιουργεί υπόνοια ότι ο κ. Μ. Παπαγεωργίου είχε συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης. Αυτό είναι το κρίσιμο, δηλαδή το κατά πόσο το μέλος του συλλογικού οργάνου είχε συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης και όχι το αν είχε τέτοιο συμφέρον ο κ. Γ. Παπαγεωργίου, που καταχώρησε την έφεση ενώπιον του συλλογικού οργάνου, εκ καθήκοντος.
Εν πάση όμως περιπτώσει οι δύο αξιωματικοί ενεργούσαν υπό την υπηρεσιακή τους ιδιότητα, εκτελώντας τα επαγγελματικά τους καθήκοντα και όχι υπό την προσωπική τους ιδιότητα και δεν τίθεται ζήτημα δεσμού ή ιδιάζουσας σχέσης ή συμφέροντος, σε τέτοιες περιπτώσεις. Συμφωνούμε, επομένως, με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν εγείρεται θέμα δημιουργίας τεκμηρίου προκατάληψης του προαναφερόμενου μέλους του συλλογικού οργάνου, έτσι ώστε να κλονίζεται η πεποίθηση του διοικουμένου στο αδιάβλητο της κρίσης του, και κατ' επέκταση να προκαλείται ακυρότητα της απόφασης, του συλλογικού οργάνου.
Ως προς τον τέταρτο λόγο έφεσης συμφωνούμε και πάλι με το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η ποινή του εξαναγκασμού της παραίτησης είναι η δεύτερη σοβαρότερη, μετά την ποινή της απόλυσης, σύμφωνα με τον Κανονισμό 16 των προαναφερόμενων κανονισμών και οι συνέπειες των δύο ποινών δεν είναι ακριβώς ταυτόσημες.
Ενόψει των προαναφερομένων η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.