ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 3 ΑΑΔ 615
13 Νοεμβρίου, 2009
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Εφεσείοντες,
v.
ΣΟΦΙΑΣ ΣΙΛΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 191/2008)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Η υποχρέωση να καθορίζεται στην προσφυγή ειδικά η αιτούμενη θεραπεία ― Περιστάσεις της παράβασης του Καν. 4(2)(β)(ii) των περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1962 στην κριθείσα περίπτωση.
Έννομο Συμφέρον ― Συζύγου αποβιώσαντος πρόσφυγα, να προσβάλει την απόφαση απόρριψης του αιτήματός της για παραχώρηση άδειας χρήσης της προσφυγικής κατοικίας του αποβιώσαντος, με την αιτιολογία ότι η ίδια ήταν κατά το παρελθόν ιδιοκτήτρια άλλης ακίνητης περιουσίας ― Ελλείπει το έννομο συμφέρον της.
Εκτοπισθέντες ― Ο περί Παροχής Στεγαστικής Βοήθειας σε Εκτοπισθέντες, Παθόντες και άλλα Πρόσωπα Νόμος αρ. 46(Ι)/2005 και η δυνάμει αυτού απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 19/10/04 ― Ερμηνεία και εφαρμογή στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.
Η Δημοκρατία αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών να απορρίψει το αίτημα της εφεσίβλητης για παραχώρηση άδειας χρήσης της προσφυγικής κατοικίας του αποβιώσαντος συζύγου της στην ίδια.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Στην προκείμενη περίπτωση παρατηρείται, ευθύς εξαρχής, ότι στο αιτητικό της προσφυγής δεν καθορίζεται η θεραπεία την οποίαν ζητά η αιτήτρια, εφόσον δεν αναγράφεται ότι ζητείται δήλωση του δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος, όπως θα έπρεπε. Παρά ταύτα το Δικαστήριο θα προχωρήσει στην εξέταση της υπόθεσης επειδή η προαναφερόμενη παράλειψη θα θεωρηθεί εν προκειμένω ως απλή παρατυπία.
2. Είναι παγίως θεμελιωμένο ότι το έννομο συμφέρον, το οποίο θα πρέπει να είναι άμεσο και ενεστώς για να δικαιούται ο αιτητής να προσβάλει τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και η εξέτασή του είναι δυνατή σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.
Στην προκείμενη περίπτωση από τα γεγονότα της υπόθεσης, εγείρεται ζήτημα έλλειψης εννόμου συμφέροντος της εφεσίβλητης το οποίο το δικαστήριο όφειλε να είχε εξετάσει, ως θέμα δημοσίου συμφέροντος, πριν προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης.
Η τελική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, αναφορικά με το ζήτημα της έλλειψης εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας, ήταν ότι η αιτήτρια νομιμοποιείτο, στην προσβολή της επίδικης απόφασης με την οποία η διεκδικούμενη οικία παραχωρήθηκε στα παιδιά του αποβιώσαντα συζύγου της, αφού το συμφέρον της βασίζεται στη νόμιμη ιδιότητά της, ανεξαρτήτως του αν συνιστά και αγώγιμο δικαίωμα.
Δεν υιοθετείται η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας-εφεσίβλητης. Κατά τον ουσιώδη χρόνο της λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης ίσχυε η δεύτερη σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποίαν ετίθετο νέο κριτήριο.
Αν το πρωτόδικο δικαστήριο είχε κρίνει το έννομο συμφέρον της αιτήτριας-εφεσίβλητης στη βάση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 19.10.04, όπως θα ήταν ορθό να πράξει, θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια-εφεσίβλητη, κατά τον ουσιώδη χρόνο υποβολής της αίτησής της για παραχώρηση άδειας χρήσης της κατοικίας του αποβιώσαντος συζύγου της, δεν είχε έννομο συμφέρον.
Η εφεσίβλητη δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη απόφαση επειδή, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν είχε δικαίωμα υποβολής αίτησης για παραχώρηση σ' αυτήν άδειας χρήσης της κατοικίας του αποβιώσαντος συζύγου της. Επομένως η προσφυγή της θα έπρεπε να είχε απορριφθεί γι΄ αυτό το λόγο και να μην είχε εξεταστεί περαιτέρω η ουσία της.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Epsilon Electromechanical Ltd v. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 379.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Kραμβής, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 176/07), ημερ. 21.10.08.
Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Π. Κλεοβούλου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο ευπαίδευτος αδελφός Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής, στην προσβαλλόμενη απόφασή του ημερ. 21.10.08, έκρινε ότι η αιτήτρια, με την προσφυγή της, ζητούσε την ακύρωση της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών η οποία αναγράφεται στην προσφυγή και για τους λόγους που εξήγησε στην απόφαση του, απέρριψε τις ενστάσεις και τις θέσεις των καθ΄ ων η αίτηση-εφεσειόντων και τελικά ενέκρινε την προσφυγή και ακύρωσε την επίδικη απόφαση, λόγω έλλειψης αιτιολογίας, με έξοδα υπέρ της αιτήτριας.
Με την προσφυγή της υπ' αρ. 176/07 η αιτήτρια-εφεσίβλητη ζήτησε την εξής θεραπεία:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Καθ΄ ης η Αίτηση η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 24/10/06 του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών για το περιεχόμενο της οποίας η Αιτήτρια έλαβε γνώση περί τις 07/11/06, η οποία απόφαση απορρίπτει το αίτημα της Αιτήτριας να της παραχωρήσει άδεια χρήσης της κατοικίας του αποβιώσαντος συζύγου της, η οποία βρίσκεται στο δρόμο 104, αρ. 78 στα Πάνω Πολεμίδια στη Λεμεσό και η οποία απόφαση παραχωρεί τη συγκεκριμένη κατοικία στα τέκνα του συζύγου της αιτήτριας Κυριάκο και Στέλιο.»
Σύμφωνα με τους περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμούς του 1962 και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις τους η διαδικασία της προσφυγής αρχίζει με την καταχώριση αίτησης. Ο τύπος της αίτησης καθορίζεται από τον Κανονισμό 4. Στην αίτηση πρέπει να αναγράφεται, μεταξύ άλλων, και το αίτημα θεραπείας την οποίαν ζητά ο αιτητής καθώς και οι νομικοί λόγοι τους οποίους επικαλείται για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Ο Κανονισμός 4(2) (β) (ιι) απαιτεί όπως στο δικόγραφο της προσφυγής καθορίζεται ειδικά η ζητούμενη θεραπεία. Ο προσδιορισμός της θεραπείας είναι άρρηκτα συνυφασμένος με τον καθορισμό της πράξης, απόφασης ή παράλειψης η οποία προσβάλλεται.
Στην προκείμενη περίπτωση παρατηρούμε, ευθύς εξαρχής, ότι στο αιτητικό της προσφυγής δεν καθορίζεται η θεραπεία την οποίαν ζητά η αιτήτρια εφόσον δεν αναγράφεται ότι ζητείται δήλωση του δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος, όπως θα έπρεπε.
Παρά ταύτα θα προχωρήσουμε στην εξέταση της υπόθεσης επειδή θεωρούμε την προαναφερόμενη παράλειψη ως απλή παρατυπία.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ενώπιον μας με τέσσερις λόγους έφεσης:
Λόγος 1: Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι η εφεσίβλητη είχε έννομο συμφέρον, επειδή, παρόλον που δεν είναι πρόσφυγας η ίδια, διεκδίκησε μεταβίβαση της έγκρισης του δικαιώματος χρήσης της προσφυγικής κατοικίας στην οποίαν δικαιούτο ο αποβιώσας σύζυγος της, ως χήρα του αποβιώσαντος και όχι πρωτογενώς.
Λόγοι 2, 3 και 4: Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε αφού βασίστηκε σε προγενέστερη και μη ισχύουσα απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 10.9.03 και όχι στη μεταγενέστερη και ισχύουσα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, σχετική νέα απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 19.10.04.
Είναι παγίως θεμελιωμένο ότι το έννομο συμφέρον, το οποίο θα πρέπει να είναι άμεσο και ενεστώς για να δικαιούται ο αιτητής να προσβάλει τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και η εξέτασή του είναι δυνατή σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας (Δέστε: Epsilon Electromechanical Ltd v. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 379).
Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε ότι, από τα γεγονότα της υπόθεσης, εγείρεται ζήτημα έλλειψης εννόμου συμφέροντος της εφεσίβλητης το οποίο το δικαστήριο όφειλε να είχε εξετάσει, ως θέμα δημοσίου συμφέροντος, πριν προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα της έλλειψης εννόμου συμφέροντος, το οποίον είχαν θέσει προδικαστικά οι εφεσείοντες-καθ' ων η αίτηση αλλά μόνον από τη σκοπιά του αν η αιτήτρια δικαιούτο στεγαστικής βοήθειας, δυνάμει του Άρθρου 7(1) του περί Παροχής Στεγαστικής Βοήθειας σε Εκτοπισθέντες, Παθόντες και άλλα Πρόσωπα Νόμου, Ν.46(Ι)/2005, ή αν εδικαιούτο χρήσεως προσφυγικής κατοικίας στη βάση «απορρεόντων δικαιωμάτων της ως χήρας του δικαιούχου συζύγου της». Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι καθ' ων η αίτηση-εφεσείοντες εμποδίζονταν να αμφισβητήσουν, στο στάδιο της δίκης, το έννομο συμφέρον της αιτήτριας εφόσον η Υπηρεσία Μερίμνης και η Επιτροπή Στεγαστικής Βοήθειας είχαν προχωρήσει στην εξέταση του αιτήματός της και είχαν υιοθετήσει κριτήριο του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο θεσπίστηκε κατ' εξουσιοδότηση του Νόμου. Έκρινε, ο πρωτόδικος Δικαστής, ότι οι εφεσείοντες εμποδίζονταν να θέτουν θέμα εννόμου συμφέροντος ερειδομένου επί των επιχειρημάτων που προέβαλλαν «αφού αυτά, αποτελούν εκ των υστέρων ισχυρισμούς και δεν απασχόλησαν κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης».
Η τελική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, αναφορικά με το ζήτημα της έλλειψης εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας, ήταν ότι η αιτήτρια νομιμοποιείτο, στην προσβολή της επίδικης απόφασης με την οποία η διεκδικούμενη οικία παραχωρήθηκε στα παιδιά του αποβιώσαντα συζύγου της, αφού το συμφέρον της βασίζεται στη νόμιμη ιδιότητά της, ανεξαρτήτως του αν συνιστά και αγώγιμο δικαίωμα. Εξάλλου, όπως παρατήρησε, στην άσκηση αίτησης ακυρώσεως η έννοια του εννόμου συμφέροντος είναι ευρύτερη εκείνης του αγώγιμου δικαιώματος. Στη συνέχεια προχώρησε και εξέτασε την ουσία της αίτησης και κατέληξε στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έπασχε λόγω έλλειψης αιτιολογίας εφόσον η οποιαδήποτε αιτιολογία δόθηκε ήταν μεταγενέστερη της προσβαλλόμενης απόφασης και της καταχώρισης της προσφυγής.
Με όλο τον προσήκοντα σεβασμό δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας-εφεσίβλητης. Κατά τον ουσιώδη χρόνο της λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης ίσχυε η δεύτερη σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποίαν ετίθετο νέο κριτήριο, δυνάμει του προαναφερόμενου Νόμου. Με τη δεύτερη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 19.10.04, με την οποία τροποποιείτο προηγούμενη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 10.9.03, τέθηκε ως κριτήριο ότι αιτητές, οι οποίοι υποβάλλουν αίτημα για στέγαση σε Κυβερνητικό Οικισμό ή για αυτοστέγαση σε κυβερνητικό οικόπεδο, οι ίδιοι ή οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογένειας τους, δεν θα πρέπει «να είναι ή να ήταν» ιδιοκτήτες οικιστικής μονάδας, οικοπέδου ή άλλης ακίνητης περιουσίας σημαντικής αξίας. Σύμφωνα με την προηγούμενη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 10.9.03 το σχετικό κριτήριον ήταν ότι τα προαναφερόμενα άτομα δεν θα έπρεπε να «είναι», κατά το χρόνο υποβολής του αιτήματος, ιδιοκτήτες κατοικίας, οικοπέδου ή άλλης ακίνητης περιουσίας σημαντικής αξίας.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, κατά την κρίση μας, παραγνώρισε τη μεταγενέστερη και ισχύουσα απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και έκρινε το έννομο συμφέρον της αιτήτριας-εφεσίβλητης, στη βάση της προγενέστερης αλλά μη ισχύουσας απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 10.9.03, στην οποία το σχετικό κριτήριο ήταν διαφορετικό.
Αν το πρωτόδικο δικαστήριο είχε κρίνει το έννομο συμφέρον της αιτήτριας-εφεσίβλητης στη βάση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 19.10.04, όπως θα ήταν ορθό να πράξει, θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια-εφεσίβλητη, κατά τον ουσιώδη χρόνο υποβολής της αίτησης της για παραχώρηση άδειας χρήσης της κατοικίας του αποβιώσαντος συζύγου της, δεν είχε έννομο συμφέρον επειδή «η αιτήτρια ήταν ιδιοκτήτρια 3 διαμερισμάτων στη Λεμεσό, τα οποία, όμως, σύμφωνα με τα στοιχεία των φακέλων, πωλήθηκαν ή μεταβιβάστηκαν με δωρεά σε τρίτα πρόσωπα πριν τον Ιανουάριο του 2006 που υποβλήθηκε το επίδικο αίτημα της για στεγαστική βοήθεια». Εκείνο που φαίνεται να επηρέασε, το πρωτόδικο δικαστήριο, και το οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια-εφεσίβλητη είχε έννομο συμφέρον, κατά τον ουσιώδη χρόνο υποβολής της αίτησης της, ήταν το γεγονός ότι η αιτήτρια, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, δεν ήταν πλέον ιδιοκτήτρια κατοικίας, οικοπέδου ή άλλης ακίνητης περιουσίας σημαντικής αξίας, στοιχείο όμως που δεν ήταν έγκυρο κριτήριο, κατά το χρόνο εξέτασης της αίτησης της, δεδομένης της αλλαγής της σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου.
Για τον προαναφερόμενο λόγο θεωρούμε ότι η εφεσίβλητη δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη απόφαση επειδή, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν είχε δικαίωμα υποβολής αίτησης για παραχώρηση σ' αυτήν άδειας χρήσης της κατοικίας του αποβιώσαντος συζύγου της. Επομένως η προσφυγή της θα έπρεπε να είχε απορριφθεί γι' αυτό το λόγο και να μην είχε εξεταστεί περαιτέρω η ουσία της.
Κατά συνέπεια η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Έξοδα πρωτόδικα και κατ' έφεση, ανερχόμενα σε €3.000.-, επιδικάζονται εις βάρος της εφεσίβλητης και υπέρ των εφεσειόντων.
H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.