ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 3 ΑΑΔ 348
9 Ιουνίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΙΩΡΚΑΣ,
2. ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,
3. ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ,
4. ΑΒΡΑΑΜ ΜΑΡΑΓΚΟΣ,
5. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ,
6. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
7. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ,
8. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
9. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΡΤΗΣ,
10. ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσείοντες,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 49/2007)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Αρχή της ισότητας ― Εννοιολογικό περιεχόμενό της με βάση την νομολογία ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ότι η αρχή της ισότητας δεν παραβιάστηκε στην εξετασθείσα υπόθεση.
Στρατός της Δημοκρατίας ― Αξιωματικοί ― Αφυπηρέτηση λόγω ευδόκιμου τερματισμού σταδιοδρομίας ― Περιστάσεις υπό τις οποίες επικυρώθηκε στην κριθείσα περίπτωση.
Οι εφεσείοντες ζήτησαν τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της άρνησης των εφεσιβλήτων να χορηγήσουν σε αυτούς συνταξιοδοτικά ωφελήματα, όμοια με αυτά που δόθηκαν σε συναδέλφους των εφεσειόντων, οι οποίοι όμως είχαν επιτύχει δικαστική ακύρωση της απόφασης αφυπηρέτησής τους.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η αρχή της ισότητας παραβιάζεται όταν δημιουργούνται αυθαίρετες τυχαίες ή συμπτωματικές διακρίσεις. Στην υπό κρίση υπόθεση, οι εφεσείοντες, μετά από δικό τους αίτημα κρίθηκαν ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους και ελεύθερα, χωρίς όρους ή επιφυλάξεις, επέλεξαν να πάρουν κατά την αφυπηρέτησή τους όλα τα ωφελήματα που τους αναλογούσαν συμφώνως των ισχυόντων κατά τον ουσιώδη χρόνο Κανονισμών.
Οι εφεσείοντες καρπώθηκαν ανεπιφυλάκτως τα απορρέοντα από τον ευδόκιμο τερματισμό της σταδιοδρομίας τους ωφελήματα, ενώ οι συνάδελφοί τους οι οποίοι αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της απόφασης του ευδοκίμου τερματισμού της σταδιοδρομίας τους και πέτυχαν την ακύρωση της εν λόγω απόφασης, πήραν ωφελήματα τα οποία καθορίστηκαν και υπό το φως του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης. Σαφώς πρόκειται για ουσιαστικά ανόμοιες συνθήκες, οι οποίες ευλόγως δικαιολογούσαν τη διάκριση στη μεταχείριση των εφεσειόντων. Επομένως δεν υπήρξε άνιση μεταχείριση σε βάρος των εφεσειόντων, καθότι, κάτω από τις δοσμένες συνθήκες, δεν ήταν δυνατή η οποιαδήποτε εξίσωση.
2. Οι πρόνοιες του Κανονισμού 18 δεν είχαν κηρυχθεί αντισυνταγματικές, ούτε και η ακύρωση των κρίσεων είχε ως λόγο την παραβίαση του Κανονισμού 18. Εξάλλου δεν παρεχόταν σε κανένα το δικαίωμα να θεωρήσει ως «ανενεργές» τις πρόνοιες μιας ισχύουσας κανονιστικής νομοθετικής διάταξης, η οποία δημιουργεί δικαιώματα στους πολίτες που τα ασκούν.
3. Από τη στιγμή που η θέση των εφεσειόντων αναφορικά με την ερμηνεία του Κανονισμού 18 δεν έγινε δεκτή και απορρίφθηκε από το δικαστήριο, στην ουσία κατέρρευσε και το υπόβαθρο των άλλων λόγων ακύρωσης. Συνεπώς, η όποια ενασχόληση του δικαστηρίου με τους λόγους αυτούς θα ήταν υπό τις περιστάσεις περιττή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Σαβουλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1051/2002 κ.ά., ημερ. 15.9.2004,
Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63,
Ζίζιρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 631,
Νικολαΐδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 7.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάτος, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1272/05), ημερ. 6.3.07.
Χρ. Κληρίδης, για τους Εφεσείοντες.
Α. Χριστοφόρου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες ήταν αξιωματικοί του Στρατού της Δημοκρατίας. Μετά από δικό τους αίτημα, κρίθηκαν από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους και αφυπηρέτησαν από τις τάξεις του στρατού κατά τα έτη 2002 και 2003. Όλοι, προάχθηκαν την προηγούμενη ημέρα της αφυπηρέτησής τους από το βαθμό του Συνταγματάρχη στο βαθμό του Ταξίαρχου και σ' αυτούς καταβλήθηκαν τα συνταξιοδοτικά τους ωφελήματα τα οποία υπολογίστηκαν με βάση την ανώτατη βαθμίδα της μισθοδοτικής κλίμακας του βαθμού του Υποστράτηγου και με βάση την υπηρεσία που θα είχαν αν παρέμεναν στην υπηρεσία και αφυπηρετούσαν λόγω ορίου ηλικίας, όπως καθορίζεται στον Κανονισμό 19 των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) (Τροποποιητικών) Κανονισμών του 2002 (Κ.Δ.Π. 313/2002) («οι Κανονισμοί»).
Άλλοι αξιωματικοί, συνάδελφοι των εφεσειόντων που βρίσκονταν ουσιαστικά στην ίδια θέση με τους εφεσείοντες, αμφισβήτησαν με προσφυγές τους στο Ανώτατο Δικαστήριο τη νομιμότητα απόφασης του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων να τους κρίνει ως ευδοκίμως τερματίσαντες την υπηρεσία τους. Για τους λόγους που αναφέρονται στην Σαβουλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1051/2002-1064/2002, ημερ. 15.9.2004 οι προσβληθείσες αποφάσεις του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων ακυρώθηκαν. Οι επιτυχόντες αιτητές και οι καθ' ων η αίτηση, επαναδιαπραγματεύθηκαν το θέμα της αφυπηρέτησης και τα απορρέοντα από αυτή ζητήματα και κατέληξαν στην παροχή ωφελημάτων στους αιτητές, συγκριτικά καλύτερων εκείνων που πήραν οι εφεσείοντες.
Με αφορμή το πιο πάνω γεγονός, οι εφεσείοντες αποτάθηκαν στους εφεσίβλητους και ζήτησαν όπως ισχύσουν και στη δική τους περίπτωση οι ίδιες ρυθμίσεις του Υπουργείου Αμυνας που ίσχυσαν και για τους συναδέλφους τους που πέτυχαν στις προσφυγές. Η απάντηση των εφεσιβλήτων ήταν αρνητική. Η θέση τους ήταν ότι οι περιπτώσεις των εφεσειόντων δεν είναι δυνατό να επανεξεταστούν κλπ. Προκύπτει από την επιστολή του Υπουργείου Αμυνας ημερ. 31.8.2005 προς το δικηγόρο των εφεσειόντων ότι το αίτημα των πελατών του απορρίφθηκε επειδή, μεταξύ άλλων, στη Σαβουλίδης (ανωτέρω) δεν είχαν κριθεί ως αντισυνταγματικές οι προσωρινές διατάξεις των σχετικών κανονισμών και ότι εμπράκτως οι εφεσείοντες αποδέχθηκαν την απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων αναφορικά με την κρίση τους ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους που ήταν το αποτέλεσμα δικού τους αιτήματος. Η εν λόγω απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων δεν αμφισβητήθηκε από τους εφεσείοντες σε αντίθεση προς ό,τι έπραξαν οι άλλοι συνάδελφοί τους, οι οποίοι, μετά το ακυρωτικό αποτέλεσμα, συμφώνησαν με το Υπουργείο Αμυνας τα συνταξιοδοτικά τους ωφελήματα.
Η προσφυγή που άσκησαν οι εφεσείοντες εναντίον της απόφασης των εφεσιβλήτων απορρίφθηκε. Κρίθηκε πρωτοδίκως ότι οι εφεσείοντες δεν βρίσκονταν στην ίδια θέση με τους αιτητές των προαναφερόμενων επιτυχουσών προσφυγών και συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα άνισης μεταχείρισης των εφεσειόντων. Κρίθηκε επίσης ότι η επιλογή των εφεσειόντων να αποδεχθούν την απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων χωρίς όρους ή επιφυλάξεις και να αφυπηρετήσουν παίρνοντας όλα τα ωφελήματα, συνιστά κώλυμα εκ των υστέρων στην υποβολή παραπόνων για το αποτέλεσμα που αυτοί ελεύθερα επιδίωξαν με τις πράξεις και ενέργειες τους.
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και ζητούν τον παραμερισμό της. Εισηγούνται ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι δεν υπήρξε άνιση σε βάρος τους μεταχείριση και ότι οι αιτήσεις που υπέβαλαν σύμφωνα με τον Καν. 18(2) των Κανονισμών, εξακολουθούσαν να είναι έγκυρες μετά και την κρίση του Δικαστηρίου στη Σαβουλίδης (ανωτέρω) ότι έπασχε ο Καν. 18(1). Οι εφεσείοντες υποβάλλουν επίσης ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η εισήγηση της Επιτρόπου Διοικήσεως δεν σχετιζόταν με τη δική τους περίπτωση και ότι εσφαλμένα δεν εξετάστηκαν οι άλλοι λόγοι ακύρωσης.
Η αρχή της ισότητας των πολιτών κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Η διοίκηση κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας έχει καθήκον ίσης και ομοιόμορφης μεταχείρισης των πολιτών οι οποίοι βρίσκονται κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες. Η ομοιογένεια ή η ανομοιογένεια πρέπει, ανάλογα με την περίπτωση να είναι ουσιαστική ώστε να δικαιολογείται είτε η όμοια μεταχείριση είτε η διάκριση μεταξύ των υποκειμένων του δικαίου. Βλ. Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63, Ζίζιρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 631, Νικολαΐδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 7.
Η αρχή της ισότητας παραβιάζεται όταν δημιουργούνται αυθαίρετες τυχαίες ή συμπτωματικές διακρίσεις. Στην υπό κρίση υπόθεση, οι εφεσείοντες, μετά από δικό τους αίτημα κρίθηκαν ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους και ελεύθερα, χωρίς όρους ή επιφυλάξεις, επέλεξαν να πάρουν κατά την αφυπηρέτησή τους όλα τα ωφελήματα που τους αναλογούσαν συμφώνως των ισχυόντων κατά τον ουσιώδη χρόνο Κανονισμών.
Οι εφεσείοντες καρπώθηκαν ανεπιφυλάκτως τα απορρέοντα από τον ευδόκιμο τερματισμό της σταδιοδρομίας τους ωφελήματα ενώ οι συνάδελφοί τους οι οποίοι αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της απόφασης του ευδοκίμου τερματισμού της σταδιοδρομίας τους και πέτυχαν την ακύρωση της εν λόγω απόφασης, πήραν ωφελήματα τα οποία καθορίστηκαν και υπό το φως του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης. Η εν λόγω ακυρωτική απόφαση Σαβουλίδης (ανωτέρω) είναι εκείνο το γεγονός που δημιούργησε τη δίκαιη διάκριση μεταξύ ανομοιογενών υποκειμένων του δικαίου. Σαφώς πρόκειται για ουσιαστικά ανόμοιες συνθήκες οι οποίες ευλόγως δικαιολογούσαν τη διάκριση στη μεταχείριση των εφεσειόντων. Θεωρούμε επομένως ότι δεν υπήρξε άνιση μεταχείριση σε βάρος των εφεσειόντων καθότι, κάτω από τις δοσμένες συνθήκες δεν ήταν δυνατή η οποιαδήποτε εξίσωση. Εξάλλου, οι συνάδελφοι των εφεσειόντων με τους οποίους γίνεται η σύγκριση, συνέχισαν να υπηρετούν στο στρατό της Δημοκρατίας ενόσω εκκρεμούσε η προσφυγή αλλά και μέχρι την αποδοχή της πρότασης του Υπουργικού Συμβουλίου για συμβιβασμό. Κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα δικαιούνταν κρίσης και προαγωγής και ενδεχομένως κάποιοι να είχαν προαχθεί. Είναι λοιπόν φανερό ότι τα γεγονότα που αντιστοίχως περιβάλλουν τις δύο περιπτώσεις είναι μεταξύ τους διαφορετικά και συνεπώς οι εφεσείοντες δεν μπορούσαν να τύχουν της ίδιας μεταχείρισης με τους συναδέλφους τους. Τα πράγματα θα ήταν ίσως διαφορετικά αν οι εφεσείοντες, αμφισβητούσαν δικαστικά το κύρος της αποδοχής των ωφελημάτων που πήραν είτε κατ' επίκληση πλάνης ή για άλλη αιτία.
Οι εφεσείοντες, με αναφορά στη Σαβουλίδης, εισηγούνται ότι από τη στιγμή που κρίθηκε ότι έπασχε ο Κανονισμός 18(1), συμπαρασύρεται με αυτόν και ο Κανονισμός 18(2) ο οποίος είναι συμπληρωματικός του προηγούμενου. Και εφόσον οι πρόνοιες του Κανονισμού 18 κρίθηκαν ως μη εφαρμοστέες στην περίπτωση των αιτητών στη Σαβουλίδης έπρεπε να τύχει ανάλογης αντιμετώπισης και η δική τους περίπτωση και να είχαν κριθεί ως ανενεργές οι πρόνοιες του εν λόγω κανονισμού. Η πιο πάνω εισήγηση δεν ευσταθεί. Οι πρόνοιες του προμνησθέντος Κανονισμού δεν είχαν κηρυχθεί αντισυνταγματικές ούτε και η ακύρωση των κρίσεων στη Σαβουλίδης είχε ως λόγο την παραβίαση του Κανονισμού 18. Εξάλλου δεν παρεχόταν σε κανένα το δικαίωμα να θεωρήσει ως «ανενεργές» τις πρόνοιες μιας ισχύουσας κανονιστικής νομοθετικής διάταξης η οποία δημιουργεί δικαιώματα στους πολίτες που τα ασκούν.
Καθόσον αφορά το παράπονο των εφεσειόντων ότι το δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέτασε τους άλλους λόγους ακύρωσης που είχαν προβάλει ήτοι νομική πλάνη, έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας, παρατηρούμε ότι οι πιο πάνω λόγοι ακύρωσης είχαν ως κοινή συνισταμένη το θέμα της ερμηνείας του Κανονισμού 18 και τη διαφωνία των εφεσειόντων ως προς το περιεχόμενο της νομικής συμβουλής που πήρε το Υπουργείο Αμυνας προτού αποφασίσει. Από τη στιγμή που η θέση των εφεσειόντων αναφορικά με την ερμηνεία του Κανονισμού 18 δεν έγινε δεκτή και απορρίφθηκε από το δικαστήριο, στην ουσία κατέρρευσε και το υπόβαθρο των άλλων λόγων ακύρωσης. Συνεπώς, η όποια ενασχόληση του δικαστηρίου με τους λόγους αυτούς θα ήταν υπό τις περιστάσεις περιττή.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με €2000 έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.