ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 3 ΑΑΔ 342
9 Ιουνίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΕΠΑΥΛΙΣ ΚΟΜΗΤΗΣ ΛΤΔ,
Εφεσείοντες,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ
ΚΑΙ/ Ή ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ,
Εφεσίβλητης.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 25/2007)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Προσφυγή κατ' αποφάσεως της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών ― Δεν είναι δυνατή η προβολή στα πλαίσια προσφυγής στο Δικαστήριο, λόγων ακυρώσεως που δεν είχαν τεθεί ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών ― Τέτοιοι λόγοι ακυρώσεως δεν εξετάζονται.
Οι εφεσείοντες επεδίωξαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, που απέρριψε την προσφυγή τους κατά της επίδικης απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Όταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο επιλέξει να ασκήσει προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, μεταξύ άλλων, έχει νομική υποχρέωση, να προσδιορίσει ειδικά τους νομικούς και πραγματικούς λόγους επί των οποίων βασίζεται η προσφυγή του, που πρέπει να συνοδεύεται από πλήρη αποδεικτικά στοιχεία.
Ορθά δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως οι λόγοι ακύρωσης που οι εφεσείοντες δεν έθεσαν προς εξέταση ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών. Η νομιμότητα της απόφασης κρίνεται με αναφορά στα στοιχεία που η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών είχε ενώπιόν της, σε συνάρτηση προς τους λόγους ακύρωσης και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που ο παραπονούμενος (ενδιαφερόμενο πρόσωπο) έθεσε ενώπιόν της. Λόγοι ακύρωσης οι οποίοι δεν τέθηκαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών και εγείρονται για πρώτη φορά με την προσφυγή δεν εξετάζονται από το Δικαστήριο. Αν συνέβαινε το αντίθετο, ο σκοπός του νόμου θα καταστρατηγείτο ενώ εμμέσως θα παραβιαζόταν η προθεσμία των 75 ημερών του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Αρτέμης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 136/05), ημερ. 17.1.07.
Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Λ. Χριστοδουλίδου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή των εφεσειόντων για τη μη κατακύρωση της προσφοράς τους για συλλογή, μεταφορά, επεξεργασία και τελική διάθεση ζωϊκών αποβλήτων και ταυτόχρονα επικύρωσε την προσφορά του ενδιαφερόμενου μέρους. Οι εφεσείοντες άσκησαν προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο με αίτημα την ακύρωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών. Η προσφυγή απορρίφθηκε και με την παρούσα έφεση ζητείται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.
Υποβλήθηκε πρωτοδίκως ότι η προσφορά του ενδιαφερόμενου μέρους παραβίαζε την Ευρωπαϊκή Οδηγία 1774/2002 και/ή ότι δεν πληρούσε τις απαιτήσεις των όρων της προκήρυξης και/ή δεν έγινε η περί τούτου δέουσα έρευνα. Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι κατά το άνοιγμα των προσφορών δεν ήταν παρών ο εκπρόσωπος της ενδιαφερόμενης υπηρεσίας (Κτηνιατρικές Υπηρεσίες) και ότι, κατά παράβαση του Κανονισμού 23.(2)(α), δεν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες διαδικασίες που αφορούν στο άνοιγμα των προσφορών. Ισχυρίστηκαν ακόμα ότι έπασχαν η σύνθεση, λειτουργία και/ή συγκρότηση της Επιτροπής Αξιολόγησης και ότι δεν τηρήθηκαν πρακτικά ούτε από την Επιτροπή Αξιολόγησης ούτε και από το Συμβούλιο Προσφορών.
Διαπιστώθηκε πρωτοδίκως ότι οι προαναφερόμενοι λόγοι ακύρωσης δεν είχαν τεθεί προς εξέταση ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών και ενόψει τούτου, κρίθηκε ότι απαραδέκτως προβλήθηκαν για πρώτη φορά κατά την εκδίκαση της προσφυγής, ως εάν, αντικείμενο του δικαστικού ελέγχου να ήταν η ίδια η απόφαση του Συμβουλίου Προσφορών με την οποία κατακυρώθηκε η προσφορά του ενδιαφερόμενου μέρους. Το συμπέρασμα επί του προκειμένου ήταν ότι οι συγκεκριμένοι λόγοι ακύρωσης δεν μπορούσαν να εξεταστούν στα πλαίσια της προσφυγής αφού αυτή, είχε ως μόνο αντικείμενο την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών.
Οι εφεσείοντες θεωρούν ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι εσφαλμένη για τους πιο κάτω λόγους:
(α) Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών έχει μόνο επικυρωτική ή ακυρωτική εξουσία. Με την απόφασή της, επικύρωσε διοικητική πράξη η οποία πλήττει τα δικά τους έννομα συμφέροντα. Εναντίον της εν λόγω απόφασης, χωρούσε προσφυγή όπου δικαίως μπορούσε να εγερθούν όσοι λόγοι ακύρωσης θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε δικαστική κρίση με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Ο ισχυρισμός ότι η προσφορά του ενδιαφερόμενου μέρους παραβιάζει την Ευρωπαϊκή Οδηγία 1774/2002 μπορούσε να εξεταστεί ακόμη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ως θέμα δημόσιας τάξης. Η απόφαση της αναθέτουσας αρχής για κατακύρωση της προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος, ενσωματώθηκε στην τελική απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών και συνεπώς οι εφεσείοντες δεν εμποδίζονταν να προβάλουν όσους λόγους ακύρωσης θεωρούσαν αναγκαίο στα πλαίσια της προσφυγής, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
(β) Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών επί της ιεραρχικής προσφυγής είναι κάτι ξεχωριστό από την κατακύρωση και ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών τελειώνει την κατακύρωση. Η θέση των εφεσειόντων επί του προκειμένου είναι ότι ενώπιον του δικαστηρίου, τίθεται προς έλεγχο ολόκληρη η διαδικασία από την προκήρυξη έως και την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών.
(γ) Ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών δεν τέθηκαν, προφανώς γιατί δεν τηρήθηκαν, τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Επιτροπής Αξιολόγησης που έγιναν στις 9.8.2004, 10.8.2004, 11.8.2004 και 13.8.2004 αντίστοιχα. Ο εν λόγω ισχυρισμός, παρά το γεγονός ότι προβλήθηκε πρωτοδίκως, εντούτοις, λανθασμένα δεν εξετάστηκε.
(δ) Εσφαλμένα απορρίφθηκε ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι έπασχε η αξιολόγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης και λανθασμένα κρίθηκε ότι τα θέματα που ήγειραν οι εφεσείοντες αφορούσαν στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης επί σχετικών θεμάτων και συνεπώς δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.
Με βάση τον περί της Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Νόμο του 2003, N. 101(Ι)/2003 («ο Νόμος»), η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών έχει αρμοδιότητα να εξετάζει ιεραρχικές προσφυγές εναντίον πράξεων ή αποφάσεων της αναθέτουσας αρχής που παραβιάζουν οποιαδήποτε διάταξη του ισχύοντος δικαίου. Η ευθύνη της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών για την προώθηση των σκοπών του δικαίου δεν διαφέρει από την ευθύνη της αναθέτουσας αρχής για το ίδιο θέμα. Σύμφωνα με το Άρθρο 56(10) του Νόμου, μετά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, με βάση τα υποβληθέντα σ΄ αυτή στοιχεία, δύναται είτε:
(α) να επικυρώσει την πράξη ή απόφαση της αναθέτουσας αρχής, είτε
(β) να ακυρώσει την πράξη ή απόφαση της αναθέτουσας αρχής αν αυτή παραβιάζει οποιαδήποτε διάταξη του ισχύοντος δικαίου και προηγείται της σύναψης της σύμβασης, είτε
(γ) να ακυρώσει ή τροποποιήσει, λόγω παραβιάσεως οποιασδήποτε διάταξης του ισχύοντος δικαίου, οποιοδήποτε όρο, που περιέχεται στην προκήρυξη ή στα έγγραφα του διαγωνισμού ή σε οποιοδήποτε άλλο έγγραφο σχετικό με τη διαδικασία του διαγωνισμού και αναφέρεται σε τεχνικές, οικονομικές και χρηματοοικονομικές προδιαγραφές.
Με την εγκαθίδρυση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών με καθορισμένες αρμοδιότητες, ουσιαστικά καθιερώθηκε μηχανισμός επανεξέτασης του αντικειμένου της απόφασης της αναθέτουσας αρχής. Βασική προϋπόθεση τέτοιας επανεξέτασης είναι η ενεργοποίηση του εν λόγω μηχανισμού από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο που έχει εκ του νόμου αυτό το δικαίωμα. Νοείται ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διατηρεί, δυνάμει του νόμου, ακέραιο το δικαίωμά του να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος αντί να ασκήσει ιεραρχική προσφυγή.
Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών στα πλαίσια εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής, εξετάζει την υπόθεση χωρίς να δεσμεύεται από τις διαπιστώσεις ή την απόφαση του ιεραρχικά κατώτερου οργάνου. Η έκταση της εξέτασης, εξαρτάται από το είδος και τη φύση του παραπόνου και των συγκεκριμένων λόγων ακύρωσης που ο παραπονούμενος θέτει ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών. Η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, με ενσωματωμένη την απόφαση του ιεραρχικά κατώτερου οργάνου, η οποία χάνει πλέον την εκτελεστότητά της, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Όταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο επιλέξει να ασκήσει προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, μεταξύ άλλων, έχει νομική υποχρέωση, να προσδιορίσει ειδικά τους νομικούς και πραγματικούς λόγους επί των οποίων βασίζεται η προσφυγή του, που πρέπει να συνοδεύεται από πλήρη αποδεικτικά στοιχεία. Μετά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, με βάση τα υποβληθέντα σ΄ αυτή στοιχεία, δύναται να αποφασίσει, όπως ο νόμος κατά τα ανωτέρω ορίζει. Αν ο ενδιαφερόμενος θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο από την απόφαση, δικαιούται να ασκήσει προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών φέρει το τεκμήριο της νομιμότητας και τυγχάνει εφαρμογής εκτός αν ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Κατόπιν των ανωτέρω, θεωρούμε ότι ορθά δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως οι λόγοι ακύρωσης που οι εφεσείοντες δεν έθεσαν προς εξέταση ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών. Η νομιμότητα της απόφασης κρίνεται με αναφορά στα στοιχεία που η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών είχε ενώπιόν της, σε συνάρτηση προς τους λόγους ακύρωσης και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που ο παραπονούμενος (ενδιαφερόμενο πρόσωπο) έθεσε ενώπιόν της. Λόγοι ακύρωσης οι οποίοι δεν τέθηκαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών και εγείρονται για πρώτη φορά με την προσφυγή δεν εξετάζονται από το Δικαστήριο. Αν συνέβαινε το αντίθετο, ο σκοπός του νόμου θα καταστρατηγείτο ενώ εμμέσως θα παραβιαζόταν η προθεσμία των 75 ημερών του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Οι εφεσείοντες σαφώς δεν έθεσαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών θέμα παραβίασης της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 1774/2002, η μη τήρηση της οποίας αναμφιβόλως δεν αποτελεί θέμα δημόσιας τάξης για να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, όπως οι εφεσείοντες εισηγούνται. Το ίδιο ισχύει και για τον ισχυρισμό των εφεσειόντων περί παράβασης του κανονισμού λόγω μη παρουσίας εκπροσώπου των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών κατά το άνοιγμα των προσφορών. Ο ισχυρισμός περί πάσχουσας σύνθεσης του Συμβουλίου Προσφορών, παρέμεινε μετέωρος εφόσον δεν έχει τεκμηριωθεί με οποιοδήποτε τρόπο. Αναφορικά με το θέμα της μη τήρησης πρακτικών από την Επιτροπή Αξιολόγησης, η διαπίστωσή μας είναι πως ούτε αυτός ο λόγος ηγέρθη ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών και συνεπώς δεν μπορούσε να εξετασθεί στα πλαίσια της προσφυγής. Ο ισχυρισμός περί πάσχουσας αξιολόγησης της Επιτροπής Αξιολόγησης δεν ευσταθεί. Προκύπτει από τα πρακτικά ημερ. 14.9.2004 ότι είχε ζητηθεί από τους εφεσείοντες να τεκμηριώσουν συγκεκριμένα τεχνικά κριτήρια που θα λαμβάνονταν υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης της προσφοράς τους. Οι εφεσείοντες δεν ανταποκρίθηκαν, ως είχαν υποχρέωση, και αναπόφευκτα επηρεάστηκε η βαθμολογία τους.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €2000 έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.