ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 3 ΑΑΔ 57
9 Φεβρουαρίου, 2009
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΠΕΤΡΟΣ ΣΙΑΚΟΛΑΣ,
Εφεσείων - Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Εφεσιβλήτων - Καθ΄ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 123/2006)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Άρθρο 29 του Συντάγματος ― Η υποχρέωση της διοίκησης να απαντά σε αιτήματα πολιτών εντός 30 ημερών ή το συντομότερο δυνατόν ― Δεν τηρήθηκε στην κριθείσα περίπτωση, αλλά η παράλειψη απάντησης δεν προσβλήθηκε με προσφυγή ― Περιστάσεις και συνέπειες.
Ο εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του, ως στρεφόμενη κατά μη εκτελεστής διοικητικής πράξης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Ο εφεσείων-αιτητής δεν προσέβαλε την αρχική απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του. Εάν έπραττε τούτο, η από τον ίδιο επικαλούμενη άνιση αντιμετώπιση του ίδιου σε σύγκριση με άλλους υποψηφίους, αφού ήταν θέμα που υφίστατο τότε, θα μπορούσε να εγερθεί και θα εξεταζόταν σε μία τέτοια προσφυγή. Ο ισχυρισμός για άνιση μεταχείριση σε περιπτώσεις άλλων αιτητών, εν πάση περιπτώσει, δεν αποτελούσε νέο στοιχείο ώστε να ελαμβάνετο υπόψη σε μεταγενέστερη επανεξέταση και έτσι, κατά πάσα πιθανότητα, με βάση αυτά τα στοιχεία η διοίκηση θα κατέληγε σε βεβαιωτική απόφαση της μη προσβληθείσας.
Όσον αφορά το παράπονο του εφεσείοντα-αιτητή, ότι αν εξεταζόταν το αίτημά του εγκαίρως, δηλαδή εντός των 9 μηνών που προηγήθηκαν της εφαρμογής του τροποποιητικού Νόμου, δεν θα μπορούσαν οι καθ' ων η αίτηση να επικαλεστούν την τροποποίηση του νόμου, παρατηρούνται τα πιο κάτω. Ο εφεσείων-αιτητής, παρά την πιο πάνω καθυστέρηση και με δεδομένο ότι και ο ίδιος όφειλε να γνωρίζει την ύπαρξη του νέου Νόμου και την ημερομηνία που θα ετίθετο σε εφαρμογή, δεν προσέφυγε με βάση το Άρθρο 29 του Συντάγματος εναντίον της παράλειψης της διοίκησης να απαντήσει στο αίτημά του. Παραμένει το γεγονός ότι το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης επιστολής δεν περιείχε οποιαδήποτε εκτελεστή απόφαση που δημιουργούσε δικαιώματα ή υποχρεώσεις.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 694/01, ημερ. 13.6.2003.
Έφεση.
Έφεση από τoν εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Παπαδοπούλου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 142/04), ημερ. 9.8.06.
Μ. Χριστοφίδης, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Μ. Ουστά, ασκούμενη δικηγόρο, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Π..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Ο εφεσείων-αιτητής είχε υποβάλει αίτηση στον Υπουργό Οικονομικών στις 11 Οκτωβρίου, 2001 για να του παραχωρηθεί εξουσιοδότηση για ετοιμασία και υπογραφή λογαριασμών και προσδιορισμό φορολογητέου εισοδήματος, για σκοπούς επιβολής φόρου εισοδήματος. Αφού εξετάστηκε η αίτησή του, οι εφεσίβλητοι-καθ΄ων η αίτηση, με επιστολή τους ημερομηνίας 31 Ιανουαρίου 2002, απέρριψαν το αίτημά του.
Μετά από ενέργειες και από τρίτα πρόσωπα, ο εφεσείων-αιτητής, με επιστολή του ημερομηνίας 24 Απριλίου 2002, ζήτησε από τον Υπουργό Οικονομικών την επανεξέταση του αιτήματός του, προβάλλοντας και ισχυρισμούς και δίδοντας στοιχεία για την έγκριση παρόμοιου αιτήματος σε άλλα πρόσωπα και την, ως εκ τούτου, εισήγησή του, ότι υπήρξε δυσμενής διάκριση. Λόγω της παράλειψης των καθ' ων η αίτηση να απαντήσουν στο αίτημά του για επανεξέταση, ο εφεσείων-αιτητής, με επιστολή του ημερομηνίας 29 Ιουλίου, 2003, ζήτησε και πάλι την επανεξέταση του αιτήματος.
Ο εφεσείων-αιτητής, επιπρόσθετα, υπέβαλε παράπονο στην Επίτροπο Διοικήσεως με επιστολή ημερομηνίας 21.2.03, που κατέληξε σε εισήγησή της για επανεξέταση του αιτήματός του. Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ του Υπουργείου Οικονομικών και της Επιτρόπου Διοικήσεως και το όλο θέμα έληξε με τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας της 25.7.2003, ο οποίος, επισημαίνοντας την τροποποίηση που επήλθε με τον Νόμο 118(Ι)/2002 κατέληξε ότι, με βάση αυτή, ο Υπουργός Οικονομικών εστερείτο πλέον από 1.1.2003 του δικαιώματος να παραχωρεί εξουσιοδότηση ή να επιλαμβάνεται αιτημάτων για επανεξέταση αρνητικών απαντήσεων που δόθηκαν με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε πριν την εν λόγω τροποποίηση.
Τελικά, η απάντηση στο αίτημα του αιτητή δόθηκε με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών ημερομηνίας 4.12.2003, στην οποία αναλυόταν το ιστορικό και η κατάσταση σχετικά με το θέμα και διαπιστωνόταν με πληροφόρηση του αιτητή περί τούτου, ότι δεν υπήρχε πλέον με βάση το Νόμο δυνατότητα παραχώρησης εξουσιοδότησης από τον Υπουργό.
Ο εφεσείων-αιτητής προσέφυγε εναντίον του περιεχομένου της επιστολής της 4.12.2003 και το πρωτόδικο Δικααστήριο απέρριψε την προσφυγή του, αφού δέχθηκε προδικαστική ένσταση, κρίνοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν εκτελεστή, αφού δεν ήταν παράγωγος έννομων αποτελεσμάτων, ρυθμιστικών των δικαιωμάτων του αιτητή.
Με την έφεσή του ο αιτητής ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την προδικαστική ένσταση και επίσης ότι εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι ορθά η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά την εξέταση του αιτήματος για επανεξέταση και θεωρώντας ότι δεν υπήρχε αρμοδιότητα για παραχώρηση της εξουσιοδότησης του αιτητή.
Μεταξύ των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν από τον εφεσείοντα-αιτητή, ήταν η υπέρμετρη καθυστέρηση στην εξέταση του αιτήματός του με αποτέλεσμα να τεθεί σε ισχύ ο τροποποιητικός νόμος, την ύπαρξη του οποίου οι καθ΄ων η αίτηση γνώριζαν και κατά τον ισχυρισμό του εφεσείοντα εκμεταλλεύτηκαν με το να μην απαντήσουν εγκαίρως στο αίτημά του. Εάν εξέταζαν εγκαίρως το αίτημά του, εισηγήθηκε, δεν θα μπορούσαν να επικαλεστούν την τροποποίηση του Νόμου και ο Υπουργός Οικονομικών, στο στάδιο εκείνο, θα εξακολουθούσε να έχει το δικαίωμα εξουσιοδότησης.
Επισημαίνουμε το γεγονός ότι ο εφεσείων-αιτητής δεν προσέβαλε την αρχική απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του. Εάν έπραττε τούτο, η από τον ίδιο επικαλούμενη άνιση αντιμετώπιση του ίδιου σε σύγκριση με άλλους υποψηφίους, αφού ήταν θέμα που υφίστατο τότε, θα μπορούσε να εγερθεί και θα εξεταζόταν σε μία τέτοια προσφυγή. Ο ισχυρισμός για άνιση μεταχείριση σε περιπτώσεις άλλων αιτητών, εν πάση περιπτώσει, δεν αποτελούσε νέο στοιχείο ώστε να ελαμβάνετο υπόψη σε μεταγενέστερη επανεξέταση και έτσι, κατά πάσα πιθανότητα, με βάση αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαμε να πούμε πως η διοίκηση θα κατέληγε σε βεβαιωτική απόφαση της μη προσβληθείσας.
Όσον αφορά το παράπονο του εφεσείοντα-αιτητή, ότι αν εξεταζόταν το αίτημά του εγκαίρως, δηλαδή εντός των 9 μηνών που προηγήθηκαν της εφαρμογής του τροποποιητικού Νόμου, δεν θα μπορούσαν οι καθ΄ων η αίτηση να επικαλεστούν την τροποποίηση του νόμου, παρατηρούμε τα πιο κάτω.
Ο εφεσείων-αιτητής, παρά την πιο πάνω καθυστέρηση και με δεδομένο ότι και ο ίδιος όφειλε να γνωρίζει την ύπαρξη του νέου Νόμου και την ημερομηνία που θα ετίθετο σε εφαρμογή, δεν προσέφυγε με βάση το Άρθρο 29 του Συντάγματος εναντίον της παράλειψης της διοίκησης να απαντήσει στο αίτημά του. Ως εκ τούτου, όσα επιχειρήματα προβλήθηκαν εκ μέρους του εφεσείοντα αναφορικά με την μη έγκαιρη απάντηση στο αίτημά του, δεν οδηγούν σε ουσιαστικό αποτέλεσμα, αφού η παράλειψη δεν προσβλήθηκε με βάση το Άρθρο 29. Παραμένει το γεγονός ότι το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης επιστολής δεν περιείχε οποιαδήποτε εκτελεστή απόφαση που δημιουργούσε δικαιώματα ή υποχρεώσεις. Στην ουσία της, η επιστολή, όπως εισηγήθηκε και κατά τις διευκρινίσεις πρωτόδικα η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, ήταν πληροφοριακού περιεχομένου, κοινοποιώντας στον εφεσείοντα-αιτητή ότι δεν θα μπορούσε σε καμμία περίπτωση πλέον να ικανοποιηθεί το αίτημά του, αφού είχε αφαιρεθεί με το νέο νόμο το δικαίωμα του Υπουργού Οικονομικών, που αφορούσε την περίπτωση. Όπως τονίστηκε στην Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 694/01, ημερ. 13.6.03 (παρόλον ότι αυτή αφορούσε επανεξέταση μετά από ακυρωτική απόφαση), ακόμα και σε εκείνες τις περιπτώσεις, δηλαδή επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση (που δεν είναι η περίπτωση μας) δεν εφαρμόζεται το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της ακυρωθείσας πράξης «όταν ο νέος Νόμος είναι αναδρομικής ισχύος ή όταν προκύπτει από το νέο Νόμο πως ο Νομοθέτης δεν ανέχεται στο εξής την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων». Τοσούτω μάλλον στη δική μας περίπτωση, όπου η αιτούμενη επανεξέταση δεν σχετιζόταν με προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση.
Καταλήγοντας, θα θέλαμε να εκφράσουμε την απαρέσκειά μας για την μεγάλη και παντελώς αδικαιολόγητη καθυστέρηση απάντησης της διοίκησης στο αίτημα του εφεσείοντα. Είναι επιταγή του Συντάγματος να απαντώνται εντός 30 ημερών ή το συντομότερο δυνατόν τα παράπονα και αιτήματα των πολιτών και η συμμόρφωση των διοικητικών αρχών συνιστά απαραίτητο στοιχείο της χρηστής διοίκησης.
Εν όψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα πλέον Φ.Π.Α εναντίον του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.