ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 3 ΑΑΔ 52

5 Φεβρουαρίου, 2009

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

ΙΩΑΝΝΟΥ & ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗΣ ΛΤΔ,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Καθ' ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 457/2007)

 

Ρύθμιση Τροχαίας Μεταφοράς ― Άδεια οδικής χρήσης οχήματος ― Άρθρο 16(1) του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμου του 1982 (Ν.9/82 όπως τροποποιήθηκε) ― Κατά πόσο η τροποποίηση του Άρθρου 16(1) με τον τροποποιητικό Νόμο 260(Ι)/04 αφορά την ανανέωση ήδη εκδοθεισών αδειών ― Ερμηνεία σε συνδυασμό με το Άρθρο 5(10) του βασικού Νόμου.

Η αιτήτρια προσέφυγε κατά της απόφασης των καθ' ων η αίτηση που απέρριψε αίτησή τους για ανανέωση έξι αδειών οδικής χρήσης οχημάτων της. Λόγω των εκτεταμένων διαστάσεων του εγειρόμενου με την προσφυγή θέματος, την υπόθεση ανέλαβε η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Είναι ορθή η εισήγηση της Αιτήτριας ότι το τροποποιηθέν Άρθρο 16(1) του Ν.9/82, ορθώς ερμηνευόμενο, δεν αφορά την ανανέωση ήδη εκδοθεισών αδειών, παρά μόνο την έκδοση νέων.  Οι αρχές οι οποίες διέπουν τη χορήγηση και ανανέωση αδειών περιέχονται στο Άρθρο 5, σημαντικό δε για παρόντες σκοπούς είναι το Άρθρο 5(10) του Νόμου.  Εξουσία ανανέωσης των αδειών δεν έχει η Αρχή Αδειών, αλλά το Τμήμα Οδικών Μεταφορών, όπως ρητώς αναφέρεται στο Άρθρο 3Α(α).

Η τροποποίηση του Άρθρου 16(1) ουδόλως επηρέασε το Άρθρο 5(10), με δεδομένο πάντοτε ότι οι άδειες της Αιτήτριας δεν είχαν ανακληθεί και με αποτέλεσμα το υπόβαθρο στο οποίο είχαν εκδοθεί οι εν λόγω άδειες να παρέμενε σταθερό. 

Η Αιτήτρια, με την εξασφάλιση των εν λόγω αδειών έχει οργανώσει την επιχείρησή της αναλόγως, δαπανώντας πολλά χρήματα για την αγορά των οχημάτων, αλλά και για την εργοδότηση οδηγών τους και εν γένει τη διάρθρωση των εργασιών της.  Θα ήταν έτσι ακόμα πιο δύσκολο να αποδοθεί στο νομοθέτη πρόθεση επέκτασης του Άρθρου 16(1) σε ήδη εκδοθείσες άδειες και έτσι τόσο δραστικού επηρεασμού των υφιστάμενων στη βάση των εν λόγω αδειών συμφερόντων της Αιτήτριας και άλλων στη θέση της.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Προσφυγή.

Α. Αιμιλιανίδης με Η. Κυριακίδη, για την Αιτήτρια.

Α. Μαππουρίδης, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα  δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η Αιτήτρια εταιρεία υπέβαλε στο Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών έξι αιτήσεις επί των σχετικών εντύπων του Τμήματος για ανανέωση των αδειών οδικής χρήσης αντιστοίχων οχημάτων της για το 2007 μαζί με επιταγή £30 ως τα αναλογούντα τέλη ανανέωσής τους.  Ο Διευθυντής απάντησε ότι:

«. η αυτόματη ανανέωση των αδειών των μεταφορέων αυτών είναι αντίθετη με τη σχετική νομοθεσία και πρέπει να υποβάλετε αιτήσεις για χορήγηση νέων αδειών μεταφορέων «Γ», σύμφωνα με τον τροποποιητικό Νόμο 260(Ι)/2004.

Ως εκ τούτου σας επιστρέφω την επιταγή σας και τις αιτήσεις σας για να τις υποβάλετε ξανά σύμφωνα με τη νέα διαδικασία που προβλέπεται στο Άρθρο 16Α του υπό αναφορά Νόμου.»

Στο επίκεντρο της προσφυγής της Αιτήτριας κατά της εν λόγω απόφασης είναι το Άρθρο 16(1) του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμου του 1982 (Ν. 9/1982) όπως τροποποιήθηκε (εν τοις εφεξής καλουμένου «ο Νόμος»). Αρχικώς, ότε και εξεδόθησαν οι έξι άδειες με πενταετή ισχύ, το Άρθρο 16(1) προνοούσε:

«Η Αρχή Αδειών δύναται να χορηγεί άδεια σε φορτηγά μηχανοκίνητα οχήματα των οποίων το μικτό βάρος υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες κιλά, που στο παρόν άρθρο θα αναφέρεται ως άδεια μεταφορέα «Β», και τα οποία ανήκουν σε εμπορικές ή άλλες επιχειρήσεις, εφόσον ικανοποιηθεί ότι η χρήση τέτοιων οχημάτων είναι απαραίτητη για τις ανάγκες της επιχείρησης που διεξάγει ο αιτητής.»

Το 2004 το Άρθρο 16(1) τροποποιήθηκε ως ακολούθως:

«Η αρχή αδειών μπορεί να χορηγεί άδεια σε φορτηγά μηχανοκίνητα οχήματα με μικτό βάρος που υπερβαίνει τα δέκα χιλιάδες κιλά αλλά δεν υπερβαίνει τα είκοσι χιλιάδες για τη μεταφορά φορτίων για ίδιο λογαριασμό, που στο παρόν άρθρο θα αναφέρεται ως άδεια μεταφορέα 'Β', και τα οποία ανήκουν σε επιχειρήσεις, εφόσον ικανοποιηθεί ότι η χρήση των οχημάτων αυτών αφορά-

(α)   τη μεταφορά αντικειμένων, η εμπορία των οποίων αποτελεί το κύριο επάγγελμα του ιδιοκτήτη του οχήματος που τα μεταφέρει, εφόσον αυτά ανήκουν ή ανήκαν κατά κυριότητα σε αυτόν και μεταφέρονται στον αγοραστή τους για την εκτέλεση σύμβασης πώλησης·

(β)   τη μεταφορά αντικειμένων που ανήκουν κατά κυριότητα σε τρίτους, η παραγωγή, η κατασκευή, λατόμηση, οικοδόμηση, εμφιάλωση, επισκευή, μεταποίηση ή καθαρισμός των οποίων αποτελεί το κύριο επάγγελμα του ιδιοκτήτη του οχήματος που τα μεταφέρει.»

Η πρακτική σημασία της τροποποίησης για σκοπούς της υπόθεσης έγκειται στο ότι τα εν λόγω έξι οχήματα της Αιτήτριας ήσαν μικτού βάρους πέραν των 20 τόνων. Αν η Αιτήτρια δεν μπορούσε να εξασφαλίσει νέες άδειες δυνάμει του νέου Άρθρου 16(1), μόνο πολύ περιορισμένες δυνατότητες θα είχε δυνάμει του εισαχθέντος το 2004 Άρθρου 16Α για άδεια μεταφορέα «Γ».

Βασική θέση της Αιτήτριας είναι ότι η τροποποίηση του Άρθρου 16(1) αντίκειται προς το Άρθρο 25 του Συντάγματος με προεκτάσεις και στο Άρθρο 28.  Τούτο ήταν, σε συνδυασμό με τις εκτεταμένες διαστάσεις του θέματος, που οδήγησε στην ανάληψη της υπόθεσης από την Πλήρη Ολομέλεια.  Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης όμως, και έχοντας υπ΄όψη ότι συνταγματικά θέματα δεν εξετάζονται αν δεν είναι απαραίτητο, διεφάνη μια άλλη διάσταση της υπόθεσης η οποία αφορά την ίδια την ερμηνεία του τροποποιηθέντος Άρθρου 16(1), κατά πόσο δηλαδή αφορά και ήδη εκδοθείσες άδειες ή περιορίζεται σε νέες άδειες.  Στην πρώτη περίπτωση, δεν θα καθίστατο αναγκαίο να απευθυνθούμε στο συνταγματικό θέμα.  Εδόθησαν λοιπόν οδηγίες και κατεχωρήθησαν αγορεύσεις επί του θέματος της εμβέλειας του τροποποιηθέντος Άρθρου 16(1).

Έχοντας το όφελος των αγορεύσεων, και αφού εξετάσαμε το σύνολο των νομοθετικών διατάξεων, είναι η κατάληξή μας ότι είναι ορθή η εισήγηση της Αιτήτριας ότι το τροποποιηθέν Άρθρο 16(1), ορθώς ερμηνευόμενο, δεν αφορά την ανανέωση ήδη εκδοθεισών αδειών παρά μόνο την έκδοση νέων.

Σημαντικό είναι κατ' αρχάς να γίνει αντιληπτός ο ρόλος της Αρχής Αδειών και του Τμήματος Οδικών Μεταφορών.  Βασική εξουσία της Αρχής Αδειών, όπως προνοείται στο Άρθρο 3(1) του Νόμου, είναι η έκδοση αδειών οδικής χρήσης.  Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και η εξουσία της δυνάμει του Άρθρου 16(1) να χορηγεί άδειες «Β» σε συνάρτηση με το φορτίο (άλλες άδειες σε συνάρτηση με τους επιβάτες ρυθμίζονται στα Άρθρα 8 μέχρι 11Α).  Οι αρχές οι οποίες διέπουν τη χορήγηση και ανανέωση αδειών περιέχονται στο Άρθρο 5, σημαντικό δε για παρόντες σκοπούς είναι το Άρθρο 5(10):

«Οι άδειες οδικής χρήσης θα ισχύουν για χρονική περίοδο μέχρι πέντε ετών από την ημερομηνία έκδοσης τους και θα ανανεώνονται για περαιτέρω περιόδους μέχρι πέντε ετών η καθεμιά με την καταβολή του νενομισμένου τέλους, εκτός αν προηγουμένως ανακληθούν ή ανασταλούν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου.»

Εξουσία ανανέωσης των αδειών όμως δεν έχει η Αρχή Αδειών αλλά το Τμήμα Οδικών Μεταφορών, όπως ρητώς αναφέρεται στο Άρθρο 3Α(α).  Δια τούτο είναι που και η ανανέωση (έναντι ενός προφανώς ευτελούς ποσού που σημειολογεί το τυπικό της) ζητείται επί εντύπων του Τμήματος και που, όπως το θέτει ο Αιτητής, είναι «αυτόματη» με την έννοια ότι, εφ΄όσον καταβάλλεται το αναλογούν χρηματικό ποσό, η ανανέωση παρέχεται για νέα πενταετή περίοδο δεδομένου ότι η άδεια δεν έχει ανακληθεί ή ανασταλεί.

Με αυτό το υπόβαθρο, και έχοντας υπ΄όψη τις ευρύτερες παραμέτρους στις οποίες θα αναφερθούμε στη συνέχεια, δεν βλέπουμε πώς το τροποποιηθέν Άρθρο 16(1) θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως επηρεάζον ήδη εκδοθείσες άδειες όπως εισηγείται η Δημοκρατία.  Στο ίδιο το Άρθρο 16(1) δεν υπάρχει οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν ουσιαστικά να ανακαλέσει τις ήδη εκδοθείσες άδειες και να επιβάλει υποχρέωση έκδοσης νέων.  Η τροποποίηση του Άρθρου 16(1) ουδόλως επηρέασε το Άρθρο 5(10), με δεδομένο πάντοτε ότι οι άδειες της Αιτήτριας δεν είχαν ανακληθεί και με αποτέλεσμα το υπόβαθρο στο οποίο είχαν εκδοθεί οι εν λόγω άδειες να παρέμενε σταθερό.  Οι εισηγήσεις της Δημοκρατίας ουσιαστικά καταλήγουν σε απόδοση στο Άρθρο 16(1) όχι απλώς αναδρομικότητας αλλά ανάκλησης όλων των ήδη εκδοθεισών αδειών. Η ανάκληση όμως, με όλα όσα συνεπάγεται εφ΄όσον μάλιστα επηρεάζει δυσμενώς, συνιστά διοικητική πράξη αρμοδίου οργάνου και δεν μπορεί να αποδοθεί στο νομοθέτη, με βάση το λεκτικό του Άρθρου 16(1), πρόθεση ανάληψης εκ μέρους του (και αν αυτό ήταν δυνατό) διοικητικής εξουσίας.

Υπάρχει όμως και μία άλλη παράμετρος.  Όπως υποδεικνύει η Αιτήτρια, με την εξασφάλιση των εν λόγω αδειών έχει οργανώσει την επιχείρηση της αναλόγως, δαπανώντας πολλά χρήματα για την αγορά των οχημάτων αλλά και για την εργοδότηση οδηγών τους και εν γένει τη διάρθρωση των εργασιών της.  Θα ήταν έτσι ακόμα πιο δύσκολο να αποδοθεί στο νομοθέτη πρόθεση επέκτασης του Άρθρου 16(1) σε ήδη εκδοθείσες άδειες και έτσι τόσο δραστικού επηρεασμού των υφιστάμενων στη βάση των εν λόγω αδειών συμφερόντων της Αιτήτριας και άλλων στη θέση της.  Θα απαιτείτο πολύ σαφής εκδήλωση τέτοιας πρόθεσης για να εδίδετο ανάλογη ερμηνεία, και μάλιστα αφού σε τέτοια περίπτωση θα αναδεικνύοντο ενδεχόμενες συνταγματικές προσκρούσεις. Σε αυτές όμως, όπως εγείρονται από την Αιτήτρια, δεν θα απευθυνθούμε ενόψει της κατάληξής μας. Παρατηρούμε μόνο, ως προς την επίκληση της αρχής της ισότητας από τη Δημοκρατία στο επιχείρημα της ότι, αν γίνει δεκτή η ερμηνεία του Άρθρου 16(1) που εισηγείται ο Αιτητής, θα υπάρξει άνιση διάκριση μεταξύ κατόχων παλαιών και κατόχων νέων αδειών «Β», ότι τέτοια διάκριση δεν θα ήταν αναιτιολόγητη εν όψει των λεχθέντων.

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.  Η Δημοκρατία θα καταβάλει €2000 πλέον Φ.Π.Α. έξοδα στην Αιτήτρια.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο