ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 3 ΑΑΔ 49
21 Ιανουαρίου, 2008
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 9, 25, 26 ΚΑΙ 35
ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΑΒΡΑΑΜ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1546/2006)
Δημόσια Υπηρεσία — Προσλήψεις σε μόνιμη ή προσωρινή θέση — Μόνο αρμόδιο σώμα για τη διενέργειά τους, με απαραίτητη προηγούμενη προκήρυξη, στη βάση εγκεκριμένων σχεδίων υπηρεσίας, είναι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας — Σύνοψη των σχετικών αρχών από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε αρμονία με τις γενικές αρχές δικαίου σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Έκτακτοι/συμβασιούχοι — Ο τερματισμός των υπηρεσιών τους ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου — Ερμηνεία των περί της Διαδικασίας Πρόσληψης Εκτάκτων Υπαλλήλων στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία Νόμων του 1995 έως 2004 σε συνδυασμό με τις πρόνοιες της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και του εναρμονιστικού προς αυτήν Νόμου 98(Ι)/2003 (περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης)) υπό το φως και του περί της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου αρ. 127(Ι)/2006.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Τα δικαιώματα που αποκτούν όλοι οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου, που μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου, διασφαλίζονται ισότιμα και ισόνομα από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών — Το Ανώτατο Δικαστήριο υπό το Αρθρο 146 του Συντάγματος δεν κέκτηται δικαιοδοσία επίλυσης των σχετικών διαφορών, ενόψει του περιεχομένου της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και του εναρμονιστικού της Νόμου 98(Ι)/2003.
Η αιτήτρια επεδίωξε την ακύρωση του τερματισμού των υπηρεσιών της ως εκτάκτου διοικητικού λειτουργού στο γραφείο Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει συνοψίσει τις βασικές αρχές που διέπουν διορισμούς στο δημόσιο, όπως αυτές προκύπτουν από το Σύνταγμα και τους συνάδοντας προς αυτό Νόμους, ως εξής:
«α. Μόνο αρμόδιο σώμα για τη διενέργεια προσλήψεων στη Δημόσια Υπηρεσία, σε μόνιμη ή προσωρινή θέση, είναι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.
β. Καμιά θέση στη Δημόσια Υπηρεσία δεν πληρούται χωρίς να προηγηθεί η δημόσια προκήρυξη της.
γ. Η κατοχή των προβλεπόμενων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για διορισμό σε δημόσια θέση.»
Η εν λόγω κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, συνάδει απόλυτα με τις γενικές αρχές δικαίου για ισοτιμία, ισονομία και την επιτακτική ανάγκη ύπαρξης διαφανών διαδικασιών, όπου λειτουργεί το δημόσιο απευθυνόμενο προς τους πολίτες, όπως έχουν υιοθετηθεί από το ΕΔΑΔ και ΔΕΚ.
Ο Ν. 98(Ι)/2003, που είναι εναρμονιστικός της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, ορίζει στο Αρθρο 10 ως αρμόδιο δικαστήριο «προς επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς αστικής φύσεως, η οποία ήθελε προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου», το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Και βεβαίως ο τερματισμός των υπηρεσιών συμβασιούχου εμπίπτει στην έννοια «διαφοράς αστικής φύσεως». Ο καθορισμός του αρμόδιου δικαστηρίου στο Νόμο έγινε σύμφωνα με το Άρθρο 5 στη Ρήτρα 8 της Οδηγίας.
Ο Νόμος και η οδηγία εφαρμόζονται σε όλους τους συμβασιούχους αορίστου διαρκείας που υπηρετούν στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Η θεραπεία που δίδεται από το δικαστήριο, σε περίπτωση παρανομίας εκ μέρους του εργοδότη, πρέπει να είναι πλήρης και ταυτόχρονα ισότιμη και ισόνομη. Τέτοια θεραπεία δεν μπορεί να δώσει το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ακυρωτική και ασκείται μόνο στον τομέα του δημοσίου δικαίου. Επομένως, οι συμβασιούχοι αορίστου διαρκείας στον ιδιωτικό τομέα δεν μπορούν να την επικαλεστούν. Με το Νόμο και τη σχετική Οδηγία όλοι οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου, που μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου, αποκτούν δικαιώματα που διασφαλίζονται ισότιμα και ισόνομα από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, όπως καθορίζεται στο Νόμο.
Οι όροι υπηρεσίας των εκτάκτων - συμβασιούχων στο δημόσιο τομέα καθορίζονται από τη σύμβασή τους και τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και ως εκ τούτου ο τερματισμός των υπηρεσιών τους ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και τη σχετική Οδηγία, η οποία, σύμφωνα με την πρόσφατη τροποποίηση του Συντάγματός μας, Ο περί της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος, Ν. 127(Ι)/06, έχει αυξημένη ισχύ και έναντι των προνοιών του Συντάγματος.
Επομένως, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία στο θέμα.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. v. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363,
Μενελάου κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 370,
Ηλία κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884,
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων v. Ιταλικής Δημοκρατίας και υποστηριζόμενης από το Βασίλειο της Δανίας, Υπόθεση C-260/04, ημερ. 13/9/07.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης με Στ. Αγγελίδου, για την Αιτήτρια.
Ρ. Πετρίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Δ. Χριστοδούλου και Μ. Καλλίγερου, εμφανίζονται για να παρακολουθήσουν τη διαδικασία.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Αρτεμίδης, Π..
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Η αιτήτρια προσελήφθη το Μάιο του 2002 ως έκτακτη διοικητικός λειτουργός στο γραφείο Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Η πρόσληψη της έγινε βάσει του Αρθρου 5, των περί της Διαδικασίας Πρόσληψης Έκτακτων Υπαλλήλων στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία Νόμων του 1995 έως 2004. Αρχικά υπηρετούσε πάνω σε δεκαπενθήμερη βάση απασχόλησης και από 2.8.2002 με διαδοχικά ετήσια συμβόλαια. Την 1.9.2006 τερματίστηκε η σύμβαση της γιατί στη θέση που υπηρετούσε διορίστηκε μόνιμος διοικητικός λειτουργός από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού ακολουθήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται στον ομώνυμο Νόμο 1/1990. Προβλέπεται ρητά στις επιφυλάξεις του Άρθρου 3(1) του πιο πάνω Νόμου, (Ν. 108(I) του 1995), πως οι υπηρεσίες των έκτακτων υπαλλήλων τερματίζονται οποτεδήποτε, ευθύς ως οι υπηρεσιακές ανάγκες για την κάλυψη των οποίων έχουν προσληφθεί παύουν να υφίστανται, είτε λόγω πλήρωσης κενών θέσεων είτε άλλως πως.
Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση τερματισμού των υπηρεσιών της. Ο δικηγόρος της εισηγείται στην αίτηση ακυρώσεως πως η αιτήτρια δικαιούται να προσφέρει τις υπηρεσίες της, όπως ο ίδιος το θέτει στο δικόγραφο: «κατά την κειμένη νομοθεσία ως σχέση δημόσιου δικαίου που μπορεί να τερματισθεί μόνο ως τούτο δυνατόν να γίνει κατά ή ανάλογα με το δημόσιο δίκαιο». Σε ξεχωριστή δε παράγραφο των νομικών λόγων που προβάλλονται στην αίτηση ακυρώσεως (θ) αναφέρεται πως ο τερματισμός των υπηρεσιών της αιτήτριας είναι παράνομος, γιατί έγινε κατ' επίκληση διάταξης του πιο πάνω Νόμου, ο οποίος όμως δεν αφορά σε συμβασιούχους, των οποίων η υπηρεσία έχει μετατραπεί σε αορίστου διαρκείας, όπως τώρα προβλέπεται στον περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμο του 2003, Ν. 98(I)/2003. Ο δικηγόρος της αιτήτριας επικαλείται και άλλους λόγους ακύρωσης της υπό κρίση απόφασης, που προκύπτουν από την εφαρμογή των αρχών διοικητικού δικαίου όπως η έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, ότι δεν δόθηκε η ευκαιρία στην αιτήτρια να ακουστεί πριν από τη λήψη της και πως η απόφαση ελήφθη από αναρμόδιο όργανο.
Η δικηγόρος της Δημοκρατίας υποστήριξε πως ορθά εφαρμόστηκε η κειμένη νομοθεσία περιλαμβανομένου και του Νόμου 98(I) του 2003 που στοχεύει, καθώς αναφέρεται και στην αρχή του κειμένου του, στην εναρμόνιση του δικαίου μας με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, δηλαδή την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999.
Κατά τη συζήτηση δόθηκε η ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους και οι δικηγόροι που εκπροσωπούσαν αιτητές σε προσφυγές με πανομοιότυπο περιεχόμενο, ώστε η απόφαση να αφορά όλες τις ενώπιον της Ολομέλειας αιτήσεις.
Μετά το πέρας της συζήτησης επιφυλάξαμε την απόφασή μας. Κατά τις διαβουλεύσεις μας όμως ανέκυψε ένα νομικό σημείο, που κρίναμε πως θα έπρεπε να διερευνηθεί περαιτέρω. Διατυπώσαμε εγγράφως το νομικό ερώτημα, το οποίο και εστάλη στους εμπλεκόμενους δικηγόρους και ορίστηκε η υπόθεση για περαιτέρω συζήτηση. Το νομικό ερώτημα όπως, διατυπώθηκε και διεβιβάσθη στους δικηγόρους, παρατίθεται αυτούσιο:
«Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε να επανανοίξει την πιο πάνω υπόθεση, για να συζητηθεί το ζήτημα που ακολουθεί, και επί του οποίου αναμένεται να εκτεθούν οι απόψεις των μερών.
Ο περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμος του 2003, Ν.98(I)/2003, υιοθετεί τις πρόνοιες της σχετικής Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28.6.99. Η Οδηγία προφανώς εφαρμόζεται σε όλους τους συμβασιούχους ορισμένης διάρκειας είτε δηλαδή εργοδοτούνται στο δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα. Στο Αρθρο 5 της Ρήτρας 8 της Οδηγίας αναφέρεται πως η πρόληψη και αντιμετώπιση των διαφορών και καταγγελιών που προκύπτουν από την εφαρμογή της γίνεται σύμφωνα με τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις και πρακτικές σε εθνικό επίπεδο. Το Άρθρο 10 του Ν. 98(I)/03 ορίζει ως αρμόδιο Δικαστήριο προς επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς αστικής φύσεως, η οποία ήθελε προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Προκύπτει, επομένως το ερώτημα κατά πόσο, και ενόψει των προνοιών της Οδηγίας και της ισχύος της σήμερα στο νομικό μας σύστημα, αρμόδιο Δικαστήριο για να παράσχει ισόνομη και ισότιμη θεραπεία σε όσους εμπίπτουν στις πρόνοιες του Νόμου και της Οδηγίας είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.
Η υπόθεση ορίζεται για παραπέρα συζήτηση στις 29.11.07 η ώρα 11:30 π.μ.»
Κατά την επανασυζήτηση της υπόθεσης, για να εκφραστούν οι απόψεις στο πιο πάνω νομικό ερώτημα, ο δικηγόρος της αιτήτριας εισηγήθηκε πως με την προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση του διοικητικού οργάνου με την οποία τερματίστηκαν οι υπηρεσίες της αιτήτριας, θέμα δηλαδή που ανάγεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και επί του οποίου αρμοδιότητα έχει το Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας υποστήριξε τις αρχικές της θέσεις αφήνοντας να νοηθεί και αυτή πως αρμόδιο δικαστήριο για την επίλυση της διαφοράς, είναι το Ανώτατο Δικαστήριο.
Ως πρόλογο, και για το ιστορικό της υπόθεσης, να αναφέρουμε πως η μόνιμη θέση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με την πρόσληψη ατόμων στη Δημόσια Υπηρεσία με διαδικασίες έξω από την προβλεπόμενη στο Σύνταγμα και τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο 1/90, στον οποίο υιοθετούνται οι συνταγματικές αρχές για ίση μεταχείριση των πολιτών και διαφάνεια στις διαδικασίες, εκφράστηκε ρητά και καθαρά στις υποθέσεις Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλοι v. Γιάλλουρου και Άλλης (1995) 3 Α.Α.Δ. 363, Μενελάου και Άλλοι v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 370 και Ηλία και Άλλοι v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884. Στην υπόθεση μάλιστα Μενελάου, το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε ορθό να συνοψίσει τις βασικές αρχές που διέπουν διορισμούς στο δημόσιο, όπως αυτές προκύπτουν από το Σύνταγμα και τους συνάδοντας προς αυτό Νόμους, ως εξής:
«α. Μόνο αρμόδιο σώμα για τη διενέργεια προσλήψεων στη Δημόσια Υπηρεσία, σε μόνιμη ή προσωρινή θέση, είναι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.
β. Καμιά θέση στη Δημόσια Υπηρεσία δεν πληρούται χωρίς να προηγηθεί η δημόσια προκήρυξη της.
γ. Η κατοχή των προβλεπόμενων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για διορισμό σε δημόσια θέση.»
Να προσθέσουμε μόνο πως η κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως εκφράστηκε στις πιο πάνω αποφάσεις, συνάδει απόλυτα με τις γενικές αρχές δικαίου για ισοτιμία, ισονομία και την επιτακτική ανάγκη ύπαρξης διαφανών διαδικασιών, όπου λειτουργεί το δημόσιο απευθυνόμενο προς τους πολίτες, όπως έχουν υιοθετηθεί από το ΕΔΑΔ και ΔΕΚ. Να παραπέμψουμε ενδεικτικά στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΚ στην υπόθεση C-260/04, 13 Σεπτεμβρίου, 2007, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας και υποστηριζόμενης από το Βασίλειο της Δανίας, όπου ειπώθηκαν τα πιο κάτω:
«Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η παντελής έλλειψη διαγωνισμού προς σύναψη συμβάσεων παραχωρήσεως για τη διαχείριση στοιχημάτων ιπποδρομιών δεν συνάδει προς τα Άρθρα 43 ΕΔ και 49 ΕΔ και, ειδικότερα, παραβιάζει τη γενική αρχή διαφάνειας και την υποχρέωση εξασφαλίσεως προσήκοντος βαθμού δημοσιότητας. Πράγματι, η ανανέωση των 329 παλαιών συμβάσεων παραχωρήσεως χωρίς διαγωνισμό εμποδίζει το άνοιγμα των εν λόγω συμβάσεων παραχωρήσεως στον ανταγωνισμό και τον έλεγχο της διαφάνειας των διαδικασιών αναθέσεως του αντικειμένου των συμβάσεων.»
Ο Ν. 98(I)/2003, που όπως είπαμε πιο πάνω είναι εναρμονιστικός της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, ορίζει στο Άρθρο 10 ως αρμόδιο δικαστήριο «προς επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς αστικής φύσεως, η οποία ήθελε προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου», το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Και βεβαίως ο τερματισμός των υπηρεσιών συμβασιούχου εμπίπτει στην έννοια «διαφοράς αστικής φύσεως». Ο καθορισμός του αρμόδιου δικαστηρίου στο Νόμο έγινε σύμφωνα με το Άρθρο 5 στη Ρήτρα 8 της Οδηγίας, όπου αναφέρεται:
«Η πρόληψη και η αντιμετώπιση των διαφορών και καταγγελιών που προκύπτουν από την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας γίνονται σύμφωνα με τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις και πρακτικές σε εθνικό επίπεδο.»
Ο Νόμος και η οδηγία εφαρμόζονται σε όλους τους συμβασιούχους αορίστου διαρκείας που υπηρετούν στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Η θεραπεία που δίδεται από το δικαστήριο, σε περίπτωση παρανομίας εκ μέρους του εργοδότη, πρέπει να είναι πλήρης και ταυτόχρονα ισότιμη και ισόνομη. Τέτοια θεραπεία δεν μπορεί να δώσει το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ακυρωτική και ασκείται μόνο στον τομέα του δημοσίου δικαίου. Επομένως, οι συμβασιούχοι αορίστου διαρκείας στον ιδιωτικό τομέα δεν μπορούν να την επικαλεστούν. Με το Νόμο και τη σχετική Οδηγία όλοι οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου, που μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου, αποκτούν δικαιώματα που διασφαλίζονται ισότιμα και ισόνομα από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, όπως καθορίζεται στο Νόμο.
Έχουμε τη γνώμη πως οι όροι υπηρεσίας των εκτάκτων - συμβασιούχων στο δημόσιο τομέα καθορίζονται από τη σύμβαση τους και τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και ως εκ τούτου ο τερματισμός των υπηρεσιών τους ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και τη σχετική Οδηγία, η οποία, σύμφωνα με την πρόσφατη τροποποίηση του Συντάγματός μας, ο περί της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος, Ν. 127(I)/06, έχει αυξημένη ισχύ και έναντι των προνοιών του Συντάγματος.
Επομένως, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία στο θέμα. Η προσφυγή απορρίπτεται. Ενόψει όμως του γεγονότος πως συζητήθηκαν ενώπιόν μας σοβαρά και πρωτότυπα νομικά ζητήματα δεν γίνεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.