ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 3 ΑΑΔ 78

3 Μαρτίου, 2006

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

MAΡΙΑ ΒΡΟΥΝΤΟΥ,

Εφεσείουσα,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΙΑ ΤΟΥ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΕΓΓΡΑΦΗΣ, ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3830)

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα νόμου ― Όρια επέμβασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε περιπτώσεις ευνοϊκής ρύθμισης, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας ― Το Δικαστήριο δεν νομοθετεί ούτε επεκτείνει τις νομοθετικές διατάξεις.

Η εφεσείουσα επιδίωξε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την ακύρωση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτημά της, για χορήγηση σε αυτήν προσφυγικής ταυτότητας, παρόλο που η μητέρα της ήταν πρόσφυγας. Η αιτήτρια ισχυρίστηκε πως παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Στην ουσία με όλους τους λόγους έφεσης υποστηρίζεται το ίδιο επιχείρημα. Ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να προβεί σε επεκτατική εφαρμογή των ευνοϊκών για το ένα φύλο διατάξεων και στο άλλο.

     Σύμφωνα με τη νομολογία (Dias United Publishing Co. Ltd ν. Δημοκρατίας) η ανυπαρξία νομοθετικής διάταξης δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, γιατί σε μια τέτοια περίπτωση ο συνταγματικός έλεγχος που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο θα μετατραπόταν σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας.

           Είναι αλήθεια ότι ο Άρειος Πάγος στην Ελλάδα δέχεται ότι προς αποκατάσταση της ισότητας πρέπει να υπάρξει μια τέτοια επεκτατική εφαρμογή, ακόμη κι αν έχουμε ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων.

     Παρόμοια γραμμή τηρεί και το Ελεγκτικό Συνέδριο το οποίο δέχεται ότι αν οι διακρίσεις είναι αντίθετες προς την αρχή της ισότητας και η διάταξη του νόμου που τις θεσπίζει προβλέπει παροχή προς ορισμένη κατηγορία πολιτών, ενώ εξαιρεί, αμέσως ή εμμέσως, άλλους που βρίσκονται υπό τις αυτές συνθήκες, το δικαστήριο οφείλει να επιδικάσει την παροχή αυτή και σ' εκείνους που αδικαιολόγητα και αυθαίρετα εξαιρούνται.

     Αντίθετα, το Συμβούλιο της Επικρατείας αρνείται την επεκτατική εφαρμογή ευνοϊκών ρυθμίσεων, γιατί κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη συνταγματικά επέμβαση του δικαστή στο έργο της νομοθετικής εξουσίας, ακόμη κι όταν δεν πρόκειται κατά κυριολεξία για ειδικές ρυθμίσεις, αλλά επί παραδείγματι για αδικαιολόγητη ευνοϊκή μεταχείριση του ενός φύλου έναντι του άλλου.

     Την πάγια αυτή νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν ακολούθησε η απόφαση στην υπόθεση ΣτΕ 3587/1997 του Α΄ Τμήματος, το οποίο δέκτηκε ότι αν το δικαστήριο διαπιστώσει παράβαση της αρχής της ισότητας, λόγω ειδικής ρύθμισης στην οποία προέβη ο νομοθέτης ή η διοίκηση, που αφορά σε ορισμένη κατηγορία προσώπων και από την ειδική αυτή ρύθμιση αποκλείστηκαν ρητά ή σιωπηρά πρόσωπα που ανήκουν μεν σε άλλη κατηγορία, αλλά τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες, απαιτείται όπως το δικαστήριο προβεί σε επέκταση της εφαρμογής της ειδικής ρύθμισης και στην κατηγορία των προσώπων τα οποία έχουν αποκλειστεί. Η μεταστροφή αυτή της νομολογίας δεν έχει επιβεβαιωθεί ακόμα από άλλα τμήματα του Συμβουλίου της Επικρατείας.

     Θα πρέπει να σημειωθεί ότι παραβίαση της αρχής της ισότητας νοείται μόνο εν όψει νόμιμων και όχι παράνομων ενεργειών της διοίκησης. Επομένως, τυχόν παράνομη ευνοϊκή μεταχείριση από τη διοίκηση, δεν δημιουργεί δικαίωμα σε άτομο που τελεί υπό τις ίδιες συνθήκες να τύχει της ίδιας μη νόμιμης μεταχείρισης.

     Το θέμα απασχόλησε την Ολομέλεια πολύ σοβαρά, εν όψει και της θέσης ότι στην περίπτωση της ευνοϊκής υπέρ του ενός μόνο φύλου ρύθμισης, η επεκτατική εφαρμογή της διάταξης βρίσκει έρεισμα και στο ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο και ιδιαίτερα στο Αρθρο 141 της ΣυνθΕΚ (βλέπε επίσης ΑΠ 658/1992, Ελλ.Δνη 1995, 71).

           Όπως και αν έχουν όμως τα πράγματα, η Ολομέλεια δεν μπορεί να αποκλίνει από την επικρατούσα νομολογία. Η Dias United Publishing Co. Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, καθορίζει τα πλαίσια της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει, σύμφωνα με το Άρθρο 146.4 του Συντάγματος, την εξουσία να επικυρώσει εν όλω ή εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση ή να κηρύξει την πράξη ή την παράλειψη, άκυρη. Δεν έχει δικαιοδοσία να νομοθετεί διευρύνοντας νομοθετικές ρυθμίσεις που δεν έτυχαν της έγκρισης της Βουλής. Κάτι τέτοιο, θα συγκρουόταν και με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Σημειώνεται ότι η Βουλή δεν μπορεί από μόνη της να προχωρήσει στη ψήφιση νομοθεσίας, όταν ο σκοπούμενος νόμος θα προϋποθέτει δαπάνη. Αν η Βουλή, το συνταγματικά καθοριζόμενο νομοθετικό όργανο, δεν έχει ένα τέτοιο δικαίωμα, πολύ περισσότερο δεν το έχει το Ανώτατο Δικαστήριο.

     Συμφωνώντας με τις αρχές όπως τέθηκαν, η Ολομέλεια καταλήγει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει την αρμοδιότητα να προβεί σε επεκτατική εφαρμογή νομοθετικής ρύθμισης.

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Dias United Publishing Co. Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550,

ΑΠ 35/1990, Ολ., ΝοΒ 1991, 231,

ΑΠ 13/1991, Ελλ.Δνη 1991, 1484,

ΑΠ 12/1992, Ολ., Ελλ.Δνη 1992, 762,

ΑΠ 14/1995, Ολ., ΝοΒ 1996, 408 κ.ά.,

ΕΣ 887/1992, Ολ., σε Ι. Σαρμά,

ΣτΕ 3552/1992, Ελλ.Δνη 1994, 215,

ΣτΕ 3587/1997,

ΣτΕ 1526/1990,

ΑΠ 658/1992, Ελλ.Δνη 1995, 71.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 436/2003), ημερ. 12/5/2004.

Χρ. Χριστοφή, για την Εφεσείουσα.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η αίτηση της εφεσείουσας προς το λειτουργό εγγραφής για χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας, απορρίφθηκε, γιατί, όπως υποδείχτηκε, σύμφωνα με τα ισχύοντα κριτήρια δεν ήταν δυνατόν η εφεσείουσα να θεωρηθεί εκτοπισθείσα, απαραίτητη προϋπόθεση, για τη χορήγηση ταυτότητας. Στην προσφυγή που άσκησε εναντίον της πιο πάνω απόφασης, ισχυρίστηκε ότι ένα από τα τιθέμενα κριτήρια για την παροχή δικαιώματος κατοχής ταυτότητας, δηλαδή ο πατέρας να είναι εκτοπισθείς, θα έπρεπε να διευρυνθεί και να περιλαμβάνει και τη μητέρα, γιατί, άλλως, παραβιάζεται η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας. Το πρωτόδικο δικαστήριο έχοντας ακολουθήσει την ισχύουσα νομολογία (Dias United Publishing Co. Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550) κατέληξε ότι δεν δικαιούται να διευρύνει θετική νομοθετική διάταξη.

Εναντίον της πιο πάνω κατάληξης ασκήθηκε η παρούσα έφεση με την οποία έγινε προσπάθεια να καταδειχθεί ότι θα πρέπει να αποστούμε από την πιο πάνω απόφαση, αφού το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί στην παρούσα περίπτωση να προβεί στη λεγόμενη επεκτατική ερμηνεία και κατ' επίκληση της αρχής της ισότητας να διευρύνει την εφαρμογή του συγκεκριμένου κριτηρίου και στα τέκνα μητέρων εκτοπισθεισών.

Το Υπουργικό Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερ. 19.9.1974 αποφάσισε να εγκρίνει την εισαγωγή Σχεδίου Βοηθείας Εκτοπισθέντων και Παθόντων όπως τούτο εκτίθετο στην Πρόταση υπ' αρ. 516/74. Σύμφωνα με την Πρόταση αυτή, για τους σκοπούς του σχεδίου βοηθείας, «εκτοπισθείς» εθεωρείτο άτομο του οποίου (ι) η μόνιμη κατοικία βρισκόταν σε κατειλημμένη από τους Τούρκους περιοχή ή κατέστη απροσπέλαστος ή (ιι) βρισκόταν σε περιοχή η οποία εκκενώθηκε ύστερα από υποδείξεις της Εθνικής Φρουράς ή κηρύχθηκε επικίνδυνη ή (ιιι) κατέστη ακατάλληλη για στέγαση, λόγω ζημιών προξενηθεισών σ' αυτή ένεκα εχθροπραξιών.

Κατά την εφαρμογή του πιο πάνω σχεδίου εκδόθηκε στις 10.9.1975 από την Υπηρεσία Μερίμνης και Αποκατάστασης Εκτοπισθέντων, εγκύκλιος προς τους Επαρχιακούς Συντονιστές Μερίμνης, σύμφωνα με την οποία είχε συμφωνηθεί μεταξύ των Διευθυντών των Υπηρεσιών Ευημερίας και Μερίμνης ότι, όσον αφορά την εγγραφή εκτοπισθέντων, όταν άντρας πρόσφυγας νυμφεύεται μη πρόσφυγα, τα τέκνα που θα γεννιούνταν θα θεωρούνταν ωσαύτως πρόσφυγες και θα εγγράφονταν επί της προσφυγικής ταυτότητας του πατέρα. Η έρευνά μας δεν αποκάλυψε το υπόβαθρο της πιο πάνω εγκυκλίου.

Η σκοπούμενη προέκταση του θεσμού τέθηκε ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου με την Πρόταση υπ' αρ. 1852/92 που υποβλήθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών για τροποποίηση των κριτηρίων παροχής βοήθειας σε εκτοπισθέντες, αλλά η ληφθείσα απόφαση αναφέρεται μόνο σε τροποποιήσεις που δεν αφορούν την παρούσα υπόθεση. Παρ' όλον ότι και στις 19.4.1995 (απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου υπ' αρ. 42.465) έγιναν περαιτέρω τροποποιήσεις με τις οποίες επεκτάθηκε ο όρος «εκτοπισθείς» ο οποίος τώρα περιλαμβάνει και άλλες κατηγορίες δικαιούχων, το σημείο που μας ενδιαφέρει παρέμεινε και πάλι αμετάβλητο.

Σημειώνουμε παρεμπιπτόντως ότι σύμφωνα με την πρώτη επιφύλαξη του άρθρου 119 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, Ν.141(Ι)/2002, τα παιδιά των οποίων ο πατέρας είναι εκτοπισθείς θεωρούνται ότι έχουν τη μόνιμη κατοικία τους στις κατεχόμενες περιοχές και συνεπώς, για σκοπούς του νόμου αυτού, θεωρούνται εκτοπισθέντες, από το ίδιο μέρος από το οποίο προέρχεται ο πατέρας τους.

Στην ουσία με όλους τους λόγους έφεσης υποστηρίζεται το ίδιο επιχείρημα. Ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να προβεί σε επεκτατική εφαρμογή των ευνοϊκών για το ένα φύλο διατάξεων και στο άλλο.

Σύμφωνα με τη νομολογία (Dias United Publishing Co. Ltd ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω,) η ανυπαρξία νομοθετικής διάταξης δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, γιατί σε μια τέτοια περίπτωση ο συνταγματικός έλεγχος που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο θα μετατραπόταν σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας.

Είναι αλήθεια ότι ο Άρειος Πάγος στην Ελλάδα δέχεται ότι προς αποκατάσταση της ισότητας πρέπει να υπάρξει μια τέτοια επεκτατική εφαρμογή, ακόμη κι' αν έχουμε ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων (βλέπε ΑΠ 35/1990, Ολ., ΝοΒ 1991, 231, ΑΠ 13/1991, Ελλ.Δνη 1991, 1484, ΑΠ 12/1992, Ολ., Ελλ.Δνη 1992, 762, ΑΠ 14/1995, Ολ., ΝοΒ 1996, 408 κ.ά.).

Παρόμοια γραμμή τηρεί και το Ελεγκτικό Συνέδριο το οποίο δέχεται ότι αν οι διακρίσεις είναι αντίθετες προς την αρχή της ισότητας και η διάταξη του νόμου που τις θεσπίζει προβλέπει παροχή προς ορισμένη κατηγορία πολιτών, ενώ εξαιρεί, αμέσως ή εμμέσως, άλλους που βρίσκονται υπό τις αυτές συνθήκες, το δικαστήριο οφείλει να επιδικάσει την παροχή αυτή και σ' εκείνους που αδικαιολόγητα και αυθαίρετα εξαιρούνται (βλέπε ΕΣ 887/1992, Ολ., σε Ι. Σαρμά, Η συνταγματική νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, 1997, 289).

Αντίθετα, το Συμβούλιο της Επικρατείας αρνείται την επεκτατική εφαρμογή ευνοϊκών ρυθμίσεων, γιατί κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη συνταγματικά επέμβαση του δικαστή στο έργο της νομοθετικής εξουσίας, ακόμη κι' όταν δεν πρόκειται κατά κυριολεξία για ειδικές ρυθμίσεις, αλλά επί παραδείγματι για αδικαιολόγητη ευνοϊκή μεταχείριση του ενός φύλου έναντι του άλλου (ΣτΕ 3552/1992, Ελλ.Δνη 1994, 215).

Την πάγια αυτή νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν ακολούθησε η απόφαση στην υπόθεση ΣτΕ 3587/1997 του Α΄ Τμήματος το οποίο δέκτηκε ότι αν το δικαστήριο διαπιστώσει παράβαση της αρχής της ισότητας, λόγω ειδικής ρύθμισης στην οποία προέβη ο νομοθέτης ή η διοίκηση, που αφορά σε ορισμένη κατηγορία προσώπων και από την ειδική αυτή ρύθμιση αποκλείστηκαν ρητά ή σιωπηρά πρόσωπα που ανήκουν μεν σε άλλη κατηγορία, αλλά τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες, απαιτείται όπως το δικαστήριο προβεί σε επέκταση της εφαρμογής της ειδικής ρύθμισης και στην κατηγορία των προσώπων τα οποία έχουν αποκλειστεί. Η μεταστροφή αυτή της νομολογίας δεν έχει επιβεβαιωθεί ακόμα από άλλα τμήματα του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι παραβίαση της αρχής της ισότητας νοείται μόνο εν όψει νόμιμων και όχι παράνομων ενεργειών της διοίκησης. Επομένως, τυχόν παράνομη ευνοϊκή μεταχείριση από τη διοίκηση, δεν δημιουργεί δικαίωμα σε άτομο που τελεί υπό τις ίδιες συνθήκες να τύχει της ίδιας μη νόμιμης μεταχείρισης (βλέπε μεταξύ άλλων ΣτΕ 1526/1990).

Μας απασχόλησε το θέμα πολύ σοβαρά εν όψει και της θέσης ότι στην περίπτωση της ευνοϊκής υπέρ του ενός μόνο φύλου ρύθμισης, η επεκτατική εφαρμογή της διάταξης βρίσκει έρεισμα και στο ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο και ιδιαίτερα στο άρθρο 141 της ΣυνθΕΚ (βλέπε επίσης ΑΠ 658/1992, Ελλ.Δνη 1995, 71).

Όπως και αν έχουν όμως τα πράγματα, δεν μπορούμε να αποκλίνουμε από την επικρατούσα νομολογία. Η Dias United Publishing Co. Ltd ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, καθορίζει τα πλαίσια της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει, σύμφωνα με το Άρθρο 146.4 του Συντάγματος, την εξουσία να επικυρώσει εν όλω ή εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση ή να κηρύξει την πράξη ή την παράλειψη, άκυρη. Δεν έχει δικαιοδοσία να νομοθετεί διευρύνοντας νομοθετικές ρυθμίσεις που δεν έτυχαν της έγκρισης της Βουλής. Κάτι τέτοιο, θα συγκρουόταν και με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Σημειώνουμε ότι η Βουλή δεν μπορεί από μόνη της να προχωρήσει στη ψήφιση νομοθεσίας, όταν ο σκοπούμενος νόμος θα προϋποθέτει δαπάνη. Αν η Βουλή, το συνταγματικά καθοριζόμενο νομοθετικό όργανο, δεν έχει ένα τέτοιο δικαίωμα, πολύ περισσότερο δεν το έχει το Ανώτατο Δικαστήριο.

Συμφωνώντας με τις αρχές όπως τέθηκαν, καταλήγουμε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει την αρμοδιότητα να προβεί σε επεκτατική εφαρμογή νομοθετικής ρύθμισης.

Η έφεση απορρίπτεται, αλλά κάτω από τις περιστάσεις, αποφασίσαμε να μην εκδόσουμε οποιοδήποτε διάταγμα ως προς τα έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο