ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 3 ΑΑΔ 550
16 Νοεμβρίου, 2005
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΝΑ ΧΡΥΣΑΦΗ,
Εφεσείουσα,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3437)
Διοικητικό Δίκαιο ― Συλλογικά όργανα ― Τήρηση πρακτικών ― Υποχρεωτική κατά την νομολογία και τον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) ― Συνέπειες από την ανυπαρξία πρακτικών στην κριθείσα περίπτωση.
Η Εφεσείουσα ζήτησε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, η οποία απέρριψε την προσφυγή της κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών σε Λειτουργούς Εκπαίδευσης Α΄ (Υπουργείο Υγείας).
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:
Προέχει το ζήτημα σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Πρακτικά για τις εργασίες της δεν υπάρχουν.
Η νομολογία απαιτεί την τήρηση πρακτικών. Το ίδιο και το Άρθρο 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99).
Τα πρακτικά αποτελούν, ως η μόνη αυθεντική πηγή για τα όσα συνθέτουν τη διαδικασία, προϋπόθεση της χρηστής διοίκησης. Χωρίς αυτά καθίσταται εν προκειμένω ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος και η προσβληθείσα διοικητική απόφαση οδηγείται αναπόφευκτα σε ακύρωση.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Medcon Construction a.o. v. Republic (1968) C.L.R. 535.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 1051/2000), ημερομηνίας 17/4/2002, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της προαγωγής τεσσάρων ενδιαφερομένων μερών στη θέση Λειτουργού Eκπαίδευσης A΄ (Eκπαιδευτικός Kλάδος), Yπουργείο Yγείας στον τομέα της Nοσηλευτικής, θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, αντί της ίδιας.
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.
Μ. Σπηλιωτοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Ι. Νικολάου, για τα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Με απόφαση της Ε.Δ.Υ., ημερ. 4 Μαΐου 2000, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Μ. Δημητρίου, Σ. Ιωνά, Ε. Παπασταύρου και Α. Χριστοδούλου προάχθηκαν στη θέση Λειτουργού Εκπαίδευσης Α΄(Εκπαιδευτικός Κλάδος), Υπουργείο Υγείας, στον τομέα της Γενικής Νοσηλευτικής. Επρόκειτο για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, οι οποίες προκηρύχθηκαν με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 23 Μαΐου 1997, με εκπνοή προθεσμίας για την υποβολή αιτήσεων την 17 Ιουλίου 1997. Η καθυστέρηση στη λήψη της τελικής απόφασης οφειλόταν στο ότι η διαδικασία, στο στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, διεξήχθη τρεις φορές κι αυτό διότι κατά τις πρώτες δύο φορές η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν, καθώς είχε υποδείξει η Ε.Δ.Υ., ελαττωματική.
Η εφεσείουσα, μια από τις υποψήφιες για τη θέση, προσέβαλε την απόφαση. Η προσφυγή απορρίφθηκε. Κρίθηκε ότι τίποτε από ό,τι είχε προταθεί δεν ευσταθούσε. Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης άποψης ως προς το καθετί.
Προέχει το ζήτημα σύνθεσης της τελευταίας, δεόντως συγκροτηθείσας, Συμβουλευτικής Επιτροπής. Πρακτικά για τις εργασίες της δεν υπάρχουν. Στην Έκθεση της, την οποία στις 14 Φεβρουαρίου 2000 απέστειλε στην Ε.Δ.Υ., αναφέρει ότι συνήλθε τρεις φορές. Η πρώτη ήταν στις 17 Σεπτεμβρίου 1999 όταν εξέτασε τις αιτήσεις. Κατέληξε τότε πως 13 από τους 18 υποψηφίους κατείχαν εκ πρώτης όψεως τα απαιτούμενα προσόντα και αποφάσισε να τους καλέσει σε προφορική εξέταση στις 11 Νοεμβρίου 1999. Παρότι η Έκθεση δεν αναφέρει ποιοί ήταν παρόντες κατά τη συνεδρία, αφήνεται να νοηθεί ότι υπήρξε συμμετοχή όλων, του προέδρου και των τεσσάρων μελών. Στην επόμενη συνεδρία, ημερ. 11 Νοεμβρίου 1999, κατά την οποία διεξήχθη η προφορική εξέταση, απουσίαζε, όπως καταγράφεται στην Έκθεση, ο πρόεδρος και ένα από τα μέλη. Ο λόγος δεν αναφέρεται. Τα τρία παρόντα μέλη, τα οποία αποτελούσαν απαρτία, προχώρησαν σε προφορική εξέταση και κατέγραψαν τη γενική τους εντύπωση για την απόδοση των υποψηφίων, μαζί με ό,τι θεώρησαν ως την αναγκαία αιτιολογία. Σε τρίτη συνεδρία, στις 9 Φεβρουαρίου 2000, αφού λήφθηκαν υπόψη τα διάφορα στοιχεία αποφασίστηκε να συστηθούν και οι 13 υποψήφιες που θεωρήθηκαν προσοντούχες. Σ' αυτές συγκαταλέγονταν η αιτήτρια και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Η Έκθεση δεν αναφέρει όμως ποιοί μετείχαν σ' αυτή τη συνεδρία. Η σχετική παράγραφος, η τελευταία, αρχίζει συναφώς με τα εξής:
«8. Η Συμβουλευτική Επιτροπή συνήλθε σε νέα συνεδρία στις 9/2/00 ...»
Γνωρίζουμε πάντως πως η Έκθεση υπεγράφη μόνο από τα τρία μέλη που διεξήγαγαν την προφορική εξέταση. Επίσης γνωρίζουμε ότι όλες οι σελίδες της έκθεσης, συμπεριλαμβανομένης και της πρώτης σελίδας η οποία αναφέρεται αποκλειστικά στην πρώτη συνεδρία όπου ενδεχομένως να ήταν όλοι παρόντες, φέρουν τις μονογραφές μόνο των εν λόγω τριών μελών.
Την ανεπάρκεια της Έκθεσης, σε ό,τι αφορά την πληροφόρηση ως προς τα όσα ενδιαφέρουν σε σχέση με τη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, την αναφέρουμε ως μέρος της περιγραφής του προβλήματος. Γιατί και πλήρη στοιχεία να παρείχε, αυτό δεν θα ήταν αρκετό. Η νομολογία απαιτεί σε τέτοιες περιπτώσεις την τήρηση πρακτικών: βλ. Medcon Construction and others v. Republic (1968) C.L.R. 535. Το ίδιο και το άρθρο 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) σύμφωνα με το οποίο:
«24. - (1) Πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία.»
Τα πρακτικά αποτελούν, ως η μόνη αυθεντική πηγή για τα όσα συνθέτουν τη διαδικασία, προϋπόθεση της χρηστής διοίκησης. Χωρίς αυτά καθίσταται εν προκειμένω ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος και η προσβληθείσα διοικητική απόφαση οδηγείται αναπόφευκτα σε ακύρωση.
Με αυτή την κατάληξη δεν δικαιολογείται η εξέταση άλλου ζητήματος. Ωστόσο, επειδή πρόκειται για παλαιά διαδικασία η εκκρεμότητα της οποίας προκαλεί ανησυχία, θεωρούμε χρήσιμο να προσθέσουμε την ακόλουθη παρατήρηση. Μας φαίνεται ότι κατά την επανεξέταση συντρέχουν λόγοι, παρά την περί του αντιθέτου πρωτόδικη άποψη, οι οποίοι επιβάλλουν την περαιτέρω διερεύνηση των προσόντων των ενδιαφερομένων προσώπων Μ. Δημητρίου, Ε. Παπασταύρου και Α. Χριστοδούλου, σε σχέση με τα οποία τέθηκε ζήτημα, για την ανίχνευση και εξειδίκευση στοιχείων και τη σύνδεση τους με τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας ώστε να θεμελιώνεται και να εξηγείται η κατάληξη ότι τα εν λόγω ενδιαφερόμενα πρόσωπα ήταν προσοντούχα με βάση είτε την παράγραφο 3(3) είτε τη σημείωση αρ. (3) του σχεδίου υπηρεσίας.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβληθείσα διοικητική απόφαση ακυρώνεται.
H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.