ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 3 ΑΑΔ 481
1 Noεμβρίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Χ"ΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
SHARELINK FINANCIAL SERVICES LTD,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης-Kαθ'ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3308)
Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές Αρχές ― Χρηστή Διοίκηση ― Πειθαρχική διαδικασία ― Δικαίωμα υπεράσπισής του υπό κατηγορία προσώπου ― Η εξέταση τέτοιου ζητήματος γίνεται στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών στην κάθε υπόθεση ― Φύση, περιεχόμενο της καταγγελίας, τα περιστατικά της και εξ αντικειμένου δυνατότητα αντιμετώπισής της ― Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, ο ισχυρισμός πως δεν δόθηκε η ευκαιρία υπεράσπισης, κατά παράβαση της χρηστής διοίκησης, απορρίφθηκε.
Η εφεσείουσα προσέβαλε τη νομιμότητα της απόφασης επιβολής σε αυτήν διοικητικών κυρώσεων, μετά την καταδίκη της για παράβαση του Κανονισμού 16 της Κ.Δ.Π. 100/97.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Το παράπονο της εφεσείουσας είναι πως δεν της δόθηκε η ευκαιρία να υπερασπιστεί, κατά παράβαση των κανόνων χρηστής διοίκησης. Η εξέταση τέτοιου ζητήματος γίνεται στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών στην κάθε υπόθεση. Στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη είναι η φύση και το περιεχόμενο της καταγγελίας, τα περιστατικά που την περιβάλλουν και η εξ αντικειμένου δυνατότητα αντιμετώπισης της, εφόσον δοθεί στον υπό καταγγελία εύλογος χρόνος να ετοιμάσει την υπεράσπιση του και του παρασχεθούν όλα τα απαραίτητα στοιχεία και γεγονότα που συνθέτουν την καταγγελία.
Στην υπόθεση που εξετάζεται, η φύση και το περιεχόμενο της καταγγελίας ήσαν καθαρά σαν κρύσταλλο. Η εφεσείουσα γνώριζε ευθύς εξ αρχής ποιά ήταν τα στοιχεία που συνιστούσαν παράβαση του Κανονισμού. Μάλιστα, κατά την έναρξη της κατ' έφεση διαδικασίας, ο δικηγόρος της εφεσείουσας έθεσε πολύ απλά το ζήτημα, ότι δηλαδή η εφεσίβλητη προχώρησε σε αγορές τίτλων της εταιρείας ΚΥΚΝΟΣ με αντιπαροχή χρεογράφων αντί τοις μετρητοίς, αλλά τούτο δε συνιστά σε παράβαση του Καν. 16. Η διαδικασία που ακολούθησε η ίδια η εφεσείουσα, να ζητήσει δηλαδή έγγραφα και πληροφορίες που συνέλεξε η εφεσίβλητη για να ερευνήσει και διαπιστώσει το γεγονός αυτό, που ήταν παραδεκτό και δημόσια γνωστό, ήταν χωρίς νόημα. Το ίδιο ισχύει και για τη συζήτηση περί κλήτευσης μαρτύρων από την ίδια την εφεσίβλητη, και η επερώτηση που απευθύνθηκε σ' αυτήν, αν μπορούσε δηλαδή η ίδια η εφεσείουσα να καλέσει μαρτυρία. Γνώριζε πολύ καλά η εφεσείουσα πώς εδικαιούτο, αν ήθελε, να καλέσει μάρτυρες, ενώ ασφαλώς δεν ήταν αναγκασμένη η εφεσίβλητη να καλέσει μάρτυρες της επιθυμίας της εφεσείουσας. Εξάλλου η μαρτυρία που επιδιωκόταν να παρουσιαστεί αφορούσε, όπως μας ελέχθη στην ακρόαση, νομικό και όχι πραγματικό θέμα.
Το περίεργο στην υπόθεση είναι πως με την προσφυγή δεν προσβλήθηκε η ουσία της επίδικης απόφασης, η κατά νόμο ορθότητα της δηλαδή. Ο δικηγόρος της εφεσείουσας είπε πως ο Κανονισμός 16 δεν αναφέρει ρητά πως οι πωλήσεις μετοχών γίνονται μόνο τοις μετρητοίς. Θα μπορούσε δηλαδή να εισηγηθεί πως, εν πάση περιπτώσει, η εφεσίβλητη ερμήνευσε εσφαλμένα τον Κανονισμό για να καταλήξει στην καταδίκη της εφεσείουσας. Όπως έχει ήδη αναφερθεί δεν προσεβλήθη στην προσφυγή η απόφαση της εφεσίβλητης επί της ουσίας, και τούτο εν γνώσει της εφεσείουσας. Θα μπορούσε δηλαδή η εφεσείουσα να αγνοήσει παντελώς τη διαδικασία που διεξαγόταν και μετά την απόφαση να προχωρήσει με προσφυγή, στην οποία να προσβάλλεται η απόφαση της εφεσίβλητης ως ληφθείσα παρανόμως, επειδή δηλαδή ερμήνευσε λανθασμένα τον Καν. 16, κάτι που δεν υπήρξε αντικείμενο της προσφυγής.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια εταιρεία εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 258/2001), ημερομηνίας 7/9/2001, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της επιβολής σ' αυτήν από την καθ' ης η αίτηση δύο διοικητικών κυρώσεων για παράβαση εκ μέρους της του Kανονισμού 16 της K.Δ.Π. 100/97.
Γ. Τριανταφυλλίδης και Ν. Γεωργιάδης, για την Εφεσείουσα-Αιτήτρια.
Α. Παπαχαραλάμπους και Κ. Καντούνας, για την Εφεσίβλητη-Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Στις 14.3.2001 η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, καθ' ης η αίτηση, επέβαλε στην εφεσείουσα δύο διοικητικές κυρώσεις:
(α) χρηματικό πρόστιμο £2.000 και
(β) αναστολή για 12 μήνες των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει η εφεσείουσα στις Γενικές Συνελεύσεις της ΚΥΚΝΟΣ Εταιρεία Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου Λτδ.
Οι κυρώσεις επιβλήθηκαν μετά την καταδίκη της εφεσείουσας για παράβαση του Καν.16 της Κ.Δ.Π. 100/97, που προνοεί τα εξής:
"16. Σε περίπτωση που μετά την ανακοίνωση της δημόσιας πρότασης, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό 9, και μέχρι της λήξεως της ισχύος της ταχθείσας προς αποδοχή προθεσμίας, ο προτείνων, άλλα πρόσωπα ενεργούντα εξ ονόματός τους αλλά για λογαριασμό του προτείνοντος, ελεγχόμενες από αυτόν επιχειρήσεις ή πρόσωπα ενεργούντα σε συνεννόηση με τον προτείνοντα, αποκτήσουν τίτλους που αποτελούν αντικείμενο της δημόσιας πρότασης, με όρους ευνοϊκότερους από αυτούς που ορίζονται στο έγγραφο της δημόσιας πρότασης ή οποιασδήποτε αναθεώρησης της, τότε οι ευνοϊκότεροι αυτοί όροι ισχύουν για όλους τους αποδέκτες της πρότασης."
Η διαδικασία διοικητικής δίωξης άρχισε όταν η εφεσείουσα ανακοίνωσε την 1.12.2000 απόφαση της για έκδοση Δημόσιας Πρότασης για εξαγορά 30 έως 100% των μετοχών της εταιρείας ΚΥΚΝΟΣ. Το σχετικό έγγραφο της Δημόσιας Πρότασης κατατέθηκε στο Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου στις 4.12.2000 και δημοσιεύθηκε στις 12.12.2000. Και άλλη επενδυτική επιχείρηση, η εταιρεία Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου ΗΡΑ Λτδ, ανακοίνωσε στις 15.12.2000, πως επίσης μελετούσε το ενδεχόμενο διατύπωσης Δημόσιας Πρότασης για αγορά από την εταιρεία Κύκνος 40-51% των μετοχών της.
Σε δύο συγκεκριμένες ημερομηνίες, 21 και 22.12.2000 παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση της εμπορευσιμότητας των μετοχών της εταιρείας Κύκνος και ταυτόχρονη αύξηση της τιμής των μετοχών της. Η διαπραγμάτευση των μετοχών της εταιρείας Κύκνος ήταν σε κατά πολύ πιο ψηλές τιμές και από τις δύο Δηλώσεις Προτάσεων της εφεσείουσας και της ΗΡΑΣ.
Η εφεσίβλητη έκρινε πως θα 'πρεπε να διερευνηθεί κατά πόσο οι προτείνουσες εταιρείες προέβησαν σε αγορές τίτλων με όρους ευνοϊκότερους απ΄αυτούς που είχαν ανακοινώσει και αν, ως εκ τούτου, εφαρμοζόταν ο Κανονισμός 16, που ενθέτουμε πιο πάνω. Κατά τη διερεύνηση λειτουργοί της εφεσίβλητης μετέβησαν στα γραφεία της εφεσείουσας και της εταιρείας ΗΡΑ, και πήραν διάφορα έγγραφα. Συγκέντρωσαν επίσης πληροφορίες που αφορούσαν στην αγορά μετοχών και τους αγοραστές. Η εφεσείουσα αποφάσισε στις 27.12.2000 να αποσύρει τη δική της Δημόσια Πρόταση. Η εφεσίβλητη όμως συνέχισε την έρευνα, και πολύ ορθά, γιατί αυτή αφορούσε τον ουσιώδη χρόνο που διενεργήθηκαν οι αγοραπωλησίες των τίτλων της εταιρείας ΚΥΚΝΟΣ, δηλαδή από 21.12.2000 μέχρι 22.12.2000. Στις 21.1.2001 η εφεσίβλητη έκρινε πως με βάση όλα τα ενώπιον της στοιχεία, άτομα και εταιρείες πιθανόν να ενεργούσαν εξ ονόματος, για λογαριασμό και σε συνεννόηση με την εφεσείουσα, στα πλαίσια μιας εναρμονισμένης πρακτικής. Κατέληξε δε πως εφαρμοζόταν ο Καν. 16, σε σχέση με τη Δημόσια Πρόταση της εφεσείουσας αναφορικά με τις τιμές 1.21 σεντ τοις μετρητοίς για τις μετοχές της εταιρείας ΚΥΚΝΟΣ και 0.38 σεντ τοις μετρητοίς για τα δικαιώματα αγοράς των μετοχών της ίδιας εταιρείας. Η πιο πάνω απόφαση προσεβλήθη από την εφεσείουσα με την προσφυγή 83/2001.
Η εφεσείουσα παρουσίασε σε γενική συνέλευση αναθεωρημένη πρόταση, που αφορούσε στην εξαγορά των τίτλων της εταιρείας ΚΥΚΝΟΣ, σύμφωνα με την οποία η αγορά αυτή θα γινόταν με χρεόγραφα και όχι τοις μετρητοίς. Η Γενική Συνέλευση απέρριψε την πρόταση. Η εφεσίβλητη, ενόψει του πιο πάνω γεγονότος, της αυτόματης δηλαδή αναθεώρησης της τιμής και πληρωμής του τιμήματος εξαγοράς των μετοχών με χρεόγραφα αντί τοις μετρητοίς, ενώ η Δημόσια Πρόταση προέβλεπε για την πληρωμή τοις μετρητοίς της αξίας των μετοχών, έκρινε πως ενδεχομένως να παραβιάζονταν οι πρόνοιες του Κανονισμού 16.
Στις 23.1.2001 ο διευθυντής του ΧΑΚ απέστειλε σχετική επιστολή στην εφεσείουσα από την οποία ενθέτουμε το ουσιαστικό της μέρος.
«Όπως έχει διαπιστωθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά την πιο πάνω περίοδο έγιναν για λογαριασμό σας ή άλλων προσώπων ενεργούντα εξ ονόματος τους αλλά για λογαριασμό της εταιρείας σας, ελεγχόμενων από την εταιρεία σας επιχειρήσεις ή προσώπων ενεργούντα σε συνεννόηση με την εταιρεία σας όπως ορίζονται από τον Κανονισμό 2, αγορές αξιών της εταιρείας Κύκνος για ποσό £1.21 ανά μετοχή και για ποσό £0.38 ανά δικαίωμα αγοράς μετοχών. Οι προαναφερθέντες όροι οι οποίοι είναι ευνοϊκότεροι από τους όρους της δημόσιας πρότασης σας θα πρέπει να ισχύουν για όλους τους αποδέκτες της πρότασης σας.»
Η εφεσείουσα, ανταποκρινόμενη στην πιο πάνω επιστολή, ζήτησε εξηγήσεις, κατά πόσο η συγκεκριμένη θέση του ΧΑΚ εξυπάκουε την πληρωμή των μετοχών σε χρεόγραφα αντί μετρητών. Στη σχετική απάντηση του διευθυντή του ΧΑΚ, 24.1.2001, αναφέρεται πως θα ικανοποιούνταν οι πρόνοιες του άρθρου 16 «εάν οι όροι που έχουν προσφερθεί σε κατόχους μετοχών της ΚΥΚΝΟΣ Εταιρεία Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου Λτδ κατά τις χρηματιστηριακές συναλλαγές που έγιναν στις 21 και 22.12.2000 προσφερθούν και στους υπόλοιπους μετόχους της εταιρείας αυτής», και συνεχίζει η επιστολή: «εναπόκειται σε σας με ποιο τρόπο θα επιτύχετε όπως οι ίδιοι τουλάχιστον όροι να προσφερθούν και στους υπόλοιπους αποδέκτες της πρότασης σας στην πιο πάνω εταιρεία.»
Είναι παραδεκτό, και διαπιστώνεται και από τα πιο πάνω αδιαμφισβήτητα γεγονότα, πως αντικείμενο της επίδικης πειθαρχικής έρευνας ήταν η παράβαση του Καν.16 λόγω της αυτόματης αναθεώρησης της δημόσιας πρότασης της εφεσείουσας για τις τιμές των μετοχών και τα δικαιώματα αγοράς μετοχών, με χρεόγραφα αντί τοις μετρητοίς. Μολονότι στην προσφυγή προσβάλλονται η απόφαση, με την οποία η εφεσείουσα κρίθηκε πως παραβίασε τον Καν.16 και οι διοικητικές ποινές που της επιβλήθηκαν, η επιχειρηματολογία που περιέχεται στις γραπτές αγορεύσεις του δικηγόρου της εφεσείουσας πρωτοδίκως και ενώπιον μας, καθώς και η προφορική του αγόρευση, επικεντρώνονται στην εισήγηση πως, η επίδικη απόφαση θα 'πρεπε να ακυρωθεί γιατί παραβιάστηκαν οι αρχές της χρηστής διοίκησης κατά την προηγηθείσα διαδικασία μέχρι τη λήψη της. Ειδικότερα ισχυρίζεται πως δεν δόθηκε σ' αυτήν η ευκαιρία να υπερασπιστεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση που πρόβαλε ο δικηγόρος της εφεσείουσας και κατά συνέπεια την προσφυγή. Συμφωνούμε με την πιο πάνω κατάληξη. Μια πρώτη παρατήρηση, προτού προχωρήσουμε, που μπορούμε να κάνουμε, διαβάζοντας με προσοχή το διοικητικό φάκελο, είναι πως η εφεσείουσα, που αντιμετώπιζε μια πειθαρχική διοικητική δίωξη, εκπροσωπείτο σε όλη τη διαδικασία από δικηγόρο. Καταγράφουμε παρακάτω τη διαδικασία. Η εφεσίβλητη, με επιστολή της προς την εφεσείουσα, ημερ. 16.2.2001 την πληροφορούσε πως εξέταζε ενδεχόμενη παράβαση εκ μέρους της του Καν.16, αναφέροντας πως τούτο προέκυπτε από την αναθεωρημένη πρόταση την οποία η εφεσείουσα παρουσίασε σε γενική της συνέλευση και που αφορούσε στην εξαγορά τίτλων της εταιρείας ΚΥΚΝΟΣ με χρεόγραφα ενώ, σύμφωνα με τη Δημόσια Πρόταση της εφεσείουσας οι αξίες των μετοχών είχαν καθοριστεί τοις μετρητοίς. Με την ίδια επιστολή η εφεσείουσα εκαλείτο να διατυπώσει τις απόψεις της επί του ζητήματος μέχρι 21.2.2001 ή να προσέλθει την ίδια ημέρα η ώρα 12.μ για να διατυπώσει τις θέσεις της προφορικά. Οι δικηγόροι της εφεσείουσας, απάντησαν πως θα παρευρίσκονταν στις 12μ. της 21.2.2001, ζήτησαν όμως να προμηθευθούν με αντίγραφο «του πορίσματος», όπως οι ίδιοι το χαρακτήρισαν, που είχε «εκδοθεί» από την εφεσίβλητη, και που αφορούσε σε ενδεχόμενη παράβαση του Κανονισμού 16 από την εφεσείουσα. Η εφεσίβλητη απάντησε στους δικηγόρους της εφεσείουσας πως εκείνα τα έγγραφα θα ήταν στη διάθεση τους μέσα στο πλαίσιο της προσφυγής τους 82/2001, που ήδη εκκρεμούσε στο Δικαστήριο. Οι δικηγόροι της εφεσείουσας ζήτησαν, στις 20.2.2001, από το Συμβούλιο Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου να στείλει κάποιο μέλος τους για να παρευρεθεί στη συνεδρίαση και να δώσει μαρτυρία. Το ΧΑΚ απάντησε πως τούτο θα γινόταν αν εκαλείτο το μέλος του από την ίδια την εφεσίβλητη.
Πραγματοποιήθηκε η συνεδρία της 21.2.2001. Σ' αυτή η εφεσείουσα ζήτησε πάλιν αντίγραφο του «πορίσματος», στο οποίο, κατά τη γνώμη της βασιζόταν η επίμαχη καταγγελία. Η εφεσίβλητη απέρριψε το αίτημα. Yποβλήθηκε επίσης αίτημα από τους δικηγόρους της εφεσείουσας να φροντίσει η εφεσίβλητη να κλητεύσει μάρτυρα από το ΧΑΚ. Το αίτημα απερρίφθη. Ακολούθησε αίτημα των δικηγόρων της εφεσείουσας για αναβολή της συνεδρίασης για να καλέσουν οι ίδιοι το μάρτυρα. Η συνεδρίαση αναβλήθηκε για την 1.3.2001, η ώρα 9.00 το πρωϊ. Στις 28.2.2001 η εφεσίβλητη, με επιστολή της προς την εφεσείουσα την πληροφορούσε πως, μετά από νομική συμβουλή, αποφάσισε να μη καλέσει τον Πρόεδρο ή οποιοδήποτε μέλος του Συμβουλίου του ΧΑΚ να δώσει μαρτυρία. Κάλεσε δε την εφεσείουσα να δώσει γραπτώς τις απόψεις της μέχρι 2.3.2001. Οι δικηγόροι της εφεσείουσας ζήτησαν αναβολή της πιο πάνω συνεδρίασης, και εξέφρασαν την ετοιμότητα τους να υποβάλουν γραπτώς τις απόψεις τους μέχρι 7.3.2001. Η εφεσίβλητη αποδέκτηκε την αναβολή αλλά μέχρι 5.3.2001, καλούσε δε τους δικηγόρους της εφεσείουσας να διατυπώσουν γραπτώς τις απόψεις τους μέχρι την ημέρα εκείνη και ώρα 2.00μ.μ. Οι δικηγόροι της εφεσείουσας απάντησαν πως ήταν αδύνατο να συμμορφωθούν με το πιο πάνω χρονοδιάγραμμα. Η εφεσίβλητη τέλος, πληροφόρησε την εφεσείουσα στις 6.3.2001, πως αποφάσισε ότι η τελευταία είχε παραβεί τον Καν.16 και την καλούσε να υποβάλει τις όποιες παραστάσεις της, αναφορικά με το θέμα της ποινής. Στις 14.3.2001 η εφεσίβλητη επέβαλε τις ποινές, αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το παράπονο της εφεσείουσας είναι πως δεν της δόθηκε η ευκαιρία να υπερασπιστεί, κατά παράβαση των κανόνων χρηστής διοίκησης. Η εξέταση τέτοιου ζητήματος γίνεται στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών στην κάθε υπόθεση. Στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη είναι η φύση και το περιεχόμενο της καταγγελίας, τα περιστατικά που την περιβάλλουν και η εξ αντικειμένου δυνατότητα αντιμετώπισης της, εφόσον δοθεί στον υπό καταγγελία εύλογος χρόνος να ετοιμάσει την υπεράσπιση του και του παρασχεθούν όλα τα απαραίτητα στοιχεία και γεγονότα που συνθέτουν την καταγγελία.
Στην υπόθεση που εξετάζουμε η φύση και το περιεχόμενο της καταγγελίας ήσαν καθαρά σαν κρύσταλλο. Η εφεσείουσα γνώριζε ευθύς εξ αρχής ποιά ήταν τα στοιχεία που συνιστούσαν παράβαση του Κανονισμού. Μάλιστα, κατά την έναρξη της ενώπιον μας διαδικασίας, ο δικηγόρος της εφεσείουσας έθεσε πολύ απλά το ζήτημα, ότι δηλαδή η εφεσίβλητη προχώρησε σε αγορές τίτλων της εταιρείας ΚΥΚΝΟΣ με αντιπαροχή χρεογράφων αντί τοις μετρητοίς, αλλά τούτο δε συνιστά σε παράβαση του Καν.16. Η διαδικασία που ακολούθησε η ίδια η εφεσείουσα, να ζητήσει δηλαδή έγγραφα και πληροφορίες που συνέλεξε η εφεσίβλητη για να ερευνήσει και διαπιστώσει το γεγονός αυτό, που ήταν παραδεκτό και δημόσια γνωστό, ήταν χωρίς νόημα. Το ίδιο ισχύει και για τη συζήτηση περί κλήτευσης μαρτύρων από την ίδια την εφεσίβλητη, και η επερώτηση που απευθύνθηκε σ' αυτήν, αν μπορούσε δηλαδή η ίδια η εφεσείουσα να καλέσει μαρτυρία. Γνώριζε πολύ καλά η εφεσείουσα πώς εδικαιούτο, αν ήθελε, να καλέσει μάρτυρες, ενώ ασφαλώς δεν ήταν αναγκασμένη η εφεσίβλητη να καλέσει μάρτυρες της επιθυμίας της εφεσείουσας. Εξάλλου η μαρτυρία που επιδιωκόταν να παρουσιαστεί αφορούσε, όπως μας ελέχθη στην ακρόαση, νομικό και όχι πραγματικό θέμα.
Το περίεργο στην υπόθεση είναι πως με την προσφυγή δεν προσβλήθηκε η ουσία της επίδικης απόφασης, η κατά νόμο ορθότητα της δηλαδή. Ο δικηγόρος της εφεσείουσας μας είπε πως ο Κανονισμός 16 δεν αναφέρει ρητά πως οι πωλήσεις μετοχών γίνονται μόνο τοις μετρητοίς. Θα μπορούσε δηλαδή να εισηγηθεί πως, εν πάση περιπτώσει, η εφεσίβλητη ερμήνευσε εσφαλμένα τον Κανονισμό για να καταλήξει στην καταδίκη της εφεσείουσας. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει δεν προσεβλήθη στην προσφυγή η απόφαση της εφεσίβλητης επί της ουσίας, και τούτο εν γνώσει της εφεσείουσας. Θα μπορούσε δηλαδή η εφεσείουσα να αγνοήσει παντελώς τη διαδικασία που διεξαγόταν και μετά την απόφαση να προχωρήσει με προσφυγή, στην οποία να προσβάλλεται η απόφαση της εφεσίβλητης ως ληφθείσα παρανόμως, επειδή δηλαδή ερμήνευσε λανθασμένα τον Καν.16, κάτι που δεν υπήρξε αντικείμενο της προσφυγής.
Ενόψει των όσων αναφέρουμε η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.