ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 3 ΑΑΔ 637

23 Δεκεμβρίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

1. ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ,

2. ΧΑΡΙΤΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

3. ΣΤΑΥΡΟΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ,

4. ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΟΥΡΒΑΣ,

Εφεσείοντες,

v.

ΕΛΕΓΚΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3199)

 

Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Τεκμαίρεται η κατοχή τους, εφόσον απαιτούνται και στο σχέδιο υπηρεσίας της προηγούμενης θέσης.

Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Διευθυντή και Προϊσταμένου Τμήματος ― Ελλείψει Προϊσταμένου, νόμιμα δόθηκαν συστάσεις μόνο από τον Διευθυντή.

Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Διευθυντή ― Υιοθέτηση των πορισμάτων της Α.Ε. 2852, Μοδίτης v Δημοκρατίας και μερική ακύρωση της απόφασης.

Οι εφεσείοντες επεδίωξαν πρωτόδικα και κατ' έφεση την ακύρωση της απόφασης των εφεσιβλήτων να προάξουν στη θέση Ανώτερου Ελεγκτή τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί των ιδίων.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη εν μέρη την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Προκύπτει από τα πρακτικά ότι η διαπίστωση της εφεσίβλητης περί της κατοχής των πιο πάνω προσόντων από όλους τους υποψήφιους, στηρίχθηκε στη μελέτη των φακέλων, το περιεχόμενο των οποίων,  τεκμηριώνει πράγματι κατοχή της αμέσως κατώτερης θέσης από όλους τους υποψήφιους περιλαμβανομένων και των ενδιαφερομένων μερών και στην εκ τούτου, εξυπακουόμενη  κατοχή των προσόντων της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας και της ικανότητας σύνταξης ακριβών και περιεκτικών εκθέσεων. Παρέχεται συνεπώς εξ αντικειμένου νόμιμο έρεισμα στην κρίση της εφεσίβλητης. Τα περί της δήλωσης του Διευθυντή και των επιπτώσεων, αν αυτή ήταν το μόνο στοιχείο, αποβαίνουν χωρίς σημασία.

2.  Ο λόγος έφεσης 2 αναφέρεται στην απόρριψη του ισχυρισμού των εφεσειόντων ότι η εφεσίβλητη παρέβηκε ρητή διάταξη του νόμου με το να μη καλέσει τον προϊστάμενο του τμήματος για υποβολή συστάσεων.

Ο όρος «Προϊστάμενος» σύμφωνα με την ερμηνευτική διάταξη του καν. 2 της Κ.Δ.Π. 174/89 έχει ως εξής:

«Προϊστάμενος» σημαίνει τον υπεύθυνο λειτουργόν τμήματος ή κλάδου της Υπηρεσίας και ελλείψει ή απουσία τούτου τον Διευθυντή»

Στην εκκαλούμενη απόφαση αναφέρεται ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προέκυπτε σε ποιο τμήμα ή κλάδο υπαγόταν η κενή θέση και επειδή ούτε οι εφεσείοντες υπέδειξαν ο,τιδήποτε σχετικό, κρίθηκε ότι η ενέργεια της επιτροπής να καλέσει το Διευθυντή για να δώσει συστάσεις τεκμαιρόταν ως νόμιμη υπό τις περιστάσεις.

Ο λόγος έφεσης επί του προκειμένου δεν αναφέρεται στο σκεπτικό με το οποίο το θέμα επιλύθηκε πρωτοδίκως. Υποβάλλεται γενικός ισχυρισμός απλώς με παραπομπή στην απαίτηση του κανονισμού 16(3), χωρίς όμως να υποδεικνύεται ο,τιδήποτε ως λάθος στην προσέγγιση στην πρωτόδικη απόφαση. Επομένως, δεν έχει τεκμηριωθεί λόγος που θα επέτρεπε παρέμβασή του Δικαστηρίου.

3.  Ο Διευθυντής προβάλλει στη σύστασή του ιδιότητες και ικανότητες των ενδιαφερόμενων μερών οι οποίες βαθμολογούνται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις. Η εικόνα που παρουσιάζει η σύσταση δεν συνάδει με ό,τι ακριβώς συγκριτικά προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 1992-1996 όλων των υποψηφίων. Διαπιστώνεται ότι η σύσταση για το ενδιαφερόμενο μέρος Ν. Θεοδοσίου το οποίο, συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη έναντι όλων βαθμολογία, συνάδει προς τα βαθμολογημένα στοιχεία. Το ίδιο ισχύει και για το ενδιαφερόμενο μέρος Χαρ. Γ. Χαραλάμπους η βαθμολογία του οποίου, ξεπερνά τη βαθμολογία των εφεσειόντων Αγ. Παπαγεωργίου και Στ. Αντωνιάδη. Η κατάσταση όμως είναι διαφορετική κατά την έκταση που η σύγκριση αφορά στο ενδιαφερόμενο μέρος Χαρ. Γ. Χαραλάμπους από τη μια και τους εφεσείοντες Χ. Κωνσταντίνου και Α. Τούρβα από την άλλη. Παρατηρείται ότι οι τελευταίοι συγκεντρώνουν σχετικά μεγαλύτερη βαθμολογία από το ενδιαφερόμενο μέρος Χαρ. Γ. Χαραλάμπους χωρίς ο τελευταίος να υπερτερεί συγκριτικά προς αυτούς στις ιδιότητες και ικανότητες που πρόβαλε ο Διευθυντής συστήνοντας τον Χαραλάμπους. Εδώ συνεπώς, εντοπίζεται και το σφάλμα στη σύσταση του Διευθυντή αφού δεν προκύπτει υπεροχή του ενδ. μέρους Χαραλάμπους έναντι των εφεσειόντων Χ. Κωνσταντίνου και Α. Τούρβα. Η σύσταση κατά την έκταση που έχει προαναφερθεί συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων και σύμφωνα με τη Μοδίτης, η Επιτροπή δεν έπρεπε να προσδώσει βαρύτητα στο μέρος αυτό της σύστασης του.

Κατόπιν των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει μερικώς και η απόφαση για προαγωγή του Γ. Χαραλάμπους ακυρώνεται.

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Μοδίτης v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2852, ημερ. 25.10.2002.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yποθέσεις Aρ. 449/97, 489/97), ημερομηνίας 31/1/2001, με την οποία απέρριψε τις συνεκδικασθείσες προσφυγές τους και επικύρωσε την απόφαση της εφεσίβλητης ημερομηνίας 13/3/1997, με την οποία προήχθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στη επίδικη θέση Aνώτερου Eλεγκτή από 1.4.97, θέση προαγωγής.

Α.Σ. Αγγελίδης και Στ. Αγγελίδου, για τους Εφεσείοντες.

Μ. Κωνσταντίνου για Μ. Ηλιάδη, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

 

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Το Ανώτατο Δικαστήριο, απέρριψε τις συνεκδικασθείσες προσφυγές των εφεσειόντων και επικύρωσε την απόφαση της εφεσίβλητης ημερομηνίας 13.3.1997 με την οποία προάχθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στην επίδικη θέση Ανώτερου Ελεγκτή από 1.4.97.

Οι εφεσείοντες και τα ενδιαφερόμενα μέρη, κατείχαν, κατά το χρόνο της προαγωγικής διαδικασίας, θέση Ελεγκτή Α΄ Τάξης που, είναι η αμέσως κατώτερη της επίδικης.

Η επίδικη θέση είναι θέση προαγωγής και μεταξύ των προσόντων που πρέπει να κατέχουν οι υποψήφιοι σύμφωνα με το οικείο σχέδιο υπηρεσίας είναι η πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας και η ικανότητα σύνταξης ακριβών και περιεκτικών εκθέσεων. Τα ίδια προσόντα, αποτελούσαν προαπαιτούμενο για τους κατόχους της αμέσως κατώτερης θέσης.

Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν πρωτοδίκως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει νομικά λόγω παράλειψης της εφεσίβλητης να διενεργήσει ιδίαν έρευνα προς διαπίστωση του κατά πόσο οι υποψήφιοι κατείχαν τα προμνησθέντα προσόντα (πολύ καλή γνώση αγγλικής γλώσσας και ικανότητα σύνταξης ακριβών και περιεκτικών εκθέσεων). Η θέση των εφεσειόντων πρωτοδίκως και κατ' έφεση είναι ότι η εφεσίβλητη ενήργησε δέσμια των υποδείξεων του Διευθυντή χωρίς ταυτόχρονα να προκύπτει από τα στοιχεία των φακέλων ότι οι προαχθέντες κατείχαν όντως τα πιο πάνω προσόντα.

Το Δικαστήριο, με αναφορά στη σχετική επί του θέματος νομολογία*, διαπίστωσε ότι η εφεσίβλητη δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε περαιτέρω έρευνα προς διαπίστωση της κατοχής των συγκεκριμένων προσόντων από τους υποψήφιους εφόσον η κατοχή τους, αποτελούσε προαπαιτούμενο για όλους τους κατόχους της αμέσως κατώτερης της επίδικης θέσης, γεγονός το οποίο, για τους σκοπούς της διαδικασίας προαγωγής, δημιουργούσε τεκμήριο κατοχής των εν λόγω προσόντων και από τα ενδιαφερόμενα μέρη εφόσον αυτά, όπως και οι εφεσείοντες, κατείχαν την αμέσως κατώτερη θέση. Λέγουν συναφώς οι εφεσείοντες ότι η διαπίστωση της κατοχής των συγκεκριμένων προσόντων έπρεπε να είχε προκύψει ύστερα από έρευνα και ιδίαν κρίση της εφεσίβλητης καταγραφόμενη στα πρακτικά. Λέγουν επίσης ότι συνιστά πλημμέλεια της εφεσίβλητης με καταλυτικές επιπτώσεις στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης το γεγονός ότι η εφεσίβλητη στηρίχθηκε αποκλειστικά στο συμπέρασμα/δήλωση του Διευθυντή ότι από την παρακολούθηση και των δέκα υποψηφίων, όλοι έχουν πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας.

Προκύπτει από τα πρακτικά ότι η διαπίστωση της εφεσίβλητης περί της κατοχής των πιο πάνω προσόντων από όλους τους υποψήφιους, στηρίχθηκε στη μελέτη των φακέλων, το περιεχόμενο των οποίων,  τεκμηριώνει πράγματι κατοχή της αμέσως κατώτερης θέσης από όλους τους υποψήφιους περιλαμβανομένων και των ενδιαφερομένων μερών και στην εκ τούτου, εξυπακουόμενη  κατοχή των προσόντων της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας και της ικανότητας σύνταξης ακριβών και περιεκτικών εκθέσεων. Παρέχεται συνεπώς εξ αντικειμένου νόμιμο έρεισμα στην κρίση της εφεσίβλητης. Τα περί της δήλωσης του Διευθυντή και των επιπτώσεων, αν αυτή ήταν το μόνο στοιχείο, αποβαίνουν χωρίς σημασία.

Ο λόγος έφεσης 2 αναφέρεται στην απόρριψη του ισχυρισμού των εφεσειόντων ότι η εφεσίβλητη παρέβηκε ρητή διάταξη του νόμου με το να μη καλέσει τον προϊστάμενο του τμήματος για υποβολή συστάσεων.

Ο καν. 16(3) της Κ.Δ.Π. 174/89 προνοεί:

«Κατά την προαγωγήν λαμβάνονται δεόντως υπόψιν αι περί των υποψηφίων συστάσεις του Διευθυντού και του προϊσταμένου της υπηρεσίας ή τμήματος εν τω οποίω η κενή θέσις.»

Υποστηρίχθηκε από τους εφεσείοντες ότι σύμφωνα με τον πιο πάνω κανονισμό θα έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη όχι μόνο οι συστάσεις του Διευθυντή αλλά και οι συστάσεις του προϊσταμένου του τμήματος στο οποίο υπάγεται η κενή θέση. Είναι η θέση τους ότι κατά παράβαση του κανονισμού, λήφθηκαν υπόψη μόνο οι συστάσεις του Διευθυντή της υπηρεσίας χωρίς να ληφθούν υπόψη και οι συστάσεις του προϊσταμένου του τμήματος εφόσον ο τελευταίος δεν κλήθηκε για να δώσει τέτοιες συστάσεις.

Ο όρος «Προϊστάμενος» σύμφωνα με την ερμηνευτική διάταξη του καν. 2 της Κ.Δ.Π. 174/89 έχει ως εξής:

««Προϊστάμενος» σημαίνει τον υπεύθυνον λειτουργόν τμήματος ή κλάδου της Υπηρεσίας και ελλείψει ή απουσία τούτου τον Διευθυντήν.»

Στην εκκαλούμενη απόφαση αναφέρεται ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προέκυπτε σε ποιο τμήμα ή κλάδο υπαγόταν η κενή θέση και επειδή ούτε οι εφεσείοντες υπέδειξαν ο,τιδήποτε σχετικό, κρίθηκε ότι η ενέργεια της επιτροπής να καλέσει το Διευθυντή για να δώσει συστάσεις τεκμαιρόταν ως νόμιμη υπό τις περιστάσεις.

Ο λόγος έφεσης επί του προκειμένου δεν αναφέρεται στο σκεπτικό με το οποίο το θέμα επιλύθηκε πρωτοδίκως. Ούτε υποδείχθηκε ο,τιδήποτε από τους φακέλους αναιρετικό της βάσης πάνω στην οποία αυτό στηρίχθηκε. Υποβάλλεται γενικός ισχυρισμός απλώς με παραπομπή στην απαίτηση του κανονισμού 16(3), χωρίς όμως να υποδεικνύεται ο,τιδήποτε ως λάθος στην προσέγγιση στην πρωτόδικη απόφαση. Επομένως, δεν έχει τεκμηριωθεί λόγος που θα επέτρεπε παρέμβασή μας.

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στη σύσταση του Διευθυντή την οποία η Επιτροπή, σημειώνει ότι έλαβε υπόψη. Οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν έπασχε ως αναιτιολόγητη, γενική, αόριστη και αντίθετη προς τα στοιχεία των φακέλων. Λέγουν συναφώς ότι η σύσταση δεν έγινε με βάση τα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια και ότι με αυτή εισάγονται εξωγενή στοιχεία μη προβλεπόμενα από το νόμο ή τα σχέδια υπηρεσίας. Λέγουν επίσης ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα δεν υπερέχουν σε αξία, προσόντα και αρχαιότητα. Παραθέτουμε τη σύσταση:

«Ο Κος Νίκος Θεοδοσίου κατέχει τη θέση Ελεγκτή 1ης Τάξης από 1/2/1990. Διακρίνεται για την ακεραιότητα του χαρακτήρα του και έχει πάρα πολύ καλές διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες, δυνατή προσωπικότητα, ευθυκρισία και αποτελεσματικότητα. Μπορεί να πάρει γρήγορες αποφάσεις και ενεργεί έγκαιρα  και υπεύθυνα κατά την εκτέλεση της εργασίας του και την αντιμετώπιση προβλημάτων που πιθανό να προκύψουν. Εχει στενή επικοινωνία με τους ιεραρχικά ανώτερούς του για αναφορά ή διευκρινήσεις για θέματα που εγείρονται. Με βάση τους πιο πάνω λόγους συστήνεται για προαγωγή στη θέση Ανώτερου Ελεγκτή.

Ο Κος Χαράλαμπος Γ. Χαραλάμπους κατέχει τη θέση Ελεγκτή 1ης Τάξης από 1/2/1990. Εχει πολύ καλές διοικητικές ικανότητες, ευθυκρισία, υπευθυνότητα και πρωτοβουλία. Μπορεί να πάρει αποφάσεις για θέματα που εγείρονται κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης των καθηκόντων του. Τηρεί στενή επαφή με τους ιεραρχικά ανώτερούς του για διευκρίνηση θεμάτων ή αναφορά σημαντικών περιπτώσεων. Για τους πιο πάνω λόγους συστήνεται για προαγωγή στη θέση Ανώτερου Ελεγκτή.»

Στη Μοδίτης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2852, ημερ. 25.10.2002 (απόφαση πλειοψηφίας) λέχθηκαν τα εξής:

«Καταλήγουμε πως η σύσταση του προϊσταμένου εκδήλως δεν μπορεί να προσθέσει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων. Δεν είναι πηγή τέτοιας πληροφόρησης και δε συναρτάται προς την αξία, ως του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος. Η σύσταση, στην οποία αναφέρεται ο Νόμος, εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι. Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού προκύπτει και ο ρόλος του. Να επισημάνει τί από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ' αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος. Οπότε, και στην περίπτωση που η Ε.Δ.Υ. έχει άλλη άποψη ως προς το ποιός είναι ο καταλληλότερος να χρειάζεται να αιτιολογήσει αυτή την απόκλιση ειδικά.

...................................................................................................

Όσα εξειδικεύει ως ικανότητες και ιδιότητες των συστηθέντων, αναμφιβόλως είναι σχετικά και θα μπορούσαν να είχαν αποτελέσει τους λόγους της επιλογής που έκαμε. Εννοείται όμως πως τα αναφέρει συγκριτικά. Δεν μπορεί να του αποδοθεί πως προτείνει ορισμένους για προαγωγή για συγκεκριμένους λόγους όταν θεωρεί πως οι ίδιοι οι λόγοι συντρέχουν και για εκείνους που δε συστήνει. Κατ' ανάγκη όσα εξειδικεύει μεταφέρουν το μήνυμα της υπεροχής εκείνων που συστήνονται στους αντίστοιχους τομείς. Ωστε αυτοί να αναδεικνύονται ως οι καταλληλότεροι. (Βλ. συναφώς Κίκης Ονουφρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 A.A.Δ. 833). Δεν προκύπτει όμως τέτοια υπεροχή από τους φακέλους και η επίκληση από τον προϊστάμενο της προσωπικής του γνώσης, εισάγει πηγή πληροφόρησης αντίθετη προς το Νόμο και, πάντως, η σύσταση συγκρούεται προς τα στοιχεία των φακέλων. Σημειώνουμε συναφώς πως ο ίδιος προϊστάμενος αξιολόγησε τον αιτητή τα δύο τελευταία χρόνια, το 1996 και το 1997. Και τον βρήκε εξαίρετο σε όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία αξιολόγησης. Οπότε, κατά την πάγια νομολογία μας, δεν θα έπρεπε να της είχε προσδοθεί βαρύτητα.»

Ο Διευθυντής προβάλλει στη σύστασή του ιδιότητες και ικανότητες των ενδιαφερόμενων μερών οι οποίες βαθμολογούνται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις. Η εικόνα που παρουσιάζει η σύσταση δεν συνάδει με ό,τι ακριβώς συγκριτικά προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 1992-1996 όλων των υποψηφίων. Διαπιστώνεται ότι η σύσταση για το ενδιαφερόμενο μέρος Ν. Θεοδοσίου το οποίο, συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη έναντι όλων βαθμολογία, συνάδει προς τα βαθμολογημένα στοιχεία. Το ίδιο ισχύει και για το ενδιαφερόμενο μέρος Χαρ. Γ. Χαραλάμπους η βαθμολογία του οποίου, ξεπερνά τη βαθμολογία των εφεσειόντων Αγ. Παπαγεωργίου και Στ. Αντωνιάδη. Η κατάσταση όμως είναι διαφορετική κατά την έκταση που η σύγκριση αφορά στο ενδιαφερόμενο μέρος Χαρ. Γ. Χαραλάμπους από τη μια και τους εφεσείοντες Χ. Κωνσταντίνου και Α. Τούρβα από την άλλη. Παρατηρούμε ότι οι τελευταίοι συγκεντρώνουν σχετικά μεγαλύτερη βαθμολογία από το ενδιαφερόμενο μέρος Χαρ. Γ. Χαραλάμπους χωρίς ο τελευταίος να υπερτερεί συγκριτικά προς αυτούς στις ιδιότητες και ικανότητες που πρόβαλε ο Διευθυντής συστήνοντας τον Χαραλάμπους. Εδώ συνεπώς, εντοπίζεται και το σφάλμα στη σύσταση του Διευθυντή αφού δεν προκύπτει υπεροχή του ενδ. μέρους Χαραλάμπους έναντι των εφεσειόντων Χ. Κωνσταντίνου και Α. Τούρβα. Η σύσταση κατά την έκταση που έχουμε προαναφέρει συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων και σύμφωνα με τη Μοδίτης (ανωτέρω) η Επιτροπή δεν έπρεπε να προσδώσει βαρύτητα στο μέρος αυτό της σύστασης του.

Κατόπιν των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει μερικώς και η απόφαση για προαγωγή του Γ. Χαραλάμπους ακυρώνεται. Επιδικάζεται υπέρ των εφεσειόντων το ήμισυ των εξόδων πρωτοδίκως και στην έφεση.

H έφεση επιτυγχάνει μερικώς με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο