ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 3 ΑΑΔ 566
10 Δεκεμβρίου, 2003
[AΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΔΗΜΟΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Εφεσείων-Καθ' ου η αίτηση,
v.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΜΠΟΡΙΔΗ,
Εφεσίβλητου-Αιτητή.
(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 3216)
Δήμοι ― Τέλος ακίνητης ιδιοκτησίας ― Άρθρο 74 του περί Δήμων Νόμου ― Τύπος απόφασης ― Επιβάλλεται με μία απόφαση επί όλης της ακίνητης ιδιοκτησίας ― Δεν απαιτείται ξεχωριστή απόφαση για κάθε μία ιδιοκτησία ― Ανατροπή πρωτόδικης απόφασης πως η επιβολή του τέλους έγινε παράνομα χωρίς την τήρηση του καθορισμένου τύπου.
Πρωτόδικα κρίθηκε πως η επιβολή τέλους ακίνητης ιδιοκτησίας για τα έτη 1990 - 1997 έγινε παράνομα, χωρίς την τήρηση του επιβεβλημένου τύπου, που ήταν σύμφωνα με το Άρθρο 74 του περί Δήμων Νόμου Ν. 111/85, συγκεκριμένο έντυπο και σφραγίδα του Δήμου. Η δικαστική απόφαση προσβλήθηκε με έφεση, ως εσφαλμένη.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:
Σύμφωνα με τα Άρθρα 73-78 του νόμου η φορολογία δεν επιβάλλεται ατομικά, δηλαδή με ξεχωριστές διοικητικές πράξεις για κάθε ένα δημότη που είναι ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας εντός των δημοτικών ορίων. Επιβάλλεται για όλους τους ιδιοκτήτες ομοιόμορφα με μια απόφαση ετησίως. Ο Νόμος (Άρθρο 74) προνοεί επιβολή της φορολογίας σε σχέση «προς άπασα την ακίνητον ιδιοκτησία» επί των ιδιοκτητών, «δι' εγγράφου κεκυρωμένου δια της σφραγίδος του δήμου». Προσέτι ο νόμος προνοεί, για την καταβολή του τέλους από τους ιδιοκτήτες, την 30ην Ιουνίου εκάστου έτους και ανυπερθέτως την καταβολή μέχρι την 30ην Σεπτεμβρίου οπότε και επιβάλλεται επιπρόσθετη επιβάρυνση μετά την παρέλευση της πιο πάνω προθεσμίας. Δεν απαιτεί ο νόμος όπως η επιβολή της φορολογίας για έκαστο δημότη να γίνεται με ξεχωριστή απόφαση κεκυρωμένη δια της σφραγίδος του δήμου η οποία να γνωστοποιείται στον κάθε ένα ιδιοκτήτη ξεχωριστά.
Η επιβολή της φορολογίας έγινε από τον εφεσείοντα νόμιμα για κάθε ένα έτος ξεχωριστά. Η φορολογία αφορούσε όλους τους δημότες που ήσαν ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας εντός των δημοτικών ορίων με βάση το ίδιο ποσοστό επί της αξίας εκάστης ιδιοκτησίας όπως προέκυψε από τη γενική εκτίμηση, όπως ακριβώς προνοεί ο νόμος, τον οποίο ο κάθε δημότης-ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας όφειλε να γνωρίζει.
Η ειδοποίηση προς έκαστο ιδιοκτήτη για την πληρωμή του τέλους δεν αποτελεί προαπαιτούμενο από το νόμο για τη νομιμοποίηση της πράξης. Αποτελεί απλώς υπενθύμιση προς έκαστο δημότη για την έγκαιρη πληρωμή του τέλους και την αποφυγή πληρωμής πρόσθετης επιβάρυνσης. Ο νόμος καθορίζει ρητά τις ημερομηνίες πληρωμής του τέλους και ο εφεσείων απλώς πληροφορεί τον δημότη για την υποχρέωση του για την πληρωμή του.
Κατά συνέπεια θεωρείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο θεωρώντας ότι η ειδοποίηση προς πληρωμή της 2.7.1998 αποτελούσε επιβολή φορολογίας.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον Καθ' ου η αίτηση, Δήμο Λευκωσίας, εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 885/98), ημερομηνίας 9/3/2001, με την οποία αποδέχτηκε την προσφυγή του αιτητή κατά της επιβολής δημοτικών τελών ακίνητης ιδιοκτησίας για τα έτη 1990-1997 ως οφειλόμενα από αυτόν καθυστερημένα τέλη για τα έτη αυτά για το λόγο ότι δεν τηρήθηκε ο προβλεπόμενος από το Άρθρο 74 του περί Δήμων Nόμου του 1985 (N. 111/85), τύπος για την επιβολή των σχετικών τελών.
Κ. Μιχαηλίδης, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χαβιαράς, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος είναι ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας εντός των δημοτικών ορίων του Δήμου Λευκωσίας (εφεσείοντα) και συγκεκριμένα στη Λεωφόρο Διγενή Ακρίτα αρ. 45. Σύμφωνα με το άρθρο 74 του περί Δήμων Νόμου του 1985 (Νόμος 111/85) ο κάθε ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας, που βρίσκεται εντός των δημοτικών ορίων, υπόκειται στην καταβολή ετήσιου φόρου που αποκαλείται δημοτικό τέλος ακίνητης ιδιοκτησίας. Το σχετικό άρθρο του Νόμου έχει ως εξής:-
«74. Το συμβούλιον οιουδήποτε δήμου κέκτηται εξουσίαν όπως επιβάλλη, δι' εγγράφου κεκυρωμένου δια της σφραγίδος του δήμου εν σχέσει προς άπασαν την ακίνητον ιδιοκτησίαν την κειμένην εντός των δημοτικών ορίων της περιοχής εντός της οποίας τούτο ασκεί τας αρμοδιότητάς του, επί των ιδιοκτητών της τοιαύτης ακινήτου ιδιοκτησίας ετήσιον φόρον καλούμενον «δημοτικόν τέλος ακινήτου ιδιοκτησίας», αι εισπράξεις του οποίου κατατίθενται εις το δημοτικόν ταμείον.»
Σύμφωνα με το άρθρο 78 του νόμου το δημοτικό τέλος είναι πληρωτέο μέχρι την 30ην Ιουνίου εκάστου έτους. Εάν δε δεν καταβληθεί μέχρι την 30ην Σεπτεμβρίου τότε προστίθεται επιβάρυνση ίση προς το εκάστοτε μέγιστον επιτρεπόμενο επιτόκιο. Η παράλειψη δε καταβολής του πλέον μετά την 30ην Σεπτεμβρίου αποτελεί ποινικόν αδίκημα. Το άρθρο 78 έχει ως ακολούθως:-
«78(1) Το δημοτικόν τέλος επί της ακινήτου ιδιοκτησίας της κειμένης εντός των δημοτικών ορίων οιουδήποτε δήμου καθίσταται πληρωτέον υπό του ιδιοκτήτου της τοιαύτης ιδιοκτησίας την τριακοστήν Ιουνίου του έτους αναφορικώς προς το οποίον τούτο επεβλήθη.
........................................................................................................
(2) Εάν το δημοτικόν τέλος ακινήτου ιδιοκτησίας δεν καταβληθή μέχρι της 30ης Σεπτεμβρίου του έτους αναφορικώς προς το οποίον τούτο επεβλήθη, θα προστίθεται εις αυτό επιβάρυνσις ίση προς το εκάστοτε μέγιστον επιτρεπόμενον επιτόκιον εις την Δημοκρατίαν.
(3) Παν πρόσωπον αρνούμενον να καταβάλη το υπ' αυτού οφειλόμενον τέλος, ομού μετά της υπό του εδαφίου (2) προβλεπόμενης επιβαρύνσεως, εντός τριάκοντα ημερών από της 30ης Σεπτεμβρίου, είναι ένοχον αδικήματος και, εν περιπτώσει καταδίκης, υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας διακοσίας λίρας.»
Ο εφεσίβλητος, συμμορφούμενος με ειδοποίηση που του απέστειλε ο Δήμος Λευκωσίας στις 2.7.1998 πλήρωσε το ποσό των £102 ως δημοτικό τέλος ακίνητης περιουσίας για το έτος 1998. Αρνήθηκε όμως να πληρώσει καθυστερημένα τέλη των ετών 1990-1997 ανερχόμενα στο ποσό των £670,50 συν πρόσθετη επιβάρυνση £60,37. Καταχώρησε προσφυγή εναντίον του Δήμου Λευκωσίας με την οποία ζητούσε από το Ανώτατο Δικαστήριο την ακύρωση της απόφασης του Δήμου για την επιβολή των πιο πάνω ποσών, ως δημοτικό τέλος ακίνητης περιουσίας για την προ του έτους 1998 περίοδο.
Ο εφεσείων στη γραπτή αγόρευση του στην πρωτόδικη διαδικασία υπέβαλε την προδικαστική ένσταση του εκπροθέσμου της προσφυγής. Περαιτέρω εισηγήθηκε ότι δεν υπήρξε καμιά παρανομία εκ μέρους του και ότι δεν επέβαλε το τέλος αναδρομικά όπως ισχυρίζετο ο εφεσίβλητος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προδικαστική ένσταση του εφεσείοντα Δήμου με το σκεπτικό ότι το άρθρο 74 (πιο πάνω) του Νόμου απαιτεί όπως η επιβολή δημοτικού τέλους ακίνητης ιδιοκτησίας να γίνεται με έγγραφο που να έχει τη σφραγίδα του δήμου. Όπως απεφάνθη «καθορίζει δηλαδή συγκεκριμένο τύπο ο οποίος δεν τηρήθηκε για την επιβολή των σχετικών τελών στον αιτητή για τα έτη 1990-1997.» Και κατέληξε ως εξής:-
«Καταλήγω ότι ο καθ' ου η αίτηση προέβηκε σε παράβαση του Νόμου. Είχε υποχρέωση να επιβάλει τα σχετικά τέλη με έγγραφο όπως έκανε και για το έτος 1998. Ως εκ τούτου δεν είχε δικαίωμα είσπραξης τελών αφού τέτοια τέλη δεν επεβλήθηκαν ποτέ νομίμως.»
Με τρεις λόγους έφεσης προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση. Και οι τρεις λόγοι έχουν ως υπόβαθρο το γεγονός ότι η επιβολή του δημοτικού τέλους ακίνητης ιδιοκτησίας για τα επίδικα έτη 1990-1997 έγινε νομότυπα σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα του νόμου. Ισχυρίζεται ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε παρερμηνεία του νόμου με την κατάληξη του ότι απαιτείτο ξεχωριστή επιβολή της φορολογίας για κάθε ένα δημότη με έγγραφον που να φέρει τη σφραγίδα του Δήμου.
Συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση του εφεσείοντα.
Σύμφωνα με τα άρθρα 73-78 του νόμου η φορολογία δεν επιβάλλεται ατομικά, δηλαδή με ξεχωριστές διοικητικές πράξεις για κάθε ένα δημότη που είναι ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας εντός των δημοτικών ορίων. Επιβάλλεται για όλους τους ιδιοκτήτες ομοιόμορφα με μια απόφαση ετησίως. Ο Νόμος (άρθρο 74) προνοεί επιβολή της φορολογίας σε σχέση «προς άπασα την ακίνητον ιδιοκτησία» επί των ιδιοκτητών, «δι' εγγράφου κεκυρωμένου διά της σφραγίδος του δήμου». Προσέτι ο νόμος προνοεί, για την καταβολή του τέλους από τους ιδιοκτήτες, την 30ην Ιουνίου εκάστου έτους και ανυπερθέτως την καταβολή μέχρι την 30ην Σεπτεμβρίου οπότε και επιβάλλεται επιπρόσθετη επιβάρυνση μετά την παρέλευση της πιο πάνω προθεσμίας. Δεν απαιτεί ο νόμος όπως η επιβολή της φορολογίας για έκαστο δημότη να γίνεται με ξεχωριστή απόφαση κεκυρωμένη δια της σφραγίδος του δήμου η οποία να γνωστοποιείται στον κάθε ένα ιδιοκτήτη ξεχωριστά.
Η επιβολή της φορολογίας έγινε από τον εφεσείοντα νόμιμα για κάθε ένα έτος ξεχωριστά. Η φορολογία αφορούσε όλους τους δημότες που ήσαν ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας εντός των δημοτικών ορίων με βάση το ίδιο ποσοστό επί της αξίας εκάστης ιδιοκτησίας όπως προέκυψε από τη γενική εκτίμηση, όπως ακριβώς προνοεί ο νόμος, τον οποίο ο κάθε δημότης-ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας όφειλε να γνωρίζει.
Η ειδοποίηση προς έκαστο ιδιοκτήτη για την πληρωμή του τέλους δεν αποτελεί προαπαιτούμενο από το νόμο για τη νομιμοποίηση της πράξης. Αποτελεί απλώς υπενθύμιση προς έκαστο δημότη για την έγκαιρη πληρωμή του τέλους και την αποφυγή πληρωμής πρόσθετης επιβάρυνσης. Ο νόμος καθορίζει ρητά τις ημερομηνίες πληρωμής του τέλους και ο εφεσείων απλώς πληροφορεί τον δημότη για την υποχρέωση του για την πληρωμή του.
Κατά συνέπεια θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο θεωρώντας ότι η ειδοποίηση προς πληρωμή της 2.7.1998 αποτελούσε επιβολή φορολογίας.
Ένεκα της κατάληξης μας αυτής δεν θεωρούμε σκόπιμο να ασχοληθούμε περαιτέρω με τους άλλους δύο λόγους έφεσης που προσβάλλουν την επίδικη απόφαση όσον αφορά το εκπρόθεσμο της προσφυγής και της εκτελεστότητας της επίδικης ειδοποίησης, παρά το γεγονός ότι, ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μας, θα ήταν εκ των πραγμάτων βάσιμοι.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.