ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 3 ΑΑΔ 480
16 Σεπτεμβρίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΜΥΡΙΑΝΘΗΣ Λ. ΜΥΡΙΑΝΘΕΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3177)
Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Δεν επιδρά στο κύρος άλλης διοικητικής πράξης, που εκδόθηκε σε άλλη διαδικασία, η οποία δεν προσβλήθηκε με προσφυγή.
Με την έφεση επιδιώχθηκε εκ μέρους του εφεσείοντος η προσβολή της νομιμότητας της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης με την οποία η προσφυγή του κατά της απορριπτικής απόφασης για χορήγηση πολεοδομικής άδειας, είχε απορριφθεί.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Πράγματι η πρώτη απόφαση που εκδόθηκε ήταν εκείνη που γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή ημερ. 30.10.1997 και απλώς επιβεβαιώθηκε με την επιστολή ημερ. 2.2.1999. Η πρώτη απόφαση ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη και η νομιμότητά της θα μπορούσε να ελεγχθεί με προσφυγή, κάτι που ο εφεσείων παρέλειψε να πράξει. Η ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή υπ΄αρ. 910/97 δεν επιδρά στο κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης, γιατί εκδόθηκε σε σχέση με άλλη διοικητική πράξη.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 527/99) ημερομηνίας 10/11/2000, με την οποία απέρριψε την προσφυγή του κατά της απόρριψης της αιτησής του για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση αποθήκης σε τεμάχιό του ως απόφασης βεβαιωτικής προηγούμενης απόρριψης του ίδιου αιτήματός του ημερ. 30/10/97.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Φρ. Νικολαΐδης.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων υπέβαλε στην πολεοδομική αρχή αιτήσεις για χορήγηση δύο πολεοδομικών αδειών για ανέγερση σε τεμάχιο γης, ιδιοκτησίας του, στην Κοκκινοτριμιθιά, αποθήκης και αλλαγή χρήσης υφιστάμενου εκκολαπτηρίου. Η πολεοδομική αρχή χορήγησε τις δύο άδειες στις 11.5.1996 υπό ορισμένους όρους, μεταξύ των οποίων ο όρος 61, αναφορικά με τον επηρεασμό του τεμαχίου από το οδικό δίκτυο και ο όρος 100, που προνοούσε την παραχώρηση χώρου πρασίνου.
Ιεραρχική προσφυγή που ασκήθηκε εναντίον της εγκυρότητας των δύο πιο πάνω όρων, απορρίφθηκε και ο εφεσείων προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο καταχωρώντας την προσφυγή υπ' αρ. 910/97.
Εν τω μεταξύ είχε υποβάλει νέα αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για προσθήκη δεύτερης αποθήκης μέσα στο ίδιο τεμάχιο, αίτηση που η πολεοδομική αρχή, ύστερα από μελέτη απέρριψε στις 30.10.1997 με αιτιολογία ότι, από τη μια, η προτεινόμενη ανάπτυξη δεν ήταν σύμφωνη με τις πρόνοιες της Πολιτικής 3(Α) και 1(β) της Αναθεωρημένης Δήλωσης Πολιτικής, ενώ, από την άλλη, εντός του τεμαχίου υπήρχαν μη εξουσιοδοτημένες οικοδομές, οι οποίες επηρέαζαν αρνητικά την ανάπτυξη της περιοχής.
Η προσφυγή του εφεσείοντα στο Ανώτατο Δικαστήριο υπήρξε επιτυχής και οι όροι 61 και 100 ακυρώθηκαν. Μετά την έκδοση της απόφασης ο εφεσείων με επιστολή του συνέδεσε την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου με τη νέα υποβληθείσα αίτηση που αφορούσε τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας για προσθήκη άλλου υποστατικού. Αξίωσε όπως, σε συμμόρφωση με την εν λόγω απόφαση του χορηγηθεί και πολεοδομική άδεια για ανέγερση της αποθήκης, όπως είχε ζητήσει με την απορριφθείσα στις 30.10.1997 αίτησή του.
Στις 27.5.1999 η πολεοδομική αρχή συμμορφώθηκε με την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και χορήγησε τις δύο πολεοδομικές άδειες, χωρίς τους δύο όρους. Στις 2.6.1999 πληροφόρησε σχετικά τον εφεσείοντα, αναφέροντας ταυτόχρονα ότι η αίτησή του για την ανέγερση αποθήκης θεωρήθηκε ως ανεξάρτητη και μη σχετιζόμενη με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο αιτητής επέμεινε και στις 29.6.1999 μέσω του δικηγόρου του, κάλεσε την πολεοδομική αρχή σε πλήρη συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση, άλλως θα προχωρούσε σε αγωγή για διεκδίκηση αποζημιώσεων με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος.
Η πολεοδομική αρχή με επιστολή της ημερ. 6.7.1999 επέμεινε ότι με τη χορήγηση αδείας χωρίς τους επίδικους όρους είχε συμμορφωθεί πλήρως με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επανέλαβε τη θέση ότι η δεύτερη αίτηση ήταν ανεξάρτητη και δεν σχετιζόταν με την απόφαση. Επισήμανε επίσης ότι η συγκεκριμένη αίτηση είχε προσβληθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου με νέα προσφυγή, την παρούσα διαδικασία.
Αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι η επιστολή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, ημερ. 2.2.1999, το περιεχόμενο της οποίας έχει ως ακολούθως:
«Κύριε,
Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερομηνίας 9 Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με υποβολή νέας αίτησης σας για χορήγηση Πολεοδομικής Άδειας για ανέγερση αποθήκης και να σας αναφέρω τα ακόλουθα:
2. Η Πολεοδομική Αρχή θα μπορούσε να σας χορηγήσει Πολεοδομική Άδεια για την πιο πάνω ανάπτυξη, νοουμένου ότι στη νέα αίτησή σας θα έχετε διασφαλίσει ήδη τις απαραίτητες συνθήκες οικοπεδοποίησης του τεμαχίου σας ως ακολούθως:
(α) Την παραχώρηση προς το δημόσιο γης για τη διάνοιξη νέων δρόμων.
(β) Την παραχώρηση προς το δημόσιο γης για να χρησιμοποιηθεί ως δημόσιος χώρος πρασίνου, η έκταση της οποίας θα είναι του ποσοστού 10% του εμβαδού του υπό ανάπτυξη τεμαχίου, που προκύπτει μετά από την αφαίρεση των νέων δρόμων που το επηρεάζουν, σύμφωνα με τις Γενικές Πρόνοιες 3.1(α) και 3.2 της Δήλωσης Πολιτικής.
3. Τίθεται εις γνώση σας ότι η προηγούμενη αίτησή σας με αριθμό φακέλου ΛΕΥ/1373/97 έχει απορριφθεί, επειδή η προτεινόμενη ανάπτυξη δεν ήταν σύμφωνη με τις πιο πάνω πρόνοιες.»
Πρωτόδικα το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο αιτητής με την προσφυγή του επιδίωκε την επέκταση του ακυρωτικού αποτελέσματος της πρώτης προσφυγής στην απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η νέα του αίτηση για ανέγερση δεύτερης αποθήκης. Έκρινε ακόμα ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν ήταν στην ουσία παρά μόνο επιβεβαιωτική του περιεχομένου της εκτελεστής απόφασης της 30.10.1997.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται ως εσφαλμένο το τελευταίο συμπέρασμα του Δικαστηρίου. Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι η ακυρωτική απόφαση στην πρώτη προσφυγή του αιτητή (προσφυγή υπ' αρ. 910/97), σε συνδυασμό με γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα παρήγαγε δεδικασμένο και για τη νέα αίτηση, αφού οι όροι που είχαν τεθεί από την πολεοδομική αρχή στην πρώτη άδεια και ακυρώθηκαν, ήταν ακριβώς οι ίδιοι και στη νέα και συνεπώς ήσαν εξ αντικειμένου άκυροι.
Το επιχείρημα δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Πράγματι η πρώτη απόφαση που εκδόθηκε ήταν εκείνη που γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή ημερ. 30.10.1997 και απλώς επιβεβαιώθηκε με την επιστολή ημερ. 2.2.1999. Η πρώτη απόφαση ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη και η νομιμότητά της θα μπορούσε να ελεγχθεί με προσφυγή, κάτι που ο εφεσείων παρέλειψε να πράξει. Η ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή υπ' αρ. 910/97 δεν επιδρά στο κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης γιατί εκδόθηκε σε σχέση με άλλη διοικητική πράξη.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.