ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 3 ΑΑΔ 312
11 Aπριλίου, 2003
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΒΡΑΧΙΜΗΣ ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (ΑΡ. 1),
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3127)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου, στην ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας ― Απόφαση προς το προσόν του αιτητή μπορούσε να μετρήσει ως πλεονέκτημα αλλά όχι ως απαραίτητο προσόν, εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Δέουσα έρευνα από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ― Υιοθέτησή της από την Ε.Δ.Υ., δυνατή ― Εννοείται ότι υιοθετείται και η εκεί αιτιολογία, οπότε καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Χρηστή διοίκηση στην διαπίστωση κατοχής τους ― Ισχυρισμός παραβίασης της αρχής λόγω αλλαγής στάσης της Ε.Δ.Υ. ― Επίκληση άλλων διαδικασιών που αφορούσαν σε άλλα σχέδια υπηρεσίας και άλλα προσόντα ― Δεν διαπιστώθηκε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης.
Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη αμεροληψίας ― Βαθμός απόδειξης.
Έξοδα ― Διακριτική ευχέρεια δικαστηρίου.
Ο εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της εκκαλούμενης απόφασης, με την οποία η προσφυγή του κατά της αναδρομικής προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους, είχε απορριφθεί.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η Συμβουλευτική Επιτροπή, και αυτό φαίνεται καθαρά από την αιτιολογία που έδωσε, διερεύνησε ενδελεχώς όλα τα στοιχεία που ήταν ενώπιον της, προσέφυγε δε ακόμα και στα καθοριζόμενα πεδία σπουδών της UNESCO. Η δε απόφαση στην οποία κατέληξε και η αιτιολογία που έδωσε, ήταν εύλογη και εντός της διακριτικής της ευχέρειας.
2. Το αποφασίζον διοικητικό όργανο, και εδώ η ΕΔΥ, δεν έχει υποχρέωση να διεξαγάγει νέα έρευνα εάν θεωρεί, ότι η έρευνα της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν η δέουσα και η κατάληξη της ήταν εύλογη, νομότυπη και αιτιολογημένη. Με την υιοθέτηση από την ΕΔΥ της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, υπονοείται ότι υιοθετήθηκε και η αιτιολογία της και έτσι παρέχεται η ευχέρεια δικαστικού ελέγχου.
Δεν υπάρχει θέμα αλλαγής στη στάση της ΕΔΥ, ως προς την αναγνώριση του μεταπτυχιακού ως πλεονέκτημα και ούτε τίθεται θέμα «πράξης αντίθετης προς προηγούμενη πράξη του ιδίου οργάνου». Πρέπει να σημειωθεί ότι στις προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε ο αιτητής, το θέμα των προσόντων δεν υπήρξε επίδικο. Στη διαδικασία πλήρωσης έξι θέσεων Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού, η ΕΔΥ αποφάσισε να δεχθεί με επιφύλαξη την εισήγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ότι ο αιτητής κατέχει το πλεονέκτημα .
3. Όλες οι προηγούμενες περιπτώσεις που η ΕΔΥ ασχολήθηκε με τα προσόντα του εφεσείοντα όσο και στις προτεινόμενες δικαστικές αποφάσεις αφορούσαν διαφορετικές θέσεις με διαφορετικά σχέδια υπηρεσίας ή αφορούσαν θέματα πείρας ή θέματα μεταπτυχιακού προσόντος ως πλεονεκτήματος. Στις προηγούμενες δε δικαστικές αποφάσεις το θέμα των προσόντων δεν ήταν επίδικο.
4. Όσα αναφέρει στο περίγραμμα αγόρευσης ο δικηγόρος του εφεσείοντα δεν αποδεικνύουν προκατάληψη ή έχθρα έναντι του. Στην υπόθεση Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 176, έχει λεχθεί ότι «η έλλειψη αμεροληψίας θα πρέπει να αποδεικνύεται με ικανοποιητική βεβαιότητα, είτε από τα γεγονότα που παρουσιάζονται σε σχετικούς διοικητικούς φακέλους ή με ασφαλή συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων».
5. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η επιδίκαση των εξόδων της προσφυγής εναντίον του εφεσείοντα. Ο λόγος αυτός δεν αναπτύσσεται στο περίγραμμα του δικηγόρου του εφεσείοντα. Είναι φανερό ότι έχει εγκαταλειφθεί. Και ορθά εν όψει της νομολογίας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Κ.Ο.Τ. v. Προδρόμου (1995) 3. Α.Α.Δ. 128,
Καψοσιδέρης v. Δημοκρατίας (1995) 3. Α.Α.Δ. 176,
Αντωνίου v. Δημοκρατίας (1998) 3. Α.Α.Δ. 85,
Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1998) 3. Α.Α.Δ. 102,
Χατζηγεωργίου κ.ά. v. Ρ.Ι.Κ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 42,
Σιακά v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 234/99) ημερομηνίας 11/9/2000, με την οποία απέρριψε την προσφυγή του αιτητή κατά της προαγωγής, κατόπιν επανεξέτασης, του ιδίου ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, αναδρομικά, από 15/12/91.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον πρωτόδικης απόφασης συναδέλφου που απέρριψε την προσφυγή του εναντίον απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ)-εφεσίβλητης, με την οποίαν ζητούσε την ακύρωση της.
Η ΕΔΥ με απόφαση της η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 19.12.1999 προήγαγε κατόπιν επανεξέτασης το ενδιαφερόμενο μέρος (Ε/Μ) Μιχαήλ Παπαρίδη στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημοσίας Διοίκησης και Προσωπικού αναδρομικά από τις 15.12.1991.
Επιβάλλεται η παράθεση του όλου ιστορικού της υπόθεσης.
Η πρώτη απόφαση για την πλήρωση της θέσης λήφθηκε από την ΕΔΥ στις 5.12.91. Καταχωρήθηκε η προσφυγή αρ. 135/92 και το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του στις 15.2.1996 ακύρωσε το διορισμό του Ε/Μ λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με τα προσόντα του εφεσείοντα.
Η δεύτερη απόφαση της ΕΔΥ λήφθηκε, κατόπιν επανεξέτασης, στις 7.5.96. Η ΕΔΥ επιλήφθηκε η ίδια του θέματος των προσόντων του εφεσείοντα και αφού διαπίστωσε ότι δεν κατείχε το προβλεπόμενο από την παράγραφο 3(1)(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας προσόν, αποφάσισε την αναδρομική προαγωγή του Ε/Μ. Εναντίον της απόφασης καταχωρήθηκε η προσφυγή αρ. 634/96. Η ΕΔΥ, μετά από γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, αποφάσισε να ανακαλέσει την προαγωγή του Ε/Μ και να προχωρήσει στην επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης, αφού προηγουμένως επιλαμβανόταν του θέματος η Συμβουλευτική Επιτροπή. Η προσφυγή αρ. 634/96, ως εκ τούτου, κατέστη άνευ αντικειμένου και αποσύρθηκε. Συγκροτήθηκε Συμβουλευτική Επιτροπή με νέα σύνθεση η οποία, με βάση τα στοιχεία που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, εξέτασε το θέμα και κατέληξε ότι ο εφεσείων δεν ικανοποιούσε την παράγραφο 3(1)(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης σ' ό,τι αφορά τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα. Η Συμβουλευτική Επιτροπή απέκλεισε τον εφεσείοντα από την περαιτέρω διεκδίκηση της θέσης και σύστησε για προαγωγή τέσσερις υποψηφίους μεταξύ των οποίων και το Ε/Μ όχι όμως και τον εφεσείοντα.
Η ΕΔΥ υιοθέτησε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και προχώρησε στην πλήρωση της θέσης αποκλείοντας τον εφεσείοντα από την περαιτέρω διεκδίκηση της θέσης. Η ΕΔΥ, στις 8.1.1999, αφού άκουσε και τη σύσταση του Διευθυντή Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, απεφάσισε την προαγωγή του Ε/Μ.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του εφεσείοντα απορρίπτοντας συγχρόνως όλους τους ισχυρισμούς και λόγους ακύρωσης που πρόβαλε.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα όσον αφορά τα προσόντα του.
Στην έκθεσή της η Συμβουλευτική Επιτροπή εξετάζει, αναλύει και ερμηνεύει ένα προς ένα τα ακαδημαϊκά προσόντα του εφεσείοντα. Είχε δε ενώπιον της όλα τα στοιχεία που είχε προσκομίσει ή επικαλεσθεί ο εφεσείων. Αναφέρονται στην έκθεση τα εξής:-
«Συγκεκριμένα, ο Χατζηχάννας συμπλήρωσε το 1970 πτυχιακές σπουδές στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών. Σύμφωνα με σχετικό πιστοποιητικό που προσκόμισε στην αίτησή του, αυτός «υπέστη επιτυχώς τις εξετάσεις του Ε΄ έτους Ειδικότητος Δενδροκομίας» της Σχολής όπου, σύμφωνα με το ίδιο πιστοποιητικό, είχε «ευρείαν Τεχνικήν Γεωργικήν Εκπαίδευσιν». Καίτοι είναι αυτόδηλο ότι οι σπουδές αυτές δεν εμπίπτουν σε εκείνες που το Σχέδιο Υπηρεσίας προβλέπει, η Συμβουλευτική Επιτροπή ανέτρεξε στα καθοριζόμενα πεδία σπουδών του International Standard Classification of Education της Unesco, και διαπίστωσε ότι οι πιο πάνω σπουδές δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι εντάσσονται στα θέματα που αναφέρει η παράγραφος 3(1)(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας, αλλά ούτε και σε οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο θέμα που να μπορεί να περιληφθεί στα θέματα που η κατάληξη «κλπ» της εν λόγω παραγράφου υπονοεί. Η Συμβουλευτική Επιτροπή ερμηνεύει ότι «κλπ» δεν μπορεί να περιλάβει οποιοδήποτε κλάδο σπουδών, παρέχει όμως τη δυνατότητα κάλυψης σχετικών σπουδών προς εκείνα που ρητά αναφέρονται ή έστω σχετικών με την άσκηση των καθηκόντων της θέσης ώστε να καθίσταται κατάλληλο προσόν.
........................................................................................................
Υπό το φως της πιο πάνω ενδελεχούς και αναλυτικής εξέτασης των ακαδημαϊκών προσόντων που ο Χατζηχάννας Βραχίμης κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο σε συνάρτηση με τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα, ο εν λόγω αιτητής κρίθηκε από την Συμβουλευτική Επιτροπή ότι δεν ικανοποιεί την παράγραφο 3(1)(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης σ' ό,τι αφορά τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα και, γι' αυτό, δεν λαμβάνεται περαιτέρω υπόψη για σκοπούς επανεξέτασης.»
Σύμφωνα με την παράγραφο 3(1)(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Ανώτερου Λειτουργού Δημοσίας Διοίκησης και Προσωπικού απαιτείται:-
«(1)(α) Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε κατάλληλο θέμα, π.χ. τη Διοίκηση Προσωπικού, τη Δημόσια Διοίκηση, τη Διοίκηση Επιχειρήσεων, τα Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law), τις Οικονομικές Επιστήμες κλπ., ή μέρος αναγνωρισμένου σώματος επαγγελματιών λογιστών· και
και σύμφωνα με την παράγραφο 3(5)
(5) Μετεκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση σε ένα ή περισσότερους τομείς της διοικήσεως προσωπικού / δημόσιας διοικήσεως / διευθύνσεως, θα αποτελεί πλεονέκτημα.»
Ο εφεσείων κατείχε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, πανεπιστημιακό δίπλωμα στη Γεωπονία και δύο μεταπτυχιακά διπλώματα. Το ένα στην Αγροτική Ανάπτυξη και τον Προγραμματισμό και το άλλο στη Δημόσια Διοίκηση.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή, έχοντας υπόψη την απόφαση της Ολομέλειας στην Κ.Ο.Τ. ν. Προδρόμου (1995) 3 Α.Α.Δ. 128, κατέληξε ότι το μεταπτυχιακό προσόν του εφεσείοντα στη Δημόσια Διοίκηση δεν μπορεί να υποκαταστήσει το βασικό απαιτούμενο προσόν. Θα μπορούσε, σύμφωνα με την παράγραφο 3(5) του Σχεδίου Υπηρεσίας, να λογιστεί μόνο ως πλεονέκτημα, νοουμένου ότι κατέχει το βασικό προσόν που απαιτείται από την παράγραφο 3(1)(α).
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαχρονικά έχει εκφράσει τη θέση ότι η ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο έχει καθήκον να προβαίνει στην αναγκαία έρευνα. Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν η ερμηνεία δεν είναι εύλογα επιτρεπτή ή το διορίζον όργανο έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθηκε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή διερεύνησε επαρκώς το θέμα, αφού έλαβε υπόψη της όλα τα στοιχεία που ήταν ενώπιόν της, και ότι η απόφαση της ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις και εντός της διακριτικής της ευχέρειας.
Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η Συμβουλευτική Επιτροπή, και αυτό φαίνεται καθαρά από την αιτιολογία που έδωσε, διερεύνησε ενδελεχώς όλα τα στοιχεία που ήταν ενώπιόν της, προσέφυγε δε ακόμα και στα καθοριζόμενα πεδία σπουδών της UNESCO. Η δε απόφαση στην οποία κατέληξε και η αιτιολογία που έδωσε ήταν εύλογη και εντός της διακριτικής της ευχέρειας.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπήρξε τίποτε το επιλήψιμο για την υιοθέτηση της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Ισχυρίζεται ότι η ΕΔΥ έπρεπε, ανεξάρτητα από την έρευνα της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η ίδια να προβεί σε δική της έρευνα για να διαπιστώσει αν ο εφεσείων κατείχε τα ακαδημαϊκά προσόντα που απαιτούνται από την παράγραφο 3(1)(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας, ούτως ώστε να παρέχεται ευχέρεια δικαστικού ελέγχου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα αναφέροντας τα εξής:-
«Όσον αφορά στον ισχυρισμό ότι η έρευνα έγινε μόνο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και ότι η ΕΔΥ απλώς υιοθέτησε την έκθεση της εν λόγω Επιτροπής χωρίς αιτιολογία, κρίνω πως δεν υπάρχει τίποτε το επιλήψιμο στην προσέγγιση της ΕΔΥ ή γενικά στη διαδικασία. Βλ. Καψός ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1894, ημερ. 12.12.97 στην οποία το Δικαστήριο σημείωσε ότι η ΕΔΥ μπορεί να στηρίξει την απόφασή της στις διαπιστώσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Παρενθετικά σημειώνω ότι στην Καψός ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) οι υποψήφιοι δεν είχαν υποβληθεί σε προφορική εξέταση από την ΕΔΥ και η τελευταία υιοθέτησε τις εντυπώσεις από συνέντευξη της Συμβουλευτικής Επιτροπής.»
Συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία ταυτίζεται με τη νομολογία. Προσθέτουμε ότι το αποφασίζον διοικητικό όργανο, και εδώ η ΕΔΥ, δεν έχει υποχρέωση να διεξαγάγει νέα έρευνα εάν θεωρεί, όπως στην παρούσα περίπτωση, ότι η έρευνα της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν η δέουσα και η κατάληξη της ήταν εύλογη, νομότυπη και αιτιολογημένη. Με την υιοθέτηση από την ΕΔΥ της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής υπονοείται ότι υιοθετήθηκε και η αιτιολογία της και έτσι παρέχεται η ευχέρεια δικαστικού ελέγχου, θέμα που εξετάστηκε ήδη στον πρώτο λόγο έφεσης.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν παραβιάστηκαν οι κανόνες της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης εφόσον η ΕΔΥ σε προηγούμενες διοικητικές πράξεις θεώρησε τον εφεσείοντα ως προσοντούχο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα σημείωσε τα εξής:-
«Ο ισχυρισμός για παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης αναφορικά με την ενέργεια της ΕΔΥ να θεωρήσει τον αιτητή μη προσοντούχο στην παρούσα διαδικασία ενώ σε προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις θεωρήθηκε προσοντούχος με βάση τον μεταπτυχιακό του τίτλο είναι ανεδαφικός.
Οι αποφάσεις που παρέπεμψε ο αιτητής αφορούν διαφορετικές διαδικασίες στις οποίες ο αιτητής κρίθηκε υποψήφιος με βάση διαφορετικά σχέδια υπηρεσίας. Πρόκειται για εντελώς ξεχωριστές θέσεις που κρίθηκαν από άλλη Συμβουλευτική Επιτροπή. Εδώ δεν υπάρχει θέμα αλλαγής στη στάση της ΕΔΥ ως προς την αναγνώριση του μεταπτυχιακού ως πλεονέκτημα και ούτε τίθεται θέμα «πράξης αντίθετης προς προηγούμενη πράξη του ιδίου οργάνου». Πρέπει να σημειωθεί ότι στις προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε ο αιτητής, το θέμα των προσόντων δεν υπήρξε επίδικο. Στη διαδικασία πλήρωσης έξι θέσεων Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού, η ΕΔΥ αποφάσισε να δεχθεί με επιφύλαξη την εισήγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι ο αιτητής κατέχει το πλεονέκτημα (Προσφ. 176/93, ημερ. 30.5.95).»
Έχουμε μελετήσει όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις που η ΕΔΥ ασχολήθηκε με τα προσόντα του εφεσείοντα όσο και τις προτεινόμενες δικαστικές αποφάσεις. Έχουμε καταλήξει και εμείς, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι αφορούσαν διαφορετικές θέσεις με διαφορετικά σχέδια υπηρεσίας ή αφορούσαν θέματα πείρας ή θέματα μεταπτυχιακού προσόντος ως πλεονεκτήματος. Στις προηγούμενες δε δικαστικές αποφάσεις το θέμα των προσόντων δεν ήταν επίδικο.
Έπεται ότι και ο λόγος αυτός της έφεσης είναι ανεδαφικός και απορρίπτεται.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του για προκατάληψη και έχθρα εκ μέρους της ΕΔΥ προς το πρόσωπο του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθηκε ότι οι ισχυρισμοί αυτοί του εφεσείοντα παρέμειναν ατεκμηρίωτοι. Παρέμειναν απλώς στη σφαίρα των ισχυρισμών. Όσα αναφέρει στο περίγραμμα αγόρευσης ο δικηγόρος του εφεσείοντα δεν αποδεικνύουν προκατάληψη ή έχθρα έναντι του. Στην υπόθεση Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 176, έχει λεχθεί ότι «η έλλειψη αμεροληψίας θα πρέπει να αποδεικνύεται με ικανοποιητική βεβαιότητα, είτε από τα γεγονότα που παρουσιάζονται σε σχετικούς διοικητικούς φακέλους ή με ασφαλή συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων».
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η επιδίκαση των εξόδων της προσφυγής εναντίον του εφεσείοντα.
Ο λόγος αυτός δεν αναπτύσσεται στο περίγραμμα του δικηγόρου του εφεσείοντα. Είναι φανερό ότι έχει εγκαταλειφθεί. Και ορθά εν όψει της νομολογίας. (Βλέπε: Αντ. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85, Παύλος Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 102, Τάκης Χατζηγεωργίου κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ., Α.Ε. 2264, ημερ. 16.2.99 και Α. Σιακά ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1711, ημερ. 19.7.99).
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.