ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 3 ΑΑΔ 204
18 Φεβρουαρίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,
ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΕΛΕΝΗ Β. ΚΟΛΩΝΑ, ΣΥΖΥΓΟΣ ΚΩΣΤΗ Ν. ΠΑΠΑ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3102)
Αναθεωρητική Έφεση ― Κατάργηση Δίκης ― Ανάκληση επίδικου στην προσφυγή Διατάγματος Απαλλοτρίωσης ― Ζήτημα συνέχισης της δίκης λόγω επέλευσης ζημίας ― Η ζημία πρέπει να προκύπτει ευθέως από την προσβαλλόμενη πράξη.
Έξοδα ― Επιδίκαση εξόδων προσφυγής και έφεσης υπέρ της αιτήτριας/εφεσείουσας, εφόσον το επίδικο διάταγμα απαλλοτρίωσης ανακλήθηκε εκκρεμούσης μεν της προσφυγής, αλλά γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια και το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της έφεσης.
Στο στάδιο εκδίκασης της έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης, που απέρριψε προσφυγή κατά του διατάγματος απαλλοτρίωσης, διαπιστώθηκε ότι το επίδικο διάταγμα είχε ανακληθεί όταν εκδικαζόταν η προσφυγή. Τέθηκε ζήτημα κατάργησης της δίκης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η εφεσείουσα αναγνώρισε πως θα τίθεται θέμα εξέτασης της έφεσης, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία, παρά την εξαφάνιση του αντικειμένου της προσφυγής, τίθεται θέμα "ζημιάς" διεκδικήσιμης κατά το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, το οποίο προϋποθέτει ακυρωτική απόφαση. Ορθώς, ενόψει της νομολογίας επί του θέματος.
Η εφεσείουσα πρότεινε ως ζημία της, το γεγονός ότι κτίριο που υπήρχε στην απαλλοτριωθείσα ακίνητη ιδιοκτησία, κατεδαφίστηκε. Όμως, όπως δέχτηκε και η ίδια, αυτή η κατεδάφιση συντελέστηκε μετά την ανάκληση και, πάντως, ενώ ίσχυε διάταγμα επίταξης. Συνεπώς, δεν είναι δυνατό να γίνει δεχτή η άποψη της πως η κατεδάφιση είναι δυνατό να ταξινομηθεί ως "ζημιά", συναρτημένη προς το ανακληθέν διάταγμα. Όπως εξηγήθηκε από την Ολομέλεια και στην Στράκκα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643, την οποία επικαλέστηκε η Δημοκρατία, η "ζημιά" στο συζητούμενο πλαίσιο πρέπει να προκύπτει ευθέως από την επίδικη πράξη και όχι από άλλη αιτία.
2. Ως προς το ζήτημα των εξόδων, ήταν κατ' εξοχήν ευθύνη της Δημοκρατίας η γνωστοποίηση του γεγονότος της ανάκλησης. Έγκαιρη πληροφόρηση θα απέτρεπε την περαιτέρω εξέταση της προσφυγής και, βεβαίως, την έφεση. Συνυπολογίζεται, επιπλέον, το γεγονός ότι στο διάταγμα ανάκλησης προσδιορίζεται, ως ο λόγος του, το ότι η ακίνητη περιουσία της εφεσείουσας δεν θεωρείτο "αναγκαία για τους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας που αναφέρονται στη Γνωστοποίηση αρ. 908". Είναι δίκαιο να επιδικαστούν υπέρ της εφεσείουσας τα έξοδα τόσο της προσφυγής όσο και της έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση υπέρ της εφεσείουσας.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Παπαδόπουλος v. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 973,
Ιωσηφίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490,
Στράκκα Λτδ v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 567/98) ημερομηνίας 23/8/2000 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά του διατάγματος απαλλοτρίωσης της ακίνητης ιδιοκτησίας της στο χωριό Πελέντρι της Επαρχίας Λεμεσού.
Φ. Αποστολίδης με Αχ. Δημητριάδη, για την Εφεσείουσα.
Α. Βασιλειάδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με Αρ. 3241, ημερομηνίας 15.5.98, δημοσιεύθηκε διάταγμα απαλλοτρίωσης (αρ. 576) της ακίνητης ιδιοκτησίας της εφεσείουσας με αρ. εγγραφής 10209, τεμ. 491, Φ/Σχ. XLVII/7, στο Πελέντρι της Επαρχίας Λεμεσού. Η εφεσείουσα αμφισβήτησε με προσφυγή το κύρος του διατάγματος και πρωτοδίκως αυτή απορρίφθηκε εφόσον, όπως κρίθηκε, δεν είχε στοιχειοθετηθεί οποιοσδήποτε από τους λόγους ακυρότητας που προτάθηκαν.
Ασκήθηκε η παρούσα έφεση και κατατέθηκαν τα περιγράμματα των δυο πλευρών, για να διαπιστωθεί όμως κατά την προφορική ακρόαση πως το προσβληθέν διάταγμα ανακλήθηκε εκκρεμούσας της πρωτόδικης διαδικασίας. Εξέλιξη που, κακώς βεβαίως, δεν τέθηκε υπόψη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Έχουμε, συναφώς, ενώπιόν μας την Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 3345, ημερομηνίας 20.8.99, που περιλαμβάνει το Διάταγμα Ανάκλησης με αρ. 1004, που καλύπτει το προσβληθέν διάταγμα και την προηγηθείσα γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, αρ. 908/97.
Αναγνωρίζει και η εφεσείουσα πως θα τίθεται θέμα εξέτασης της έφεσης μόνο στην περίπτωση κατά την οποία, παρά την εξαφάνιση του αντικειμένου της προσφυγής, τίθεται θέμα "ζημιάς" διεκδικήσιμης κατά το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, το οποίο προϋποθέτει ακυρωτική απόφαση. Ορθώς, θα λέγαμε, ενόψει της νομολογίας μας επί του θέματος. [Βλέπε τις αποφάσεις της Ολομέλειας στην Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 973 και στην Χρ. Ιωσηφίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490.
Η εφεσείουσα προτείνει ως ζημιά της το γεγονός ότι κτίριο που υπήρχε στην απαλλοτριωθείσα ακίνητη ιδιοκτησία, κατεδαφίστηκε. Όμως, όπως δέχτηκε και η ίδια, αυτή η κατεδάφιση συντελέστηκε μετά την ανάκληση και, πάντως, ενώ ίσχυε διάταγμα επίταξης. Συνεπώς, δεν είναι δυνατό να συμμεριστούμε την άποψη της πως η κατεδάφιση είναι δυνατό να ταξινομηθεί ως "ζημιά", συναρτημένη προς το ανακληθέν διάταγμα. Σημειώνουμε επί του προκειμένου πως, όπως εξηγήθηκε από την Ολομέλεια και στην Στράκκα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643, την οποία επικαλέστηκε η Δημοκρατία, η "ζημιά" στο συζητούμενο πλαίσιο πρέπει να προκύπτει ευθέως από την επίδικη πράξη και όχι από άλλη αιτία. Καταλήγουμε πως δεν προκύπτει στην παρούσα υπόθεση θέμα "ζημιάς" που να επιτρέπει την περαιτέρω εξέταση του ζητήματος του κύρους του ανακληθέντος διατάγματος, στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης. Επομένως, η έφεση πρέπει να απορριφθεί.
Μένει το ζήτημα των εξόδων. Ήταν κατ' εξοχήν ευθύνη της Δημοκρατίας η γνωστοποίηση του γεγονότος της ανάκλησης. Έγκαιρη πληροφόρηση θα απέτρεπε την περαιτέρω εξέταση της προσφυγής και, βεβαίως, την έφεση. Συνυπολογίζουμε, επιπλέον, το γεγονός ότι στο διάταγμα ανάκλησης προσδιορίζεται, ως ο λόγος του, το ότι η ακίνητη περιουσία της εφεσείουσας δεν θεωρείται "αναγκαία για τους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας που αναφέρονται στη Γνωστοποίηση αρ. 908". Συνολικά, κάτω από τις εντελώς ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, θεωρούμε πως είναι δίκαιο να επιδικαστούν υπέρ της εφεσείουσας τα έξοδα τόσο της προσφυγής όσο και της έφεσης.
Με καταργηθείσα τη διαδικασία, η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας τα έξοδα, πρωτοδίκως και κατ' έφεση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση υπέρ της εφεσείουσας.