ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 821
28 Νοεμβρίου, 2002
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚIΚΗΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3065)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου του Τμήματος ― Εφόσον ο Προϊστάμενος ήταν υποψήφιος στη διαδικασία επανεξέτασης, νόμιμα δόθηκε η σύσταση από τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου - Διάκριση από τα γεγονότα της Λάρκος v. ΕΔΥ (2000) 3 Α.Α.Δ. 619 ― Εδώ η θέση του Προϊσταμένου δεν είχε χηρέψει.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Χωρίς αιτιολογία ― Άρθρο 34(9) ― Η αναφορά του Προϊσταμένου στους «καταλληλότερους υποψηφίους» αποτελεί τη σύσταση και όχι την αιτιολογία.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Δέουσα έρευνα και αιτιολογία της απόφασης της ΕΔΥ ― Δεν τεκμηριώθηκαν οι ισχυρισμοί περί έλλειψης τους.
Ο εφεσείων επεδίωξε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την ακύρωση της απόφασης της ΕΔΥ, με την οποία προήχθησαν τα ενδιαφερόμενα μέρη, αντί του ιδίου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Ο πρώτος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών ήταν ο μόνος αρμόδιος να προβεί σε σύσταση, ως ο ιεραρχικά ανώτερος λειτουργός στην όλη δομή του Υπουργείου· και τούτο για το λόγο ότι ο εν λόγω Γενικός Διευθυντής ούτε προϊστάμενος Τμήματος ήταν ούτε μπορούσε να ενεργήσει ως προϊστάμενος Τμήματος, εφόσον οι κενές θέσεις ανήκαν σε Τμήμα. Σε σύσταση μπορούσε να προβεί μόνο ο Διευθυντής του Τμήματος, στη δε απουσία του ή αν η θέση ήταν κενή, ο Αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος και όχι ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών.
Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την υπόθεση Λάρκου της οποίας έγινε επίκληση από τον εφεσείοντα. Εδώ, ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας δεν απουσίαζε, ούτε η θέση του ήταν κενή. Αντίθετα, ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας κατείχε τη θέση του και, επομένως, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του Άρθρου 42 για διορισμό Αναπληρωτή Διευθυντή· και, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας δεν μπορούσε να προβεί σε σύσταση για το λόγο ότι ήταν ένας από τους αρχικούς υποψηφίους, μόνος πλέον αρμόδιος να προβεί σε σύσταση ήταν ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, ως ο ιεραρχικά ανώτερος λειτουργός στην όλη δομή του Υπουργείου.
2. Ο δεύτερος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η σύσταση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών δεν περιείχε αιτιολογία και, επομένως, τα όσα ανέφερε δεν υπέκειντο σε δικαστικό έλεγχο& και τούτο γιατί, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής αιτιολόγησε τη σύστασή του με το να δηλώσει ότι θεωρούσε τα ενδιαφερόμενα μέρη ως τους «καταλληλότερους υποψήφιους».
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως ορθά παρατήρησε ο πρωτόδικος δικαστής «Αυτό (η απλή δηλαδή δήλωση ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι οι «καταλληλότεροι υποψήφιοι») δεν είναι αιτιολογία, παρά μόνο η ίδια η σύσταση, αφού η σύσταση για προαγωγή εκ προοιμίου και ταυτόσημα αναφέρεται στους θεωρούμενους ως καταλληλότερους υποψήφιους, εξ ου και συστήνονται».
3. Ο τρίτος και τελευταίος λόγος έφεσης είναι ότι «εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η τελική απόφαση της ΕΔΥ λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας ή ότι είναι σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων και αιτιολογημένη και/ή ότι πέτυχε κατά χρηστή διοίκηση να επιλέξει τους καταλληλότερους υποψηφίους για προαγωγή. Τούτο γιατί όπως προκύπτει από τα στοιχεία των φακέλων η ΕΔΥ υιοθέτησε την πάσχουσα σύσταση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή, χωρίς να διενεργήσει τη δική της δέουσα έρευνα». Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Η απάντηση περιέχεται στο σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση το οποίο και υιοθετείται.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ονουφρίου v. ΕΔΥ (1998) 3 Α.Α.Δ. 833,
Λάρκος v. ΕΔΥ (2000) 3 Α.Α.Δ. 619.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 598/99), ημερομηνίας 15/6/2000, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της προαγωγής, κατόπιν επανεξέτασης, των ιδίων έξι ενδιαφερομένων μερών στη θέση Aνώτερου Kτηματολογικού Λειτουργού, Tμήμα Kτηματολογίου και Xωρομετρίας, αναδρομικά, από 15.10.1992, αντί του ιδίου.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Γ. Λουκαΐδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 2, 3 και 6.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής κ. Γαβριηλίδης.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 20.11.1998, ακυρώθηκε απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) με την οποία προήχθησαν στη θέση Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού, Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, από 15.10.1992, οι Π. Πολυκάρπου, Χρ. Θεοδώρου, Ζ. Λάμπρου, Ε. Μουρουζίδης, Φ. Νικολάου και Αιμ. Μακρίδης. (Βλ. Κίκης Ονουφρίου ν. ΕΔΥ (1998) 3 Α.Α.Δ. 833). Στα πλαίσια της επανεξέτασης που ακολούθησε και, εφόσον ο λόγος της ακυρωτικής απόφασης αναγόταν στη σύσταση του Διευθυντή, η ΕΔΥ αποφάσισε να μην παραπέμψει το θέμα εξ αρχής στη Συμβουλευτική Επιτροπή, αλλά η επανεξέταση να γίνει από το επόμενο στάδιο, με υποψηφίους όλους εκείνους που είχαν κριθεί ως προσοντούχοι από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, και να καλέσει το Διευθυντή να προβεί σε νέα σύσταση. Στη συνέχεια, κατά τη συνεδρία της 1.2.1999, προσήλθε ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών (εφόσον ο νυν Διευθυντής του Τμήματος ήταν ένας από τους αρχικούς υποψηφίους) ο οποίος, αφού τόνισε ότι η σύστασή του αφορούσε τον ουσιώδη χρόνο, δήλωσε ότι, από τη μελέτη των ενώπιόν του στοιχείων, μεταξύ των οποίων και οι φάκελοι των υποψηφίων, έκρινε ως καταλληλότερα τα ίδια έξι (πιο πάνω) ενδιαφερόμενα μέρη και τα σύστησε για προαγωγή στη θέση. Ακολούθως, η ΕΔΥ, όπως αναφέρεται στα πρακτικά, προέβη στην αξιολόγηση των υποψηφίων με βάση τον ουσιώδη χρόνο και, αφού έλαβε υπόψη τα στοιχεία των υποψηφίων και τη σύσταση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, έκρινε ως καταλληλότερα τα έξι ενδιαφερόμενα μέρη και τα προήγαγε στη θέση αναδρομικά από τις 15.10.1992.
Η προαγωγή των έξι ενδιαφερομένων μερών προσβλήθηκε με την προσφυγή η απορριπτική απόφαση στην οποία είναι το αντικείμενο της ενώπιόν μας έφεσης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών ήταν ο μόνος αρμόδιος να προβεί σε σύσταση, ως ο ιεραρχικά ανώτερος λειτουργός στην όλη δομή του Υπουργείου· και τούτο για το λόγο ότι ο εν λόγω Γενικός Διευθυντής ούτε προϊστάμενος Τμήματος ήταν ούτε μπορούσε να ενεργήσει ως προϊστάμενος Τμήματος, εφόσον οι κενές θέσεις ανήκαν σε Τμήμα. Σε σύσταση μπορούσε να προβεί μόνο ο Διευθυντής του Τμήματος, στη δε απουσία του ή αν η θέση ήταν κενή, ο Αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος και όχι ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών.
Προς υποστήριξη της θέσης του ο δικηγόρος του εφεσείοντος επικαλέσθηκε την απόφαση στη Λάρκος ν. ΕΔΥ (2000) 3 Α.Α.Δ. 619, όπου αποφασίσθηκε ότι, εφόσον ο Διευθυντής του Τμήματος Φόρου Εισοδήματος βρισκόταν με προαφυπηρετική άδεια, το κενό θα μπορούσε να πληρωθεί με αναπληρωματικό διορισμό, όπως ειδικά προβλέπεται στο άρθρο 42 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (1/90), ώστε ο Αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος να προβεί σε σύσταση ενώπιον της ΕΔΥ.
Η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την υπόθεση Λάρκου. Εδώ, ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας δεν απουσίαζε, ούτε η θέση του ήταν κενή. Αντίθετα, ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας κατείχε τη θέση του και, επομένως, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 42 για διορισμό Αναπληρωτή Διευθυντή· και, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας δεν μπορούσε να προβεί σε σύσταση για το λόγο ότι ήταν ένας από τους αρχικούς υποψηφίους, μόνος πλέον αρμόδιος να προβεί σε σύσταση ήταν ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, ως ο ιεραρχικά ανώτερος λειτουργός στην όλη δομή του Υπουργείου.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η σύσταση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών δεν περιείχε αιτιολογία και, επομένως, τα όσα ανέφερε δεν υπέκειντο σε δικαστικό έλεγχο· και τούτο γιατί, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής αιτιολόγησε τη σύστασή του με το να δηλώσει ότι θεωρούσε τα ενδιαφερόμενα μέρη ως τους «καταλληλότερους υποψήφιους».
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το άρθρο 34(9) του Ν.1/90 δεν προβλέπει για αιτιολογημένη σύσταση του Διευθυντή. Σύμφωνα, όμως, με τη νομολογία, όταν ο Διευθυντής παρέχει αιτιολογία για τη σύστασή του, αυτή υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο (βλ., μεταξύ άλλων, Ονουφρίου ν. Ε.Δ.Υ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 833). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως ορθά παρατήρησε ο συνάδελφός μας που δίκασε πρωτόδικα την προσφυγή, «Αυτό (η απλή δηλαδή δήλωση ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι οι «καταλληλότεροι υποψήφιοι») δεν είναι αιτιολογία, παρά μόνο η ίδια η σύσταση, αφού η σύσταση για προαγωγή εκ προοιμίου και ταυτόσημα αναφέρεται στους θεωρούμενους ως καταλληλότερους υποψήφιους, εξ ου και συστήνονται».
Ο τρίτος και τελευταίος λόγος έφεσης είναι ότι «Εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η τελική απόφαση της ΕΔΥ λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας ή ότι είναι σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων και αιτιολογημένη και/ή ότι πέτυχε κατά χρηστή διοίκηση να επιλέξει τους καταλληλότερους υποψηφίους για προαγωγή. Τούτο γιατί όπως προκύπτει από τα στοιχεία των φακέλων η ΕΔΥ υιοθέτησε την πάσχουσα σύσταση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή, χωρίς να διενεργήσει τη δική της δέουσα έρευνα.»
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Η απάντηση περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση το οποίο και υιοθετούμε:
«Απομένει ο τρίτος λόγος, η ουσία του οποίου έγκειται στο κατά πόσο τα στοιχεία των φακέλων ανατρέπουν το σκεπτικό της ΕΔΥ. Κατ' αρχή, δεν είναι ορθό να λέγεται ότι η ΕΔΥ, όπως και ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής, δεν διεξήγαγε δέουσα έρευνα και παραγνώρισε την τριετή υπηρεσία του Αιτητή στην επίδικη θέση. Η υπηρεσία αυτή ήταν ενώπιον της ως μέρος των στοιχείων του Αιτητή. Ούτε προκύπτει αντίθεση του σκεπτικού της ΕΔΥ προς τα στοιχεία των φακέλων που να συνιστούσε πλάνη. Η διαπίστωση της ότι οι επιλεγέντες «βρίσκονται στα ίδια περίπου επίπεδα με τους ανθυποψηφίους τους σ' ό,τι αφορά την αξία», ελέγχεται ως ορθή, ούτε υπάρχει εισήγηση περί του αντιθέτου πλην της αναφοράς στην εν λόγω υπηρεσία του Αιτητή η οποία ασφαλώς δεν ανέτρεπε τη γενική εικόνα. Το ίδιο ισχύει για τη διαπίστωση της ότι «δεν υστερούν σε προσόντα, υπερέχουν σε αρχαιότητα και έχουν υπέρ τους τη σύσταση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή η οποία προσθέτει στο στοιχείο της αξίας». Ούτε υπάρχει η παραμικρή ένδειξη για την εισήγηση του κ. Αγγελίδη ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην αρχαιότητα των Ενδιαφερομένων Μερών έναντι του Αιτητή. Εφ' όσον κατά τα λοιπά μπορούσε να λεχθεί ότι ήσαν περίπου ισοδύναμοι, κάθε άλλο παρά ανεπίτρεπτο ήταν να δοθεί σημασία στην αρχαιότητα όπως και στη σύσταση του Διευθυντή. Το θέμα καταλήγει πλέον ως θέμα έκδηλης υπεροχής του Αιτητή, που ασφαλώς δεν τεκμηριώνεται.»
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του αιτητή.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.