ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 733
15 Νοεμβρίου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΤΡΗ ΑΔΑΜΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 3056)
Έννομο Συμφέρον ― Υποψηφίου για διορισμό, να προσβάλει το διορισμό άλλου, παρά το γεγονός ότι αποκλείστηκε ως μη κατέχων το ακαδημαϊκό προσόν ― Δεν έχει έννομο συμφέρον, εφόσον πράγματι δεν κατέχει το προσόν.
Κεντρική Τράπεζα ― Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Πείρα ― Σύμφωνα με τους Κανονισμούς (Κ.Δ.Π. 189/83), όπου καθορίζεται πείρα ως προσόν σε σχέδιο υπηρεσίας, δυνατόν αυτή να εξειδικεύεται ― Όχι όμως και να καθορίζεται η πείρα ως απαραίτητο προσόν, στην απουσία πρόνοιας στο σχέδιο υπηρεσίας.
Κεντρική Τράπεζα ― Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προσόντα ― Πλεονέκτημα ― Σύμφωνα με τους Κανονισμούς επιπρόσθετα ή ανώτερα προσόντα των προβλεπομένων θεωρούνται πλεονέκτημα ― Η Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί να καθορίσει συγκεκριμένο προσόν ως πλεονέκτημα.
Η εφεσείουσα, η οποία είχε αποκλειστεί ως μη προσοντούχος από διαδικασία διορισμών, επεδίωξε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την ακύρωσης της επίδικης απόφασης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνεται ότι το σχέδιο υπηρεσίας έτυχε της έγκρισης του Υπουργού και ότι τα ακαδημαϊκά προσόντα για την πλήρωση της θέσης καθορίστηκαν σύννομα από την Επιτροπή. Τούτου δοθέντος εκπίπτει το συμφέρον της εφεσείουσας να προσβάλει την επίδικη διοικητική απόφαση.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η δεύτερη παράγραφος του όρου 1.6, παρείχε εξουσία στην Επιτροπή να καθορίσει την πείρα «ως απαραίτητο προσόν».
Όπως και στην περίπτωση των ακαδημαϊκών προσόντων έτσι και στην περίπτωση της πείρας, παρέχεται δυνατότητα εξειδίκευσής της από την Επιτροπή, εφόσον αυτή καθορίζεται στο σχέδιο υπηρεσίας ως αναγκαίο προσόν. Στην περίπτωση του Λειτουργού Β΄ τάξης, το σχέδιο υπηρεσίας δεν καθιστά την πείρα απαραίτητο προσόν. Κατά συνέπεια η Επιτροπή καθόρισε την πείρα ως απαραίτητο προσόν καθ' υπέρβαση εξουσίας, γεγονός που αναιρεί την εγκυρότητα του σχετικού όρου της προκήρυξης του σχεδίου υπηρεσίας. Αν η εφεσείουσα αποκλειόταν λόγω μή κατοχής της καθορισθείσας πείρας η προσφυγή της θα γινόταν δεκτή και θα επιτύγχανε.
3. Ο όρος 1.5 των Κανονισμών, προβλέπει:
«1.5 Τα δι' εκάστην θέσιν ή βαθμόν (grade) καθοριζόμενα προσόντα είναι τα ελάχιστα απαιτούμενα δια διορισμόν. Κατάλληλα επιπρόσθετα ή ανώτερα προσόντα θα θεωρούνται ως πλεονέκτημα.»
Ο σχετικός όρος δεν παρείχε στην Επιτροπή τη δυνατότητα προσδιορισμού προσόντος ως πλεονεκτήματος. Ό,τι καθορίζεται με αυτό είναι, (α) τα επιπρόσθετα προσόντα και (β) τα ανώτερα προσόντα από τα απαιτούμενα, τα οποία θα θεωρούνται γενικά ως πλεονέκτημα. Δεν παρείχε η σχετική πρόνοια δικαίωμα στην Επιτροπή εξειδίκευσης οποιουδήποτε προσόντος ως πλεονεκτήματος. Ούτε αυτή η διαπίστωση προάγει την υπόθεση της εφεσείουσας, εφόσον δεν αποκλείστηκε η υποψηφιότητά της λόγω μή κατοχής του προσόντος αυτού.
4. Η μή κατοχή από την εφεσείουσα των νομίμως τεθέντων απαιτούμενων προσόντων εδικαιολογούσε τον αποκλεισμό της, στερώντας της παρεπόμενα και το έρεισμα να προσβάλει την επίδικη διοικητική απόφαση. Τούτου δοθέντος, καταρρίπτεται το βάθρο της έφεσης γεγονός που προοιωνίζεται την απόρριψή της.
Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 49/98), ημερομηνίας 19/5/2000, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Λειτουργού B΄ Tάξης στο Tμήμα Eσωτερικού Eλέγχου του τραπεζικού ιδρύματος για το λόγο ότι αυτή εστερείτο έννομου συμφέροντος για προσβολή της πράξης επειδή δεν πληρούσε τα προσόντα δεδομένου ότι δεν κατείχε πτυχίο στην Πληροφορική σύμφωνα με την παράγραφο (γ) του Σχεδίου Yπηρεσίας της θέσης.
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.
Σπ. Ευαγγέλου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π..
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ανταποκρινόμενη σε σχετική προκήρυξη, η εφεσείουσα, υπάλληλος της Κεντρικής Τράπεζας, έθεσε υποψηφιότητα για διορισμό στη θέση Λειτουργού Β΄ Τάξης, η οποία ήταν κενή, στο Τμήμα Εσωτερικού Ελέγχου του τραπεζικού ιδρύματος. Η υποψηφιότητά της απορρίφθηκε με το δικαιολογητικό ότι δεν κατείχε τα προβλεπόμενα από την προκήρυξη προσόντα. Η προσφυγή την οποία άσκησε είχε την ίδια τύχη. Το Δικαστήριο έκρινε ότι όντως η εφεσείουσα εστερείτο των απαραίτητων προσόντων για διορισμό, γεγονός που της αποστερούσε το απαιτούμενο έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη διοικητική απόφαση. Εναντίον της απόφασης αυτής η εφεσείουσα άσκησε την έφεση η οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.
Χρήσιμο είναι να αναφερθούμε, πριν προβούμε σε κρίση των επίδικων θεμάτων, στα γεγονότα που περιβάλλουν τη λήψη της διοικητικής απόφασης τα οποία αποτέλεσαν το αντικείμενο της δικαστικής διαδικασίας.
Τα σχέδια υπηρεσίας για την πλήρωση θέσεων στην Κεντρική Τράπεζα καθορίστηκαν από τις αρχές των εφεσιβλήτων και εγκρίθηκαν από τον Υπουργό Οικονομικών. Αυτά παρατίθενται στο παράρτημα των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 189/83) - οι Κανονισμοί. Τα σχέδια υπηρεσίας υπόκεινται σε γενικούς όρους οι οποίοι ενσωματώνονται στο ίδιο παράρτημα. Ένας από αυτούς, εκείνος που πρωτίστως μας ενδιαφέρει, είναι ο όρος 1.6. ο οποίος στην πρώτη του παράγραφο ορίζει:
«Κατάλληλα ακαδημαϊκά, επαγγελματικά ή άλλα προσόντα ισαξίου επιπέδου προς εκείνα τα οποία ειδικώς καθορίζονται διά θέσιν τινά, δυνατόν να γίνουν αποδεκτά. Επί του ποία προσόντα θεωρούνται ισάξια ή κατάλληλα και ποία πείρα θεωρείται κατάλληλος (όπου γίνεται σχετική μνεία εις το Σχέδιο Υπηρεσίας θέσεώς τινός) αποφασίζει η συνιστωμένη δυνάμει του άρθρου 15 του Νόμου Επιτροπή.»
Στην προκείμενη περίπτωση η Επιτροπή η οποία συστάθηκε βάσει του Άρθρου 15 του περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμου, Ν.48/63, - η Επιτροπή - καθόρισε (κατ' επίκληση του όρου 1.6), για τη θέση Λειτουργού Β΄ τα ακόλουθα προσόντα:
«Απαιτούμενα προσόντα:
(α) Μέλος ενός των ακολούθων σωμάτων Λογιστών του Ηνωμένου Βασιλείου:
(Ι) The Institute of Chartered Accountants.
(II) The Association of Certified Accountants.
(β) Κατάλληλη επαγγελματική πείρα στη λογιστική και ελεγκτική, διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, περιλαμβανομένης και της πείρας που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια μαθητείας σε ελεγκτικό γραφείο.
(γ) Πανεπιστημιακός τίτλος στην επιστήμη της Πληροφορικής ή σε συνδυασμό θεμάτων που να περιέχουν την επιστήμη της Πληροφορικής.
(δ) Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και Αγγλικής γλώσσας.
Πείρα στην ανάλυση, σχεδιασμό και εφαρμογή συστημάτων, κατά προτίμηση με τη χρήση σχεσιακής βάσης δεδομένων ή/και με εργαλεία ανάπτυξης συστημάτων (CASE Tools), θα θεωρηθεί ως επιπρόσθετο προσόν.»
Η εφεσείουσα αποκλείστηκε ως υποψήφια, όπως της γνωστοποιήθηκε με επιστολή των εφεσιβλήτων, για το λόγο ότι «... δεν πληρούσε τα προσόντα δεδομένου ότι δεν κατέχει πτυχίο στην Πληροφορική». Ακαδημαϊκό προσόν στην πληροφορική καθορίζεται ευθέως από την παράγραφο (γ) του σχεδίου υπηρεσίας ως απαραίτητο προσόν για διορισμό στη θέση Λειτουργού Β΄ τάξεως. Το ότι η εφεσείουσα δεν κατείχε αυτό το προσόν δεν αμφισβητείται.
Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι το σχέδιο υπηρεσίας όπως διαμορφώθηκε με την απόφαση της Επιτροπής, δεν έτυχε της έγκρισης του Υπουργού και ως εκ τούτου ενομιμοποιείτο αφενός να προσβάλει την επίδικη διοικητική απόφαση, απολήγουσα στο διορισμό τρίτου προσώπου και αφετέρου να ζητήσει την ακύρωσή της λόγω του παράνομου του σχεδίου υπηρεσίας. Η θέση αυτή αντιμάχεται, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τις διατάξεις του Κ.7(1) των Κανονισμών στον οποίο βεβαιώνεται ότι τόσο τα σχέδια υπηρεσίας όσο και οι όροι από τους οποίους διέπεται η εφαρμογή τους έτυχαν της έγκρισης του Υπουργού.
Οι τιθέμενοι όροι και τα σχέδια υπηρεσίας είναι αλληλένδετα. Οι όροι συνοδεύουν την εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας παρέχοντας ως προβλέπει ο όρος 1.6, εξουσία στην Επιτροπή να εξειδικεύει τα απαιτούμενα προσόντα ή τα ισάξια τους, όπου αυτά δεν καθορίζονται στο σχέδιο υπηρεσίας. Στην προκείμενη περίπτωση το σχέδιο υπηρεσίας κάτω από τον αριθμό 4. 8. 3(α), καθορίζει ως αναγκαίο προσόν «Πανεπιστημιακόν Πτυχίον ή τίτλος εις κατάλληλον θέμα».
Η αναφορά σε ακαδημαϊκό προσόν στον ενικό περιλαμβάνει σύμφωνα με την σημασία του όρου «words», «λέξεις» στον περί Ερμηνείας Νόμο, Κεφ. 1, και τον πληθυντικό. Επομένως, παρεχόταν ως θέμα ερμηνείας των σχετικών διατάξεων του σχεδίου υπηρεσίας η δυνατότητα στην Επιτροπή να καθορίσει περισσότερα του ενός, ακαδημαϊκά προσόντα, ως απαραίτητα για διορισμό στην επίμαχη θέση. Προδήλως η ανάθεση εξουσίας στην Επιτροπή για την εξειδίκευση των απαιτούμενων προσόντων απέβλεψε στην πληρέστερη, κατά το δυνατό, αντιμετώπιση των λειτουργικών αναγκών της Κεντρικής Τράπεζας σε προσωπικό.
Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνουμε ότι το σχέδιο υπηρεσίας έτυχε της έγκρισης του Υπουργού και ότι τα ακαδημαϊκά προσόντα για την πλήρωση της θέσης καθορίστηκαν σύννομα από την Επιτροπή. Τούτου δοθέντος εκπίπτει το συμφέρον της εφεσείουσας να προσβάλει την επίδικη διοικητική απόφαση. Παρά τη διαπίστωση αυτή το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε και με τις άλλες ενστάσεις της εφεσείουσας στο σχέδιο υπηρεσίας και με τον καθορισμό των απαραίτητων προσόντων, που αφορούσαν (α) τον καθορισμό συγκεκριμένης πείρας ως απαραίτητου προσόντος, στοιχείο "β", παρά την απουσία οποιασδήποτε πρόνοιας στο σχέδιο υπηρεσίας για πείρα, και (β) την εξειδίκευση πείρας ως πλεονεκτήματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η δεύτερη παράγραφος του όρου 1.6, παρείχε εξουσία στην Επιτροπή να καθορίσει την πείρα «ως απαραίτητο προσόν». Αυτή προβλέπει:
«Επί του ποία προσόντα θεωρούντα ισάξια ή κατάλληλα και ποία πείρα θεωρείται κατάλληλος (όπου γίνεται σχετική μνεία εις το Σχέδιον Υπηρεσίας θέσεως τινός) αποφασίζει η συνιστωμένη δυνάμει του άρθρου 15 του Νόμου Επιτροπή.»
Αντίθετη προς το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι η δική μας ερμηνεία της πιο πάνω διάταξης. Όπως και στην περίπτωση των ακαδημαϊκών προσόντων έτσι και στην περίπτωση της πείρας παρέχεται δυνατότητα εξειδίκευσής της από την Επιτροπή εφόσον αυτή καθορίζεται στο σχέδιο υπηρεσίας ως αναγκαίο προσόν. Στην περίπτωση του Λειτουργού Β΄ τάξης το σχέδιο υπηρεσίας δεν καθιστά την πείρα απαραίτητο προσόν. Κατά συνέπεια η Επιτροπή καθόρισε την πείρα ως απαραίτητο προσόν καθ' υπέρβαση εξουσίας, γεγονός που αναιρεί την εγκυρότητα του σχετικού όρου της προκήρυξης του σχεδίου υπηρεσίας. Αν η εφεσείουσα αποκλειόταν λόγω μή κατοχής της καθορισθείσας πείρας η προσφυγή της θα γινόταν δεκτή και θα επιτύγχανε.
Κατ' επίκληση των προνοιών του όρου 1.5 των «Όρων», το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι βάσιμα μπορούσε η Επιτροπή να προσδιορίσει και την κατοχή προσόντος ως πλεονεκτήματος για διορισμό. Ο όρος 1.5 προβλέπει:
«1.5 Τα δι' εκάστην θέσιν ή βαθμόν (grade) καθοριζόμενα προσόντα είναι τα ελάχιστα απαιτούμενα δια διορισμόν. Κατάλληλα επιπρόσθετα ή ανώτερα προσόντα θα θεωρούνται ως πλεονέκτημα.»
Διαφωνούντες και πάλιν με το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνουμε ότι ο σχετικός όρος δεν παρείχε στην Επιτροπή τη δυνατότητα προσδιορισμού προσόντος ως πλεονεκτήματος. Ό,τι καθορίζεται με αυτό είναι, (α) τα επιπρόσθετα προσόντα και (β) τα ανώτερα προσόντα από τα απαιτούμενα, τα οποία θα θεωρούνται γενικά ως πλεονέκτημα. Δεν παρείχε η σχετική πρόνοια δικαίωμα στην Επιτροπή εξειδίκευσης οποιουδήποτε προσόντος ως πλεονεκτήματος. Ούτε αυτή η διαπίστωση προάγει την υπόθεση της εφεσείουσας εφόσον δεν αποκλείστηκε η υποψηφιότητά της λόγω μή κατοχής του προσόντος αυτού.
Γεννάται το ερώτημα κατά πόσο οι άνομα τεθέντες όροι έθεσαν εκποδών την προκήρυξη της θέσης στην ολότητά της, οπόταν η έφεση θα πρέπει να γίνει δεκτή και ο προσβαλλόμενος διορισμός να ακυρωθεί. Οι μεμπτοί όροι είναι διακριτέοι, δεν συνδέονται ούτε συναρτώνται προς τους υπόλοιπους όρους της προκήρυξης κάτω από τα στοιχεία (α), (γ) και (δ). Διαχωρίζονται επομένως οι άκυροι όροι από τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας, όπως σύννομα καθορίστηκαν από την Επιτροπή. Διατηρεί η προκήρυξη την αυτοτέλεια της και χωρίς τους απαραδέκτως τεθέντες όρους. Η μή κατοχή από την εφεσείουσα των νομίμως τεθέντων απαιτούμενων προσόντων εδικαιολογούσε τον αποκλεισμό της στερώντας της παρεπόμενα και το έρεισμα να προσβάλει την επίδικη διοικητική απόφαση. Τούτου δοθέντος καταρρίπτεται το βάθρο της έφεσης γεγονός που προοιωνίζεται την απόρριψή της· όχι όμως με έξοδα εφόσον μέρος των λόγων έφεσης έγιναν δεκτοί από το πρωτόδικο Δικαστήριο χωρίς να προκύπτει με βεβαιότητα από την πρωτόδικη απόφαση, ποία θα ήταν η έκβαση της προσφυγής εάν υιοθετείτο η σωστή κατ' εμάς θέση ως προς το έκνομο των προσόντων που αφορούν την πείρα και το πλεονέκτημα.
Η έφεση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.