ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 461
27 Ιουνίου, 2002
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΕΚΔΟΤΙΚOΣ ΟIΚΟΣ ΔIAΣ ΛΤΔ, ΓΙΑ ΤΟ ΡAΔΙΟ ΠΡΩΤΟ,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
v.
ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3026)
Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή ― Χαρακτηριστικά ― Πληροφοριακή πράξη ως προς τις πρόνοιες του νόμου και τις συνέπειες σε μη συμμόρφωση με αυτές, δεν είναι εκτελεστή.
Έξοδα ― Κανόνας ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.
Οι εφεσείοντες επιδίωξαν, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την ακύρωση της «απόφασης» με την οποία εκαλούντο να υποβάλουν λογαριασμούς εσόδων στη βάση των οποίων θα τους επιβάλλονταν τέλη.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Βασικό συστατικό στοιχείο της έννοιας της εκτελεστής διοικητικής πράξης ή απόφασης, είναι η άμεση παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων τα οποία συνεπιφέρουν τη δημιουργία ή τροποποίηση ή κατάλυση υφιστάμενης νομικής κατάστασης δηλαδή, δικαίωμα/υποχρέωση διοικητικού χαρακτήρα του διοικούμενου.
Στην επίδικη υπόθεση η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι παράγωγος έννομων αποτελεσμάτων, εφόσον τα δικαιώματα/υποχρεώσεις των εφεσειόντων διατηρήθηκαν ανεπηρέαστα. Η προσβαλλόμενη πράξη στόχευε στην πληροφόρηση/υπενθύμιση των εφεσειόντων για τις απορρέουσες από το νόμο υποχρεώσεις τους και τις ενδεχόμενες κυρώσεις που θα υφίσταντο σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Ο καθορισμός των τελών θα γινόταν, σε κάθε περίπτωση, μετά την υποβολή προς την Αρχή εξελεγμένων καταστάσεων νοουμένου ότι αυτές θα ήταν αποδεκτές από την Αρχή. Προαπαιτούμενο της έκδοσης εκτελεστής διοικητικής πράξης θα ήταν εν προκειμένω η εξακρίβωση των εσόδων από τις διαφημίσεις.
Ο ισχυρισμός ότι το δικαστήριο «χρησιμοποίησε, αντίθετα με τη νομολογία, σειρά πρωτογενών δικών του συλλογισμών και/ή σκέψεων για να αιτιολογήσει την πράξη» είναι ολότελα ανεδαφικός. Ο πρωτόδικος δικαστής προκειμένου να διαπιστώσει το χαρακτήρα της προσβαλλόμενης πράξης και να αποφασίσει για το παραδεκτό της προσφυγής προέβη σε ανάλυση του περιεχομένου της επιστολής για να προσδιορίσει το ζητούμενο.
2. Ο λόγος έφεσης που αναφέρεται στα έξοδα δεν ευσταθεί. Ο κανόνας είναι ότι ο προσφεύγων καταδικάζεται στα έξοδα της αναθεωρητικής δίκης όταν αποτυγχάνει. Εδώ δεν έχει καταδειχθεί βάσιμος λόγος απόκλισης από τον κανόνα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Multi Klima Maliotis Engineering Ltd κ.ά. v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 401.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Aρ. 317/99), ημερομηνίας 27/3/2000, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η προσφυγή τους εναντίον του περιεχομένου επιστολής ημερ. 25/1/99, με την οποία η Aρχή κάλεσε τους ιδιωτικούς ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς, μεταξύ αυτών και τους αιτητές, να καταβάλουν στην Aρχή τα αναλογούντα τέλη επί των διαφημίσεων, δυνάμει του Άρθρου 24 των περί Pαδιοφωνικών και Tηλεοπτικών Σταθμών Nόμων του 1998 [Nόμοι 7(Ι)/1998, 88(Ι)/1998].
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Ν. Χαραλάμπους, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη, Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (στο εξής "η Αρχή"), είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που συστάθηκε από τον περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμο (Ν. 7(Ι) του 1998). Είναι ανεξάρτητο όργανο και ασκεί καθορισμένες αρμοδιότητες στον τομέα του ελέγχου της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης.
Μεταξύ των αρμοδιοτήτων της Αρχής περιλαμβάνονται, η χορήγηση, ανάκληση, ανανέωση και τροποποίηση αδειών με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος (άρθρο 3(2)(α)). Το άρθρο 24 του νόμου, προβλέπει την καταβολή τελών στην Αρχή για την παραχώρηση άδειας ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού.
Οι εφεσείοντες είναι δημόσια εταιρεία ιδιωτικού δικαίου, εγγεγραμμένη στην Κύπρο. Οι εφεσείοντες, νόμιμα εγκατέστησαν και λειτουργούν ραδιοφωνικό σταθμό παγκύπριας εμβέλειας.
Η Αρχή, με επιστολή της ημερ. 25.1.1999 κάλεσε τους ιδιωτικούς ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς, μεταξύ αυτών και τους αιτητές, να καταβάλουν στην Αρχή τα αναλογούντα τέλη επί των διαφημίσεων, δυνάμει του άρθρου 24 των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμων του 1998 [Νόμοι 7(Ι)/1998, 88(Ι)/1998]. Το κείμενο της προαναφερθείσας επιστολής ημερ. 25.11.99 παρατίθεται:
"Προς τους Ιδιωτικούς
Ραδιοφωνικούς και Τηλεοπτικούς Σταθμούς
"Θέμα: Καταβολή των τελών επί των διαφημίσεων για το έτος 1998 σύμφωνα με το άρθρο 24 του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι)/98 όπως τροποποιήθηκε με το Ν 88(Ι)/98.
Έχω οδηγίες να αναφερθώ στο πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω τα εξής:
Για τη χρονική περίοδο από 1.2.1998 μέχρι 13.11.1998 θα πρέπει να καταβάλετε προς την Αρχή τέλος 1% επί των κερδών του σταθμού σας από τις διαφημίσεις που προβάλλατε στα προγράμματά σας.
Για την χρονική περίοδο από 4.11.1998 μέχρι 31.12.98 τέλος 0.5% επί των εσόδων ου σταθμού σας από τις διαφημίσεις που προβάλλατε στα προγράμματά σας.
Προς καθορισμό των πιο πάνω τελών παρακαλείσθε όπως υποβάλετε προς την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου μέχρι 1.3.1999 εξελεγμένες καταστάσεις πιστοποιημένες από Εγκεκριμένο Λογιστή σε ό,τι αφορά τις δύο πιο πάνω κατηγορίες τελών.
Τα τέλη επί των διαφημίσεων, όπως διακρίνονται πιο πάνω, πρέπει να καταβληθούν προς την Αρχή μέχρι 31.3.1999. Καθυστέρηση στην καταβολή των τελών μετά την 1.4.1999 μπορεί να επιφέρει κυρώσεις σύμφωνα με τα άρθρα 3(2) (ζ) και 25 του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι)/98.
Σε περίπτωση κατά την οποία παραλείψετε και/ή αμελήσετε να υποβάλετε καταστάσεις και καταβάλετε τα τέλη εντός των πιο πάνω προθεσμιών, τότε, χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του προαναφερθέντος Νόμου (άρθρα 3(2) (ζ) και 25) θα επιβάλλεται τόκος 9% ετησίως επί των οφειλομένων ποσών."
Οι εφεσείοντες άσκησαν προσφυγή που είχε ως αντικείμενο την «πράξη και/ή απόφαση» της Αρχής που περιέχεται στην επιστολή ημερ. 25.1.99 (ανωτέρω). Ζητήθηκε η πιο κάτω θεραπεία:
"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση που περιέχεται σε επιστολή ημερ. 25.1.99 της καθ' ης η αίτηση με την οποία επικαλούμενη το άρθρο 24 του Νόμου περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών, καθόρισε ως υποχρέωση των αιτητών την καταβολή τελών 1% από 1.2.98 - 13.11.98 επί των κερδών από τις διαφημίσεις και 0.5% από 14.11.98 - 31.12.98 επί των εσόδων τους από τις διαφημίσεις που προβάλλουν από το Ραδιοφωνικό σταθμό τους, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος."
Η Αρχή ήγειρε προδικαστική ένσταση αναφορικά με το παραδεκτό της προσφυγής. Η θέση που προώθησε επιτυχώς, ήταν ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή αλλά πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα μη υποκείμενη σε αναθεωρητικό έλεγχο με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος. Η Αρχή, ισχυρίστηκε συναφώς ότι η επιστολή ημερ. 25.1.99, περιείχε πληροφορίες προς τους κατόχους αδειούχων σταθμών για τις απορρέουσες από το νόμο υποχρεώσεις τους και τις ενδεχομένως επιβλητέες κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.
Οι εφεσείοντες αντέταξαν ότι το περιεχόμενο της επιστολής «δεν ήταν πληροφοριακού χαρακτήρα αλλά διαμόρφωσε διά της διοικητικής οδού υποχρέωση ως εκτελεστή πράξη». Ήταν περαιτέρω η θέση των εφεσειόντων ότι η προσβαλλόμενη απόφαση «ήταν απαραίτητη και υλοποιούσε διοικητικά την πρόνοια του νόμου. Διατύπωσε τη βούληση του διοικητικού οργάνου που είχε άμεση εφαρμογή που επέφερε και συνέπειες στους αιτητές και τα δικαιώματά τους».
Στην εκκαλούμενη απόφαση γίνεται ορθή αναφορά στη νομολογία και στις αυθεντίες που διέπουν το θέμα της διάκρισης μεταξύ «εκτελεστής διοικητικής πράξης» και «πράξης πληροφοριακού χαρακτήρα» καθώς και στις έννομες συνέπειες που ανάλογα επιφέρει ο προσδιορισμός της πράξης ως «εκτελεστής» ή ως «πράξης πληροφοριακού χαρακτήρα» στη διοικητική δίκη και ειδικά στο ζήτημα του παραδεκτού της προσφυγής που εδώ απασχόλησε. Προκειμένου να καταστεί δυνατός ο προσδιορισμός του χαρακτήρα της προσβαλλόμενης πράξης, αναζητήθηκε ο σκοπός και το νόημα του περιεχομένου της επιστολής ημερ. 25.1.99. Το σχετικό συμπέρασμα όπως είναι διατυπωμένο στην εκκαλούμενη απόφαση παρατίθεται:
«Με την επιστολή, αντικείμενο της προσφυγής όλοι οι ιδιωτικοί Ραδιοφωνικοί και Τηλεοπτικοί Σταθμοί:
(α) Πληροφορήθηκαν για το ύψος των τελών για την περίοδο από 1.2.1998 μέχρι 31.11.98 και για την περίοδο από 14.11.98 μέχρι 31.12.98.
(β) Κλήθηκαν όπως, προς καθορισμό των πιο πάνω τελών, υποβάλουν προς την Αρχή μέχρι 1.3.1999 εξελεγμένες καταστάσεις πιστοποιημένες από εγκεκριμένο Λογιστή σε ό,τι αφορά τις δύο πιο πάνω κατηγορίες τελών.
(γ) Προειδοποιήθηκαν ότι τα τέλη, όπως διακρίνονται πιο πάνω, πρέπει να καταβληθούν προς την Αρχή μέχρι τις 31.3.99 και ότι καθυστέρηση στην καταβολή των τελών μετά την 1.4.99 μπορεί να επιφέρει κυρώσεις σύμφωνα με τα άρθρα 3(2)(γ) και 25 του Νόμου 7(Ι)/98.
(δ) Προειδοποιήθηκαν ότι παράλειψη ή αμέλεια τους να υποβάλουν καταστάσεις και να καταβάλουν τα τέλη εντός των πιο πάνω προθεσμιών θα συνεπάγεται την επιβολή τόκου 9% ετησίως επί των οφειλόμενων ποσών.»
Για τους λόγους που εξηγούνται στην πρωτόδικη απόφαση κρίθηκε ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αποτελεί εκτελεστή πράξη αλλά προκαταρκτική ανακοίνωση των απόψεων ή των θέσεων της διοίκησης προς τους ενδιαφερόμενους, κατάληξη η οποία, οδήγησε στην απόρριψη της προσφυγής.
Με την έφεση προσβάλλεται η απόφαση του Δικαστηρίου ως εσφαλμένη. Αμφισβητείται επίσης η επιδίκαση εξόδων εις βάρος των εφεσειόντων.
Η θέση των εφεσειόντων όπως αυτή αναδύεται από τους λόγους έφεσης είναι ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι πράξη εκτελεστή και όχι πράξη πληροφόρησης γιατί η υποχρέωση καταβολής ποσοστού 1% επί των κερδών και μετά 0,5% επί των εσόδων των εφεσειόντων, συνιστά υποχρέωση απορρέουσα απ' ευθείας από το νόμο την οποία, η Αρχή με απόφασή της, δέσμια στο νόμο, μετέτρεψε σε διοικητική πράξη. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι το Δικαστήριο χρησιμοποίησε κατ' αντίθεση προς τη νομολογία, σειρά δικών του πρωτογενών σκέψεων και συλλογισμών για να αιτιολογήσει την πράξη και «αναφέρθηκε έξω από οποιοδήποτε πρακτικό και την αγόρευση της εφεσίβλητης ακόμα, σε μεθόδους καθορισμού του ποσού που θα είναι «το ακριβές ποσό τελών» που θεώρησε ως την «τελική εκτέλεση»,
Συνάγεται από το περιεχόμενο της επιστολής της Αρχής ημερ. 25.11.99 ότι η Αρχή ήθελε να πληροφορήσει τους κατόχους αδειούχων ραδιοσταθμών κλπ, για τις απορρέουσες από το νόμο υποχρεώσεις τους αναφορικά με την καταβολή τελών προς την Αρχή (1% επί των κερδών και μετά την τροποποίηση του νόμου 0,5% επί των εσόδων) του ραδιοσταθμού από τις διαφημίσεις. Η Αρχή προειδοποιούσε επίσης τους ενδιαφερόμενους για τη λήψη μέτρων εναντίον τους σε περίπτωση μη συμμόρφωσης τους και τους καλούσε να υποβάλουν εξελεγμένες καταστάσεις προς καθορισμό των πιο πάνω τελών.
Βασικό συστατικό στοιχείο της έννοιας της εκτελεστής διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η άμεση παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων τα οποία συνεπιφέρουν τη δημιουργία ή τροποποίηση ή κατάλυση υφιστάμενης νομικής κατάστασης δηλαδή, δικαίωμα/υποχρέωση διοικητικού χαρακτήρα του διοικούμενου.
Στην περίπτωση που τώρα εξετάζουμε η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι παράγωγος έννομων αποτελεσμάτων εφόσον τα δικαιώματα/υποχρεώσεις των εφεσειόντων διατηρήθηκαν ανεπηρέαστα. Η προσβαλλόμενη πράξη στόχευε στην πληροφόρηση/υπενθύμιση των εφεσειόντων για τις απορρέουσες από το νόμο υποχρεώσεις τους και τις ενδεχόμενες κυρώσεις που θα υφίσταντο σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Ο καθορισμός των τελών θα γινόταν, σε κάθε περίπτωση, μετά την υποβολή προς την Αρχή εξελεγμένων καταστάσεων νοουμένου ότι αυτές θα ήταν αποδεκτές από την Αρχή. Προαπαιτούμενο της έκδοσης εκτελεστής διοικητικής πράξης θα ήταν εν προκειμένω η εξακρίβωση των εσόδων από τις διαφημίσεις.
Ο ισχυρισμός ότι το δικαστήριο «χρησιμοποίησε, αντίθετα με τη νομολογία, σειρά πρωτογενών δικών του συλλογισμών και/ή σκέψεων για να αιτιολογήσει την πράξη» είναι ολότελα ανεδαφικός. Ο συνάδελφός μας προκειμένου να διαπιστώσει το χαρακτήρα της προσβαλλόμενης πράξης και να αποφασίσει για το παραδεκτό της προσφυγής προέβη σε ανάλυση του περιεχομένου της επιστολής για να προσδιορίσει το ζητούμενο.
Ο λόγος έφεσης που αναφέρεται στα έξοδα δεν ευσταθεί. Ο κανόνας είναι ότι ο προσφεύγων καταδικάζεται στα έξοδα της αναθεωρητικής δίκης όταν αποτυγχάνει. Βλ. Multi Klima Maliotis Engineering Ltd κ.ά. v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 401. Eδώ δεν έχει καταδειχθεί βάσιμος λόγος απόκλισης από τον κανόνα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.