ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 214
15 Απριλίου, 2002
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΣΥΜΕΩΝ ΜΙΧΑΗΛ ΣΥΜΕΩΝ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Καθ'ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2898)
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Μετακίνηση ― Αποτελεί εσωτερικό διοικητικό μέτρο και όχι εκτελεστή διοικητική πράξη.
Έξοδα ― Θέμα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ― Κανόνας ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα.
Ο αιτητής επεδίωξε ανεπιτυχώς πρωτόδικα την ακύρωση της απόφασης μετακίνησής του από ένα σχολείο σε άλλο, στην ίδια περιοχή της Λευκωσίας.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην παρούσα περίπτωση ότι δεν επήλθε οποιαδήποτε αλλαγή στο καθεστώς της υπηρεσίας του εφεσείοντος είναι ορθό. Οι νομοθετικές τροποποιήσεις που έχουν επέλθει με την έγκριση του Νόμου 65/87 δεν έχουν μεταβάλει τη φύση του εσωτερικού διοικητικού μέτρου, ώστε να δημιουργείται απόφαση με εκτελεστό χαρακτήρα που να εμπίπτει μέσα στις πρόνοιες του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Οι μετακινήσεις θεωρούνται ως εσωτερικά διοικητικά μέτρα, που δεν προσδίδουν εκτελεστό χαρακτήρα σε μια τέτοια ενέργεια. Η εισήγηση απορρίπτεται.
2. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η καταδίκη του όπως καταβάλει τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας είναι τιμωρητική ενέργεια παρά άσκηση ορθής διακριτικής εξουσίας. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου "επιφέρει τομή δικαίου από την οποία ο πολίτης, η διοίκηση και το κράτος έχουν να διαπαιδαγωγηθούν" και η εξαφάνιση ή η επικύρωση μιας διοικητικής πράξης είναι επιβεβαίωση του κράτους δικαίου, που δεν θα πρέπει να συσχετίζεται σε κάθε περίπτωση με καταδικαστικό διάταγμα για έξοδα. Η θέση αυτή έχει εξετασθεί σε αριθμό υποθέσεων και έχει απορριφθεί. Η επιδίκαση εξόδων είναι θέμα το οποίο ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Τα έξοδα κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης. Στην παρούσα περίπτωση δεν έχουν προβληθεί λόγοι που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Δημοκρατία v. Κυριάκου (1986) 3 C.L.R. 1690,
Χ'Γεωργίου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23,
Κασάπης κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 43,
Αντωνίου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Aρ. 923/97), ημερομηνίας 29/7/99, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της μετακίνησής του, ως καθηγητή Θεολογίας, από το Λύκειο Mακαρίου Γ΄ στο Γυμνάσιο Mακαρίου Γ΄ στην ίδια περιοχή.
Ο Εφεσείων εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Θ. Μαυρομουστάκη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σύμφωνα με την οποία η μετακίνηση ενός καθηγητή από ένα Λύκειο σε ένα Γυμνάσιο στην ίδια περιοχή δεν επιφέρει αλλαγή στους όρους υπηρεσίας, σε βαθμό που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εκτελεστή πράξη μέσα στα πλαίσια του άρθρου 146 του Συντάγματος.
(α) Τα γεγονότα
Ο εφεσείων διορίστηκε στις 5/9/98 από τους εφεσιβλήτους ως μόνιμος καθηγητής Θεολογίας με διετή δοκιμασία, μετά τη συμπλήρωση της οποίας άρχισε να υπηρετεί ως μόνιμος καθηγητής Θεολογίας. Τον Αύγουστο του 1997 ο εφεσείων ειδοποιήθηκε μέσω του ημερήσιου τύπου ότι οι ανάγκες της εκπαίδευσης κατέστησαν αναγκαία τη μετακίνηση του από το Λύκειο Μακαρίου Γ΄ στο Γυμνάσιο Μακαρίου Γ΄. Τα δύο εκπαιδευτήρια βρίσκονται στην ίδια περιοχή της Λευκωσίας. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ο εφεσείων καταχώρησε προσφυγή με την οποία αμφισβητούσε την επίδικη απόφαση ισχυριζόμενος ότι υπήρξε μεταξύ άλλων κατάχρηση εξουσίας, έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία εξέτασε εισήγηση της ευπαίδευτης δικηγόρου των εφεσιβλήτων που υποβλήθηκε στη γραπτή της ένσταση, ότι η επίδικη απόφαση δεν ήταν εκτελεστή απόφαση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 146 του Συντάγματος και αφού αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων είχε κληθεί να ασκήσει τα καθήκοντα του ως καθηγητής μέσα στα πλαίσια των όρων υπηρεσίας του, χωρίς να επέλθει οποιαδήποτε αλλαγή στο καθεστώς της υπηρεσίας του, αποδέχθηκε την εισήγηση και απέρριψε την προσφυγή.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ισχυριζόμενος μεταξύ άλλων ότι το συμπέρασμα ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι εκτελεστή πράξη είναι λανθασμένο και ότι εσφαλμένα καταδικάστηκε στην καταβολή εξόδων.
Πρέπει να σημειωθεί ότι αρχικά ο εφεσείων εκπροσωπείτο από δικηγόρο, ο οποίος και κατέθεσε το Περίγραμμα της αγόρευσης έφεσης του εφεσείοντος. Μετά την απόφαση του να αποσυρθεί το Δικαστήριο ανέβαλε την ακρόαση της έφεσης για να δοθεί η ευχέρεια στον εφεσείοντα να διορίσει δικηγόρο της δικής του επιλογής. Τελικά ο εφεσείων αποφάσισε να χειρισθεί ο ίδιος προσωπικά την υπόθεση καταθέτοντας προς τούτο εν είδη διευκρινίσεων γραπτό υπόμνημα, που αποτελείται από 20 δακτυλογραφημένες σελίδες. Το περιεχόμενο του υπομνήματος αναφέρεται στα γεγονότα, που κατά τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος, οδήγησαν στη λήψη της επίδικης απόφασης. Επειδή τα στοιχεία του υπομνήματος δεν έρχονται σε αντίθεση με τους λόγους της έφεσης θα εξετάσουμε το βασικό ερώτημα κατά πόσο η επίδικη απόφαση αποτελεί εκτελεστή πράξη ή όχι, η απάντηση του οποίου επηρεάζει άμεσα την πορεία της έφεσης.
(β) Η νομική πλευρά
Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η μετακίνηση του ισοδυναμεί με μεταβολή στην υπηρεσιακή του κατάσταση ως εκπαιδευτικού υπαλλήλου. Και τούτο γιατί η "μετακίνηση" βασίζεται σήμερα πάνω στην αρμοδιότητα που έχει εκχωρήσει η Νομοθετική εξουσία στους καθ'ων η αίτηση σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου αρ. 10/69, όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 65/87 και τους σχετικούς Κανονισμούς (Κ.Δ.Π. 212/87). Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η μετακίνηση του αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη επειδή περιέχει τη βούληση της διοίκησης να μεταβάλει τη νομική ή την πραγματική του κατάσταση. Προς τούτο η προηγούμενη νομολογία που είχε αναπτυχθεί γύρω από το θέμα (ίδε Δημοκρατία ν. Κυριάκου (1986) 3 C.L.R. 1690) δεν τυγχάνει εφαρμογής αφού ο Νόμος δεν κάλυπτε περιπτώσεις μετακινήσεων και δεν υπήρχαν προς τούτο σχετικοί Κανονισμοί.
Αντίθετα οι καθ'ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η μετακίνηση ενός εκπαιδευτικού που προβλέπεται σήμερα από νομοθετική διάταξη, δεν καθιστά τη μετακίνηση ως εκτελεστή πράξη, γιατί ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν μπορεί να εξαχθεί από τις πρόνοιες του άρθρου 39 του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου. Το πιο πάνω άρθρο περιέχει τα κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για μεταθέσεις χωρίς να παραθέτει οποιαδήποτε κριτήρια για μετακινήσεις. Με βάση τα πιο πάνω οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι ορθά το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πράξη δεν ήταν εκτελεστή.
Το άρθρο 39 του Νόμου 10/69 (όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 65/87) προνοεί ότι
"(1) Οι μεταθέσεις των εκπαιδευτικών λειτουργών διενεργούνται από την Επιτροπή σύμφωνα με κριτήρια, όρους, προϋποθέσεις και διαδικασία που καθορίζονται.
(2) Τα κριτήρια τα οποία καθορίζονται σύμφωνα με το εδάφιο (1) συνυπολογίζονται μετά την αριθμητική αποτίμησή τους σε μονάδες από την Επιτροπή με υιοθέτηση του κατάλληλου μαθηματικού τύπου και με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή.
(3) Μπορεί να καθοριστεί ότι μεταξύ των κριτηρίων θα είναι και η εκτός έδρας υπηρεσία ενός εκπαιδευτικού λειτουργού κατά τα πριν από την έναρξη της ισχύος του Νόμου αυτού έτη.
(4) Η βαρύτητα που δίνεται σε κάθε κριτήριο του οποίου γίνεται αριθμητική αποτίμηση σε μονάδες, σύμφωνα με το εδάφιο (2), θα αποφασίζεται από την Επιτροπή.
(5) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει προσωρινή μετάθεση ενός εκπαιδευτικού λειτουργού για χρονική περίοδο μέχρι σαράντα δύο μέρες.
(6) Οι μετακινήσεις εκπαιδευτικών λειτουργών διενεργούνται από την αρμόδια αρχή για εξυπηρέτηση των αναγκών της υπηρεσίας."
Σύμφωνα με το άρθρο 5 των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Κανονισμών του 1987 (Κ.Δ.Π. 212 της 10/7/87),
"Οι μετακινήσεις των εκπαιδευτικών λειτουργών αποφασίζονται από την αρμόδια αρχή για εξυπηρέτηση των αναγκών της υπηρεσίας."
Τα νομικά επακόλουθα της μετακίνησης εξετάσθηκαν στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κυριάκου (1986) 3 C.L.R. 1690, όπου τονίσθηκε ότι,
"As it can clearly be discerned from the cases of Yiallouros, Karapataki and Nissiotou (supra), the test in matters as the present ones where there is no question of change of residence is that a transfer (μετακίνησις), that does not entail a change of status of the service of an officer who ordains a mere change of posting is an internal administrative measure which cannot be challenged by means of a recourse."
Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην παρούσα περίπτωση ότι δεν επήλθε οποιαδήποτε αλλαγή στο καθεστώς της υπηρεσίας του εφεσείοντος είναι ορθό. Οι νομοθετικές τροποποιήσεις που έχουν επέλθει με την έγκριση του Νόμου 65/87 δεν έχουν μεταβάλει τη φύση του εσωτερικού διοικητικού μέτρου ώστε να δημιουργείται απόφαση με εκτελεστό χαρακτήρα που να εμπίπτει μέσα στις πρόνοιες του άρθρου 146 του Συντάγματος. Οι μετακινήσεις θεωρούνται ως εσωτερικά διοικητικά μέτρα που δεν προσδίδουν εκτελεστό χαρακτήρα σε μια τέτοια ενέργεια. Η εισήγηση απορρίπτεται.
(γ) Εξοδα
Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η καταδίκη του όπως καταβάλει τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας είναι τιμωρητική ενέργεια παρά άσκηση ορθής διακριτικής εξουσίας. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου "επιφέρει τομή δικαίου από την οποία ο πολίτης, η διοίκηση και το κράτος έχουν να διαπαιδαγωγηθούν" και η εξαφάνιση ή η επικύρωση μιας διοικητικής πράξης είναι επιβεβαίωση του κράτους δικαίου που δεν θα πρέπει να συσχετίζεται σε κάθε περίπτωση με καταδικαστικό διάταγμα για έξοδα.
Η θέση ότι η δικαστική κρίση κατά την εξέταση προσφυγής σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 146 του Συντάγματος τέμνει το δίκαιο και διαπαιδαγωγεί τη διοίκηση και τους διοικουμένους, έχει εξετασθεί σε αριθμό υποθέσεων και έχει απορριφθεί.
Η επιδίκαση εξόδων είναι θέμα το οποίο ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. (Ίδε Χ''Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23). Τα έξοδα κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης. (Ίδε Κασάπης και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 43, Αντωνίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85 και Χ''Γεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23. Στην υπόθεση Χ''Γεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (πιο πάνω) μετά από μια λεπτομερή εξέταση της νομολογίας, ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δικαστής Πικής τονίζοντας ότι το αποτέλεσμα της δίκης είναι ο κυριαρχικός παράγων στο θέμα εξόδων παρατήρησε ότι,
"Ο κανόνας παραμένει ότι τα έξοδα της αναθεωρητικής δίκης αφίενται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Όπως προκύπτει, στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα, το αποτέλεσμα ασκεί σήμερα, σε αντίθεση με το παρελθόν (για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει), μεγαλύτερη επίδραση και, στις πλείστες των περιπτώσεων, αποφασιστική."
Στην παρούσα περίπτωση δεν έχουν προβληθεί λόγοι που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.