ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 950
12 Νοεμβρίου, 2001
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΠΡOΔΡΟΜΟΣ ΧΑΤΖΟΓΛΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
ν.
1. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
2. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ (ΑΡ. 2),
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2810)
Πανεπιστήμιο Κύπρου ― Διορισμοί ― Άρθρο 7(2) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Εκλογή, Ανέλιξη και Ανανέωση Συμβάσεων Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμών του 1996 (Κ.Δ.Π. 36/96) ― Συγκρότηση Ειδικής Επιτροπής ― Εξωτερικοί εισηγητές «του αυτού ή συναφούς αντικειμένου» ― Έννοια ― Σε σύγκριση με το γνωστικό αντικείμενο των υποψηφίων και όχι μεταξύ τους, όπως έγινε εισήγηση ― Παράνομη συγκρότηση της Επιτροπής οδήγησε σε ακύρωση την απόφαση αποκλεισμού του αιτητή.
Ο εφεσείων επεδίωξε την ακύρωση της απόφασης μη διορισμού του στη θέση Επίκουρου Καθηγητή.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Η θέση των εφεσίβλητων είναι ότι ο Κανονισμός 7(2) δεν απαιτεί ότι οι καθηγητές πρέπει να έχουν το ίδιο ή συναφές αντικείμενο με τους υποψηφίους. Η προϋπόθεση που θέτει ο Κανονισμός είναι ότι το γνωστικό αντικείμενο των δύο αλλοδαπών καθηγητών πρέπει να είναι το ίδιο ή συναφές μεταξύ τους και όχι σε σύγκριση με το γνωστικό αντικείμενο των υποψηφίων.
Η πιο πάνω εισήγηση των εφεσιβλήτων δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή γιατί οδηγεί σε παράλογο αποτέλεσμα. Η ειδικότητα των προσώπων που συνθέτουν την Επιτροπή άπτεται της κρίσης τους για τους υποψηφίους και επομένως πρέπει να υπάρχει ταυτοσημία και της ειδικότητας των μελών της Επιτροπής και των κρινομένων.
Η σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής δεν ήταν αυτή που προβλέπεται στο Άρθρο 7(2) και ως εκ τούτου η διαδικασία ήταν μεμπτή από εκείνο το στάδιο. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω δεν χρειάζεται να εξεταστεί τι είχε επακολουθήσει στα επόμενα στάδια.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 614/97) ημερομηνίας 5/3/99 με την οποία απορρίφθηκε, ελλείψει συμφέροντος, η προσφυγή του με την οποία αποφασίστηκε ο μη διορισμός του στη θέση Επίκουρου Καθηγητή στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Διοίκησης Επιχειρήσεων στην ειδικότητα Marketing/Διοίκηση στο Πανεπιστήμιο για την οποία είχε υποβάλει αίτηση.
Ξ. Ευγενίου για Α. Σ. Αγγελίδη, για τον Εφεσείοντα.
Α. Λυκούργου για Γ. Τριανταφυλλίδη, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
(α) Τα γεγονότα
Ο εφεσείων υπέβαλε υποψηφιότητα για διορισμό στη μη μόνιμη θέση του Επίκουρου Καθηγητή στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Διοίκησης Επιχειρήσεων στην ειδικότητα Marketing/Διοίκηση στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Σύμφωνα με τη διαδικασία που ακολουθείται για την πλήρωση μιας κενής θέσης, η αξιολόγηση διενεργείται από την Ειδική Επιτροπή, ακολούθως από το Εκλεκτορικό Σώμα και τελικά από τη Σύγκλητο που λαμβάνει και την τελική απόφαση.
Η υποψηφιότητα του εφεσείοντος εξετάστηκε αρχικά από την Ειδική Επιτροπή που είχε λάβει οδηγίες από τη Σύγκλητο να αξιολογήσει τους 10 υποψηφίους που είχαν αποταθεί για διορισμό. Η Ειδική Επιτροπή αποτελείτο από το Βοηθό Καθηγητή Χαρίδημο Τσούκα (Πρόεδρο), το Βοηθό Καθηγητή Ανδρέα Χαρίτου και τους αλλοδαπούς Καθηγητές Michael Brennan, Eitan Muller και Σταύρο Ζένιο (μέλη). Η Ειδική Επιτροπή (με πλειοψηφία 4 προς 1) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ποιότητα και το βάθος της δημοσιευθείσας έρευνας του εφεσείοντος δεν δικαιολογούσε τη σύσταση του για διορισμό.
Το θέμα εξετάστηκε ακολούθως από το Εκλεκτορικό Σώμα του Τμήματος Διοίκησης και Διοίκησης Επιχειρήσεων που αποφάσισε διά πλειοψηφίας όπως μη προτείνει τον εφεσείοντα για διορισμό. Η σχετική απόφαση λήφθηκε με 2 ψήφους υπέρ του διορισμού του, 2 ψήφους εναντίον του διορισμού του και 4 αποχές.
Σε τελευταίο στάδιο η πλήρωση των θέσεων του μη μόνιμου ακαδημαϊκού προσωπικού εξετάστηκε από τη Σύγκλητο που αποφάσισε να μην εκλέξει οποιοδήποτε από τους υποψηφίους. Ειδικότερα για τον εφεσείοντα αποφάσισε με πλειοψηφία 13 προς 1 το μη διορισμό του στη θέση του Επίκουρου Καθηγητή.
Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε ότι, εφόσον κανένας από τους υποψηφίους δεν κρίθηκε κατάλληλος για διορισμό στις τέσσερις θέσεις που είχαν προκηρυχθεί, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν εκτελεστή και ο εφεσείων δεν είχε έννομο συμφέρον να την προσβάλει. Απέρριψε επομένως την προσφυγή χωρίς να εξετάσει τους λόγους ουσίας που προβλήθηκαν. Όμως κατ' έφεση η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαπίστωσε προκαταρκτικά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εκτελεστή και ότι ο εφεσείων είχε έννομο συμφέρον να επιζητεί την ακύρωση της αφού με αυτή κρίθηκε ως ακατάλληλος για διορισμό.
Μετά την πιο πάνω διαπίστωση η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου προχώρησε να εξετάσει τους λόγους της προσφυγής του εφεσείοντος που συνοψίζονται στους πιο κάτω:
(i) Η Ειδική Επιτροπή δεν απαρτιζόταν από Ακαδημαϊκούς του αυτού ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου με εκείνο του εφεσείοντος, και
(ii) Η τελική απόφαση της Συγκλήτου για την απόρριψη της αίτησης του εφεσείοντος είναι αναιτιολόγητη.
(β) Οι λόγοι της έφεσης
(i) Λανθασμένη συγκρότηση Ειδικής Επιτροπής
Το άρθρο 7(2) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Εκλογή, Ανέλιξη και Ανανέωση Συμβάσεων Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμών του 1966 (Κ.Δ.Π. 36/96) προνοεί ότι,
"Η Επιτροπή αποτελείται από δύο εξωτερικούς εισηγητές του αυτού ή συναφούς αντικειμένου που είναι καθηγητές πανεπιστημίου από δύο ξένες χώρες και τρεις εσωτερικούς εισηγητές ένας εκ των οποίων ορίζεται Πρόεδρος της Επιτροπής."
Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης της αίτησης του από την Ειδική Επιτροπή οι δύο καθηγητές ξένης χώρας που συμμετείχαν στην Ειδική Επιτροπή, οι κκ. Michael Brennan (του Πανεπιστημίου της California) και Eitan Muller (του Πανεπιστημίου του Τελ-Αβιβ) δεν ήταν καθηγητές του αυτού ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου προς εκείνο του αιτητή.
Η θέση των καθ'ων η αίτηση είναι ότι ο Κανονισμός 7(2) δεν απαιτεί ότι οι καθηγητές πρέπει να έχουν το ίδιο ή συναφές αντικείμενο με τους υποψηφίους. Η προϋπόθεση που θέτει ο Κανονισμός είναι ότι το γνωστικό αντικείμενο των δύο αλλοδαπών καθηγητών πρέπει να είναι το ίδιο ή συναφές μεταξύ τους και όχι σε σύγκριση με το γνωστικό αντικείμενο των υποψηφίων.
Η πιο πάνω εισήγηση των εφεσιβλήτων δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή γιατί οδηγεί σε παράλογο αποτέλεσμα. Η ειδικότητα των προσώπων που συνθέτουν την Επιτροπή άπτεται της κρίσης τους για τους υποψηφίους και επομένως πρέπει να υπάρχει ταυτοσημία και της ειδικότητας των μελών της Επιτροπής και των κρινομένων.
Επί του προκειμένου θα πρέπει να γίνει αναφορά σε μια έγγραφη δήλωση του Προέδρου της Ειδικής Επιτροπής που έγινε μετά την αξιολόγηση του εφεσείοντος από την Ειδική Επιτροπή, που δεν μπορούσε παρά να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην εγκυρότητα της όλης διαδικασίας επιλογής.
Μετά την απόφαση της Ειδικής Επιτροπής να μη συστήσει τον εφεσείοντα για διορισμό ο Πρόεδρος της Επιτροπής Χαρίδημος Τσούκας απέστειλε προς όλα τα μέλη της Συγκλήτου επιστολή με την οποία τους πληροφορούσε ότι τόσο ο ίδιος όσο και τα άλλα μέλη της Επιτροπής δεν ήταν ειδικοί στο γνωστικό αντικείμενο του εφεσείοντος. Μόνο ο Καθηγητής Ζένιος είχε "εφαπτομενική συνάφεια" με το γνωστικό αντικείμενο του εφεσείοντος αφού το γνωστικό αντικείμενο του Καθηγητή Brennan ήταν η Χρηματοοικονομική, του Καθηγητή Muller το Marketing, του Καθηγητή Ζένιου η Διοικητική Επιστήμη, του Αναπληρωτή Καθηγητή Χαρίτου η Λογιστική και του Προέδρου η Οργανωσιακή Θεωρία και Συμπεριφορά. Ο Καθηγητής Τσούκας πρόσθεσε ότι άνκαι η Ειδική Επιτροπή δεν δήλωσε ότι δεν ήταν αναρμόδια για να κρίνει τον εφεσείοντα, εντούτοις τα δύο αλλοδαπά μέλη της κατά τη διάρκεια της συζήτησης ανέφεραν ότι αντιμετώπιζαν δυσκολίες για να κρίνουν τον εφεσείοντα. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια ο Καθηγητής Τσούκας εισηγήθηκε στη Σύγκλητο όπως αναπέμψει το θέμα στο Εκλεκτορικό Σώμα με την υπόδειξη να ζητηθούν γραπτές απόψεις ειδικών πάνω στο γνωστικό αντικείμενο του εφεσείοντος
Από τα όσα έχουν εκτεθεί πιο πάνω είναι φανερό ότι η σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής δεν ήταν αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 7(2) και ως εκ τούτου η διαδικασία ήταν μεμπτή από εκείνο το στάδιο. Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω δεν χρειάζεται να εξετάσουμε τι είχε επακολουθήσει στα επόμενα στάδια.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με £500 έξοδα σε βάρος των εφεσιβλήτων.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.